ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Τετάρτη 18 Νοέμβρη 1998
Σελ. /32
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
ΤΡΑΠΕΖΕΣ
Τα κέρδη και το "κοινωνικό" πρόσωπο του ΠΑΣΟΚ

Οταν τα φανερά κέρδη των τραπεζών αυξάνονται με ρυθμό γύρω στο 60% και η εισοδηματική πολιτική σε μισθούς και συντάξεις κινείται γύρω στο 2% και 1%, αποκαλύπτεται σε όλο του το μεγαλείο ο χαρακτήρας του "κοινωνικού προσώπου" του ΠΑΣΟΚ

Το 1996 είχαν καθαρά κέρδη συνολικού ύψους 133,7 δισ. δραχμών. Το 1997 κατάφεραν να ανεβάσουν τα κέρδη τους στο ποσό των 212,1 δισ. δραχμών. Πρόκειται για τα ευαγή ιδρύματα των τραπεζών, που - αξιοποιώντας στο έπακρο τη συγκεκριμένη οικονομική πολιτική της κυβέρνησης - προσπαθούν και βγάζουν από τη "μύγα ξίγκι". Με τη βοήθεια, λοιπόν, της συγκεκριμένης οικονομικής πολιτικής της κυβέρνησης του "νέου" ΠΑΣΟΚ, οι τραπεζίτες κατάφεραν και το 1997 να βγάλουν από τη "μύγα ξίγκι". Αξιοποιώντας στο έπακρο την πολιτική της κυβέρνησης του "νέου" ΠΑΣΟΚ, που επιτρέπει με χίλιους δύο τρόπους τη συμπίεση των λαϊκών εισοδημάτων, οι λιγότερες από 20 ελληνικές εμπορικές (κρατικές και ιδιωτικές) τράπεζες κατάφεραν να αυξήσουν μέσα στον τελευταίο χρόνο τα καθαρά τους κέρδη κατά 80 περίπου δισεκατομμύρια δραχμές ήτοι κατά μέσο όρο 58,9%.

O πίνακας με την πορεία των κερδών το 1996 και το 1997, που παραθέτουμε και δείχνει αυξήσεις των τραπεζικών κερδών μέχρι και 115%, είναι ιδιαίτερα αποκαλυπτικός, για τους τοκογλυφικούς όρους με τους οποίους τοκίζουν οι τράπεζες τις λαϊκές αποταμιεύσεις και χορηγούν τραπεζικά δάνεια στους "μη έχοντες και μη κατέχοντες", για να τα ...φέρουν βόλτα. Σύμφωνα με τα στοιχεία αυτά, προκύπτει ότι, ενώ το μέσο ποσοστό αύξησης των κερδών για όλες τις εμπορικές τράπεζες (κρατικές και ιδιωτικές) ήταν το το 1997 τουλάχιστον 58,9%:

  • Οι κρατικές τράπεζες - δηλαδή, οι εμπορικές τράπεζες που ελέγχονται άμεσα ή έμμεσα από το δημόσιο και άρα την εκάστοτε κυβέρνηση - αύξησαν το 1997 τα καθαρά τους κέρδη κατά 297,1%.
  • Οι ιδιωτικές τράπεζες - δηλαδή, οι εμπορικές τράπεζες που η πλειοψηφία του μετοχικού τους κεφαλαίου ελέγχεται από ιδιώτες - αύξησαν τα καθαρά τους κέρδη κατά 27,4%.

Το προκλητικά μεγάλο ποσοστό αύξησης των τραπεζικών κερδών το 1997, που είναι υπερδεκαπλάσιο του πληθωρισμού, κάνει ακόμη πιο διάτρητο το επιχείρημα του πρωθυπουργού και άλλων κυβερνητικών στελεχών ότι η οικονομική πολιτική της κυβέρνησης διακρίνεται για την... "κοινωνική της ευαισθησία"!

