ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Τετάρτη 15 Νοέμβρη 2006
Σελ. /28
Κορυφαίοι δραματουργοί από το Εθνικό Θέατρο
«Ερρίκος Δ'» στο «Κοτοπούλη»

Με τη δημιουργία ενός υπέροχης ομορφιάς και γαλήνιας δραματικής δύναμης, ολοζώντανου γυναικείου «πορτρέτου» της Αντονιέτα Πιραντέλο, που σαρκώνεται, αναπνέει, πάλλεται από τους ρυθμούς της καρδιάς και αποκτά φωνή από την εσώτατα γλυκόλαλη Αλέκα Παΐζη (χάρμα οφθαλμών, ακοής, ψυχής η -εξαιρετικής σκηνοθετικής έμπνευσης - εμβόλιμη ερμηνευτική παρουσία της ηθοποιού), αρχίζει και τελειώνει η παράσταση του έργου «Ερρίκος Δ'» του Λ. Πιραντέλλο, από το Εθνικό Θέατρο (σκηνή «Κοτοπούλη»), σε μια άκρως ενδιαφέρουσα διασκευή και σκηνοθεσία του Δημήτρη Μαυρίκιου. Μια παράσταση, που παράγει αλλεπάλληλους, αριστουργηματικού εικαστικού κάλλους «πίνακες», διά χειρός του κορυφαίου -και διεθνώς- εικαστικού δημιουργού του θεάτρου μας, του σκηνογράφου - ενδυματολόγου Διονύση Φωτόπουλου. Και μόνο για την αδιάκοπη αισθητική ευδαιμονία που προσφέρει αυτή η σκηνογραφική και ενδυματολογική δημιουργία του Δ. Φωτόπουλου, φωτισμένη θαυμαστά από τον Λευτέρη Παυλόπουλο, αξίζει να δει κανείς αυτή την παράσταση.

Εκτός του εικαστικού κάλλους της, η παράσταση, που ξεκίνησε το περασμένο καλοκαίρι σαν πειραματικού χαρακτήρα «ανάγνωση» (δραματολογική, σκηνοθετική, υποκριτική) αυτού του περίεργου, κωμικο-τραγικού, θεματολογικά αμφίσημου και πολύσημου έργου (φαινομενικά ιστορικού, εμμέσως σχολιαστικού για τα ιστοριόμυθα και αισθητικά μεγαλόσχημα θεατρικά γούστα του 19ου αιώνα, αλλά ουσιαστικά ψυχαναλυτικού και κοινωνιολογικού), έχει και άλλες σημαντικές πτυχές.

Ο Πιραντέλο, αποκαλύπτοντας (όπως σε όλα τα έργα του), τα αφανή όρια, τη διάχυση μεταξύ «είναι» και «φαίνεσθαι», λογικής και τρέλας, αλήθειας και ψεύδους, πίστης και απιστίας, ελικρίνειας και υποκρισίας, πραγματικότητας και φαντασίας, ζωής και θεάτρου, φόρεσε τη «μάσκα» ενός ιστορικού προσώπου του μεσαίωνα, του τρελού βασιλιά Ερρίκου Δ', στο - αγνώστου ονόματος - κεντρικό πρόσωπο του έργου του, κάποιον που ντυμένος μια νύχτα καρναβαλιού ως «Ερρίκος Δ'», έπεσε από το άλογό του, χτύπησε στο κεφάλι, τρελάθηκε και ως να είναι ο «Ερρίκος Δ'», επί είκοσι χρόνια ζει κλεισμένος σε μια βίλα της νεκρής αδελφής του. Είκοσι χρόνια μετά, κατά τη σχεδιασμένη επίσκεψη συγγενών και φίλων της νιότης του, μεταξύ των οποίων η γυναίκα που αγάπησε και ο εραστής της, σε μια προσπάθειά τους να θεραπεύσουν την «τρέλα» του, ο διόλου «τρελός» θα ρίξει τις «μάσκες» εκείνων που τον πλήγωσαν και αποδρώντας ξανά από το δρόμο της «λογικής», της υποκρισίας και απιστίας τους, συνεχίζει «να παίζει θέατρο», να παριστάνει τον αθεράπευτα «τρελό» και επιλέγει - μέχρι το θάνατό του - τον εγκλεισμό, την αθωότητα της «τρέλας». Οπως ακριβώς προτίμησε να κάνει η γυναίκα του δραματουργού, η Αντονιέτα Πιραντέλο, μένοντας μέχρι το θάνατό της έγκλειστη σε ψυχιατρείο.

