"Κι όμως βοήθησε και το ΠΑΣΟΚ", έγραψε ο "Οικονομικός Ταχυδρόμος" το 1992, όταν η ΝΔ ολοκλήρωσε το αντιασφαλιστικό της πλέγμα. Ενα "οδοιπορικό" στις προτάσεις και τα μέτρα της τελευταίας δεκαετίας αποδεικνύει ότι το ισχύον ασφαλιστικό σύστημα είναι συν - "δημιούργημα" των δυο κομμάτων ενώ οι προσανατολισμοί τους είναι κινούνται προς προτάσεις του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου
Τα αντι - "παροχικά" επιχειρήματα που χρησιμοποιεί προεκλογικά ο Κ. Σημίτης δεν είναι άγνωστα. Τα έχει χρησιμοποιήσει και στο παρελθόν - ως υπουργός των κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ - ψέγοντας συναδέλφους του.
Χτες απ' τη Διεθνή Εκθεση της Θεσσαλονίκης επιτέθηκε και κατά της Αριστεράς υποστηρίζοντας ότι η πολιτική παροχών είναι αντι - αριστερή πολιτική. Ενώ αριστερή πολιτική για τον Κ. Σημίτη είναι το "Κοινωνικό Κράτος".
Για το Κοινωνικό Κράτος ο Κ. Σημίτης μίλησε πρώτη φορά, ως πρωθυπουργός, στις προγραμματικές δηλώσεις της κυβέρνησής του στις 29.1.1996.Τότε είπε ότι στην "επόμενη εξαετία η κοινωνία μας οφείλει να σχεδιάσει, να συμφωνήσει και τελικά να οικοδομήσει έναν δίκαιο και αποτελεσματικό Κοινωνικό Ιστό Ασφάλειας".
Βέβαια τα επόμενα έξι χρόνια συμπυκνώθηκαν σε έξι μήνες και λίγες μέρες. Οταν εισηγήθηκε τις πρόωρες εκλογές στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας (22 Αυγούστου) προέβαλε ως έναν απ' τους βασικούς λόγους και την "αναμόρφωση του Κοινωνικού Κράτους ώστε να καταστεί δικαιότερο".
Στις 3 Σεπτέμβρη 1996 - στα 22α γενέθλια του ΠΑΣΟΚ - μιλώντας στο Εθνικό Συμβούλιο του ΠΑΣΟΚ είπε ότι η "πολιτική για το Κοινωνικό Κράτος έχει τρεις στόχους":
1. Να εξασφαλίσει την οικονομική βιωσιμότητα των ασφαλιστικών ταμείων, έπειτα από κοινωνικό διάλογο και συναίνεση των ενδιαφερομένων μερών.
2. Να διευρύνει το σύστημα ενίσχυσης των ασθενέστερων κατηγοριών συνταξιούχων.
3. Να παρέχει αποτελεσματικά και έγκαιρα υπηρεσίες υγείας με βαθμιαία ολοκλήρωση του ΕΣΥ, βελτίωση της νοσοκομειακής υποδομής σε όλη τη χώρα, έμφαση στην πρόληψη και την κοινωνική φροντίδα, εξυγίανση του συστήματος φαρμάκων.
Παρά τις συνεχείς δηλώσεις του υπουργού Εθνικής Οικονομίας Γ. Παπαντωνίου - ενός απ' τους βασικούς εισηγητές των πρόωρων εκλογών - ότι δε χρειάζεται αναμόρφωση του ασφαλιστικού συστήματος στις προγραμματικές δηλώσεις που παρουσίασε ο Κ. Σημίτης στο Ζάππειο (4.9.1996) μίλησε για την "ολοκληρωμένη αντιμετώπιση του ασφαλιστικού συστήματος".
