Ορισμένα σημεία του υπό κατάρτιση νομοσχεδίου
Το αναμενόμενο - με την πλήρη μορφή του - νομοσχέδιο για τα δημόσια νοσοκομεία και τη δημόσια υγεία θα είναι το τρίτο που παρουσιάζει το ΠΑΣΟΚ μετά το 1993. Το πρώτο παρουσιάστηκε από τον Δ. Κρεμαστινό στις 30.10.1995 και το δεύτερο από τον Αν. Πεπονή στις 28.5.1996.
Και το νέο σχέδιο θα αποτελέσει - για να λέγονται τα πράγματα με το όνομά τους - ένα κακέκτυπο των προτάσεων των "σοφών" που είχε φέρει στην Ελλάδα ο Δ. Κρεμαστινός.
Κεντρικά σημεία των κατευθυντήριων γραμμών για το νομοσχέδιο, όπως και στα προηγούμενα, είναι:
Οχι πώς οι μονάδες αποκατάστασης δεν είναι απαραίτητες. Αντίθετα ενδείκνυνται. Αλλά αυτό σημαίνει ότι για να λειτουργήσουν ευεργετικά για τον ασθενή και να απελευθερώσουν κρεβάτια από τα νοσοκομεία, όπως είναι η φιλοσοφία της σύλληψης, πρέπει να γίνουν αυτές οι δομές.
Με την υπάρχουσα κατάσταση θα χρησιμοποιηθούν λύσεις εκ των ενόντων και κυρίως οι ιδιωτικές κλινικές, που μπορεί να μεταβληθούν σε "αποθήκες" βαριών περιστατικών.
Επιπλέον η διάταξη αυτή έχει και τον κίνδυνο να αποτελέσει το διάδρομο κατάργησης κάποιων μικρών και μη "παραγωγικών" νοσοκομείων, με τη μετατροπή τους στο σύνολο ή κατά μέρος σε μονάδες αποκατάστασης.
Αυτή η διάταξη δίνει τη δυνατότητα αλλαγής του νομικού καθεστώτος ή μέρους των λειτουργιών των νοσοκομείων, όπως είχε κυρίως προβληθεί από τον Δ. Κρεμαστινό, αλλά δεν μπήκε σε κανένα μετέπειτα προσχέδιο.
Προβλέπει όπως όλα τα προηγούμενα νομοσχέδια τον οικογενειακό γιατρό. Η διαφορά του είναι ότι η - και πάλι πιλοτική - εφαρμογή του θα στηριχτεί στα λεγόμενα Δίκτυα Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας. Δηλαδή πρακτικά σημαίνει χρησιμοποίηση των πολυιατρείων του ΙΚΑ στις αστικές περιοχές, αφού όπως ομολόγησε στη Βουλή ο Κ. Γείτονας (14.2.1997) η κυβέρνηση δεν μπορεί να προχωρήσει στη δημιουργία Κέντρων Υγείας Αστικού Τύπου.
Επίσης εκτός απ' τη λίστα φαρμάκων που θεσμοθετήθηκε για τα ασφαλιστικά ταμεία, καθιερώνεται και το νοσοκομειακό συνταγολόγιο για τις ανάγκες των νοσηλευομένων σε όλα τα νοσηλευτικά ιδρύματα, που θα σημάνει περαιτέρω περικοπές στη φαρμακευτική περίθαλψη.
Κόπηκαν 600 θέσεις για το 1997, τη στιγμή που δεν ολοκληρώθηκε η διαδικασία της πρόσληψης των 5.562 που άρχισε το 1995!
Οι πρώτες επιπτώσεις της λιτότητας για τα δημόσια νοσοκομεία - παρά την ονομαστική αύξηση των κονδυλίων του προϋπολογισμού για το 1997 - εκδηλώθηκαν στις προσλήψεις κυρίως του νοσηλευτικού προσωπικού.
Ετσι ενώ είχαν ανακοινωθεί 2.700 προσλήψεις για το 1997, αίφνης το υπουργείο Υγείας ανακοίνωσε (24.2.1997) ότι προωθεί μέσω του ΑΣΕΠ την πλήρωση μόνο 1.911 θέσεων (50 θέσεις νοσηλευτικής, 919 ΠΕ νοσηλευτικής, 380 ΔΕ αδελφών νοσοκόμων, 79 θέσεις ΤΕ μαιευτικής, 57 ΤΕ επισκεπτριών υγείας, 424 ΥΕ βοηθητικού υγειονομικού προσωπικού και δύο θέσεις ΤΕ βρεφονηπιοκομίας).
