ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 4 Απρίλη 1999
Σελ. /48
ΚΕΝΗ
... Γιατί οι βάρβαροι ήρθαν!

"Αγωνίστριες και ηρωίδες μάς κοιτάνε μέσα από το βιβλίο αυτό και μας ζητάνε να αποδείξουμε ότι η προσπάθειά τους δεν πήγε χαμένη... Βάρβαρα προχωρά ο φασισμός, χτυπά τους γειτονικούς λαούς, όπλα ζητούν οι Σέρβες, οι Κούρδισσες, ήδη, είναι οπλισμένες... Οι γυναίκες πάντα προσπαθούσαν να παλέψουν ανάλογα με τον τόπο όπου ζούσαν και τις συνθήκες. Και τώρα πρέπει να αγωνιστούν πάλι, γιατί οι βάρβαροι ήρθαν... Και τα δυο φύλα πρέπει να παλέψουν μαζί, ώστε να περάσει η ανθρωπότητα σε μια νέα φάση, τη φάση του εξανθρωπισμού της...". Με αυτά τα λόγια, τελείωσε την ομιλία της η φιλόλογος Αννεκε Ιωαννάτου, προλογίζοντας το βιβλίο της Πέπης Δαράκη "Το όραμα της ισοτιμίας της γυναίκας", σε εκδήλωση που έγινε στην Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών. Μια μέρα ιδιαίτερα "δύσκολη", αφού η Αθήνα αντηχούσε από τις διαμαρτυρίες των διαδηλωτών ενάντια στους μακελάρηδες του ΝΑΤΟ.

"Το όραμα της ισοτιμίας της γυναίκας", ένα όραμα που αργεί να γίνει πραγματικότητα - και φαίνεται ότι θα αργήσει ακόμα περισσότερο σήμερα, που η ανθρωπότητα πισωγυρίζει, με τον πόλεμο που επιβάλλουν οι πλούσιοι ενάντια στους φτωχούς. Με έναν πόλεμο που γυρίζει τους ανθρώπους και ιδιαίτερα τις γυναίκες στο μεσαίωνα, έρμαια της τυφλής τύχης, με κατάλυση όλων των κατακτήσεών τους, με την καταστροφή του κοινωνικού ιστού, στο έλεος της φύσης. Μόνες μαζί με τα παιδιά και τους γέρους να βολοδέρνουν, ενώ οι νεότεροι άντρες σκοτώνονται σε κάποιο μέτωπο... Κι όσο για τις νεότερες μαχόμενες Κούρδισσες, ποιος μιλάει τώρα γι' αυτές, ποιος μιλάει για τον Οτσαλάν; Ποιος μιλάει στα ΜΜΕ για τους αγώνες των Κούρδων στα βάθη της Ανατολίας;

Για τη βραβευμένη από την Ακαδημία Αθηνών για το σύνολο του έργου της Πέπη Δαράκη, επίτιμη πρόεδρο της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών, μίλησε η Ναταλία Αποστολοπούλου, λογοτέχνης και αγωνίστρια, κάνοντας μια αναδρομή στη ζωή της Π. Δαράκη, που έχει γράψει ήδη 35 βιβλία και προχωρά ...ακάθεκτη. "Μόρφωση και κοινωνική δράση", είναι ο μοχλός που θα ανεβάσει στην επιφάνεια τις καταπιεσμένες αξίες της γυναίκας, είναι το μήνυμα της συγγραφέα προς τις νεότερες, που τις καλεί να δυναμώσουν το γυναικείο κίνημα...

"Πρέπει να είναι πολύ δίκαιο το όραμα της ισοτιμίας των γυναικών για να τροφοδοτεί αέναα τον αγώνα τους", παρατήρησε ο εκπαιδευτικός Γιώργος Μωραϊτης, που είχε αφιερώσει στο βιβλίο μια πολύ επαινετική κριτική σε τεύχος της ΚΟΜΕΠ που κυκλοφόρησε το 1998.

"Πρόκειται για ένα βιβλίο που μπορεί να χρησιμεύσει για βάση σε σεμινάριο, με εβδομαδιαία μαθήματα που μπορούν να διαρκέσουν ένα εξάμηνο.Είναι ένα πολύτιμο βιβλίο, που δε βασίζεται μόνο στη θεωρία, αλλά στην εμπειρία και στο ζεστό κοίταγμα της συγγραφέα Πέπης Δαράκη, που έχει βιώσει αυτούς τους αγώνες των γυναικών.

