ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 4 Γενάρη 1998
Σελ. /48
ΔΙΕΘΝΗ
ΑΛΒΑΝΙΑ
Η χρονιά της εξέγερσης

Οι εικόνες των απλών ανθρώπων, που πήραν τα όπλα στα χέρια τους για να διεκδικήσουν το δίκαιο, θα μείνουν χαραγμένες στις μνήμες πολλών...

Η απαρχή της εξέγερσης ήταν η 15η του Γενάρη, όταν πραγματοποιήθηκαν στα Τίρανα διαδηλώσεις εκατοντάδων μικροκαταθετών, οι οποίοι είχαν επενδύσει τις οικονομίες τους (που εξασφάλισαν με ιδρώτα κι αίμα... ) σε "πυραμιδικούς" παρατραπεζικούς οργανισμούς και τους είδαν να κλείνουν ο ένας μετά τον άλλο - με τα επιτελικά στελέχη τους να εξαφανίζονται.

Η υπόθεση εμφανίστηκε από τον διεθνή Τύπο ως "συνηθισμένη κομπίνα", ύψους 260 εκατ. δολαρίων έως 1 δισ. δολαρίων, με μια επίφαση κρατικής έγκρισης - αφού οι διαφημίσεις των περίπου 11 εταιριών που "έτρεχαν την μπίζνα" προβάλλονταν στην κρατική τηλεόραση. Πλην όμως, τα πράγματα δεν ήταν τόσο απλά: η υπόθεση αφορούσε σχεδόν τους μισούς πολίτες της χώρας, το 11% του ΑΕΠ της, τους κυβερνώντες του Δημοκρατικού Κόμματος που είχαν λάβει σημαντικές χρηματοδοτήσεις για την προεκλογική εκστρατεία του 1996 από ακριβώς αυτούς τους "επιχειρηματίες", τη μαφία που ξέπλενε χρήματα μέσω αυτών των σχημάτων.

Κυρίως, βέβαια, αυτοί που πλήρωσαν το μάρμαρο ήταν οι απλοί πολίτες. Οι οποίοι βγήκαν στους δρόμους, στα Τίρανα και σε άλλες πόλεις, εξοργισμένοι από τις μάλλον υποκριτικές κορόνες της κυβέρνησης Μέξι και την απόπειρα να κατασταλούν με αστυνομική βία οι κινητοποιήσεις, οι οποίες αποδόθηκαν από τους κυβερνώντες στους... κακούς κομμουνιστές και στελέχη της μυστικής αστυνομίας του Χότζα...

Σταδιακά, άρχισαν να διαμορφώνονται συνθήκες εξέγερσης: οι συγκρούσεις έγιναν όλο και πιο βίαιες, με δεκάδες να τραυματίζονται - πολίτες κι αστυνομικούς εξίσου. Οι μαζικές συλλήψεις δεν έφεραν αποτέλεσμα. Εξοργισμένοι ακόμη περισσότερο, πολίτες έκαψαν ένα κρατικό κτίριο και, την 25η του Γενάρη συνέλαβαν και κράτησαν επί 8 ώρες τον υπουργό Εξωτερικών του Μέξι, Τρίταν Σιέχου, ο οποίος επισκεπτόταν τη Λούσνια για να "κατευνάσει τα πνεύματα".

Ακόμη πιο προκλητικές για τους εξαπατημένους πολίτες ήταν οι δηλώσεις του πρωθυπουργού Αλεξάντερ Μέξι ότι από τις 5 του Φλεβάρη θα άρχιζε η αποπληρωμή των χρημάτων (τη στιγμή που κάτι τέτοιο ήταν πρακτικά αδύνατο) και ταυτόχρονα η απόφαση του Προέδρου Σαλί Μπερίσα, κατόπιν σχετικής απόφασης της κυριαρχούμενης από "δικούς του" Βουλής, να αναθέσει στο στρατό τη φρούρηση των δημοσίων κτιρίων.

Το Φλεβάρη, οι λαϊκές κινητοποιήσεις διογκώθηκαν, σε σημείο που - σύμφωνα με φήμες - ο Πρόεδρος Μπερίσα να σκέπτεται σοβαρά την πιθανότητα εξόδου του από τη χώρα. Κάποιες χλιαρές κινήσεις κατευνασμού, όπως η απόφαση της αλβανικής εθνικής τράπεζας να ανεβάζει το ετήσιο επιτόκιο από 19 σε 22% και η πρόταση του Μπερίσα στην αντιπολίτευση να πραγματοποιηθεί διακομματικός διάλογος για την κρίση, που απορρίφθηκε, δεν είχαν κανένα αντίκρισμα.

