ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 3 Μάη 1998
Σελ. /50
ΚΕΝΗ
ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ
Προοπτικές της οικονομίας και προκλήσεις για την οικονομική πολιτική

Απόσπασμα από την έκθεση του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος κ. Λουκά Παπαδήμου για το έτος 1997

Κατά το 1997 συνεχίστηκε η πρόοδος προς τη σταθεροποίηση της οικονομίας. Πράγματι, σημειώθηκε αξιόλογη επιβράδυνση του πληθωρισμού και μείωση του δημοσίου ελλείμματος, ενώ ταυτόχρονα η οικονομική δραστηριότητα διευρύνθηκε με ρυθμό ταχύτερο από τον αντίστοιχο μέσο όρο στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Επομένως, στη διάρκεια του προηγούμενου έτους υπήρξε ουσιαστική βελτίωση των οικονομικών συνθηκών και επιτάχυνση της διαδικασίας ονομαστικής, αλλά και πραγματικής σύγκλισης της ελληνικής οικονομίας.

Ωστόσο, η πρόοδος προς τη σταθεροποίηση της οικονομίας δεν ήταν ικανή να περιορίσει το εξωτερικό έλλειμμα, ενώ, παρά τον υψηλό ρυθμό ανόδου της οικονομικής δραστηριότητας, δεν επιτεύχθηκε έστω και μερική απορρόφηση της ανεργίας.

Οι ισχυρές πιέσεις στη δραχμή, που εκδηλώθηκαν κατά τους τελευταίους δύο μήνες του 1997 και στις αρχές του τρέχοντος έτους, σημάδεψαν τις πρόσφατες οικονομικές εξελίξεις. Η νομισματική αναταραχή στην Ανατολική Ασία, η οποία είχε εξαιρετικά δυσμενείς επιπτώσεις στις αγορές συναλλάγματος και κεφαλαίων σε πολλές αναδυόμενες οικονομίες, αποτέλεσε το έναυσμα για τις πιέσεις που υπέστη η δραχμή τον Οκτώβριο του 1997 και συνέτεινε κατά διαστήματα στην ενίσχυσή τους στους επόμενους μήνες. Ωστόσο, η έκταση και η διάρκεια αυτών των πιέσεων αντανακλούσαν επίσης ορισμένα χαρακτηριστικά και αδυναμίες της ελληνικής οικονομίας, που την έκαναν περισσότερο ευάλωτη έναντι των άλλων χωρών της Ευρωπαϊκής Ενωσης, στις ανησυχίες και προσδοκίες των αγορών και δυσχέραιναν την αντιμετώπιση των πιέσεων.

Οι κυριότεροι παράγοντες που ενίσχυαν και συντηρούσαν τις πιέσεις ήταν: Πρώτον, η απώλεια ανταγωνιστικότητας που είχε σημειωθεί τα προηγούμενα χρόνια και το σχετικά υψηλό έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών. Δεύτερον, το υψηλό συνολικό εξωτερικό χρέος του ιδιωτικού, αλλά κυρίως του δημόσιου τομέα (συμπεριλαμβανομένων των δραχμικών τίτλων του Δημοσίου στα χαρτοφυλάκια επενδυτών του εξωτερικού), το οποίο καθιστούσε την αγορά συναλλάγματος ευαίσθητη σε απότομες μεταβολές της συμπεριφοράς των ξένων επενδυτών. Τρίτον, η εκτίμηση ότι, καθώς προσέγγιζε η πιθανή ημερομηνία ένταξης της δραχμής στο Μηχανισμό Συναλλαγματικών Ισοτιμιών (ΜΣΙ), ενόψει της προβλεπόμενης συμμετοχής της χώρας στη νομισματική ένωση το 2001, καθίστατο βαθμιαία αδύνατη η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας χωρίς προσφυγή σε υποτίμηση της δραχμής. Τέταρτον, το γεγονός ότι, παρά τη σημαντική μείωση του καθαρού δημόσιου ελλείμματος, οι συνολικές ακαθάριστες δανειακές ανάγκες του Δημοσίου εξακολουθούσαν να είναι μεγάλες και έθεταν περιορισμούς στην αντιμετώπιση των πιέσεων με μέσα νομισματικής πολιτικής, λόγω του δημοσιονομικού κόστους που αυτά συνεπάγονται.