Να σημειωθεί ότι η μείωση αυτή έρχεται τη στιγμή που δεν έχει ολοκληρωθεί η διαδικασία των προσλήψεων των 5.562 θέσεων που είχαν προκηρυχτεί στις 7.11.1995. Και τούτο γιατί, όπως ανακοίνωσε το ΑΣΕΠ (26.2.1996), έχουν υποβληθεί 3.400 ενστάσεις και η αποδοχή κάποιων ενστάσεων επιφέρει αλλαγές στους πίνακες των διοριστέων.
Βέβαια, πρέπει να σημειωθεί ότι η ρύθμιση των χρεών των νοσοκομείων προς τρίτους - ύψους 190 δισ. δραχμών - αποτέλεσε μια έμμεση χρηματοδότησή τους. Ομως και αυτή κινδυνεύει να ακυρωθεί στην πράξη, αν δεν καλυφθεί η μισθοδοσία των νοσοκομείων κατά 100%. Μέχρι τις αρχές Φλεβάρη υπήρχαν εν εξελίξει το σενάριο για την κάλυψη κατά 77,5% των προβλεφθέντων δαπανών για τη μισθοδοσία του 1997. Τελικώς, σύμφωνα με νεότερες πληροφορίες, υπήρξε η υπόσχεση από τα οικονομικά υπουργεία για την κάλυψη κατά 100%, υπό την πίεση της συμφωνίας με τους προμηθευτές να υπερβεί το τρίμηνο η εξόφληση των τρεχουσών υποχρεώσεων των νοσοκομείων προς αυτούς, όπως συμφωνήθηκε με τη ρύθμιση για τα χρέη. Αν δηλαδή δεν καλυφθεί πλήρως η μισθοδοσία, τότε τα νοσοκομεία θα αναγκαστούν να χρησιμοποιήσουν χρήματα των λειτουργικών εξόδων για μισθούς, οπότε θα λειτουργήσει ο φαύλος κύκλος των χρεών.
Βέβαια, πέρα από την υπόσχεση για την πλήρη κάλυψη της μισθοδοσίας υπάρχουν ακόμα σοβαρές μισθολογικές εκκρεμότητες στα ψυχιατρικά προγράμματα και του ΕΪΤΖ.
Οπως αποκάλυψε ο "Ρ" (16.2.1997) τα εγκεκριμένα κονδύλια φτάνουν μόλις για τους μισθούς των εργαζομένων και μάλιστα χωρίς τις αυξήσεις της κυβέρνησης και χωρίς το επίδομα των 35.000 δραχμών. Από κει και πέρα δεν καλύπτεται καμιά άλλη δραστηριότητα.
Το υποκριτικό στοιχείο της κυβέρνησης είναι τούτο: Για όλες τις περικοπές των κοινωνικών δαπανών επικαλείται τις υποχρεώσεις της απέναντι στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Εναντι όμως της Κοινότητας, όσον αφορά τα ψυχιατρικά προγράμματα, είχε αναλάβει και την υποχρέωση να καλύψει με εθνικούς πόρους τις δομές εκείνες που αναπτύχθηκαν με τη χρηματοδότηση κοινοτικών κονδυλίων, μετά τη λήξη του Κανονισμού 815.
Η κάλυψη της μισθοδοσίας δε σημαίνει σε καμιά περίπτωση και αξιοπρεπείς μισθούς για τους λειτουργούς της υγείας.
Ετσι με το ενιαίο μισθολόγιο - πτωχολόγιο η πρωτοδιοριζόμενη νοσηλεύτρια Δημόσιας Εκπαίδευσης θα πάρει - όταν βέβαια διοριστεί - 243.000 μεικτές αποδοχές (βασικός μισθός 131.000 και τα υπόλοιπα επιδόματα). Ενώ η νοσηλεύτρια Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης θα πάρει 272.000 δραχμές μεικτές αποδοχές (βασικός μισθός 155.000 και τα υπόλοιπα επιδόματα).
Τον Ιούνη του 1996 ο πρώην υφυπουργός Υγείας Φρ. Παπαδέλης είχε υποσχεθεί από τη Βουλή ότι το Δεκέμβρη του 1996 θα άρχιζε ο διάλογος για το Νέο Ιατρικό Μισθολόγιο. Ομως ήρθε ο Μάρτης του 1997 και δεν υπήρξε ούτε νύξη για τους γιατρούς.