Την 5η του Φλεβάρη, τα επεισόδια στο Νότο έγιναν αιματηρά. Ο Μπερίσα κατηγόρησε την αντιπολίτευση ότι "υποκινούσε αιματοχυσία", πλην όμως η κατάσταση είχε ήδη αρχίσει να ξεφεύγει από τα χέρια της αντιπολίτευσης και οποιασδήποτε πολιτικής δύναμης. Την 8η του μήνα, μια εντυπωσιακή διαδήλωση καταγράφηκε στα Τίρανα. Μία μέρα αργότερα, σε συγκρούσεις στην Αυλώνα σκοτώνονταν 4 άνθρωποι και τραυματίζονταν τουλάχιστον 100.

Η Βουλή του Μπερίσα συγκλήθηκε εκτάκτως για να επιβάλει κατάσταση εκτάκτου ανάγκης, αλλά διαπιστώθηκε νομικό κενό. Την ίδια ώρα, η αντιπολίτευση ζητούσε παραίτηση της κυβέρνησης Μέξι και σχηματισμό κυβέρνησης τεχνοκρατών.

Διαβλέποντας ίσως τη σοβαρότερη πολιτική απειλή που αντιμετώπισε ποτέ, ο Μπερίσα σε δημόσια εμφάνισή του στη Λούσνια (18/2) "ομολόγησε" ότι το Κόμμα του και ο ίδιος φέρουν ευθύνη για την κρίση και διαβεβαίωσε ότι επί μία διετία δε θα φορολογούνται οι αγρότες και θα επιταχυνθεί η ιδιωτικοποίηση των τομέων ενέργειας, πετρελαίου και τηλεπικοινωνιών. Ματαίως: οι υποσχέσεις του δεν απέτρεψαν τις κινητοποιήσεις και τις διαδηλώσεις.

Το Μάρτη, είχε πια η κινητοποίηση μετατραπεί σε εξέγερση. Οι πολίτες απέσπασαν όπλα από στρατιωτικές αποθήκες, οργάνωσαν την άμυνά τους, συγκρότησαν λαϊκές επιτροπές διεκδίκησης και άρθρωσαν λόγο: Ζήτησαν επιστροφή των χρημάτων που χάθηκαν, παραίτηση του Προέδρου Μπερίσα, δημοκρατικές εκλογές. Στην Αυλώνα, το Αργυρόκαστρο, τους Αγ. Σαράντα, το Δέλβινο, τη Χειμάρα, το Φιέρι και άλλες πόλεις, ο κρατικός έλεγχος καταλύθηκε.

Ο Μπερίσα θυσίασε τον πρωθυπουργό του, τον Αλεξάντερ Μέξι, ενώ παράλληλα φρόντισε να διασφαλίσει την επανεκλογή του στην Προεδρία (3/3). Η Βουλή επέβαλε κατόπιν κατάσταση εκτάκτου ανάγκης, απαγορεύοντας την κυκλοφορία από τις 8 το βράδυ έως τις 7 το πρωί, και τις συναθροίσεις πάνω των 4 ατόμων στις πόλεις του Νότου.

Καθώς οι εξεγερμένοι - αλλά και διάφοροι τυχοδιώκτες - συνέχιζαν να αφαιρούν οπλισμό από τις αποθήκες οπλισμού του στρατού, που παρέμεινε αμέτοχος, ξέσπασαν συγκρούσεις με νεκρούς, ενώ άρχισαν να εμφανίζονται και φαινόμενα ληστειών.

Σε μια ακόμη κίνηση που αποδείχτηκε άστοχη, ο Μπερίσα πρότεινε την 6η τουΜάρτη την παύση οποιασδήποτε στρατιωτικής δράσης και την αμνήστευση όλων όσοι παρέδιδαν τα όπλα και δεν είχαν εγκληματήσει. Αλλά η εξέγερση συνεχίστηκε.

Τις ίδιες μέρες εκδηλώθηκε η πρώτη ευρωπαϊκή διπλωματική πρωτοβουλία: ο Ολλανδός υπουργός Εξωτερικών μετέβη σε Αθήνα και Τίρανα.

Υπήρξε η μαζική έξοδος προσφύγων, κυρίως προς την Ιταλία και την Ελλάδα. Την 9η του Μάρτη, ουσιαστικά παραδεχόμενος από τότε την πολιτική του ήττα, αλλά αρνούμενος να αποχωρήσει, ο Μπερίσα πρότεινε μια προθεσμία για την παράδοση των όπλων και τη χορήγηση αμνηστίας, ενώ συνήψε συμφωνία με την αντιπολίτευση για το σχηματισμό κυβέρνησης "εθνικής συμφιλίωσης" και τη διεξαγωγή εκλογών τον Ιούνη.