Οι πιέσεις στη δραχμή αντιμετωπίστηκαν αποτελεσματικά επί σχεδόν πέντε μήνες, κυρίως με μέσα νομισματικής πολιτικής, δηλαδή με τη διατήρηση των επιτοκίων σε υψηλά επίπεδα. Εντούτοις, η πολιτική αυτή δεν ήταν δυνατό να διατηρηθεί μόνη της επί μακρόν χωρίς τη λήψη άλλων μέτρων, λόγω των δυσμενών επιπτώσεων των υψηλών επιτοκίων στην οικονομική δραστηριότητα και, κυρίως, στα δημόσια οικονομικά. Παράλληλα, ενισχύονταν οι προσδοκίες της αγοράς για ένταξη της δραχμής στο ΜΣΙ στις αρχές Μαϊου, γεγονός που δυσχέραινε την πτώση των επιτοκίων. Η ένταξη της δραχμής στο ΜΣΙ και η ταυτόχρονη υποτίμησή της στα μέσα Μαρτίου αντιμετώπισε την κατάσταση που είχε διαμορφωθεί.

Με την υποτίμηση της δραχμής ανακτήθηκε η ανταγωνιστικότητα που είχε απολεσθεί συνεπεία του μείγματος οικονομικής πολιτικής που ασκήθηκε και της ανεπαρκούς προσαρμογής της οικονομίας στην πειθαρχία που επέβαλε η πολιτική της σχεδόν σταθερής συναλλαγματικής ισοτιμίας κατά τα προηγούμενα τρία έτη. Η κεντρική ισοτιμία της δραχμής στο ΜΣΙ είναι ρεαλιστική και κρίνεται συνεπής με την αποκατάσταση ισορροπίας στις εξωτερικές συναλλαγές της χώρας. Συγχρόνως ,θα επιτρέψει, μέσα από την αύξηση της εγχώριας παραγωγής για εξαγωγές και εσωτερική κατανάλωση, υψηλότερο ρυθμό διατηρήσιμης οικονομικής μεγέθυνσης. Επιπλέον, με την ένταξη της δραχμής στο ΜΣΙ, σε συνδυασμό με τη διακύμανση της συναλλαγματικής ισοτιμίας εντός περιορισμένων ορίων, πληρούται εγκαίρως μια βασική προϋπόθεση για τη συμμετοχή της χώρας στη νομισματική ένωση το 2001 και, ταυτόχρονα, υιοθετείται ένα πλαίσιο άσκησης νομισματικής και συναλλαγματικής πολιτικής, το οποίο προάγει την εφαρμογή μακροοικονομικής πολιτικής προσηλωμένης στην επίτευξη σταθερότητας.

Μετά την ένταξη της δραχμής στο ΜΣΙ και την προσαρμογή της ισοτιμίας, η ελληνική οικονομία έχει πλέον εισέλθει σε ένα νέο στάδιο της διαδικασίας που οδηγεί στην ευρωπαϊκή νομισματική ολοκλήρωση και δυνητικά έχει καλύτερες αναπτυξιακές προοπτικές. Η επιτυχής όμως ολοκλήρωση της πορείας προς τη νομισματική σταθερότητα και η αξιοποίηση των ευκαιριών για ταχύτερη και διατηρήσιμη οικονομική ανάπτυξη δεν είναι δεδομένη. Εξαρτάται και από την άσκηση κατάλληλης οικονομικής πολιτικής και από την ικανότητα των κοινωνικών εταίρων και των οικονομικών φορέων να ενεργήσουν ορθολογικά, προκειμένου να αξιοποιηθούν οι ευκαιρίες, αλλά και να ελαχιστοποιηθούν οι δυσμενείς επιπτώσεις της υποτίμησης στον πληθωρισμό, στο εξωτερικό χρέος της χώρας και στο κόστος εξυπηρέτησής του.

Οι προοπτικές της ελληνικής οικονομίας εξαρτώνται από την αποτελεσματική αντιμετώπιση δύο προκλήσεων. Η άμεση πρόκληση είναι να περιοριστούν οι πληθωριστικές επιπτώσεις της υποτίμησης και να διασφαλιστεί η ανακτηθείσα διεθνής ανταγωνιστικότητα. Η ουσιαστικότερη όμως και πιο μακροπρόθεσμη πρόκληση για την οικονομική πολιτική είναι να ολοκληρώσει εγκαίρως έως το 2001 την πορεία προς τη νομισματική σταθερότητα και την υιοθέτηση του ενιαίου ευρωπαϊκού νομίσματος. Παράλληλα, να πραγματοποιήσει την αναδιάρθρωση και ενίσχυση, ποσοτική και ποιοτική, του παραγωγικού δυναμικού της χώρας, ούτως ώστε να επιτευχθεί υψηλός και διατηρήσιμος ρυθμός οικονομικής ανάπτυξης, ο οποίος θα είναι συνεπής με την εξωτερική ισορροπία και θα συμβάλει στη μείωση της ανεργίας.

