ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 11 Φλεβάρη 1996
Σελ. /48
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
ΜΕΤΑΨΥΧΡΟΠΟΛΕΜΙΚΗ ΕΠΟΧΗ
Αναβαθμίζεται ο γεωστρατηγικός ρόλος της Τουρκίας

Ο γεωστρατηγικός ρόλος της Τουρκίας μετά το 1990, αλλά και πριν, προσδιορίζεται σε σημαντικό βαθμό από την ένταξή της στους στρατηγικούς σχεδιασμούς των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής, των Βαλκανίων και της Κεντρικής Ασίας. Μετά την ανατροπή των σοσιαλιστικών καθεστώτων, η Τουρκία έχασε προσωρινά τη σημασία που κατείχε στους στρατηγικούς σχεδιασμούς του ΝΑΤΟ και ειδικότερα των ΗΠΑ. Η Τουρκία, στα πλαίσια της ΝΑΤΟικής συμμαχίας, θεωρούνταν πριν το 1990 ο "φρουρός των Στενών" και ήταν μία από τις δύο χώρες του ΝΑΤΟ - η άλλη ήταν η Νορβηγία - που συνόρευε με τη Σοβιετική Ενωση και παρείχε τη δυνατότητα να παρακολουθούν, μέσω του δικτύου των βάσεών τους, τις πυρηνικές δοκιμές της πρώην ΕΣΣΔ. Σύμφωνα με ορισμένους υπολογισμούς, το 50% της συγκομιδής των ηλεκτρονικών πληροφοριών για σοβιετικές δραστηριότητες προέρχονταν από αμερικανικές βάσεις εγκατεστημένες στην Τουρκία.

Μετά τον Κόλπο

Η κρίση του Περσικού Κόλπου, το 1991, έδωσε την ευκαιρία στην Τουρκία να επανακτήσει τη στρατηγική της σημασία για τη Δύση, κυρίως όσον αφορά την περιοχή της Μέσης Ανατολής. Βέβαια για τη συνεισφορά της στον πόλεμο του Ιράκ έλαβε ως ανταμοιβή και αποζημίωση για τις ζημιές που υπέστη από το εμπάργκο σημαντική οικονομική και στρατιωτική βοήθεια από τις ΗΠΑ, τη Σαουδική Αραβία και το Κουβέιτ.

Η Τουρκία συνεχίζει να θεωρείται στη μεταψυχροπολεμική περίοδο ως πολύτιμος σύμμαχος των ΗΠΑ στο ΝΑΤΟ, συμβάλλοντας, μαζί με την Ελλάδα, στη θωράκιση της νοτιοανατολικής πτέρυγας.Ιδιαίτερα εκτιμάται από τις ΗΠΑ ότι η Τουρκία ελέγχει τα Στενά του Βοσπόρου. Σημαντικό ρόλο διαδραματίζει επίσης το γεγονός ότι η Τουρκία φιλοξενεί στο έδαφός της, για λογαριασμό των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ, δύο ΝΑΤΟικά στρατηγεία στη Σμύρνη και δώδεκα στρατιωτικές βάσεις. Στις βάσεις αυτές συμπεριλαμβάνονται οι αεροπορικές βάσεις του Ιντζιρλίκ και της Σμύρνης, ναυτικές εγκαταστάσεις κοντά στα Αδανα και η βάση ραντάρ του Πίριντζικ, απ' όπου είναι δυνατή η επιτήρηση ολόκληρου του μεσανατολικού χώρου. Η Τουρκία παίζει σημαντικό ρόλο στην Αερομεταφερόμενη Δύναμη Εγκαιρης Προειδοποίησης του ΝΑΤΟ. Η κυριότερη βάση είναι το Ικόνιο, (που ελέγχεται από την τουρκική αεροπορία), η οποία αποτελεί τμήμα ενός πλέγματος αεροπορικών βάσεων, πουαυξάνουν την αποτελεσματικότητα των 16 ΝΑΤΟικών σταθμών ραντάρ έγκαιρης προειδοποίησης (NADGE).