Μία μέρα αργότερα, ο υπουργός Εξωτερικών της Ιταλίας, Λαμπέρτο Ντίνι, παρενέβη στην κρίση: Συναντήθηκε με κάποιους από τους εξεγερμένους εν πλω και δήλωσε ότι "πέτυχε συμφωνία με τους εξεγερμένους για την αποκατάσταση της τάξης", κάτι βέβαια που απείχε από την πραγματικότητα...

Την 11η του Μάρτη, συγκροτήθηκε κυβέρνηση "εθνικής συμφιλίωσης" με πρωθυπουργό τον 35χρονο Μπασκίμ Φίνο, σχετικά χαμηλόβαθμο στέλεχος των Σοσιαλιστών. Ο Φίνο, αφού έθεσε ως πρώτη του προτεραιότητα τον αφοπλισμό των πολιτών (ακολουθώντας στην ουσία τα βήματα του Μπερίσα), διαπραγματεύτηκε την αποστολή στρατιωτικής δύναμης στη χώρα του. Παράλληλα, απελευθερώθηκε ο Φάτος Νάνο, ο οποίος είχε καταδικαστεί στο παρελθόν για διαφθορά, και αμνηστεύτηκε.

Ο Φίνο εν συνεχεία έθεσε ακόμη πιο εμφατικά το αίτημά του, όταν η εξέγερση μεταφέρθηκε στο Βορρά και το αεροδρόμιο των Τιράνων έκλεισε, πράγμα που ανάγκασε τις ξένες χώρες να προβούν σε εσπευσμένη εκκένωση της χώρας από τους υπηκόους τους.

Η Δυτικοευρωπαϊκή Ενωση και η ΕΕ αρνήθηκαν αποστολή δικών τους δυνάμεων. Μια λύση προθυμοποιήθηκε να δώσει ο Οργανισμός για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη (ΟΑΣΕ), στον οποίο σταδιακά μετατέθηκε όλο το βάρος της εκπροσώπησης της "διεθνούς κοινότητας" στην Αλβανία. Ενας τέτοιος ουδέτερος φορέας δε θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι εξυπηρετούσε σκοπιμότητες - που ασφαλώς υπήρχαν, και ασφαλώς εξυπηρετήθηκαν.

Ο επιτετραμμένος του ΟΑΣΕ για το Αλβανικό, ο Αυστριακός πρώην καγκελάριος Φραντς Βρανίτσκι, ζήτησε και ανέλαβε να οργανώσει την αποστολή μιας "αστυνομευτικής" δύναμης στην Αλβανία.

Η πολιτική απόφαση ελήφθη στη σύνοδο των υπουργών Εξωτερικών της ΕΕ στην Ολλανδία, στα μέσα Μάρτη (15-16/3). Η απόφαση αφορούσε την αποστολή "ανθρωπιστικής βοήθειας" και στρατιωτικών/αστυνομικών συμβούλων για να βοηθήσουν στην "αποκατάσταση της τάξης".

Την 17η του Μάρτη, μια 11μελής αντιπροσωπεία της ΕΕ έφθασε στα Τίρανα και πραγματοποίησε συνομιλίες με τον Μπασκίμ Φίνο. Ο Φάτος Νάνο, ο οποίος διεκδικούσε ήδη ηγετικό ρόλο, συναντήθηκε με τον Φίνο και του παρέσχε "πλήρη υποστήριξη".

Η επέμβαση

Τα προεόρτια της επέμβασης σημειώθηκαν στα μέσα Μάρτη, όταν 450 Ιταλοί τυφεκιοφόροι αποβιβάστηκαν με αποστολή "τη διασφάλιση της βοήθειας και τη διάσωση ναυαγών" βόρεια του Δυρραχίου. Λίγες μέρες αργότερα, η ιταλική διπλωματία δήλωνε πως "παύει να δέχεται πρόσφυγες".

Την 27η του Μάρτη, ο ΟΑΣΕ αποφάσισε οριστικά την αποστολή πολυεθνικής δύναμης, με έγκριση από το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ (δόθηκε την 29η) και το Αλβανικό Κοινοβούλιο (30ή).

Αλλά η εικόνα των "καλών προθέσεων" της διεθνούς κοινότητας διερράγη όταν, την 28η Μαρτίου, στα ανοιχτά του Μπρίντιζι ιταλική κορβέτα διεμβόλισε πλοίο με 83 Αλβανούς που προσέφευγαν στην Ιταλία και το βύθισε. Εκτοξεύτηκαν κατηγορίες περί "σκόπιμης ενέργειας", πλην όμως οι αιτίες της τραγωδίας παραμένουν έως και σήμερα αδιευκρίνιστες.

