ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 21 Ιούλη 1996
Σελ. /40
ΚΕΝΗ
Ενα άλλο καλοκαίρι!

Του Γ. Χ. ΧΟΥΡΜΟΥΖΙΑΔΗ

Είμαι βέβαιος από πριν πως η πρότασή μου θα προκαλέσει αντιδράσεις. Φοβούμαι πως ούτε οι θυγατέρες μου θα τη δεχτούν και γω θα είμαι αναγκασμένος να βρω υποστηριχτές σε κάποιους παλιούς φίλους, που δεν ξέρω πού να βρίσκονται αυτή τη στιγμή που γράφω αυτές τις αράδες. Τους έχω χάσει από καιρό. Είμαι βέβαιος όμως πως αν είχαν τον τρόπο να διαβάσουν το σημερινό μου σημείωμα, θα συμφωνούσαν μαζί μου, όπως συμφωνούσαν και τότε και παίρναμε τις αποφάσεις, για να χτίζουμε μικρούς μικρούς κόσμους από θολό κρύσταλλο, όπου καταφεύγαμε, για να ζεσταθούνε τα παγωμένα μας δάχτυλα.

Το σπίτι του παππού μου, όπου κατοικούσαμε, όταν ήμασταν μικροί, ήτανε κοντά στο Γ Σώμα Στρατού. Κάθε πρωί ακούγαμε τους νεοσύλλεκτους να τραγουδούνε με βαριές, γεμάτες, αγκάθια φωνές άσματα ηρωικά και προπαντός πένθιμα, όπως θα έλεγε και ο ποιητής. Και από πάνω ν' ακούγεται η αγριοφωνάρα του επιλοχία που έδινε παραγγέλματα και παρίστανε την πατρίδα, έτοιμος, βέβαια, να παρατήσει "σύξυλο" το εκπαιδευόμενο στράτευμα, μόλις του έστελνε το σχετικό ερωτικό μήνυμα η παραδουλεύτρα του γιατρού, γνωστή με το ψευδώνυμο "μπαουλέτο", λόγω των αρκούντως προτεταμένων επαρχιακών της μαστών. Απέναντι απλώνονταν τα μπαλκόνια της Τασίας και δίπλα οι τριανταφυλλιές της κυρίας Ολγας. Τα καλοκαιρινά βράδια έβγαζε την καρέκλα του και ο Μπαϊρακτάρης μαζί με τον Αντώνη τον Μπαντιά, όπου και ξοδεύανε ώρες ολόκληρες με το τάβλι. Γι' αυτό το καλοκαίρι ακριβώς δινότανε μεγάλες μάχες! Λεφτά δεν υπήρχανε, βλέπεις. Για να πάμε με τη "Λευκή", το κάτασπρο βαποράκι του Δαλαμάγκα, απέναντι στο Μπαξέ Τσιφλίκ για κολύμπημα. Θέλαμε ίσαμε ένα κατοστάρικο και μεις δεν το είχαμε. Κλαίγαμε, παρακαλούσαμε, υποσχόμασταν διαγωγή κοσμιοτάτη και καλούς βαθμούς στην άλγεβρα το χειμώνα, εις μάτην όμως. Μέναμε εκεί, επί τόπου και παρακολουθούσαμε με φθόνο την οικογένεια του Βλάντο και του Βάσκο, που κατηφόριζε με τα καλάθια γεμάτα, τις ολοστρόγγυλες και πεντακάθαρες λαστιχένιες μπάλες για τη θάλασσα. Πού να το φανταστούνε εκείνα τα στρουμπουλά Σερβάκια της παιδικής μας ηλικίας, ο Βλάντο και ο Βάσκο, δηλαδή, πως θα 'ρχότανε μια μέρα, που θα μαζεύαμε γάλατα και απορρυπαντικά, μεταχειρισμένα βιβλία και πλαστικές κούκλες, για να τα στείλουμε πονετική βοήθεια στα πολεμοχτυπημένα εγγόνια τους. Γιατί, όπως και να το υπολογίσω, καταλήγω στο συμπέρασμα πως ανάμεσα στα τρομαγμένα Σερβόπουλα που αδειάζουν κάθε τόσο τα βαγόνια της Ειρήνης στις ελληνικές "αποβάθρες" θα είναι και τα εγγόνια του Βλάντο ή του Βάσκο. Οχι βέβαια πως αυτό με ευχαριστεί, αλλά όταν το φέρνω στο μυαλό μου θυμούμαι, έτσι, αυτόματα, τα πρωινά εκείνα που η οικογένεια των Σέρβων της γειτονιάς μας, Παπάφη 13, αν θυμούμαι καλά, κατηφόριζε για την αποβάθρα του Λευκού Πύργου, όπου περίμενε άσπρη άσπρη η "Λευκή" του Δαλαμάγκα.