"Το 1997 θα είναι έτος κοινωνικού διαλόγου και αποφάσεων" είπε ο Κ. Σημίτης και πρόσθεσε ότι η αντιμετώπιση θα υπακούει στα εξής τρία κριτήρια:
Πολλά πράγματα είναι θολά. Ενα δείγμα της ολοκλήρωσης του ΕΣΥ έδωσε ο Κ. Σημίτης στη διάρκεια των ίδιων των προγραμματικών αναφερόμενος "στην αναβάθμιση της περίθαλψης των αγροτών". "Οι ασφαλισμένοι του ΟΓΑ, είπε, θα μπορούν να επισκέπτονται τα πολυιατρεία του ΙΚΑ, κατ' αντιστοιχία με τη δυνατότητα που έχουν σήμερα οι ασφαλισμένοι του ΙΚΑ να επισκέπτονται τα Κέντρα Υγείας".
Εκεί, δηλαδή, που βογκούσε το ΙΚΑ απ' τα 6,5 εκατομμύρια ασφαλισμένους του τώρα θα αναγκαστεί να περιθάλπει 900.000 αγροτικές οικογένειες, προς δόξαν της "κοινωνικής αλληλεγγύης", όπως την εννοεί το ΠΑΣΟΚ. Μ' άλλα λόγια είναι η είσοδος απ' την πίσω πόρτα του Ενιαίου Φορέα Υγείας που είχε το σχέδιο νόμου που ετοίμασε ο πρώην υπουργός Υγείας του ΠΑΣΟΚ Δ. Κρεμαστινός. Το μέτρο αυτό είχε προτείνει η Επιτροπή ξένων Εμπειρογνωμόνων που ήρθε στην Ελλάδα στην αρχή της διακυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ.
Οσον αφορά τώρα το ασφαλιστικό σύστημα ο Κ. Σημίτης έχει το θλιβερό προνόμιο να προαναγγέλλει αρκετές συντηρητικές επιλογές που οδηγούν στην αφαίρεση των κοινωνικών δικαιωμάτων εργαζομένων και στην περιθωριοποίηση των συνταξιούχων - άσχετα αν για την αναμόρφωση του ασφαλιστικού συστήματος επικαλείται την "αποτροπή της οικονομικής περιθωριοποίησης και τη διασφάλιση ανεκτών ορίων διαβίωσης για όλους".
Και δεν είναι οξύμωρο σχήμα ο Κ. Σημίτης να προτείνει και η ΝΔ να θεσμοθετεί τις προτάσεις του, αφού όλα γίνονται - καθ' ομολογία και των δύο - υπό την ομπρέλα "των συναινετικών λύσεων";
Πριν την ψήφιση του νόμου 2084/92, το καλοκαίρι του 1992, η τότε κυβέρνηση της ΝΔ είχε καλέσει στην Ελλάδα τους εμπειρογνώμονες του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου για το ασφαλιστικό σύστημα της χώρας.
Στις 17.7.1992 οι ξένοι εμπειρογνώμονες παρέδωσαν το πόρισμά τους, στο οποίο εκθείαζαν ως τη ριζοσπαστικότερη λύση το σύστημα της Χιλής και, μεταξύ των άλλων, σημείωναν: "Στην προσπάθεια αναμόρφωσης του συστήματος συντάξεων η Ελλάδα πρέπει να στοχεύει στην επίτευξη των διεθνών προτύπων. Το σύστημα των τριών βαθμίδων είναι κατά κάποια "έννοια" το βέλτιστο, αν και ενδέχεται για πολλά χρόνια να είναι ανέφικτο. Ομως, κινήσεις μπορούν να γίνουν προς τη θεμελίωση ενός τέτοιου συστήματος".
Οταν παραδόθηκε το πόρισμα, ο τότε υπουργός Εθνικής Οικονομίας Στ. Μάνος πάνω στη φόρα έλεγε ότι με τις νέες επεμβάσεις θα εξασφαλίσει τη βιωσιμότητα των Ταμείων για τριάντα και σαράντα χρόνια.