Τον Απρίλη, η πολυεθνική δύναμη έλαβε μορφή: θα είχε ιταλική διοίκηση, και δε θα περιείχε στρατιωτικούς από τις ΗΠΑ ή τη Ρωσία. Τελικά, οι δυνάμεις από 8 χώρες άρχισαν να φτάνουν την 11η Απρίλη, και ανέλαβαν απλώς τη φρούρηση "στρατηγικής σημασίας" σημείων, αφού κρίθηκε ότι περαιτέρω εμπλοκή θα ήταν ιδιαίτερα επικίνδυνη.

Η υπόθεση της πολυεθνικής προκάλεσε προηγουμένως σοβαρούς τριγμούς στην Ιταλία, αφού η Κομμουνιστική Επανίδρυση αρνήθηκε να δώσει την έγκρισή της σε αυτήν την "ιμπεριαλιστικού" τύπου κίνηση και απειλήθηκε πτώση της κυβέρνησης Ρομάνο Πρόντι. Τελικά, κατά ιστορική ειρωνεία, η αποστολή της δύναμης υπερψηφίστηκε από την αντιπολίτευση του Σίλβιο Μπερλουσκόνι...

Υπήρξαν και άλλα παράδοξα με τις ιταλικές πρωτοβουλίες. Οπως η δήλωση του Ιταλού υφυπουργού Εξωτερικών Πιέρο Φασίνο, περί "ανάγκης απομάκρυνσης" του Σαλί Μπερίσα, που προκάλεσε αλβανικό διάβημα και τη διαβεβαίωση της Ρώμης ότι η Ιταλία "δεν αναμειγνύεται στα εσωτερικά της Αλβανίας".

Εξάλλου, εκείνες τις μέρες κυκλοφορούσαν σε διπλωματικά γραφεία "περίεργες" φήμες περί βούλησης κατάτμησης της χώρας...

Το Μάη, οι διαδικασίες για την προετοιμασία των εκλογών εντάθηκαν, όπως και η προεκλογική εκστρατεία. Οι φήμες περί "νοθείας" προκάλεσαν Ιταλούς αξιωματούχους να πουν ότι οι δυνάμεις της Ρώμης θα αποσύρονταν σε περίπτωση ατασθαλιών. Ο Φραντς Βρανίτσκι πέτυχε κατ' αρχήν συμφωνία των κομμάτων για τις εκλογές, αλλά χρειάστηκαν σκληρές διαπραγματεύσεις κι εκβιασμοί εκατέρωθεν για να καταλήξουν Δημοκρατικοί και Σοσιαλιστές σε συμφωνία για τον εκλογικό νόμο και στη σύσταση της εκλογικής επιτροπής.

Τη 10η του Μάη, ο Μπασκίμ Φίνο επισκέφθηκε την Ιταλία και κατόπιν τις ΗΠΑ, ζητώντας νέα εχέγγυα στήριξης.

Στο Νότο οι συγκρούσεις μαίνονταν, καθώς η εξέγερση έδειξε να εκφυλίζεται από εγκληματίες. Νεκροί καταγράφονταν καθημερινά (συνολικά ξεπέρασαν τους 1.200). Στην Αυλώνα σκοτώθηκε, μεταξύ άλλων, και ένας Ελληνας επιχειρηματίας.

Η προεκλογική εκστρατεία σημαδεύτηκε στο τέλος της από μία εικόνα: τη ρίψη μιας χειροβομβίδας - που δεν έσκασε - κατά του Μπερίσα, στη διάρκεια ομιλίας του...

Εκλογές: το "επιστέγασμα"

Οι εκλογές της 29ης Ιουνίου, με κάλπες από τη Βοσνία, τυπωμένα στην Ιταλία ψηφοδέλτια και κατά σημαντικό ποσοστό ένοπλους ψηφοφόρους, υπό τα βλέμματα των διεθνών παρατηρητών, είχαν το "επιθυμητό" για την αντιπολίτευση και τη διεθνή κοινότητα αποτέλεσμα: τη νίκη των Σοσιαλιστών του Φάτος Νάνο. Ο Πρόεδρος Μπερίσα παραδέχτηκε την ήττα του, χωρίς όμως να διευκρινίσει αν θα παραιτηθεί. Η συμμετοχή ξεπέρασε το 50% και ο ΟΑΣΕ χαρακτήρισε τη διαδικασία "ικανοποιητική και αποδεκτή", παρά το ότι δεν έλειψαν παρατράγουδα, όπως η δολοφονία εκλογικού αντιπροσώπου του Δημοκρατικού Κόμματος στο Φίερι κι ενός Βορειοηπειρώτη στο Αργυρόκαστρο.