Από την πλευρά των τουρκικών κυβερνήσεων η επικρατούσα αντίληψη είναι ότι η Τουρκία μπορεί να αναπτύξει ένα νέο περιφερειακό ρόλο προς όφελος της Δύσης,αυτόν της "σταθεροποιητικής δύναμης" σε μια περιοχή πολύ ρευστή και επίφοβη για τα δυτικά συμφέροντα από άποψη ασφάλειας.

Από τα παραπάνω στοιχεία γίνεται φανερό ότι η Τουρκία είναι δεμένη με χίλια νήματα με τα στρατηγικά σχέδια του ΝΑΤΟ και των ΗΠΑ στην περιοχή. Βέβαια για τις υπηρεσίες που προσφέρει ανταμείβεται με πολλούς τρόπους. Από την πλευρά των ΗΠΑ εκτός από τη στρατιωτική βοήθεια 7:10 που δίνεται σε Ελλάδα - Τουρκία, η βοήθεια περιλαμβάνει τις Ξένες Στρατιωτικές Πιστώσεις (FMS), δηλαδή δανειοδοτικές πιστώσεις για την αγορά στρατιωτικού υλικού, την καθαυτή βοήθεια σε στρατιωτικό υλικό που παρέχεται δωρεάν και τα προγράμματα στρατιωτικής εκπαίδευσης.

Στήριξη από τις ΗΠΑ

Η Τουρκία επιδιώκει το ρόλο μιας "περιφερειακής υπερδύναμης" με ευθύνη στη Μέση Ανατολή, την κεντρική Ασία και τα Βαλκάνια.Από την πλευρά τους οι ΗΠΑ φαίνεται να μην έχουν αντίρρηση, αντίθετα, να επιβεβαιώσουν ένα τέτοιο ρόλο, στο βαθμό βέβαια που ο ρόλος αυτός εντάσσεται και εναρμονίζεται με τα γενικότερα συμφέροντα των ΗΠΑ. Στα πλαίσια αυτά οι ΗΠΑ στήριξαν και εξακολουθούν να στηρίζουν με κάθε μέσο την Τουρκία στη γενοκτονία των Κούρδων και την προφυλάσσουν από τη διεθνή κατακραυγή, ενώ πριν ένα χρόνο η αμερικάνικη κυβέρνηση ανέλαβε σταυροφορία για την τελωνειακή σύνδεσή της με την Ευρωπαϊκή Ενωση. Η ενίσχυση της Τουρκίας από τη Δύση γίνεται και κάτω από το προκάλυμμα ότι αποτελεί ανάχωμα στην εξάπλωση του ισλαμισμού.

Στόχοι, προτεραιότητες

Οι στόχοι και προτεραιότητες της εξωτερικής πολιτικής της Τουρκίας στην ευρύτερη περιοχή, σύμφωνα με την ιεράρχηση που γίνεται από ειδικούς επιστήμονες, παρουσιάζουν την εξής εικόνα:

- Δημιουργία πλέγματος πολιτικο - οικονομικών και αμυντικών σχέσεων με βαλκανικές χώρες - το περίφημο "μουσουλμανικό - τουρκικό τόξο" - το οποίο βασίζεται σε μεγαλύτερο βαθμό σε κοινά συμφέροντα παρά στη φυλετική ή θρησκευτική συγγένεια. Προκειμένου να επιτύχει αυτό το στόχο χρησιμοποιεί τη λεγόμενη "παροχή προστασίας" στις μουσουλμανικές μειονότητες στα Βαλκάνια, ενώ δε διστάζει να ενισχύσει τη θέση της με τη στρατιωτική συμμετοχή στο ΝΑΤΟικό στρατό κατοχής στη Βοσνία.

- Προσπάθεια αύξησης επιρροής στη Μέση Ανατολή μέσω της εφαρμογής μιας πολιτικής υδάτινων πόρων στις γειτονικές χώρες. Ο έλεγχος των υδάτινων πόρων γίνεται σιγά σιγά ζήτημα εθνικής ασφάλειας για τα κράτη της περιοχής.

- Αποφυγή δημιουργίας αυτόνομου ή ανεξάρτητου κουρδικού κράτους, τόσο στην Τουρκία όσο και στις γειτονικές χώρες.

- Οικονομική διείσδυση και κυριαρχία στην περιοχή της Μαύρης Θάλασσας, μέσω σχημάτων περιφερειακής συνεργασίας, όπως η Παρευξείνια Πρωτοβουλία.