Με την πρόσθεση - στην έναρξη και λήξη της παράστασης - του ανύπαρκτου στο έργο προσώπου - πορτρέτου της Αντονιέτας Πιραντέλο, η διασκευή, αλλά και σκηνοθεσία του Δ. Μαυρίκιου έκανε μια ουσιώδη ερμηνευτική παρέμβαση στο έργο. Αξιοποιώντας, επίσης, το στοιχείο του «θεάτρου εν θεάτρω» που εμπεριέχει η μυθοπλοκή, το «θέατρο που παίζουν» όλα τα πρόσωπα, η σκηνοθεσία υπαινίσσεται και τη χρησιμότητα της δραματοθεραπείας, γενικότερα τις «θεραπευτικές» ιδιότητες του θεάτρου, ως μέσου ψυχανάλυσης και αποκάλυψης της ανθρώπινης και κοινωνικής πραγματικότητας και αλήθειας. Η σκηνοθεσία του έριξε ένα νέο, βαθύτερο ερμηνευτικό «φως» στην πιραντελική δραματουργία, χρησιμότατο για τους ασχολούμενους με το θέατρο, ίσως όμως δυσκολονόητο για τον αμύητο στην πιραντελική δραματουργία θεατή.

Το σκηνοθετικό πείραμα υπηρέτησαν και οι άλλοι συντελεστές της παράστασης, η εκφραστική κινησιολογία της Αποστολίας Παπαδαμάκη, το βίντεο της Νάνσυς Μπινιαδάκη, η μουσική διδασκαλία της Μελίνας Παιονίδου και όλες οι ερμηνείες. Με κυρίαρχες, την αφειδώλευτη ψυχοσωματικά ερμηνευτική κατάθεση του Νίκου Καραθάνου (Ερρίκος Δ'), την εξαιρετικά αμφίσημη ερμηνεία του Κοσμά Φουντούκη και τις αψεγάδιαστες των Αιμίλιου Χειλάκη, Γιάννη Βογιατζή, Ολιας Λαζαρίδου, Γιάννη Κότσιφα.


ΘΥΜΕΛΗ


«Ματωμένος γάμος» στο «Κάππα»