Χρειάζεται να το διαβάσουν όλες οι γυναίκες, όχι μόνο οι γυναίκες του μόχθου και της βιοπάλης, αλλά και όσες μπαίνουν μπροστά στο γυναικείο κίνημα. Γιατί είναι σπουδαίο να παρακολουθείς αυτό το κίνημα βήμα - βήμα, με τις εξάρσεις και τις υφέσεις του και να συνειδητοποιείς ότι μέσα στην ιστορία δεν είσαι μόνος, ότι προηγήθηκαν άλλοι, να βλέπεις τις συμμαχίες και τις προοπτικές που ανοίγονται σε κάθε φάση της ιστορικής διαδρομής... Ενα από τα συμπεράσματα που αποκομίζει κάποιος που διαβάζει το βιβλίο είναι πως δεν υπήρξε ευκαταφρόνητος ο αριθμός των γυναικών που άνοιξαν μέτωπο με το σύστημα. Η κοινωνική προέλευση ορισμένων γυναικών, που πρωτοστάτησαν στο γυναικείο κίνημα, σε τίποτα δε μειώνει την προσπάθειά τους! Σε συνέχεια, χρειάστηκε η προσφυγιά της μικρασιατικής καταστροφής, οι γυναίκες της Πίνδου, η Εθνική Αντίσταση, που έδωσαν στον αγώνα των γυναικών τις διαστάσεις του κοινωνικού προβλήματος...".

"Ενας αγώνας που αφορά τη μισή ανθρωπότητα, όλο το φάσμα των κοινωνικών τάξεων και σχετίζεται με τον απελευθερωτικό αγώνα όλων των μελών της κοινωνίας", όπως τόνισε η Αννεκε Ιωαννάτου. "Το βιβλίο είναι μια κοινωνική, ιστορική, φιλολογική προσέγγιση από μια γυναίκα που την πνίγει το δίκιο. Μια αποκλειστικά ταξική προσέγγιση του γυναικείου ζητήματος θα ήταν "στενή", μια αποκλειστικά "φυλετική" θα το γελοιοποιούσε, ο συνδυασμός και των δυο το αξιοποιεί. Η γυναίκα δε θα απελευθερωθεί περισσότερο από την τάξη στην οποία ανήκει, όμως, το γυναικείο κίνημα είναι μέρος μιας γενικότερης χειραφετικής απελευθερωτικής προσπάθειας, επισήμανε η ομιλήτρια. Η εγκαθίδρυση σοσιαλιστικών σχέσεων στην κοινωνία είναι απαραίτητη προϋπόθεση γι' αυτή την απελευθέρωση, χωρίς όμως να εγγυάται ότι η αλλαγή θα γίνει άμεσα - γιατί το βάρος της νοοτροπίας δε φεύγει αμέσως: Η υποτίμηση της γυναίκας έχει βαθιές ρίζες στους αιώνες. Το πατριαρχικό σύστημα τής "κόβει τα φτερά", την αποκλείει από το δημόσιο βίο, κάνει την ίδια τη γυναίκα πιο θρησκόληπτη και πιο προσκολλημένη στην ιδεολογία της υποταγής της, να εσωτερικεύει την ιδεολογία των καταπιεστών της και να την αναπαράγει...

"Ολα αυτά μετά την "ιστορική ήττα του γυναικείου φύλου" που ανέλυσε ο Ενγκελς, όταν η ανάπτυξη της ιδιοκτησίας γέννησε την ταξική υπεροχή για ορισμένους και τη φυλετική υπεροχή του άντρα με διαφορετικό τρόπο. Το βιβλίο της Πέπης Δαράκη, κατέληξε η ομιλήτρια, με τα παραδείγματα που προσφέρει, αφυπνίζει εκείνους που δε θα πίστευαν κάποια πράγματα και τους βοηθάει να μάθουν τον εαυτό τους... Γιατί το πατριαρχικό σύστημα έχει προκαλέσει διχασμό στην έννοια "άνθρωπος"".