- Ελεγχος των θαλασσίων συγκοινωνιών στα Δαρδανέλια, το Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο. Στα πλαίσια αυτά επιδιώκει αυξημένη ναυτική παρουσία στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο και αυξημένο ρόλο ευθύνης στις περιοχές αυτές στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ.

- Διατήρηση του εδαφικού status quo σε σχέση με το Ιράν, τη Συρία και τις πρώην σοβιετικές δημοκρατίες. Οσον αφορά τις ελληνοτουρκικές σχέσεις στους στόχους της Αγκυρας περιλαμβάνεται η αμφισβήτηση της ελληνικής κυριαρχίας στο Αιγαίο και η συνεκμετάλλευση πλουτοπαραγωγικών πηγών.

(Σημείωση: Αρκετά από τα στοιχεία του άρθρου προέρχονται από την έκδοση του ΕΛΙΑΜΕΠ "Η Τουρκία σήμερα").

Παναγιώτης ΚΑΚΑΛΗΣ

ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΙΣ
Ψάχνοντας για τα δίκια μας στους "προστάτες"

"Η υπεράσπιση της Τουρκίας είναι ζήτημα ζωτικής σημασίας για την άμυνα των Ηνωμένων Πολιτειών", διακήρυξε το 1941 ο Φρ. Ρούσβελτ, όταν ακόμη η Αγκυρα κρατούσε στάση ευμενούς ουδετερότητας προς τη Γερμανία του Χίτλερ, περιγράφοντας σαφέστατα τα συμφέροντα της χώρας του, τα οποία μισό αιώνα αργότερα, σήμερα όπως πολύ εύκολα μπορεί να διαπιστώσει κανείς, παραμένουν αναλλοίωτα.

Εκτοτε η Τουρκία, ιδιαίτερα από το 1947 που συμπεριλήφθηκε και αυτή στο Δόγμα Τρούμαν, αποσπώντας μέχρι το 19713.232 δισ. δολάρια ως στρατιωτική βοήθεια και 1.514 δισ. δολάρια ως οικονομική, χρησιμοποιεί με καλά επεξεργασμένο τρόπο τη γεωστρατηγική της θέση, προκειμένου να εξυπηρετήσει την επεκτατική της πολιτική, η οποία αποτελεί βασικό στοιχείο της στρατηγικής της.

Η επεκτατική πολιτική της Αγκυρας σε βάρος της Ελλάδας με πεδίο αντιπαράθεσης το Αιγαίο, άρχισε να ξεδιπλώνεται με σαφήνεια ακριβώς από το 1947, όταν η Ελλάδα "κληρονόμησε" από την ηττημένη στον Β Παγκόσμιο Πόλεμο,Ιταλία, τα δωδεκάνησα. Η πολιτική αυτή όχι μόνο διατηρήθηκε μετά το 1952, όταν η Τουρκία εισήλθε στο ΝΑΤΟ, αλλά κάθε φορά που το επέτρεπε η συγκυρία κλιμακώνονταν επικίνδυνα, οδηγώντας αρκετές φορές τις δύο σύμμαχες υπό την ομπρέλα του ΝΑΤΟ χώρες, την Ελλάδα και την Τουρκία, στο χείλος του πολέμου.Κάθε φορά που η τουρκική επεκτατικότητα εκδηλωνόταν έμπρακτα, όπως το 1974, το 1976, και το 1987 η τουρκική διπλωματία αποκόμιζε κέρδη στο πεδίο της αντιπαράθεσης, καθώς οι ελληνικές κυβερνήσεις, ανοήτως, επιδίωκαν να εξασφαλίσουν τη συμπαράσταση της ΝΑΤΟικής συμμαχίας και των Ηνωμένων Πολιτειών. Ισως οι ελληνικές κυβερνήσεις αγνοούσαν ή επιθυμούσαν να ξεχνούν τη δήλωση Ρούσβελτ από το 1941, έστω και αν αυτή επαναδιατυπώθηκε από τότε πολλές φορές από τους εκάστοτε ένοικους του Λευκού Οίκου.