Την1.6.1992 είχε δημοσιοποιηθεί το σχέδιο του ΠΑΣΟΚ για την Κοινωνική Πολιτική, το περίφημο σχέδιο Τζουμάκα, το οποίο, μεταξύ των άλλων, προβλέπει την κατάργηση των κατώτερων ορίων συνταξιοδότησης, τον υπολογισμό της σύνταξης, με βάση όλο το χρόνο του ασφαλιστικού βίου, αύξηση των ορίων ηλικίας για σύνταξη και σύνδεση των ορίων με το μέσο όρο ζωής, μείωση των εργοδοτικών ασφαλιστικών εισφορών.
Οταν η ΝΔ συνέταξε, με βάση το πόρισμα των ξένων εμπειρογνωμόνων, το σχέδιο νόμου - που έγινε ο νόμος 2084/92 - ο Οικονομικός Ταχυδρόμος (ΟΤ) πρότεινε να αποσυρθεί το σχέδιο της ΝΔ και να συνταχτεί νέο με βάση το σχέδιο Τζουμάκα. Μετά την ψήφιση του νόμου 2084/92 ο ΟΤ έγραψε στις 10.9.1992: "Κι όμως βοήθησε και το ΠΑΣΟΚ. Απ' τις 45 κυριότερες ρυθμίσεις του ασφαλιστικού νομοσχεδίου, οι 31 είχαν προταθεί απ' το ΠΑΣΟΚ, οι 26 από τη ΓΣΕΕ και μόνο οι 23 απ' την Επιτροπή Φακιολά". Μάλιστα όταν το Σεπτέμβρη 1995 ο Στ. Τζουμάκας ανέλαβε υπουργός Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων ο ΟΤ έγραψε στις 29.9.1996): "Ο κ. Τζουμάκας είναι πείσμων πολιτικός. Κι αφού μπόρεσε να "περάσει" θαρραλέες διαπιστώσεις για τη χρεοκοπία του κοινωνικοασφαλιστικού συστήματος και σκληρές προτάσεις για την εξυγίανσή του στο Προσχέδιο Εξειδικευμένων Θέσεων, κατά την οποία ο χώρος της κοινωνικής ασφάλισης ήταν μια φλεγόμενη βάτος, εξαιτίας του νομοσχεδίου, που είχε καταρτίσει ο τότε υπουργός κ. Δ. Σιούφας, γιατί να μην μπορέσει να υλοποιήσει τώρα τις προτάσεις αυτές, οι οποίες του έχουν γίνει "έμμονη ιδέα";")
Ας πάμε όμως ξανά στο 1992: Μετά την ψήφιση του νόμου 2084/92 και ο Κ. Σημίτης έγραψε στα "Νέα" της 19.91.1992 τον επίλογο του Ασφαλιστικού. Και σ' αυτό προτείνει το "σύστημα των τριών επιπέδων":
Α. Μια ενιαία, "εθνική" σύνταξη, χρηματοδοτούμενη απ' το κράτος. Β. Μια σύνταξη αναλογική του εισοδήματος, χρηματοδοτούμενη από εισφορές. Γ Μια "κλαδική σύνταξη", που θα χορηγείται από φορείς, που θα προσομοιάζουν με τα σημερινά επικουρικά ή κλαδικά ταμεία, αλλά τα οποία θα μπορούν να διαμορφώσουν σχήματα που κρίνονται από τα ίδια αναγκαία, ίσως και με τη συνεργασία της ιδιωτικής ασφάλισης.