Η πολυεθνική δύναμη, πάντως, παρέμεινε για αρκετές μέρες μετά τις εκλογές επί αλβανικού εδάφους, με σχετική εντολή του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ.

Τον Ιούλιο, επιβεβαιώθηκε η πολιτική επικράτηση των Σοσιαλιστών. Ο Πρόεδρος Μπερίσα είπε ότι θα παραιτηθεί "μόλις σχηματιστεί νέα κυβέρνηση". Οι επαναληπτικές εκλογές (σε 34 περιφέρειες) δεν άλλαξαν την εικόνα: την 9η Ιουλίου, η Εκλογική Επιτροπή ανακοίνωσε ότι οι Σοσιαλιστές κατέλαβαν 109 από τις 140 έδρες της Βουλής, το Δημοκρατικό Κόμμα λιγότερες από 40, με τα υπόλοιπα κόμματα να μοιράζονται ελάχιστες. Ο ΟΑΣΕ προειδοποίησε ότι αν οι εκλογές δε γίνονταν αποδεκτές, δεν επρόκειτο να χορηγηθεί οικονομική βοήθεια στη χώρα...

Αμέσως μετά (18η Ιουλίου) άρχισε η αποχώρηση της πολυεθνικής δύναμης.

Την 21η Ιουλίου, ήρθε η στιγμή της εξόδου του Μπερίσα: ανακοίνωσε την παραίτησή του. Η Βουλή, αφού ήρε το καθεστώς εκτάκτου ανάγκης, εξέλεξε, με 110 ψήφους υπέρ, 3 κατά, 2 αποχές και 7 άκυρα (συν τις αποχές του ΔΚ) νέο Πρόεδρο τον Ρετζέπ Μεϊντάνι κι αποφάσισε διορισμό του Νάνο - μετά την παραίτηση του Φίνο - στην πρωθυπουργία.

Ο Φάτος Νάνο υποσχέθηκε, στις προγραμματικές του δηλώσεις, οικονομική αποζημίωση των θυμάτων των παρατραπεζών κι οικονομική ανάκαμψη της χώρας. Την 29η, η κυβέρνησή του έλαβε ψήφο εμπιστοσύνης.

"Σταθεροποίηση" κι εμπόδια

Τον Αύγουστο, η κυβέρνηση Νάνο επιχείρησε να δώσει μια εικόνα "επαναφοράς της Αλβανίας σε κανονική τροχιά". Την 4η του μηνός, ο υπουργός Εξωτερικών δηλώνει πως αποτελεί προτεραιότητα για τη διπλωματία της χώρας του η ένταξη στις δομές τόσο του ΝΑΤΟ, όσο και της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Ενα μήνα αργότερα, η κυβέρνηση υπέγραφε συμφωνία με το Βορειοατλαντικό Σύμφωνο για την ανασυγκρότηση του στρατού της χώρας.

Στο επίπεδο της "αποκατάστασης της τάξης", η κυβέρνηση Νάνο έδωσε επίσης ένα δείγμα γραφής, με την αποστολή αστυνομικών στο Αργυρόκαστρο, τους Αγ. Σαράντα, το Τεπελένι και την Αυλώνα, για να διεξάγουν επιχείρηση αφοπλισμού των πολιτών. Πάντως, ο στόχος της κυβέρνησης για περισυλλογή όλων των όπλων έως τα τέλη Σεπτέμβρη αποδείχτηκε μη ρεαλιστικός.

Σε κοινοβουλευτικό επίπεδο, τα πράγματα έδειξαν επίσης να εξομαλύνονται, με την επιστροφή - κατόπιν διεθνών πιέσεων - των βουλευτών του Μπερίσα στη Βουλή, την 13η Αυγούστου.

Αλλά το Σεπτέμβρη ανέκυψε ένα "εμπόδιο" στη σταθεροποιητική πορεία που κλήθηκε να επιβάλει η κυβέρνηση. Η δολοφονική απόπειρα του βουλευτή του κυβερνώντος Σοσιαλιστικού Κόμματος εναντίον αυτού του Δημοκρατικού, Ατζέμ Χαϊντάρι, μέσα στο Κοινοβούλιο. Για αρκετές μέρες, τα πράγματα έδειξαν να οδηγούνται σε πόλωση: ο Μπερίσα χαρακτήρισε την υπόθεση πολιτική κι οργάνωσε διαδηλώσεις οπαδών του, ζητώντας παραίτηση του Φάτος Νάνο. Τελικά, η υπόθεση φάνηκε να λήγει με τη δίκη του Μαζρέκου το Δεκέμβρη, στην οποία ο πρώην βουλευτής καταδικάστηκε σε πολυετή (13 χρόνια) κάθειρξη.