Για τις Ηνωμένες Πολιτείες τα πράγματα πάντοτε ήταν και εξακολουθούν να είναι σαφή σε σχέση με τις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Η πολιτική της Ουάσιγκτον, όπως είναι φυσικό άλλωστε, ουδέποτε βασίστηκε σε ηθικούς κανόνες περί δικαίου, γι' αυτό άλλωστε και ουδέποτε ασχολήθηκε με την ουσία των ελληνικών πολιτικών και νομικών επιχειρημάτων. Ασκώντας το ρόλο του επιδιαιτητή κάθε φορά που η Αγκυρα έθετε θέμα σε βάρος της Ελλάδας η Ουάσιγκτον στήριζε αυτόν που εξυπηρετούσε τα συμφέροντά της στην περιοχή. Δηλαδή την Τουρκία.

Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο συμπεριφέρεται η Ουάσιγκτον και ο "φιλέλλην" Πρόεδρος Μπιλ Κλίντον σήμερα, κατά την παρούσα "κρίση των βραχονησίδων" με την οποία η Τουρκία επιχειρεί να ανατρέψει το καθεστώς του Αιγαίου, διεκδικώντας νέες συμφωνίες "για τα νησιά, νησίδες και βραχονησίδες (όλου) του Αιγαίου των οποίων το καθεστώς δεν είναι ξεκαθαρισμένο από διεθνή κείμενα".

Η Ουάσιγκτον, όπως κάθε φορά έτσι και σήμερα, σπεύδει να εκμεταλλευτεί την ευκαιρία και με αφετηρία την κρίση γύρω από τις βραχονησίδες Ιμια επιχειρεί να διευθετήσει συνολικά τα προβλήματα της νοτιοανατολικής πτέρυγας του ΝΑΤΟ, σέρνοντας την ελληνική κυβέρνηση σε διάλογο εφ' όλης της ύλης με την Τουρκία. Διάλογο, προφανώς, επί ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων, τα οποία αμφισβητούνται.

Παρ' όλα αυτά η ελληνική κυβέρνηση σήμερα, όπως και οι προηγούμενες ελληνικές κυβερνήσεις στο παρελθόν, εξακολουθεί να αναζητά "ευμενή τοποθέτηση" του αμερικανικού παράγοντα, στηρίζοντας στο απίθανο αυτό ενδεχόμενο την εξωτερική της πολιτική απέναντι στην Τουρκία. Στην προκειμένη περίπτωση της κρίσης των βραχονησίδων, η παρούσα κυβέρνηση, πρέπει να αναγνωριστεί, διατηρεί ελπίδες - φρούδες - και προς μια ακόμη κατεύθυνση. Στους"ευρωπαϊκούς προσανατολισμούς", την Ευρωπαϊκή Ενωση και του μηχανισμούς της, όπως η Δυτικοευρωπαϊκή Ενωση.

Ομως και για τους Ευρωπαίους εταίρους της Ελλάδας, ισχύουν ακριβώς τα ίδια που ισχύουν για τις ΗΠΑ. Πρώτον, η πολιτική τους διαμορφώνεται στη βάση εξυπηρέτησης των συμφερόντων τους, τα οποία μάλιστα δε συγκλίνουν και πολύ μεταξύ τους, με αποτέλεσμα η Κοινή Εξωτερική Πολιτική της ΕΕ να αποτελεί ακόμη ένα θολό θεωρητικό κατασκεύασμα. Από κει και έπειτα, οι ισχυρές δυνάμεις της Ενωσης, όπως συνήθως συμβαίνει, επιλέγουν τον ισχυρότερο από τους δύο πόλους μιας αντίθεσης, η οποία θέτει σε κίνδυνο τα συμφέροντά τους. Και ο ισχυρότερος πόλος της ελληνοτουρκικής διένεξης και για τους Ευρωπαίους, για πολλούς και διάφορους λόγους, πολιτικούς και οικονομικούς, είναι η Τουρκία.