Τα παχυλά κέρδη που καρπώνονται κάθε χρόνο οι τράπεζες - και τα οποία χρόνο με το χρόνο αυξάνονται με προκλητικά γοργούς ρυθμούς - είναι συνέπεια και:

  • Της αντιλαϊκής εισοδηματικής πολιτικής, που χρόνο με το χρόνο υπονομεύει την αγοραστική δύναμη των μισθωτών και συνταξιούχων, περιορίζοντας τις ονομαστικές αυξήσεις των μισθών και συντάξεων σε όλο και πιο χαμηλά επίπεδα σε σχέση με τον πληθωρισμό.
  • Της φορομπηχτικής πολιτικής, που υποχρεώνει τους εργαζόμενους και τα πλατιά λαϊκά στρώματα να πληρώνουν όλο και περισσότερους φόρους (άμεσους και έμμεσους) στα ταμεία του κράτους, ενώ παράλληλα το κράτος περιορίζει τις δαπάνες τους για παροχές στο λαό με το κουτσούρεμα των δαπανών κοινωνικού χαρακτήρα.

Για ποια κοινωνική "ευαισθησία" και για ποιο "κοινωνικό πρόσωπο" του ΠΑΣΟΚ κάνουν λόγο, όταν το επίσημο, το φανερό ποσοστό αύξησης των τραπεζικών κερδών είναι υπερδεκαπλάσιο του πληθωρισμού (που έτρεχε με ρυθμό 5,6% το 1997) και σχεδόν 20πλάσιο των ονομαστικών αυξήσεων (περίπου 3%) που πήραν οι μισθωτοί και συνταξιούχοι του δημοσίου;

Η πολιτική αυτή, σε συνδυασμό με την απελευθέρωση του τραπεζικού συστήματος, επέτρεψε στους τραπεζίτες να αγοράζουν φτηνά το χρήμα από τους εργαζόμενους, που καταφέρνουν ακόμη να αποταμιεύουν κάποιο ποσό κάθε μήνα για τη "δύσκολη στιγμή", με το να διατηρούν σε χαμηλά επίπεδα το επιτόκιο ταμιευτηρίου και να πουλάνε πανάκριβα το χρήμα, διατηρώντας "φουσκωμένα" και σε υψηλά επίπεδα τα επιτόκια χορηγήσεων - υπερδιπλάσια και υπερτριπλάσια του πληθωρισμού - για τους οικονομικά ασθενείς που αναγκάζονται να προσφύγουν στον τραπεζικό δανεισμό για να επιβιώσουν.

ΚΕΝΤΡΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΣΜΟΥ - ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΕΡΕΥΝΩΝ
Πανάκριβο το φορολογικό σύστημα

Ενδιαφέρουσα μελέτη για το επίπεδο, την αποτελεσματικότητα και το κόστος λειτουργίας ενός από τα πλέον φορομπηχτικά συστήματα

Σχεδόν σε διπλάσια επίπεδα από τις άλλες χώρες του κόσμου ανέρχεται το διαχειριστικό κόστος του ελληνικού φορολογικού συστήματος, δηλαδή το κόστος λειτουργίας των κρατικών υπηρεσιών, οι οποίες είναι αρμόδιες για την εφαρμογή της φορολογικής νομοθεσίας και τη συλλογή των φόρων. Αυτό προκύπτει από μελέτη του Κέντρου Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ) με θέμα "Διαχειριστικό κόστος του ελληνικού φορολογικού συστήματος", που δόθηκε χτες στη δημοσιότητα και η οποία εξετάζει το διαχειριστικό κόστος της φορολογίας, το οποίο επιβαρύνει τον προϋπολογισμό του κράτους.

Οπως δείχνουν τα συμπεράσματα της μελέτης, το κόστος της φορολογικής νομοθεσίας σε σχέση με το σύνολο των εσόδων ανέρχεται σε 1,41%. Εάν στο τελευταίο προστεθεί και ένα ποσοστό 0,2% περίπου, για το κόστος χρήσης του κεφαλαίου, τα τεκμαρτά ενοίκια και το διαχειριστικό κόστος που φέρουν άλλες δημόσιες υπηρεσίες, πλην του υπουργείου Οικονομικών, τότε το κόστος του ελληνικού φορολογικού συστήματος ανέρχεται σε 1,61% των εσόδων. Αυτό - τονίζεται στη μελέτη - είναι μιάμιση έως δύο φορές το αντίστοιχο κόστος άλλων χωρών. Ως χαρακτηριστικό παράδειγμα αναφέρεται το κόστος του καναδικού φορολογικού συστήματος που φτάνει σε 0,86%.