Τον Οκτώβρη, η κυβέρνηση Νάνο δέχτηκε τη χρηματική πριμοδότηση της διεθνούς κοινότητας, προκειμένου να συνεχίσει το "σταθεροποιητικό" της έργο: η Διεθνής Διάσκεψη της Ρώμης (17 - 18/10) ενέκρινε οικονομική βοήθεια ύψους 12 εκατ. δολαρίων, ενώ μερικές μέρες αργότερα διεθνής ομάδα δωρητών ανακοίνωσαν άλλα 185,5 εκατ. δολάρια έως το πρώτο τρίμηνο του 1998. Τις ίδιες μέρες, τα Τίρανα συνήψαν συμφωνία με το ΔΝΤ.

Στην τελευταία σημαντική πολιτική εξέλιξη της χρονιάς, ο Σαλί Μπερίσα επανεκλέχτηκε, στα τέλη του Οκτώβρη, πρόεδρος στο 4ο Συνέδριο του Δημοκρατικού Κόμματος. Το γεγονός αποτέλεσε μάλλον έκπληξη, αφού τον Αύγουστο, όταν απομακρύνθηκαν τα ηγετικά στελέχη Σιέχου, Μέξι και Σπαχία, το κόμμα έδειχνε να έχει στραφεί εναντίον του...

Τι κληροδοτεί το 1997 στο 1998;

Ουσιαστικά, η εξέγερση επιχειρήθηκε να "μπει στο ψυγείο", αλλά τίποτε δεν έχει τελειώσει. Οι νέες διαδηλώσεις των εξαπατημένων καταθετών των παρατραπεζών, το Σεπτέμβρη, το έκαναν σαφές. Ακόμη δεν έχει αποδοθεί κάποιου είδους "κοινωνική δικαιοσύνη" - κι έτσι δε θα πρέπει να αποκλείονται εκπλήξεις το νέο έτος...

ΓΑΛΛΙΑ
Η αποκάλυψη των ψευδαισθήσεων

Χρονιά εκλογών και αλλαγών του πολιτικού σκηνικού το 1997 για τη Γαλλία. Η αυξανόμενη λαϊκή δυσαρέσκεια από τη σκληρή λιτότητα που έχει επιβάλλει η δεξιά κυβέρνηση του Αλέν Ζιπέ, προκαλεί κύματα απεργιών σε διάφορους εργασιακούς τομείς, ήδη, από την αρχή της χρονιάς. Τα αιτήματα όλων είναι παρόμοια και δεν είναι άλλα από την αύξηση των μισθών, την κατοχύρωση των συνταξιοδοτικών και ασφαλιστικών προγραμμάτων, τη βελτίωση των συνθηκών εργασίας. Μάλιστα, το Μάρτη ξεσπά κύμα αντιδράσεων και μαζικών διαδηλώσεων εξαιτίας του νέου μεταναστευτικού νόμου που επιβάλλει αυστηρό έλεγχο στις αφίξεις ξένων στη χώρα, ενώ σοβαρές αντιδράσεις στον προοδευτικό κόσμο έχουν προκαλέσει μια σειρά σαφώς ρατσιστικών αποφάσεων που λαμβάνουν οι δήμαρχοι που πρόσκεινται στο Εθνικό Μέτωπο του Ζαν Μαρί Λεπέν.

Στις 21 Απρίλη ο Γάλλος Πρόεδρος Ζακ Σιράκ διαλύει τη Βουλή και προκηρύσσει πρόωρες βουλευτικές εκλογές, στοχεύοντας στην ανανέωση της λαϊκής εντολής, που θα επιτρέψει την απρόσκοπτη εφαρμογή σκληρών οικονομικών μέτρων, προκειμένου η χώρα να ικανοποιήσει τους όρους συμμετοχής της στην ευρωπαϊκή νομισματική ενοποίηση. Ομως, ο Ζακ Σιράκ και ο δεξιός κυβερνητικός συνασπισμός των RPR-UDF χάνει το στοίχημα των εκλογών. Στον πρώτο γύρο της 25ης Μάη, ο κυβερνητικός συνασπισμός συγκεντρώνει τα χαμηλότερα συγκεντρωτικά ποσοστά των τελευταίων 30 χρόνων και, στην ουσία, συντρίβεται από την εκλογική πλατφόρμα των Σοσιαλιστών, των Κομμουνιστών και των Πρασίνων, που συγκεντρώνει το 40,6% της εκλογικής προτίμησης. Ο δεύτερος γύρος της 1ης Ιούνη επιβεβαιώνει την ήττα.