Η ελληνική κυβέρνηση εξακολουθεί παρ' όλα αυτά να θέτει το θέμα των ελληνοτουρκικών σχέσεων, ως ζήτημα απονομής δικαιοσύνης, σε ΕΕ και ΗΠΑ, με αποτέλεσμα να εισπράττει την "αδιαφορία" και τις "ίσες αποστάσεις", οι οποίες τελικά οδηγούν τη χώρα στο τραπέζι του διαλόγου με την Αγκυρα με δυσμενέστατους για τα συμφέροντα της Ελλάδας όρους. Μετά την κρίση της περασμένης βδομάδας η πορεία προς αυτή την κατεύθυνση έχει εμφανιστεί ξεκάθαρη και αυτό είναι ιδιαίτερα ανησυχητικό, καθώς την ίδια στιγμή η Αθήνα συνεχίζει να πελαγοδρομεί, διατηρώντας φρούδες ελπίδες εξασφάλισης υποστήριξης από "συμμάχους" και εταίρους, ενώ, ταυτόχρονα, μέσα στους κόλπους της ίδιας της κυβέρνησης οι αντιθέσεις είναι τόσο έντονες και οξείες, που δεν είναι δυνατό να καλυφθούν.

ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΟΙ ΤΟΥ ΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΜΟΥ
Διεκδικώντας το "χρίσμα"

Η συμμετοχή της Ελλάδας και της Τουρκίας στο ιμπεριαλιστικό σύστημακαι ο ρόλος που καλούνται σήμερα να παίξουν μέσα σε αυτό είναι οι βασικοί παράγοντες, που καθορίζουν την ποιότητα στις μεταξύ τους σχέσεις και τον τρόπο που αυτές εκδηλώνονται. Πρόκειται για χώρες που η ανάπτυξή τους στο καπιταλιστικό σύστημα συντελέστηκε και συντελείται κάτω από σχέσεις εξάρτησης με το μονοπωλιακό κεφάλαιο. Σχέση εξάρτησης που επεκτείνεται φυσικά σε όλα τα επίπεδα, το οικονομικό, το πολιτικό και το στρατιωτικό.

Ο γεωγραφικός τους χώρος προκαλεί - όπως είναι φυσικό - το στρατηγικό ενδιαφέρον των ιμπεριαλιστικών κέντρων καθώς αποτελούν προγεφυρώματα για τα σχέδια των μεγάλων δυνάμεων σε μια περιοχή, όπου διασταυρώνονται τρεις ήπειροι, η Ευρώπη, η Ασία και η Αφρική. Αυτή ακριβώς η πρόσδεση των δυο χωρών στα ιμπεριαλιστικά κέντρα, καθώς και οι επιδιώξεις της ελληνικής και τουρκικής ολιγαρχίας για την αναβάθμιση του ρόλου τους στην περιοχή, αποτελούν την αιτία για την εκδήλωση και όξυνση των κρίσεων ανάμεσα στις δυο πλευρές. Η αναζήτηση αυτού του αναβαθμισμένου ρόλου, που ουσιαστικά ισοδυναμεί με τη διεκδίκηση του "χρίσματος" του αντιπροσώπου των ιμπεριαλιστικών συμφερόντων στην περιοχή, συνιστά τη βάση του εύφλεκτου χαρακτήρα των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Ταυτόχρονα, τις αφήνει έκθετες στις αντιθέσεις των ιμπεριαλιστικών κέντρων, των ΗΠΑ και της ΕΕ, που ερίζουν για το ποιος θα έχει υπό τις εντολές του τις δυο χώρες.

Οι μεγάλες δυνάμεις, επεμβαίνοντας στην περιοχή και ακολουθώντας την τακτική του "διαίρει και βασίλευε", αξιοποιούν και ενισχύουν τις επιδιώξεις, άλλοτε της ελληνικής και άλλοτε της τουρκικής ολιγαρχίας. Στόχος, η διατήρηση και παγίωση της επιδιαιτησίας τους στην περιοχή και η προώθηση των συμφερόντων τους σε οικονομικό, πολιτικό και στρατιωτικό επίπεδο. Στο σημείο αυτό αξίζει να σημειωθεί η παρακάτω περικοπή από το Σχέδιο Προγράμματος του ΚΚΕ, που δόθηκε στη δημοσιότητα τρεις μέρες πριν την κρίση στην Ιμια, και η οποία "προφητικά" (για όσους δεν αντιλαμβάνονται τον επιστημονικό χαρακτήρα της μαρξιστικολενινιστικής ανάλυσης), σημείωνε: "Στην εξωτερική πολιτική των δύο χωρών και στις μεταξύ τους σχέσεις, εκφράζεται και η τάση του συμβιβασμού υπό την ιμπεριαλιστική διαιτησία και η επιδίωξη για υπερίσχυση της μιας έναντι της άλλης. Στα πλαίσια αυτά, ανάλογα και με τις γενικότερες εξελίξεις στην περιοχή, ελλοχεύει ο κίνδυνος η όξυνση της αντιπαράθεσης και του ανταγωνισμού να φτάσει ως την πολεμική σύγκρουση. Η άρχουσα τάξη της Τουρκίας εκδηλώνει ανοιχτά και με έργα τις μιλιταριστικές της βλέψεις αξιοποιώντας και τη σημασία που έχει για τον ιμπεριαλισμό η γεωγραφική της θέση".