Το Φλεβάρη του 1996 το ΙΟΒΕ προτείνει την "ανάπτυξη ενός τριαξονικού συστήματος συντάξεων":
Πρώτος άξονας: Μια κατώτατη σύνταξη, εγγυημένη απ' την πολιτεία που θα καταβάλλεται στους ασφαλισμένους (ή και τους ανασφάλιστους) ανεξάρτητα απ' τις οικονομικές δυνατότητες του κάθε Ταμείου. Η σύνταξη αυτή θα αναπροσαρμόζεται περιοδικά σύμφωνα με το δείκτη τιμών καταναλωτή. (σ.σ. ήδη αυτή την αναπροσαρμογή τη θεσμοθέτησε το ΠΑΣΟΚ με το νόμο του περασμένου Αυγούστου).
Δεύτερος άξονας: Πρόσθετη σύνταξη ανάλογα με το κεφάλαιο που έχει συσσωρεύσει ο καθένας στον προσωπικό του λογαριασμό από ασφαλιστικές εισφορές και τις αποδόσεις που έχει επιτύχει το Ταμείο.
Τρίτος άξονας: Προαιρετική ιδιωτική ασφάλιση, ώστε όσοι εργαζόμενοι επιθυμούν να εξασφαλίζουν έναν υψηλότερο βαθμό εισοδηματικής αναπλήρωσης μετά τη συνταξιοδότησή του.
Πάμε στις εκλογές του 1993. Στο προεκλογικό του πρόγραμμα το ΠΑΣΟΚ αναφέρει για την κοινωνική ασφάλιση: Ο βασικός μας στόχος είναι η δημιουργία ενός νέου ασφαλιστικού συστήματος για τους νεοασφαλιζόμενους, καθώς και η πορεία μετάβασης από το υπάρχον σύστημα στο νέο για τους ήδη ασφαλισμένους. Το νέο σύστημα θα στηριχτεί στις αρχές της κοινωνικής αλληλεγγύης και της αναλογικής ανταποδοτικότητας και θα προβλέπει τη χορήγηση της "Εθνικής Σύνταξης".
Ταυτόχρονα, όμως, ο πρώην αρχηγός του ΠΑΣΟΚ - και μετέπειτα πρωθυπουργός - υπόσχεται προσωπικά στους συνταξιούχους την κατάργηση των αντιασφαλιστικών νόμων της ΝΔ και την επανασύνδεση των κατώτερων συντάξεων του ΙΚΑ με τα 20 ημερομίσθια του ανειδίκευτου εργάτη.
Στην εισηγητική έκθεση του προϋπολογισμού του 1994 μπήκε ατόφια η παραπάνω προεκλογική διατύπωση του ΠΑΣΟΚ για τα ασφαλιστικό πρόβλημα (βλέπε σελίδα 145 της εισηγητικής έκθεσης). Γι' αυτό και ο πρώτος υφυπουργός Κοινωνικών Ασφαλίσεων στην κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ Φ. Ιωαννίδης, όταν ρωτήθηκε, αν θα καταργηθούν οι αντιασφαλιστικοί νόμοι, ανέφερε στις 31.3.1994: "Δεν ήρθαμε για να καταστρέψουμε. Οπου υπάρχουν αδικίες, θα κάνουμε διορθώσεις στο μέτρο του δυνατού".
Ο Φ. Ιωαννίδης συγκρότησε μια Επιτροπή που κατέληξε σε κάποια συμπεράσματα, αλλά δεν είδαν - επισήμως - το φως της δημοσιότητας. Περιελάμβανε, όμως, νέες αντιασφαλιστικές ρυθμίσεις. Με αφορμή τις δηλώσεις του Στ. Τζουμάκα - όταν ήταν υπουργός Εργασίας - ότι "δεν έγινε τίποτα τα δυο χρόνια στον Τομέα των Κοινωνικών Ασφαλίσεων", ο υφυπουργός Φ. Ιωαννίδης με δηλώσεις του (4.10.1995) ότι του διαβιβάστηκε "πρωθυπουργική εντολή να αποφευχθεί μέχρι το τέλος του 1995 κάθε συζήτηση για το κοινωνικοασφαλιστικό πρόβλημα".