Ετσι οι αποδοχές τους παραμένουν στα παλιά επίπεδα: Επιμελητής Β 255.000 δραχμές, επιμελητής Α 297.000 δραχμές και διευθυντής 347.000 δραχμές (στοιχεία της ΕΙΝΑΠ για τις αποδοχές την 31.12.1995).
Οι νοσοκομειακοί γιατροί στην Ελλάδα έχουν παγκόσμια πρωτοτυπία: Να έχουν βασικό μισθό από 35.000 δραχμές (ειδικευόμενοι) μέχρι 161.000 δραχμές (διευθυντής).
Ενώ και αυτή η εισπρακτική λογική της κυβέρνησης, πέρα από το βάρος στα ασφαλιστικά Ταμεία, θα έχει - σύμφωνα με τα οικονομικά στοιχεία του νομοσχεδίου - το αμφίβολο "κέρδος" των τριών δισ. δραχμών!
Τελικά το νομοσχέδιο για την υγεία όχι μόνο δε θα δικαιώσει το θόρυβο χρόνων για την εξεύρεση νέων πόρων, καθώς και την αξιοποίηση των διατιθέμενων, αλλά είναι αμφίβολο αν θα μπορέσει να στήσει και τις νέες δομές, που παρουσιάζονται ως απαραίτητες για το ΕΣΥ.
Το οικονομικό όφελος, όπως έγραψε το "Εθνος" (20.2.1997), θα είναι μόλις 3 δισ. δραχμές, καθώς το κόστος για τις αλλαγές θα είναι 11 δισ. ενώ τα έσοδα θα φτάσουν τα 14 δισ.
Το ενδιαφέρον βρίσκεται και στη διάθεση των κονδυλίων: Ετσι προβλέπεται η διάθεση 700 εκατ. δραχμών το χρόνο για τους μάνατζερ, οι οποίοι θα τοποθετηθούν σε νοσοκομεία σε περισσότερα από 200 κρεβάτια. Αλλα 1,3 δισ. δραχμές θα χρειαστούν για την εξέλιξη των ήδη υπηρετούντων γιατρών στα νοσοκομεία. Για τους γιατρούς της Δημόσιας Υγείας θα διατεθούν 2,2 δισ. δραχμές, ενώ για τα Εργαστήρια Δημόσιας Υγείας, καθώς και για το Εθνικό Κέντρο Ερευνών Υγείας προβλέπονται 2,9 δισ. δραχμές, εκ των οποίων τα 2,5 είναι ενταγμένα στο πακέτο Ντελόρ. Με δεδομένη την αργή και χαμηλή απορρόφηση των κοινοτικών κονδυλίων, η λειτουργία αυτών των εργαστηρίων παραπέμπεται στο άδηλο μέλλον.
Ταυτόχρονα όμως, απ' τη λειτουργία αυτών των εργαστηρίων προβλέπονται έσοδα 1,2 δισ. δραχμών. Αλλα 4,5 δισ. προβλέπονται απ' την επανεκτίμηση των νοσηλίων των ιδιωτικών ασφαλιστικών εταιριών και άλλα 1,8 απ' τον έλεγχο της ποιότητας των φαρμάκων.
Απ' τα οικονομικά στοιχεία που έχουν γίνει γνωστά μέχρι τώρα, φαίνεται ότι και αυτή η περιορισμένη εφαρμογή του οικογενειακού γιατρού αφήνεται στον αυτόματο πιλότο της αυτοχρηματοδότησης που θα προκύψει μέσα απ' τις συναλλαγές των ασφαλιστικών Ταμείων, όταν εκτιμάται ότι η εφαρμογή αυτού του θεσμού σε μια τριετία θα χρειαστεί 80 δισ. δραχμές.
Μ' άλλα λόγια τα "στοιχεία της αγοράς" που στρέφουν τα νοσοκομεία προς την "επιχειρηματοποίηση" θα έχουν μηδαμινά, από οικονομικής άποψης, αποτελέσματα.
Ετσι, οι νέες παρεμβάσεις, εκτός του ότι θα είναι "ασυνεπείς" και προς τις ίδιες τις εισπρακτικές επιδιώξεις της κυβέρνησης, το μόνο που θα καταφέρουν θα είναι να δημιουργήσουν νέα φαινόμενα απορύθμισης μέσα στα νοσοκομεία, με θύματα τους ασθενείς και τους λειτουργούς της υγείας.
Γ. Μ.