Αναπόφευκτα, ο ανταγωνισμός μεταξύ των δύο χωρών παίρνει οξύτερο χαρακτήρα μετά τις εξελίξεις στις ανατολικές χώρες. Η "ισορροπία" που επιχειρούσαν να κρατήσουν οι ιμπεριαλιστές απέναντι στις σχέσεις τους με Ελλάδα και Τουρκία, διαμορφώνεται σε νέα επίπεδα. Ο ρόλος της Ελλάδας ως προγεφύρωμα απέναντι στις σοσιαλιστικές χώρες των Βαλκανίων, στερείται πλέον αντικειμένου. Την ίδια ώρα η Τουρκία παίρνει θέση επιτελικού παράγοντα για την προώθηση της "Νέας Τάξης" στη Μέση Ανατολή, στα Βαλκάνια και στο χώρο που περικλείεται από τα εδάφη εντός και περί την πρώην ΕΣΣΔ. Τα νέα δεδομένα στην περιοχή, το "παρθένο έδαφος" στα Βαλκάνια, ο πόλεμος συμφερόντων για το ποιος θα κερδίσει οικονομικά από τον έλεγχο του Αιγαίου, ο ανάλογος πόλεμος για την κατάκτηση του "πρώτου διαμετακομιστικού ρόλου" στην περιοχή (Εγνατία - Παραεγνατία, Μεσόγειος, Εύξεινος Πόντος κλπ.), αποτελούν αντικειμενική βάση για την όξυνση του ανταγωνισμού ανάμεσα στις ολιγαρχίες των δύο χωρών.

Οσον αφορά την από δω πλευρά, "η επιδίωξη της ελληνικής ολιγαρχίας - σημειώνεται στο Σχέδιο Προγράμματος του ΚΚΕ - για αναβάθμιση στα πλαίσια του ιμπεριαλιστικού κέντρου και γενικότερα στην περιοχή, εκδηλώνεται με την πολιτική της "διείσδυσης" στα Βαλκάνια, με την αναγόρευση της περιοχής ως "ενδοχώρας" της Ελλάδας, με τη λογική των αξόνων και αντιαξόνων, με το "Ενιαίο Αμυντικό Δόγμα"". Η ελληνική άρχουσα τάξη, κινούμενη όλο και βαθύτερα στο πλέγμα του ενδοβαλκανικού ανταγωνισμού με τη γείτονα, και επιχειρώντας λόγω της ένταξής της στους ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς του ΝΑΤΟ και της ΕΕ να κερδίσει την εύνοιά τους, προκαλεί τεράστιους κινδύνους για τη χώρα και το λαό.

Ταυτόχρονα, όντας ενταγμένη στους παραπάνω οργανισμούς, μετατρέπει τη χώρα σε πεδίο άσκησης των ιμπεριαλιστικών αντιθέσεων μεταξύ ΗΠΑ και ΕΕ, με αποτέλεσμα την εμπλοκή της στα τυχοδιωκτικά τους παιχνίδια, όπως αυτό που παίζεται στη Βοσνία. Αλλωστε, η ένταξη της χώρας στο ΝΑΤΟ (και συνολικά στο ιμπεριαλιστικό σύστημα) αποτέλεσε και αποτελεί μόνιμη απειλή για την Ελλάδα, η οποία υφίσταται τις συνέπειες, είτε συμμετέχοντας ενεργητικά είτε όχι στις γκαγκστερικές επιδόσεις των "συμμάχων". Από την εποχή της εκστρατείας στην Ουκρανία και τον πόλεμο της Κορέας μέχρι τον Περσικό Κόλπο, τις επιδρομές στη Λιβύη και τη Γιουγκοσλαβία.