Στο τέλος της εκδήλωσης, μίλησε η ίδια η συγγραφέας, που υπογράμμισε ότι το βιβλίο αυτό το αφιερώνει στις γυναίκες της Ελλάδας. "Ενιωσα, είπε, χρέος μου να γράψω αυτό το βιβλίο, για τις αδικίες που και σήμερα πλαισιώνουν ασφυκτικά τη γυναίκα και συρρικνώνουν την προσωπικότητα και τη γυναικεία ύπαρξη. Ενιωσα την ανάγκη να γράψω για το παγκόσμιο και το ελληνικό γυναικείο κίνημα, για τις αγωνίστριες που βοήθησαν στην καταξίωση του γυναικείου φύλου". Και το μήνυμα της λογοτέχνιδας: "Ο κόσμος αυτός δεν ανήκει μόνο στον άνδρα ή μόνο στη γυναίκα, αλλά και στους δυο και μόνο με τη συνεργασία τους θα ανοίξει ο δρόμος για έναν ανθρωπινότερο πολιτισμό που θα αποτρέψει την καταστροφή. Ο κόσμος μπορεί να αλλάξει - με τον αγώνα και των δυο, με λίγη λογική και πολλή αγάπη...".

Στις μητέρες της Σερβίας και του Κουρδιστάν

Πόλεμος, θάνατος, οδύνη... στο σκοτεινό ουρανό της Ευρώπης τα αεροπλάνα βομβαρδίζουν τον πολιτισμό της. Κάθε νύχτα ξαναγυρίζουμε στον εφιάλτη του Β Παγκόσμιου Πολέμου... Μόνο που τώρα ο φασισμός άλλαξε μάσκα... Τα πρόσωπα των παιδιών κοιτάζουν απορημένα μέσα στα υπόγεια καταφύγια, άλλα κλαίνε, συνοδεύοντας τους γονείς τους - ανθρώπινα κουρέλια - στο δρόμο της προσφυγιάς. Ατέλειωτες πορείες ανθρώπων μέσα στην πυρπολημένη γη, δε φαίνεται να ενοχλούν τους άρχοντες της Ευρώπης, που μετράνε και μοιράζουν τα κονδύλια τους πάνω στο τραπέζι με αυτάρεσκο ικανοποιημένο χαμόγελο. Εφιάλτες δε φαίνεται να ταράζουν τον ύπνο του Κλίντον, που όλο φεύγει... για καινούριες διακοπές παρέα με το σκύλο του και παίζει γκολφ ατσαλάκωτος και παρφουμαρισμένος, αφού άνθρωπος είναι κι αυτός, πρέπει να πάρει μια ανάσα γιατί κουράστηκε, δίνοντας συνεχώς διαταγές για βομβαρδισμούς. Οι μανάδες της Σερβίας και του Κουρδιστάν ας αγρυπνούν όσο θέλουν... Μέχρι να βασιλέψει παντού η "άκρα του τάφου σιωπή".

"Βάστα καημένο Μεσολόγγι". Ο σέρβικος λαός είναι σήμερα οι "Ελεύθεροι πολιορκημένοι" της Ευρώπης, του κόσμου ολόκληρου. "Ιδανικό" των αντιπάλων τους είναι να αυξήσουν όσα έχουν, να περνάνε ακόμα καλύτερα και να εμφανίζονται σαν Μεσσίες που θα σώσουν τον κόσμο - το δικό τους κόσμο που έχει φτάσει στο τελευταίο σκαλί της κατρακύλας.

Ομως, οι λαοί που αγωνίζονται, υπερασπίζονται αυτά που κανείς δεν μπορεί να τους πάρει παρά μόνο με το θάνατο: Την ελευθερία, την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, τις αναμνήσεις, τα όνειρα, την αγάπη. Με δυο λόγια, υπερασπίζονται την ψυχή τους, την ίδια την ανθρωπιά...

"Εχουνε ψυχή και βαστούνε", όπως λέει στη συγκλονιστική αφήγησή της μια αγρότισσα, μιλώντας στον "Κοινό Λόγο" της Ελλης Παπαδημητρίου. Η γυναίκα αυτή που μιλάει σαν κορυφαία αρχαίας τραγωδίας, ψάχνει να βρει τα κόκαλα του παιδιού της που σκοτώθηκε στον εμφύλιο πόλεμο. Και - δυστυχώς - η μαρτυρία της είναι τόσο επίκαιρη, ύστερα από τόσα χρόνια...

"Εχουνε ψυχή και βαστούνε"

... "Απ το χωριό πήραμε κρασί, στραγάλια, σταφίδες, ένα ρόδι. Στο τελευταίο χωριό μας έδωσε τσάπα μια γριά που μας κοίμισε. "Να πάτε. Να πάτε στο καλό, να τα βρείτε τα παιδιά μας, εγώ δεν ξέρω κατά πού να πάω, γήτανε φευγάτος ο δικός μου εγγονός, πέρασε θάλασσα και πήε, αλίμονο".