Τι έλεγε ο Κ. Σημίτης το 1987 και τι θεσμοθέτησε η ΝΔ την περίοδο 1990 - 1992
Το 1987 το υπουργείο Υγείας - Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων επεξεργαζόταν ένα σχέδιο νόμου για την ασφαλιστική κάλυψη των ανασφάλιστων ομάδων, τη βελτίωση της κοινωνικοασφαλιστικής προστασίας και τη ρύθμιση άλλων ασφαλιστικών θεμάτων.
Στις 23 Μάρτη 1987 ο Κ. Σημίτης, ως υπουργός, τότε, Εθνικής Οικονομίας του ΠΑΣΟΚ, έστειλε στον - τότε - υπουργό Υγείας, Γ. Μαγκάκη, μια επιστολή με παρατηρήσεις και προτάσεις για το σχέδιο νόμου.
Μεταξύ των άλλων γράφει στην επιστολή: "Είναι σαφές ότι το σύνολο σχεδόν των διατάξεων προβλέπουν "παροχές" που θα αυξήσουν τα ήδη υψηλά ελλείμματα των ασφαλιστικών Ταμείων και οργανισμών".
Στη συνέχεια - τότε - της επιστολής του ο Κ. Σημίτης έλεγε και τα εξής: "Υπενθυμίζω ότι είναι επιτακτική η ανάγκη περιορισμού των ελλειμμάτων αυτών. Το μέγεθός τους καθώς και η ταχύτητα με την οποία αυξάνονται αποτελούν σημαντικότατο ανασταλτικό παράγοντα στην προσπάθεια σταθεροποίησης και ανάπτυξης της εθνικής οικονομίας".
Απ' το Μάη του 1986 ο υπουργός Υγείας είχε ετοιμάσει ένα σχέδιο με προτάσεις για τη δήθεν εξυγίανση του ασφαλιστικού συστήματος στα πλαίσια του στεθεροποιητικού προγράμματος που είχε εξαγγείλει η τότε κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ απ' τον Οχτώβρη του 1995. Μάλιστα ο Κ. Σημίτης με την επιστολή του ψέγει το υπουργείο Υγείας Πρόνοιας γιατί δεν προώθησε εκείνες τις προτάσεις. "Στο ΚΥΣΥΜ της 21.11.1986, γράφει, για την εξυγίανση των Δημοσίων Επιχειρήσεων και Οργανισμών εγκρίθηκαν κατ' αρχήν οι προτάσεις και δεσμεύτηκε το υπουργείο Υγείας να συντάξει το ταχύτερο δυνατό το σχετικό σχέδιο Νόμου. Ομως στο προτεινόμενο Σχέδιο Νόμου δεν περιλαμβάνονται αυτές οι προτάσεις.(σ.σ.: η υπογράμμιση δική μας). Σωστότερο θα ήταν, όποιες διατάξεις "παροχών" κριθούν απόλυτα δικαιολογημένες να προωθηθούν παράλληλα με τη λήψη των γενικότερων εξυγιαντικών μέτρων".
Στη συνέχεια ο Κ. Σημίτης επέστρεψε κωδικοποιημένες τις προτάσεις στο υπουργείο Υγείας, οι οποίες, σε γενικές γραμμές, ήταν οι εξής:
Στον ιδιωτικό τομέα:
1. Με 15 χρόνια ασφάλισης (4.500 ένσημα) σύνταξη στα 65. Η αύξηση του κατώτατου ορίου για τη θεμελίωση του δικαιώματος συνταξιοδότησης από 4.050 ένσημα σε 4500 να γίνει σταδιακά σε μια πενταετία (50 ένσημα τον πρώτο χρόνο και ανά 100 τα επόμενα τρία χρόνια).
2. Με 35 χρόνια ασφάλισης σύνταξης στα 58.
3. Βαριά και ανθυγιεινά, σύνταξη στα 60.