Για την αντιμετώπιση της άμεσης πρόκλησης απαιτείται κατά πρώτο λόγο η εφαρμογή αυστηρής νομισματικής πολιτικής, καθώς και των μέτρων δημοσιονομικής εξυγίανσης και διαρθρωτικής προσαρμογής που εξήγγειλε η κυβέρνηση αμέσως μετά την υποτίμηση. Σε σημαντικό όμως βαθμό, το μέγεθος και η διάρκεια των επιπτώσεων της υποτίμησης στον πληθωρισμό εξαρτάται από τις αποφάσεις των κοινωνικών εταίρων σχετικά με τις αμοιβές και τις τιμές. Οι αποφάσεις αυτές πρέπει να είναι συνεπείς με την επιδιωκόμενη επιβράδυνση του πληθωρισμού κάτω από 2% έως το τέλος του 1999 και όπως ήδη αναφέρθηκε, να λαμβάνουν σοβαρά υπόψη τα μεσοπρόθεσμα οφέλη από τη συγκρατημένη αύξηση του κόστους παραγωγής και των τιμών τόσο για τα πραγματικά εισοδήματα όσο και για τη μελλοντική κερδοφορία των επιχειρήσεων. Αντίθετα, οφέλη που απορρέουν αφ' ενός από ονομαστικές αυξήσεις αποδοχών, οι οποίες δε συμβαδίζουν με τη μεσοπρόθεσμη άνοδο της παραγωγικότητας, και αφ' ετέρου από αδικαιολόγητη άνοδο των τιμών, που διαβρώνει τη διεθνή ανταγωνιστικότητα της οικονομίας, αποδεικνύονται προσωρινά και εξαφανίζονται με τον πληθωρισμό και τη συρρίκνωση της εγχώριας παραγωγής και των πραγματικών εισοδημάτων. Οι επισημάνσεις αυτές έχουν ιδιαίτερη σημασία για τη διατήρηση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας ενόψει της προβλεπόμενης ένταξης της χώρας στη νομισματική ένωση το 2001. Η εξέλιξη των τιμών τις πρώτες εβδομάδες μετά την υποτίμηση είναι ενθαρρυντική και αναμένεται βάσιμα ότι, εφόσον επιδειχτεί η αναγκαία αυτοσυγκράτηση και υπευθυνότητα στον καθορισμό των αμοιβών κατά τις επικείμενες συλλογικές διαπραγματεύσεις, ο πληθωρισμός θα αρχίσει να υποχωρεί από το θέρος.

Προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι βασικές μεσοπρόθεσμες προκλήσεις για την οικονομική πολιτική, δηλαδή η υιοθέτηση του ενιαίου νομίσματος το 2001 και η επίτευξη υψηλού και διατηρήσιμου ρυθμού οικονομικής μεγέθυνσης, απαιτούνται συστηματικές ενέργειες προς δύο κατευθύνσεις: τη δημοσιονομική εξυγίανση και τη διαρθρωτική προσαρμογή. Η σημασία των δύο αυτών διαδικασιών για την εδραίωση της νομισματικής σταθερότητας και τη βελτίωση των αναπτυξιακών προοπτικών της χώρας έχει επισημανθεί και το παρελθόν από την Τράπεζα της Ελλάδος και είναι ιδιαίτερα θετικό ότι τα κυβερνητικά μέτρα που εξαγγέλθηκαν πρόσφατα εστιάζονται στην ταχύτερη δημοσιονομική εξυγίανση και την ευρύτερη διαρθρωτική προσαρμογή. Είναι χρήσιμο να κατανοηθεί ότι οι δύο αυτές διαδικασίες είναι αλληλένδετες. Η επιτυχής ολοκλήρωση της δημοσιονομικής εξυγίανσης προϋποθέτει εκτεταμένες και βαθιές διαρθρωτικές τομές στο δημόσιο τομέα. Από την άλλη πλευρά, οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις στον ιδιωτικό τομέα, με την απελευθέρωση των δυνάμεων της αγοράς και τον περιορισμό των κρατικών παρεμβάσεων, θα συντελέσουν στην ταχύτερη οικονομική ανάπτυξη και, επομένως, στην επίσπευση της δημοσιονομικής προσαρμογής.