Μέναμε, λοιπόν, πίσω εμείς, στην έρημη καλοκαιριάτικη γειτονιά, κάπου εκεί ανάμεσα στην οδό Κιλκισίου, όπου πηγαινοερχότανε με μια πάνινη μπάλα ξεβράκωτος, μια σταλιά πιτσιρίκος τότε ο Αλκέτας ο Παναγούλιας και στην οδό Δοϊράνης, όπου στην ίδια ηλικία του δρόμου ανεβοκατέβαινε σκεφτικός και ονειροπαρμένος ο Τόλης ο Καζαντζής. Μέναμε μόνοι οι καψεροί, για να παλεύουμε με τις μπίλιες και ν' αγναντεύουμε πότε πότε λίγο από Θερμαϊκό και Ολυμπο και κάτι εκεί πιο αριστερά λίγο από Καρά Μπουρνού. Δεν αντέχαμε όμως πολύ. Μόλις ακουγότανε η "μπουρού" της "Λευκής", ανηφορίζαμε για τη "Δόξα", τα έμπεδα της εποχής εκείνης και λίγο πιο ύστερα τόπος εκτέλεσης. Περνούσαμε από τα πλυντήρια του Αργυρίου, ύστερα κόβαμε αριστερά για το 424 Στρατιωτικό Νοσοκομείο, την Αγία Φωτεινή, το γήπεδο του ΠΑΟΚ και κει σταματούσαμε. Κατεβαίναμε στο λάκκο, όπου σήμερα η οδός Καυταντζόγλου, και αρχίζαμε το ψάξιμο!

Ο,τι βρίσκαμε το μαζεύαμε. Κουτιά από τσιγάρα, παλιές καραβάνες, γκαζόλαμπες άχρηστες, τραπουλόχαρτα σημαδεμένα, πούλια από ήλεκτρο ή ταρταρούγα, παγούρια, πορτοφόλια ξεχαρβαλωμένα. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον βρίσκαμε να χαζεύουμε με τις ώρες πάνω από τους σκελετούς των ζώων που κατέβαζε το ρέμα από το δάσος του Σέιχ Σου. Κάτι σαν γοητεία περνούσε βαθιά την καρδιά μας. Ητανε βλέπεις ένα περίεργο άγγιγμα του θανάτου την ώρα εκείνη που ο Βλάντο και ο Βάσκο πλατσούριζαν μέσα στους αφρούς του Θερμαϊκού, προπαντός ανύποπτοι και στρουμπουλοί.

Τώρα θα με ρωτήσετε, γιατί τα γράφω όλ' αυτά και δεν προχωράω στην πρόταση που υποσχέθηκα πως θα κάνω. Γιατί θυμήθηκα τα παιδικά μου χρόνια και τα στρουμπουλά Σερβόπουλα, το ρέμα, όπου χαιρόμασταν να ανεβοκατεβαίνουμε και να μαζεύουμε τα ξεχαρβαλωμένα υπόλοιπα μιας άλλης ζωής, που ούτε νόημα είχε ούτε και που έβρισκες λογαριασμό μαζί της. Μα δε θυμήθηκα το ρέμα μονάχα. Τους φίλους μου τους παλιούς θυμήθηκα, που αφήναμε πίσω το πυρακτωμένο καλοκαίρι να κατηφορίζει προς το Θερμαϊκό και μεις ανηφορίζαμε. Ετσι, για να μείνουμε μακριά από τη θάλασσα, σέρνοντας από το αυτί τη φτώχεια μας και κρατώντας μέσα στις ιδρωμένες μας χούφτες κάτι από τα άχρηστα κομμάτια ενός στερεμένου ρέματος. Ητανε ένας συμβολισμός εκείνος ο καλοκαιρινός περίπατος. Ανάμεσα στα λευκά κόκαλα άγνωστων ζώων, στις σάπιες γκαζόλαμπες και στα σκουριασμένα παγούρια ξεχασμένων στρατιωτών. Ητανε σαν να θέλαμε να βγάλουμε τη γλώσσα μας και να κοροϊδέψουμε την άδεια και πονεμένη ψυχούλα μας που τι ήθελε η κακομοίρα, λίγο από το γάργαλο σάλιο του Θερμαϊκού ήθελε, ν' ανέβει και στη "Λευκή" του Δαλαμάγκα ήθελε και ύστερα να ξεχαστεί εκεί κάτω από τις σκιές του Ολύμπου. Αυτό ήθελε.