4. Υπέρ βαρέα επαγγέλματα, σύνταξη στα 58, με εξαίρεση τους μεταλλωρύχους των υπόγειων στοών.
5. Μειωμένη σύνταξη στα 60.
6. Σταδιακή κατάργηση του μειωμένου ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης των μητέρων με ανήλικα παιδιά (στα 55 πλήρη και στα 50 μειωμένη).
7. Σταδιακή αύξηση του υφισταμένου μειωμένου ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης των γυναικών κατά ένα χρόνο ανά διετία με πλήρη εξίσωση σε μια δεκαετία.
Στο Δημόσιο Τομέα:
1. Αύξηση του υποχρεωτικού ορίου ηλικίας εξόδου κατά δύο χρόνια (στα 58 αντί στα 56)
2. Καθορισμός κατώτατου ορίου συνταξιοδότησης στα 37 χρόνια με σταδιακή αύξηση στα 50 κατά ένα χρόνο ανά διετία.
Στο όνομα της αρχής της ισότητας των δύο φύλλων πρότεινε, επί λέξει, τα εξής:
Α. Ιδιο όριο ηλικίας για συνταξιοδότηση ανδρών και γυναικών, για όλους τους ασφαλισμένους, μετά την ισχύ του νόμου.
Β. Για τις ήδη ασφαλισμένες γυναίκες σταδιακή αύξηση του μικρότερου ορίου ηλικίας, όπου προβλέπεται, κατά ένα έτος ανά διετία, μέχρις ότου επιτευχθεί εξίσωση των ορίων ηλικίας.
Για τις αναπηρικές συντάξεις πρότεινε τα εξής:
1. Κατάργηση του επιδόματος αναπροσαρμογής εφόσον το ποσοστό αναπηρίας δεν υπερβαίνει το 50%. (Το επίδομα αναπροσαρμογής ήταν ένα μέρος της σύνταξης που έπαιρναν όσοι είχαν αναπηρία 35 - 50%. Αυτό το κατάργησε το ΠΑΣΟΚ. Η ΝΔ έθεσε ως όριο για πλήρη σύνταξη αναπηρίας το 80% και πάνω, και όχι 67%, όπως ίσχυε πριν. Επίσης έθεσε σε επανάκριση τις αναπηρικές συντάξεις όπου μαζί με τα ξερά κάηκαν και πολλά χλωρά...).
2. Ανακαθορισμός της έννοιας της αναπηρίας και του συστήματος διαπίστωσης της αναπηρίας.
Πριν απ' το 1990 ίσχυαν σε γενικές γραμμές οι εξής προϋποθέσεις συνταξιοδότησης:
Για πλήρη σύνταξη: Ενσημα 4.050 και ηλικία 65 για τους άντρες και 60 για τις γυναίκες. Ενσημα 10.000 και 62 για τους άντρες και 57 για τις γυναίκες. Ενσημα 10.500 (35ετία) στα 58 και για τους δύο.
Βαριά και ανθυγιεινά: Ενσημα 4.050 και 60 για άντρες και 55 για γυναίκες. Για τη μειωμένη σύνταξη χρειαζόταν 4.050 ένσημα και 60 για τους άντρες και 55 για τις γυναίκες. Για τη μητέρα με ανήλικο παιδί 5.500 ένσημα στα 55 και μειωμένη στα 50.
Για τον υπολογισμό της σύνταξης παίρνονταν υπόψη οι αποδοχές της τελευταίας διετίας.
Προεκλογικά το 1990, η ΝΔ έλεγε σε ένα φυλλάδιό της για την τρίτη ηλικία: "Η ΝΔ εγγυάται αρχικά τη σημερινή αξία των συντάξεων και στη συνέχεια την αύξησή τους με την εξυγίανση των ασφαλιστικών Ταμείων, το νοικοκύρεμα του κράτους και την οικονομική ανάπτυξη που θα επιτύχει".