Για την ολοκλήρωση της δημοσιονομικής εξυγίανσης θα χρειαστεί διαρκής και επίμονη προσπάθεια, παρά την πολύ μεγάλη πρόοδο που έχει σημειωθεί τα τελευταία έτη στη μείωση του δημόσιου ελλείμματος. Οι λόγοι είναι τρεις: το υψηλό δημόσιο χρέος σε σχέση με το ΑΕΠ, οι προβλεπόμενες δημογραφικές εξελίξεις σε συνδυασμό με τα μεγάλα ελλείμματα των βασικών ασφαλιστικών ταμείων και οι συσσωρευμένες υποχρεώσεις φορέων και επιχειρήσεων εκτός του κυβερνητικού τομέα, που τελικά ενδέχεται να επιβαρύνουν τον κρατικό προϋπολογισμό. Μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα, ο κυβερνητικός τομέας θα πρέπει να έχει πρωτογενή πλεονάσματα, της τάξεως του 6% του ΑΕΠ επί σειρά ετών. Οι θεσμικές και διαρθρωτικές ρυθμίσεις που έχει εισαγάγει η κυβέρνηση για την περιστολή των δαπανών, τον οργανωτικό και λειτουργικό εκσυγχρονισμό των δημοσίων επιχειρήσεων και οργανισμών, καθώς και για την αποτελεσματικότερη καταπολέμηση της φοροδιαφυγής επιβάλλεται να υλοποιηθούν αποτελεσματικά. Για να πραγματοποιηθεί όμως η αναγκαία σταδιακή μείωση των δαπανών, θα απαιτηθούν πρόσθετες διαρθρωτικές παρεμβάσεις, καθώς και περιορισμός του μεγέθους και των δραστηριοτήτων του δημόσιου τομέα.

Οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις πρέπει να αποσκοπούν στην ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας μέσα από τη βελτίωση της παραγωγικότητας, το επίπεδο της οποίας, σύμφωνα με διάφορους δείκτες και διεθνείς αξιολογήσεις, εξακολουθεί να είναι χαμηλό. Η ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας έχει ιδιαίτερη σημασία ενόψει της συμμετοχής της Ελλάδας στη νομισματική ένωση. Μετά την υιοθέτηση του ενιαίου ευρωπαϊκού νομίσματος δε θα υπάρχει πλέον η δυνατότητα βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας ή αντιμετώπισης οικονομικών διαταραχών με προσαρμογή της ισοτιμίας. Επομένως, η δυναμική της οικονομίας θα εξαρτάται από την αποτελεσματική λειτουργία των αγορών αγαθών και υπηρεσιών, εργασίας και κεφαλαίου. Για παράδειγμα, η εύρεση λύσης στο πρόβλημα της ανεργίας συναρτάται, σε σημαντικό βαθμό, με την αντιμετώπιση διαρθρωτικών στρεβλώσεων στην αγορά εργασίας. Η κατεύθυνση των μέτρων πολιτικής στον τομέα αυτό, τα οποία ήδη εφαρμόζει ή πρόκειται να εξαγγείλει σύντομα η κυβέρνηση, είναι ασφαλώς ορθή και εκτιμάται ότι η αποτελεσματική υλοποίησή τους, σε συνδυασμό με τη διατήρηση υψηλών ρυθμών ανάπτυξης της οικονομίας, θα συντείνει μεσοπρόθεσμα στην άνοδο της απασχόλησης και στη μείωση της ανεργίας.