Οι πρώτες κινήσεις της νέας κυβέρνησης

Ετσι, στις 2 Ιούνη ο Γάλλος Πρόεδρος αναθέτει την πρωθυπουργία στον ηγέτη του Σοσιαλιστικού Κόμματος Λιονέλ Ζοσπέν, εγκαινιάζοντας μια νέα περίοδο "συγκατοίκησης" στη γαλλική ηγεσία. Στις 6 Ιούνη σχηματίζεται η νέα κυβέρνηση με τη συμμετοχή Κομμουνιστών και Πρασίνων και στις προγραμματικές της διακηρύξεις μιλά για χαλάρωση των κριτηρίων της νομισματικής ενοποίησης, διαφύλαξη του ασφαλιστικού συστήματος και της κοινωνικής πρόνοιας, για "πάγωμα" των ιδιωτικοποιήσεων, εκτός και αν αυτές κρίνονται "ύψιστης σημασίας για το εθνικό συμφέρον" και για άμεση καταπολέμηση του μείζονος προβλήματος της ανεργίας μέσα από τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας. Μόλις 4 ημέρες αργότερα, στο Παρίσι πραγματοποιείται τεράστια διαδήλωση εργαζομένων, με επικεφαλής αντιπροσώπους των εργαζόμενων της αυτοκινητοβιομηχανίας "Ρενό" (της οποίας το παράρτημα στη Βιλβόρντ απειλείται με οριστικό κλείσιμο), με στόχο να υπενθυμίσει στη νέα κυβέρνηση τις δεσμεύσεις της. Η περίοδος χάριτος για τους νέους κυβερνώντες έχει λήξει.

Ενώ η απεργία στη "Ρενό" συνεχίζεται, στις 20 Ιούνη, η αυτοκινητοβιομηχανία "Πεζό" ανακοινώνει τη μείωση του προσωπικού της κατά 3.816 θέσεις, μέσα στο τρέχον έτος. Τελικά, στα μέσα Ιούλη και μετά από την παρουσίαση νέας έκθεσης εμπειρογνωμόνων και τις μαραθώνιες συνομιλίες εργοδοσίας και συνδικαλιστών, η γαλλική κυβέρνηση, που κατέχει και την πλειοψηφία των μετοχών της "Ρενό", "νίπτει τα χείρας της" και ανακοινώνει το οριστικό κλείσιμο του παραρτήματος της Βιλβόρντ. "Το χάπι χρυσώνεται" κάπως για τους 3.100 εργαζομένους για τους οποίους προβλέπεται η καταβολή μιας εφάπαξ αποζημίωσης ύψους μέχρι και 40.000 δολαρίων, η καταβολή μισθού στους νεότερους για έναν χρόνο και η πρόωρη συνταξιοδότηση των μεγαλύτερων σε ηλικία.

Στις 21 Ιούλη, και ενώ έχει ήδη πραγματοποιηθεί δυναμική κινητοποίηση των αγροτών στη Μασσαλία, που διαμαρτύρονται για την πτώση των τιμών στα προϊόντα τους, ο νέος πρωθυπουργός, Λιονέλ Ζοσπέν, ζητά από το γαλλικό λαό κατανόηση και υπομονή. Λίγες ημέρες αργότερα, στις 24 του μήνα, η γαλλική διπλωματία ανακοινώνει και επισήμως την αλλαγή της πολιτικής της στην Αφρική, από την οποία αποσύρει μεγάλο μέρος των δυνάμεών της.

Το Σεπτέμβρη, η γαλλική κυβέρνηση ανακοινώνει την πώληση μέρους των μετοχών της κρατικής εταιρίας επικοινωνιών "Φρανς Τελεκόμ", για την οποία είχε δεσμευτεί ότι δε θα ιδιωτικοποιηθεί. Παράλληλα παρουσιάζεται στο γαλλικό Κοινοβούλιο ένα νέο σχέδιο νόμου για τη μετανάστευση, το οποίο χαρακτηρίζεται ανεπαρκές από πολλές αντιρατσιστικές οργανώσεις. Δύο μήνες αργότερα, στις 3 Νοέμβρη η Γαλλία βρίσκεται και πάλι στον κλοιό των οδοφραγμάτων των οδηγών φορτηγών, που διαμαρτύρονται για την ασυνέπεια των εργοδοτών να υλοποιήσουν τις δεσμεύσεις που είχαν αναλάβει μετά τη 12ήμερη απεργία των οδηγών το Νοέμβρη του 1996, σχετικά με τους μισθούς, τις ώρες εργασίας και το όριο συνταξιοδότησής τους.