Εναν τέτοιο συμβολισμό αναζητάω και σήμερα κι αυτή την πρόταση έχω να κάνω. Ενα καλοκαίρι μακριά από τη θάλασσα. Μακριά από τους δήθεν ευτυχισμένους, τους δήθεν χαρούμενους. Μακριά από τους λαθρεμπόρους της ψεύτικης ευδαιμονίας και των παραθαλάσσιων εθνικών οργασμών. Το λέω και το εννοώ και γι' αυτό το προτείνω: ένα καλοκαίρι μακριά από τη θάλασσα. Να βγάλουμε τη γλώσσα στους προγάστορες παραθεριστές που κυνηγούνε μπαλάκια και ανεμίζουνε ρακέτες διαβολικές όμοιοι με μυθικοί στομαχόσαυροι, όμοιοι με ανήμποροι συνουσιαστές της ελληνικής παραλίας, όπου ηλιάζονται άσπρες πλαστικές καρέκλες και παραδοσιακά μενού γραμμένα με "αι". Το ξέρω όμως πως κανείς δε θα ακολουθήσει την πρότασή μου, γι' αυτό ζητάω τους παιδικούς μου φίλους. Αυτοί θα συμφωνούσαν μαζί μου. Πού να βρίσκονται όμως; Τους έχω χάσει από καιρό!

... Ενα καλοκαίρι μακριά από τη θάλασσα. Να βγάλουμε τη γλώσσα στους προγάστορες παραθεριστές που κυνηγούνε μπαλάκια και ανεμίζουνε ρακέτες διαβολικές όμοιοι με μυθικοί στομαχόσαυροι, όμοιοι με ανήμποροι συνουσιαστές της ελληνικής παραλίας, όπου ηλιάζονται άσπρες πλαστικές καρέκλες και παραδοσιακά μενού γραμμένα με "αι"


"Σκουλήκια, με πουλήσατε"!

Του Νίκου ΑΝΤΩΝΑΚΟΥ

Τυχεροί όσοι πέθαναν όταν η τηλεόραση ήταν, ακόμα, ασπρόμαυρη. Τότε που τα πράγματα κρατιόταν δοκιμαστικά - και γι' αυτό αναγκαστικά - στις περιοχές, έστω του γκρι. Τότε που τα κοντράστ του άσπρου και του μαύρου ήταν - από αμηχανία και αναμονή, αν θέλεις - αρκετά μαλακά και ίσως, γι' αυτό, ακόμα, κάπως ανθρώπινα. Τότε που τα μικρόφωνα δεν είχαν γίνει, ακόμα, σπαθιά να σου καρφώνουν τα στήθια. Τότε που μπορούσες, ακόμα, να γύρεις σε μιαν άκρη και να πεθάνεις ήσυχα. Τότε που όλες αυτές οι Λερναίες Υδρες, αυτά τα κοράκια, αυτά τα βαμπίρ, που κάνουν τους δημοσιογράφους, δεν έπεφταν - με τόση χυδαιότητα - απάνω στη δυστυχία να βγάλουνε είδηση. Τότε, τέλος πάντων, που δεν είχαμε - όλοι - καταλάβει το κακό που θα μας συνέβαινε στο μέλλον.

Σήμερα το "χρώμα" ζητάει - οπωσδήποτε - άρρωστο κίτρινο και σκοτωμένο κόκκινο. Χρώματα που μόνο ο εξευτελισμός και η βία μπορεί να παράγουν. Οι κάθε λογής Μινώταυροι - αχόρταγοι - πρέπει οπωσδήποτε να πιουν αίμα. Πρέπει να κοπούνε κεφάλια, να πέσουνε παρθενιές, να γεμίσει η οθόνη κοπριές. Και αν όλα αυτά δεν τα παράγει η ζωή ή τα παράγει σε μικρότερες δόσεις ή - από κακό συντονισμό - τα παράγει σε στιγμές μικρής ακροαματικότητας, τότε τα ξαναστήνουν από την αρχή ή, ακόμα, και το χειρότερο, τα σκηνοθετούνε. Το ζητούμενο είναι ο άνθρωπος να σιχαθεί τον άνθρωπο. Να φτύνει ο ένας τον άλλον - στα μούτρα - με αηδία. Να γυρίσουμε, ολοταχώς, στην εποχή των σπηλαίων.