Παράλληλα, πρέπει να αποτελέσει προτεραιότητα η ενίσχυση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας του ελληνικού χρηματοπιστωτικού συστήματος και λόγω των αναδιαρθρώσεων που σημειώνονται διεθνώς και ενόψει της εισαγωγής του ΕΥΡΩ. Το ελληνικό τραπεζικό σύστημα έχει απελευθερωθεί από τους πιστωτικούς και συναλλαγματικούς περιορισμούς και έχει κάνει αξιοσημείωτα βήματα προόδου προς τον τεχνολογικό εκσυγχρονισμό και την αναβάθμιση των υπηρεσιών που προσφέρει. Εξακολουθεί όμως να ευρίσκεται σε ιδιαίτερα μεγάλο βαθμό κάτω από τον άμεσο ή έμμεσο έλεγχο του κράτους και να χαρακτηρίζεται από υψηλό λειτουργικό κόστος, καθώς και θεσμικές και οργανωτικές δυσκαμψίες και ανεπάρκειες. Η επίσπευση των αποκρατικοποιήσεων, που προωθεί η κυβέρνηση, αποτελεί ιδιαίτερα σημαντικό βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση. Επίσης πολύ θετική εξέλιξη αποτελεί η αναδιάρθρωση του πιστωτικού συστήματος που άρχισε να συντελείται με τη συγχώνευση συνδεδεμένων τραπεζών και άλλων χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων. Η δημιουργία όμως ισχυρών και ανταγωνιστικών μονάδων δε διασφαλίζεται μόνο με το μέγεθος. Εξαρτάται και από την αποτελεσματική λειτουργία και την αποδοτικότητά τους. Είναι, επομένως, επιβεβλημένο, για την επιτυχή αντιμετώπιση του εντεινόμενου διεθνούς ανταγωνισμού, να προωθηθούν παράλληλα ρυθμίσεις που θα συμβάλουν, πρώτον, στη μείωση του λειτουργικού κόστους και την αύξηση της παραγωγικότητας, ιδίως στις υπό κρατικό έλεγχο τράπεζες, δεύτερον, στην περαιτέρω εξυγίανση των χαρτοφυλακίων τους και, τρίτον, στη βελτίωση της οργάνωσης και των συστημάτων διαχείρισης κινδύνων και εσωτερικού ελέγχου. Η άμεση προώθηση αυτών των μεταβολών καθίσταται επιτακτική σε ορισμένα υπό κρατικό έλεγχο πιστωτικά ιδρύματα, προκειμένου να συνεχίσουν επιτυχώς τη λειτουργία τους μέσα στο νέο εγχώριο και διεθνές ανταγωνιστικό περιβάλλον. Παράλληλα, το κράτος πρέπει να συνδράμει την προσπάθεια αυτή και να ενισχύσει την ανταγωνιστικότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος κυρίως με δύο τρόπους: πρώτον, καταργώντας τις ειδικές φορολογικές επιβαρύνσεις, που μετακυλίονται στους καταναλωτές και τις επιχειρήσεις, θέτουν σε μειονεκτική θέση τα εγχώρια πιστωτικά ιδρύματα και οδηγούν σε μετατόπιση της παροχής των χρηματοοικονομικών υπηρεσιών στο εξωτερικό και, δεύτερον, μεταβάλλοντας το ισχύον θεσμικό πλαίσιο με σκοπό να βελτιωθεί η παραγωγικότητα και κινητικότητα των εργαζομένων και να καταστεί αποτελεσματικότερη η διαχείριση των τραπεζών από τις διοικήσεις τους.

Η σημαντική βελτίωση οικονομικών μεγεθών, όπως ο πληθωρισμός και το δημόσιο έλλειμμα, η οποία πραγματοποιήθηκε κατά τα τελευταία έτη, η συνέχιση της αυστηρής αντιπληθωριστικής νομισματικής πολιτικής στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού Μηχανισμού Συναλλαγματικών Ισοτιμιών και η εφαρμογή, χωρίς παρεκκλίσεις, της οικονομικής πολιτικής της κυβέρνησης καθιστούν εφικτή την υιοθέτηση του ενιαίου ευρωπαϊκού νομίσματος το 2001. Τα χρονικά όμως περιθώρια για την επίτευξη αυτού του σκοπού δεν είναι μεγάλα, αν ληφθούν υπόψη οι αντικειμενικές δυσκολίες που πρέπει να ξεπεραστούν για τη δημοσιονομική εξυγίανση. Επιπλέον και η έγκαιρη εισαγωγή των αναγκαίων διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων είναι δυσχερής, αλλά επιβεβλημένη, επειδή θα διαμορφώσει καθοριστικά τις αναπτυξιακές δυνατότητες της χώρας, ιδίως μετά την ένταξή της στη ζώνη του ΕΥΡΩ. Η αντιμετώπιση, επομένως, των βασικών αυτών προκλήσεων απαιτεί συνέπεια, αξιοπιστία και αποφασιστικότητα κατά την εφαρμογή της οικονομικής πολιτικής. Απαιτεί ακόμη συναίνεση και ομοψυχία. Η νομισματική σταθερότητα και η διατηρήσιμη οικονομική ανάπτυξη είναι θεμελιώδεις επιδιώξεις και είναι γενικώς αποδεκτές. Αν δεν πραγματοποιηθούν στα αμέσως επόμενα χρόνια, διακυβεύονται η ευημερία και η ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας.



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