Στο δρόμο απαντήσαμε κι άλλες γυναίκες φορτωμένες χόρτα: "Πού πανταπάτε; Μπας πάτε για τα παιδάκια σας";..

... "Μα πώς να το βαστάξω, πώς να σ' έχω περιφρονημένο, να σ' έχουνε περιφρονημένο και στο θάνατο, γιε μου... Αμ, σας θα περάσει, σκυλιά; Πήρα και σημάδεψα κείνο το μέρος όλο με ασβέστη, έφεξε σα μάρμαρο". "Και μεις τα ίδια, κι άλλες πόσες ακόμη, ψάχνομε".

Απ' το Στενό παραπάνω είναι τα τρία Ελάτια κι από κει "ενός τσιγάρου δρόμο, τραβήξτε δεξιά" μας ορμήνεψε κείνος ο φυλακισμένος αντάρτης. Και να ιδείς κείνα τα δέντρα του βουνού, τα πήζουνε οι πρωινές δροσιές κι οι πάχνες και κρυσταλλιάζουνε, άμα ψηλώσει ο ήλιος πες πως λάμπουνε αναμμένοι πολυέλαιοι, τα μάτια θαμπώνανε απ' το κλάμα κι απ' τη λάμψη. Στα πουρνάρια κρέμουνται τα μούσκλια σα γονίδι του μελισσιού, θρέφουνε και κρεμούνε στο απάγκιο του δέντρου, απ' του Νοτιά τη μεριά, όσοι χάνουν το δρόμο στο δάσος απ' τα μούσκλια γνωρίζουνε Νότια και Βόρια, μας το λέγαν αυτοί. Μες στους λόγγους είχανε αυτοί γιατάκια, κρυμμένοι σαν τ' αγρίμια, παιδί μου, έχουνε ψυχή και βαστούνε, ας μη κερδίζομε...

Κι ένα κοριτσάκι το 'στειλε η γριά μαζί μας. Αμα φτιάξαμε, άνοιξε τα χεράκια του και μας είπε: "Από δω κι από κει να σκάψετε" και μου λέει η νύφη μου: "Ε, μάνα, τον ήβραμε τάχα το Μανόλη;".

Πέτρες ήτανε πολλές, χωμένες στο χώμα και καταμεσίς μιαν ίσια πέτρα σα χτιστή, με τα νύχια σκάβαμε και σκούζαμε, γυρίζαμε γύρω γύρω, βάθυνε ο λάκκος, τους σκάβουνε πιο βαθιά οι σύντροφοι, ένα μπόι για προφύλαξη, μη τους βρουν οι άλλοι.

Κι άξαφνα φανήκανε τα κοκαλάκια της κεφαλής, σα μαργαριτάρια, κόρες μου, πιάσαμε το θρήνο και ψάχναμε και κοσκινίζαμε, ήβραμε κομμάτι χακί, ήβραμε κουμπιά, κόπτσες, αχ, σου φεύγει το αίμα τέτοιες ώρες, σαν το ξερό σφουγγάρι γίνεσαι, ήβραμε κι ένα ποδάρι, όχι τ' άλλο. Τάχα λιώνουνε κάμποσα κόκαλα πιο καλά, τάχατε ήτανε το παιδί σακατεμένο; Μαζέψαμε και τα κουμπιά και τα φιλούσαμε, "γιε μ' που σου τα 'ραψα μια νύχτα που κατέβηκες κρυφά", κι ο τόπος, καλέ, μοσχοβολούσε, καθώς τ' αποθέσαμε όλα σ' ένα κάτασπρο μαντίλι, όμορφα όμορφα, "σταθείτε, λέω, μην απλώσει άλλη καμιά", κι άρπαξα εγώ τη μασέλα του στη φούχτα μου, γνώρισα ένα χρυσό δοντάκι που το 'χε από μικρός που πήγαινε σχολείο, τον είχε πάει ο μπάρμπας του στη Χώρα.

Πλύναμε τα κόκαλα όλα με κρασί, κόψαμε δυο κλώνους έλατο, στρώσαμε πάνω τ' άσπρο μαντίλι και πάλι ένα μεταξωτό. "Αχ, γιόκα μου, εσύ σαι, ο λιόντας, ο πεύκος μου, και σε βαστώ σ' ένα δεματάκι, οχ στην αμασκάλη...".

ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ:

Αλίκη ΞΕΝΟΥ - ΒΕΝΑΡΔΟΥ

Σέρβες μανάδες και τα παιδιά τους, με φόντο την κατεστραμμένη γέφυρα του Δούναβη στο Νόβισαντ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