Μετά από 4 ημέρες μαραθώνιων διαβουλεύσεων και την παρέμβαση της κυβέρνησης, στις 7 Νοέμβρη το μεγαλύτερο συνδικάτο των οδηγών, CFDT, καταλήγει σε συμφωνία με τους εργοδότες, παρά τις αντιρρήσεις των υπολοίπων συνδικάτων CGT, FO κ.ά. Οι γαλλικοί αυτοκινητόδρομοι δίνονται και πάλι στην κυκλοφορία.

Η κυβέρνηση Βισί στο προσκήνιο

Παράλληλα, το ενδιαφέρον της γαλλικής κοινής γνώμης φαίνεται ότι έχει επικεντρωθεί, σε αρκετά σημαντικό βαθμό, στη δίκη του 76χρονου Μορίς Παπόν, πρώην υπουργού Οικονομικών στην κυβέρνηση του Ζισκάρ ντ' Εστέν και πρώην αστυνομικού διευθυντή της περιοχής του Μπορντό, ο οποίος υπήρξε σημαίνον στέλεχος της φιλοναζιστικής κυβέρνησης Βισί και βαρύνεται με την κατηγορία της απέλασης προς τα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης περισσοτέρων από 1.690 Εβραίων. Η δίκη του Παπόν μοιάζει να έχει ιδιαίτερη βαρύτητα για τη γαλλική κοινωνία, καθώς το θέμα της κυβέρνησης Βισί, των δραστηριοτήτων και των προσωπικοτήτων που ενεπλάκησαν σε αυτές, έχει πολλάκις απασχολήσει την κοινή γνώμη, ενώ ο πρώην Πρόεδρος της Γαλλίας Φρανσουά Μιτεράν είχε παραδεχτεί το 1994 ότι παρενέβη προσωπικά για να σταματήσει η σχετική ανακριτική διαδικασία σε βάρος του Παπόν και άλλων γνωστών ονομάτων που φέρονται να βαρύνονται με την κατηγορία των εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας.

Το τέλος του 1997 βρίσκει τη νέα γαλλική κυβέρνηση αντιμέτωπη με την πρόκληση των δεσμεύσεων που έχει αναλάβει και τις οποίες οι Γάλλοι εργαζόμενοι, απηυδισμένοι από την παρατεινόμενη λιτότητα και τη μεγάλη ανεργία του 12%, φροντίζουν να της υπενθυμίζουν με τις 24ωρες ή και μεγαλύτερες απεργιακές τους κινητοποιήσεις.

Διαβλέποντας ίσως τη σοβαρότερη πολιτική απειλή που αντιμετώπισε ποτέ

Διαβλέποντας ίσως τη σοβαρότερη πολιτική απειλή που αντιμετώπισε ποτέ, ο Μπερίσα σε δημόσια εμφάνισή του στη Λούζνια (18/2) "ομολόγησε" ότι το Κόμμα του και ο ίδιος φέρουν ευθύνη για την κρίση και διαβεβαίωσε ότι επί μία διετία δε θα φορολογούνται οι αγρότες και θα επιταχυνθεί η ιδιωτικοποίηση των τομέων ενέργειας, πετρελαίου και τηλεπικοινωνιών. Ματαίως: οι υποσχέσεις του δεν απέτρεψαν τις κινητοποιήσεις και τις διαδηλώσεις

Η αυξανόμενη λαϊκή δυσαρέσκεια από τη σκληρή λιτότητα που έχει επιβάλ

Η αυξανόμενη λαϊκή δυσαρέσκεια από τη σκληρή λιτότητα, που έχει επιβάλλει η δεξιά κυβέρνηση του Αλέν Ζιπέ προκαλεί κύματα απεργιών σε διάφορους εργασιακούς τομείς, ήδη, από την αρχή της χρονιάς. Τα αιτήματα όλων είναι παρόμοια και δεν είναι άλλα από την αύξηση των μισθών, την κατοχύρωση των συνταξιοδοτικών και ασφαλιστικών προγραμμάτων, τη βελτίωση των συνθηκών εργασίας.

Αυτό το χαμόγελο επιχειρούν να κόψουν από τους λαούς...

Κανένας καταπιεσμένος όπου Γης δε θα ξεχάσει αυτές τις εικόνες



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