ΣΤΑ ΔΟΚΑΝΑ ΤΟΥ ΝΑΤΟ
"Σύμμαχοι", αλλά όχι μόνο...

Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις την περίοδο μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο μέχρι το 1974

Το πόσο ετεροκαθοριζόμενες είναι οι ελληνοτουρκικές σχέσεις από τις επιδιώξεις των κυρίαρχων κάθε φορά ιμπεριαλιστικών δυνάμεων φαίνεται από την πορεία τους και τις διακυμάνσεις τους κατά την περίοδο που άρχισε με τη λήξη του Β Παγκόσμιου πολέμου και φθάνει μέχρι τις μέρες μας. Η περίοδος αυτή χωρίζεται σε τρεις φάσεις. Η πρώτη μέχρι το 1974, η δεύτερη μέχρι τη διάλυση της Σοβιετικής Ενωσης και η τρίτη μέχρι σήμερα. Ωστόσο, η πιο πολυκύμαντη είναι η πρώτη.

Οι ανάγκες του ΝΑΤΟ είναι αυτές που καθορίζουν το επίπεδο των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Οταν χρειάζεται η προσέγγιση τότε αυτή γίνεται χωρίς αντιδράσεις. Οταν οι ανάγκες επιβάλλουν μια διαρκή πορεία ανταγωνισμού που να οδηγεί μέχρι σε ελεγχόμενες κρίσεις, το ΝΑΤΟ ξέρει να τις επιβάλλει. Η περίοδος αυτή στην έναρξή της σηματοδοτείται με την ένταξη της Ελλάδας στο ΝΑΤΟ το 1952 και στη συνέχεια της Τουρκίας. Η εδραίωση της εξάρτησης και των δύο χωρών από τη Δύση επέβαλε τη συνεχή καλλιέργεια στο εσωτερικό τους του μπαμπούλα του "κομμουνιστικού κινδύνου", ώστε να δικαιολογείται η ένταξή τους στο ΝΑΤΟ και η παραμονή τους σ' αυτό. Γρήγορα άρχισαν να εμφανίζονται κάποια σύννεφα που έγιναν ιδιαίτερα πυκνά στα μέσα της δεκαετίας του '50 μαζί με την εμφάνιση του κυπριακού προβλήματος. Ολος αυτός ο ανταγωνισμός είχε ως αποτέλεσμα, κατά τη διάρκεια του λεγομένου ψυχρού πολέμου, η Ελλάδα και η Τουρκία να εξοπλίζονται διαρκώς όλο και πιο βαριά, για να παίζουν και οι δυο το ρόλο που τους είχε ανατεθεί στα πλαίσια της ΝΑΤΟικής συμμαχίας.

Τα όποια γεγονότα έλαβαν χώρα αυτή την περίοδο επιβεβαιώνουν τα παραπάνω. Το 1955 με την ανοχή των Αμερικανών και των Αγγλων, όταν το Κυπριακό έβγαινε στο προσκήνιο οι Τούρκοι μεθοδεύουν την εκδίωξη του ελληνικού στοιχείου από την Κωνσταντινούπολη και τα νησιά Ιμβρο και Τένεδο, ενώ από τις αρχές της δεκαετίας του '60 αρχίζουν να δημιουργούνται προβλήματα που φθάνουν μέχρι τις μέρες μας. Το 1964 και το 1967 με αφορμή το Κυπριακό οι δύο χώρες έδειξαν να φθάνουν στα πρόθυρα του πολέμου. Η δεκαετία το '70 θεωρείται σταθμός στην πορεία των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Την περίοδο αυτή εκδηλώνεται με εκρηκτικό τρόπο το σύνολο των τουρκικών διεκδικήσεων και κατ' επέκταση των προβλημάτων μεταξύ των δύο χωρών.