Αναλυτικότερα, σύμφωνα με τα συμπεράσματα της μελέτης:

  • Το διαχειριστικό κόστος της φορολογίας φυσικών προσώπων στην Ελλάδα είναι 2,19% των εσόδων (συν 0,2% για λοιπά είδη κόστους), δηλαδή περίπου μιάμιση έως δύο φορές το κόστος που παρατηρείται κατά μέσο όρο σε άλλες χώρες. Το αντίστοιχο κόστος για τον Καναδά είναι μόλις 1%. Σε ανάλογα επίπεδα, σε σχέση με τις άλλες χώρες, κυμαίνεται και το κόστος για την έμμεση φορολογία.

Πέρα από το υψηλό κόστος του ελληνικού φορολογικού συστήματος, αυτό παρουσιάζει επίσης μεγάλες διακυμάνσεις μεταξύ φόρων, καθώς και μεταξύ των διαφόρων υπηρεσιών συλλογής εσόδων. Ειδικότερα:

  • Το διαχειριστικό κόστος στην άμεση φορολογία είναι υπερδιπλάσιο από εκείνο της έμμεσης φορολογίας. Σε σχέση με το διαχειριστικό κόστος ολόκληρου του φορολογικού συστήματος, η διαχείριση των άμεσων φόρων κοστίζει 63% περισσότερο, ενώ η διαχείριση των έμμεσων φόρων κοστίζει 23% λιγότερο.
  • Από τις γενικές κατηγορίες των άμεσων φόρων, το υψηλότερο κόστος παρουσιάζουν κατά σειρά μεγέθους οι φόροι υπέρ τρίτων, οι φόροι στην περιουσία, τα πρόστιμα και οι προσαυξήσεις, οι φόροι παρελθόντων οικονομικών ετών και ακολουθούν οι λοιποί άμεσοι φόροι. Το χαμηλότερο κόστος από ολόκληρη την άμεση φορολογία το παρουσιάζουν οι φόροι εισοδήματος.
  • Μεγάλες διαφορές υπάρχουν επίσης στις επιμέρους γενικές κατηγορίες των έμμεσων φόρων. Το υψηλότερο σχετικό κόστος παρουσιάζουν το χαρτόσημο και οι λοιποί φόροι συναλλαγών και ακολουθεί ο Φόρος Προστιθέμενης Αξίας (ΦΠΑ) και οι Φόροι Κατανάλωσης Εγχώριων.
  • Σημαντική είναι επίσης και η περιφερειακή διάσταση του διαχειριστικού κόστους. Σε νομαρχιακό επίπεδο, οι Διευθύνσεις Επιθεώρησης που περιλαμβάνουν μεγάλες ΔΟΥ τείνουν να εμφανίζουν χαμηλότερα επίπεδα σχετικού κόστους, ενώ το αντίθετο ισχύει για τις νομαρχίες που περιλαμβάνουν μικρές ΔΟΥ. Το κόστος σε νομαρχιακό επίπεδο κυμαίνεται μεταξύ 0,7% και 10% των εσόδων.

Η μελέτη, μετά τις παραπάνω διαπιστώσεις, προτείνει σειρά μέτρων για τη μείωση του σχετικού κόστους της φορολογίας, τα οποία κινούνται στις ακόλουθες κατευθύνσεις:

  • Απλοποίηση της φορολογικής διάρθρωσης, περιορισμό των διαδικασιών και γραφειοκρατικών διατυπώσεων ή ακόμη και κατάργηση μερικών ακριβών και αναποτελεσματικών φόρων.
  • Γλωσσική απλοποίηση των φορολογικών νόμων.
  • Κωδικοποίηση όλης της φορολογικής νομοθεσίας.
  • Διοικητική και οργανωτική αναβάθμιση ή ακόμη και απορρόφηση διαφόρων φορολογικών υπηρεσιών από άλλες.
  • Βελτίωση της μηχανοργάνωσης κυρίως στον τομέα της πληροφορικής και επέκταση της εφαρμογής ολοκληρωμένων συστημάτων πληροφορικής.
  • Χωροταξική επανεξέταση και αναδιάταξη των υπηρεσιών συλλογής φόρων.
  • Δημιουργία μιας κεντρικής Υπηρεσίας Φορολογικού Κόστους, με στόχο να σχεδιάζει, να παρακολουθεί και να ελέγχει όλα τα παραπάνω μέτρα που θα αποσκοπούν στον περιορισμό του διαχειριστικού κόστους.
ΔΗΚΕΒΕ
Με πρόσχημα το κυκλοφοριακό...