Και ανοίγει αυτός ο χρωματιστός, πια, σήμερα, οχετός, αυτός ο τραγικός εφιάλτης και πετάγονται μέσα από τα αμέτρητα κανάλια του του κόσμου οι κακοσμίες. Ξεχύνονται, μέσα στα μυαλά μας και μέσα στα σπίτια μας, τα ορμητικά ποτάμια της κακογουστιάς και της φρίκης. Μας πιάνουν από το λαιμό... Μας κολλάνε στον τοίχο και μας ανακρίνουν - με ανάκριση τρίτου βαθμού. Μας πατάνε με το γόνατο στο στομάχι να "ομολογήσουμε". Και όταν αποκαμωμένοι, νικημένοι, έστω, τους πούμε αυτά που θέλουν και αναγκαστούμε, τελικά, να φωνάξουμε, για να απαλλαγούμε - επιτέλους - από τα βασανιστήρια, "ναι, εμείς το κάναμε", πάλι δε βρίσκουμε λύτρωση. Δε μας ελευθερώνουνε, όπως θα έκαναν όλοι οι ανακριτικές που πέρασαν στην ιστορία. Αντίθετα... Ετούτοι, επιμένουνε, με περισσότερη δύναμη, να μας πατάνε σαδιστικά, μέχρι να ξεράσουμε. Μας πιέζουνε μέχρι να κάνουμε αιμόπτυση.

Και δέστε πρωτόγνωρη ντροπή και αίσχος για τον άνθρωπο και τον πολιτισμό μας. Μηχανές, μικρόφωνα, φώτα, σκατόφατσες "ασφαλιτών", που παριστάνουν τους δημοσιογράφους, να στριμώχνουν - από όλες τις μεριές - το θύμα, στην Εισαγγελία, στο νεκροταφείο, στο υπόγειο, στην κρεβατοκάμαρα, στο ασανσέρ και να το πυροβολούν. Και το θύμα - χειρότερο από σκυλί κυνηγημένο - να σηκώνει το πουκάμισο για να κρύψει τα κλάματα και τον πόνο. "Βοήθεια, πνίγομαι. Χριστιανοί σώστε με". Και να βλέπεις μια εικόνα, που το λιντσάρισμα να λες, τελικά, μοιάζει διασκέδαση. Και να μην περισσεύουν οι "χριστιανοί" να αρπάξουν όλες αυτές τις βδέλλες και να τις αποβάλουν από την κοινωνία μας. Να μη βρίσκονται εθελοντές "χριστιανοί" να μπούνε μπροστά από τα φώτα και να τον προστατέψουν

Αντίθετα, και εδώ είναι η μεγαλύτερη ντροπή και το μεγαλύτερο αίσχος - και ο μεγαλύτερος κίνδυνος, φυσικά - να παριστάνουν, οι "χριστιανοί", τους απλούς θεατές. Μια κοινωνία ολόκληρη να βλέπει το "θέαμα" και να παριστάνει την αδιάφορη. Να κάνει πως δε βλέπει και πως δεν ακούει τα άγρια μηνύματα, που εκπέμπουν οι εικόνες. Να θεωρεί πως το σπίτι της δεν κινδυνεύει. Ξεχνάει πως ο φασισμός δεν κάνει διακρίσεις. Πως όταν τα τάγματα ασφαλείας σπάνε τα τζάμια του διπλανού σου θα σπάσουν, οπωσδήποτε - στη συνέχεια - και τα δικά σου. Πως η βία δεν είναι αποτέλεσμα πλήξης. Δε γίνεται, έτσι, για πλάκα. Είναι μέθοδος επιβολής. Πως κανείς, τελικά, δεν ξεφεύγει από αυτή και από τα φίδια της. Πως, σήμερα, πια, οι "τηλεοπτικές ώρες" μεγάλωσαν. Πως τα "ανατριχιαστικά προγράμματα" πρέπει να γίνουν ανατριχιαστικότερα, για να τραβήξουνε τις "διαφημίσεις". Πως, τελικά, όλοι είμαστε στο στόχαστρο.

Καθημερινά πληθαίνουν τα κρούσματα και οι "χριστιανοί" επιμένουν να σφυρίζουν αδιάφορα. Ακόμα και συλλήψεις πραγματοποιούνται και αυτοί προσποιούνται πως δεν καταλαβαίνουν. Δεν καταλαβαίνουν πως ο καθένας μας έγινε μέρος αυτού του φρικιαστικού σκηνικού. Πως ο καθένας μας έχει τις δικές του - προσωπικές - ευθύνες γι' αυτή την άθλια παράσταση. Αυτό το κακό - και τραγικό - για τον άνθρωπο θέατρο. Αυτή την ντροπή, που μπροστά της η ανθρωποφαγία θα μοιάζει αθώα. Δεν καταλαβαίνουν πως κανένας δεν πρέπει να μένει ασυγκίνητος μπροστά σε αυτά τα συμπτώματα. Αυτές τις αναγνωριστικές βολές του "μεταμοντέρνου" φασισμού, που έσκασε μύτη και που, όμοιό του, δε γνώρισε η ιστορία του κόσμου. Που τα αποτελέσματα αυτής της λαίλαπας που έρχεται - αν δεν την εμποδίσουμε - θα κάνει όλα τα προηγούμενα εγκλήματα, που κατέγραψε η ιστορία, απλά περιστατικά.



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