Η τακτική του "διαίρει και βασίλευε" βρίσκει την καλύτερη εφαρμογή της. Δεν υπάρχει καμία στιγμή των ελληνοτουρκικών σχέσεων την περίοδο αυτή, που ο αμερικανικός παράγοντας να μην έπαιξε συγκεκριμένο ρόλο στην πορεία τους και να μην την εκμεταλλεύτηκε προς όφελός του. Είναι η περίοδος που τα εδάφη και των δύο χωρών γεμίζουν στρατιωτικές βάσεις και κάθε είδους στρατιωτικές εγκαταστάσεις στα πλαίσια της περικύκλωσης της Σοβιετικής Ενωσης.

Δύο είναι τα βασικά χαρακτηριστικά της τουρκικής πολιτικής σε αυτή τη φάση. Πρόκειται για τις δύο τακτικές που έθεσαν παράλληλα σε εφαρμογή. Η μια εκδηλώνεται με μια πολυμέτωπη εκστρατεία αμφισβήτησης ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων και η άλλη με την ενίσχυση της στρατιωτικής παρουσίας στα δυτικά παράλια της Τουρκίας με τη δημιουργία της λεγόμενης στρατιάς του Αιγαίου. Το 1973 η τουρκική εφημερίδα της κυβέρνησης δημοσιεύει χάρτη, στον οποίο, χωρίς να λαμβάνονται καθόλου υπόψη τα ελληνικά νησιά, σημειώνονται τα όρια της τουρκικής υφαλοκρηπίδας στη μέση του Αιγαίου.

Δεν πρέπει να παραβλέπεται ότι πολλά από τα προβλήματα που εμφανίζονται από την Τουρκία είναι απόρροια της λειτουργίας και των δύο χωρών στα πλαίσια του ΝΑΤΟ. Μάλιστα, ορισμένα από αυτά έχουν και προϊστορία που ανάγεται στη δεκαετία του '50. Το θέμα π.χ. του επιχειρησιακού ελέγχου στο Αιγαίο πρωτοεμφανίστηκε το 1962 οπότε το ΝΑΤΟ καθόρισε τα όρια των περιοχών έγκαιρης προειδοποίησης. Με το εγχειρίδιο του ΝΑΤΟ ASM 355 - 1 παραχωρήθηκε στην Τουρκία στο 1ο Τουρκικό ATAF η επιτήρησή του εναέριου χώρου και ορισμένων νησιών του Ανατολικού Αιγαίου. Οι πρώτες μαζικές παραβιάσεις εκδηλώθηκαν τα χρόνια εκείνα στα Δωδεκάνησα. Τα επόμενα χρόνια τροποποιήθηκε αυτή η απόφαση, όσον αφορά την έγκαιρη προειδοποίηση, και η ελληνική αρμοδιότητα κάλυπτε όλο το Αιγαίο, Το θέμα της αεράμυνας όμως έμεινε ανοιχτό.

Η τουρκική εκστρατεία αμφισβήτησης ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων στο Αιγαίο πήρε συστηματικό χαρακτήρα το 1973. Το σοβαρότερο αντικείμενο διεκδίκησης αποτέλεσε η υφαλοκρηπίδα, με άμεσο στόχο την απόκτηση δικαιωμάτων εκμετάλλευσης πιθανών κοιτασμάτων πετρελαίου και στρατηγικό στόχο την αμφισβήτηση του νομικού καθεστώτος των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου και την τελική διχοτόμησή του. Ετσι τον Νοέμβρη του 1973 δημοσιεύτηκε στην τουρκική εφημερίδα της κυβέρνησης διάταγμα που παραχωρούσε σε τουρκική εταιρία πετρελαίων την άδεια αναζήτησης πετρελαίου σε περιοχή του Βόρειου Αιγαίου, που ανήκει στην ελληνική υφαλοκρηπίδα. Ακολούθησε σειρά πράξεων εφαρμογής αυτής της απόφασης, όπως η έξοδος στις αρχές Ιούνη του 1974 πλοίου ερευνών, ενώ δύο μέρες πριν την εισβολή στην Κύπρο η Τουρκία παραχωρεί νέες άδειες έρευνας και εκμετάλλευσης σε περιοχές του Νοτιοανατολικού Αιγαίου και των Δωδεκανήσων.



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