... αποκλείουν τους μικρούς από το κέντρο

Η πρόσφατη απόφαση των υπουργών ΠΕΧΩΔΕ, Μεταφορών και Δημόσιας Τάξης, για περιορισμό κυκλοφορίας οχημάτων στο κέντρο της Αθήνας, είναι μια προσπάθεια της κυβέρνησης να αντιμετωπίσει τα αδιέξοδα που δημιουργεί η πολιτική της στο κυκλοφοριακό και ο άναρχος συγκεντρωτικός τρόπος οικονομικής ανάπτυξης. Αυτό τονίζει σε ανακοίνωσή της η Δημοκρατική Κίνηση Επαγγελματιών Βιοτεχνών και Εμπόρων (ΔΗΚΕΒΕ), με αφορμή τη σχετική απόφαση που θέτει στο στόχαστρο για άλλη μια φορά τους μικρούς ΕΒΕ, επιβάλλοντας στο όνομα της αντιμετώπισης του κυκλοφοριακού την εκ περιτροπής κυκλοφορία στα φορτηγά αυτοκίνητα ιδιωτικής χρήσης μέχρι 2,5 τόνους, τα οχήματα δηλαδή που χρησιμοποιούν κυρίως μικρές επιχειρήσεις.

Η ΔΗΚΕΒΕ σημειώνει ότι το κυκλοφοριακό πρόβλημα ιδιαίτερα του κέντρου είναι αποτέλεσμα τόσο της σημερινής όσο και των προηγούμενων κυβερνήσεων, της πολιτικής της απελευθέρωσης του ωραρίου λειτουργίας των καταστημάτων, του διαμετακομιστικού μοντέλου ανάπτυξης και των υπηρεσιών που προωθείται στην Αθήνα και γενικότερα στη χώρα σε βάρος της παραγωγικής δραστηριότητας, της μερικής απασχόλησης, που υποχρεώνει τους εργαζόμενους σε περισσότερες μετακινήσεις για να συμπληρώσουν το εισόδημά τους, της βιομηχανικής συρρίκνωσης, της ανεργίας. Ολα τα παραπάνω, τονίζει η παράταξη, έχουν φέρει τα σημερινά αδιέξοδα για τα οποία δεν ευθύνονται οι εργαζόμενοι και οι μικροί βιοτέχνες, επαγγελματίες, έμποροι. "Η λογική του Προκρούστη", καταγγέλλει η ΔΗΚΕΒΕ, "είναι σίγουρο ότι δεν οδηγεί σε θετικές λύσεις. Γι' αυτό διερωτόμαστε ποιο θα είναι το επόμενο μέτρο. Μήπως η απαγόρευση των συγκεντρώσεων και διαμαρτυριών για την αντιλαϊκή πολιτική στο κέντρο της πόλης, στο όνομα του κυκλοφοριακού;". Επίσης, υπογραμμίζει ότι ερωτηματικά δημιουργεί και η στάση της πλειοψηφίας της ΓΣΕΒΕΕ, η οποία διατυπώνει ενστάσεις για έλλειψη ενημέρωσης πριν την επιβολή της απόφασης και τελικά περίμενε τη σύσκεψη των ομοσπονδιών για να χαρακτηρίσει απαράδεκτα αυτά τα μέτρα.

Η ΔΗΚΕΒΕ τονίζει ότι και για το μέτρο αυτό θα σταθεί δίπλα στους ΕΒΕ, θα πρωτοστατήσει για την κατάργησή του και για να αναπτυχθούν αγώνες συνολικής καταδίκης αυτής της πολιτικής και για την εφαρμογή μιας άλλης πολιτικής που θα απαντά ολοκληρωμένα στο συγκοινωνιακό και κυκλοφοριακό πρόβλημα προς όφελος των ΕΒΕ και των εργαζομένων.



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