Αντ' αυτού όμως ψήφισε τους τρεις αντιασφαλιστικούς νόμους 1902/90, 1976/1971 και 2084/82.
Με το νόμο 1902/90 έγιναν οι εξής αλλαγές, όπως τις αξιολογεί το Ινστιτούτο των Βιομηχάνων (ΙΟΒΕ) στην έκθεσή του το Φλεβάρη του 1996.
Με τους νόμους 1976 και 2084/92 η ίδια αντιασφαλιστική πολιτική - "η πολιτική συγκράτησης των δαπανών και επιβολής αυστηρότερων προϋποθέσεων συνταξιοδότησης", όπως αναφέρει το ΙΟΒΕ.
- Οσοι δημόσιοι υπάλληλοι δεν κατέβαλαν εισφορές μέχρι την ψήφιση του 2084/92, υποχρεώθηκαν να καλύψουν σταδιακά μέχρι το 1995 το συνολικό ποσοστό εισφοράς που ορίζεται από το νόμο για κάθε κλάδο ασφάλισης. Ετσι από 1.1.1993 επιβλήθηκε στον ασφαλισμένο εισφορά 3% για την κύρια σύνταξη και 1,8% για την ασθένεια. Την 1.1.1994 τα ποσοστά αυξήθηκαν σε 5% και 2,555 αντίστοιχα, ενώ από την 1.1.1995 ισχύουν τα ίδια ποσοστά για το ΙΚΑ.
- Διαφορετικές μεταβατικές διατάξεις εφαρμόστηκαν για όσους διορίστηκαν μετά την 1.10.1990.
Με τον νόμο 1976/91 ο υπολογισμός της σύνταξης γίνεται με βάση τις αποδοχές της τελευταίας πενταετίας - κι όχι της διετίας - καθιερώθηκαν τα νέα ποσοστά αναπηρίας και επανακρίθηκαν οι ανάπηροι συνταξιούχοι. Η επανάκριση οδήγησε σε σκάνδαλα στο ΙΚΑ που καταγγέλθηκαν και απασχόλησαν εκτενώς τον Τύπο.
Τι αναγνωρίζει - εσωκομματικώς - η ΝΔ για τους συνταξιούχους
Πριν από τις εκλογές του 1993 η ΝΔ σε ένα προεκλογικό της φυλλάδιο αναφέρει ότι ένας από τους πέντε λόγους που πρέπει να υπερψηφιστεί το κόμμα της είναι: "Το ασφαλιστικό σύστημα εξυγιαίνεται. Αντί για έλλειμμα, παρουσιάζει σήμερα 130 δισ. αποθεματικό".
Η ΝΔ δεν αναφέρει - όπως δεν το χρησιμοποιεί και σήμερα - ούτε τη διαγραφή 720 δισ. δραχμών από τα χρέη του ΙΚΑ, διότι φαίνεται ότι το επανεκτίμησε ως λαθεμένο.
Τα αποτελέσματα αυτού του αντιασφαλιστικού συν-δημιουργήματος της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ είχε δραματικά αποτελέσματα:
Στο ίδιο σημείωμα αναφέρει: "Η ΝΔ είχε προσποιητά εγγυηθεί τη βιωσιμότητα του συστήματος ως το 2010. Ποτέ όμως δεν έδειξε με ποιο ύψος σύνταξης έχουν γίνει οι υπολογισμοί. Μια βιωσιμότητα, που βασίζεται σε μια παρατεινόμενη εξαθλίωση των συνταξιούχων, με την αξία της σύνταξης να φθίνει, δεν αξίζει ούτε σαν προεκλογικό πυροτέχνημα".
2ου
Η επιστολή του Κ. Σημίτη προς τον Γ. Μαγκάκη, στις 23 Μάρτη 1987
3ου
Το άρθρο του Κ. Σημίτη στα "Νέα", στις 19.9.1992