Γη, φύση και άνθρωπος. Ερωτας, γάμος και μίσος. Πίστη, τιμή και προδοσία. Αγνότητα, παρθενία και πόθος. Κοινωνία, ήθη και έθιμα. Ενοχή, εκδίκηση και καθαρμός. Ζωή και θάνατος. Πραγματικότητα και φαντασία. Λέξεις-έννοιες που ενέπνευσαν και εξύψωσαν σε διαχρονική και οικουμενική αξία τον ποιητικό και δραματουργικό «κόσμο» του δολοφονημένου από το φρανκικό φασισμό Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα, έννοιες που συνύφαναν και το δράμα του «Ματωμένος γάμος». Εβδομήντα χρόνια πέρασαν και η πίκρα για το πόσα αριστουργήματα ακόμα θα κληροδοτούσε στην παγκόσμια ποίηση και δραματουργία, αν δεν τον δολοφονούσαν, δεν μπορεί να καταλαγιάσει. Γιατί είναι παγκόσμια και η πεποίθηση ότι ο Λόρκα ήταν ένας σπάνιος, πολύ μεγάλου μεγέθους, παραγωγικότατος, «αθάνατος» δημιουργός. Απόδειξη το αγέραστο, όπως όλη η δημιουργία του, έργο «Ματωμένος γάμος», μια τραγωδία-γέννημα των ανθρωπίνων πόθων και παθών, των αξιών, ηθών και παραδόσεων του ισπανικού λαού. Μια τραγωδία, που παρά την ισπανική εθνική «ταυτότητά» της, με τη διεθνική και πανανθρώπινη εμβέλειά της, θα συνταράσσει πάντα τους θεατρόφιλους, ιδιαίτερα όταν η σκηνική ερμηνεία του έργου αναδεικνύει όχι μόνο τη σύνθετη - ρεαλιστική και υπερεαλιστική - ποιητική φύση του, την ομοιάζουσα στην αρχαία τραγωδία δραματική δύναμή του, αλλά και το πηγαία λαϊκό ήθος και χαρακτήρα του, καθώς ο Λόρκα από τον απλό λαό και τις παραδόσεις του εμπνεόταν και για τον απλό λαό έγραφε και έκανε θέατρο. Τραγωδία, που προκαλεί η «ύβρις» του εξωσυζυγικού και εκτός των κοινωνικών ηθών και συμβάσεων έρωτα, και παράλληλα η «ύβρις» του αθεράπευτου μίσους που γεννά μια αλληλοφονική βεντέτα μεταξύ δυο οικογενειών, «ύβρεις» που καθαίρονται με το χυμένο αίμα δυο αλληλοσφαγμένων και με το θρήνο, τον πόνο και τη μοναξιά των ζώντων, είναι ο «Ματωμένος γάμος», δομημένη με επεισόδια - συγκρουσιακές σκηνές μεταξύ των κεντρικών προσώπων, με μικρά τραγούδια που προοιωνίζονται το τραγικό τέλος, με λόγο και τραγούδια - εν είδει Χορού - ανωνύμων γυναικών στην προγαμιαία και γαμήλια τελετή, και με «από μηχανής» (όχι θεού, ο Λόρκα ήταν βαθύτατα διαλεκτικός ρεαλιστής) εξωπραγματικά, άκρως ποιητικά και συμβολικά «πρόσωπα» - το «Φεγγάρι», το «Θάνατο» με τη μορφή ζητιάνας, τους νυχτερινούς «Ξυλοκόπους» στο δάσος - ως εκφραστές, αλλά και οιωνούς-προπομπούς του έρωτα και του θανάτου. Η σκηνοθεσία του Σωτήρη Χατζάκη υπηρέτησε όλα τα προαναφερόμενα δραματουργικά «συστατικά» του έργου, επιτυγχάνοντας ιδιαίτερα στις σκηνές του Φεγγαριού με το «Θάνατο» και των δύο ά-χρονων «Κοριτσιών» (που ως δίδυμο θυμίζουν τη μυθολογική μοίρα «Κλωθώ»), που ξετυλίγουν τα κουβάρια της ματωμένης «μοίρας» των δύο ερωτικών αντιζήλων. Η σκηνοθεσία με καθάριο, χωρίς μελοδραματισμούς, ρεαλισμό στις ρεαλιστικές σκηνές, με φαντασία, ευαισθησία και μέτρο στις υπερεαλιστικές σκηνές, με λαϊκό αίσθημα στα χορικά μέρη, πρόβαλε το γήινο, λαϊκό αλλά και ποιητικό ήθος του έργου. Στην ποιότητα της παράστασης εξέχουσα είναι η συμβολή της μετάφρασης του Νίκου Γκάτσου και της μουσικής του Μάνου Χατζιδάκι (σε επιμέλεια-διδασκαλία της Σαββίνας Γιαννάτου), και του λιτότατου, ρεαλιστικά και υπερεαλιστικά μεταμορφώσιμου σκηνικού με το κινούμενο «γλυπτό» πατάρι του Γιώργου Πάτσα και τα απέριττης καλαισθησίας κοστούμια εποχής της Ερσης Δρίνη. Καλή χορογραφική δουλιά έκανε η Μαρία Μανιώτη. Η σκηνοθεσία στηρίζεται στην πολύπειρη, στιβαρή, χωρίς ερμηνευτικά «κόλπα», λαϊκής αρχοντιάς ερμηνεία της Δέσποινας Μπεμπεδέλη στον «εκάβειας» δύναμης ρόλο της τρεις φορές χαροκαμένης Μάνας, του γαμπρού. Πολύ καλές, ρεαλιστικά λιτές, είναι οι ερμηνείες των Μαρίας Κωνσταντάρου (Πεθερά), Κώστα Πάρλα (Πατέρας), και Αλέξανδρου Μπουρδούμη (Γαμπρός). Τον γήινο, «δαιμονισμένο», ασυγκράτητο, και εντέλει αμόλυντο ερωτικό πόθο καταύγαζαν οι σωματοποιημένες ερμηνείες της Τάνιας Τρίπη (νύφη) και του Κωνσταντίνου Κωνσταντόπουλου (Λεονάρντο). Αξέχαστη θα μας μείνει η έξοχη ερμηνεία του Θεμιστοκλή Πάνου, με το ειρωνικά παιγνιώδες, ως «άνεμος θανάτου», στο ρόλο του «Φεγγαριού». Πολύ καλές οι Μελίνα Βαμβακά και Ναταλία Στεφάνου στα «Κορίτσια» (μοίρες). Καλές ήταν οι ερμηνευτικές προσπάθειες της Ελένης Ουζουνίδου (Θάνατος-ζητιάνα) και της Αγορίτσας Οικονόμου. «Σφιγμένη» η ερμηνεία της ταλαντούχας, πάντως, Τζίνης Παπαδοπούλου (Γυναίκα του Λεονάρντο), και ψυχρής μελωδικότητας και μετωπικά «στημένα» τα τραγούδια του ρόλου της, τραγούδια που εκφράζουν ένα παράπονο ψυχής - ένα παραμιλητό και μια προαίσθηση του επερχόμενου φονικού και όχι τραγούδια επίδειξης καλλιφωνίας.


ΘΥΜΕΛΗ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