ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 5 Σεπτέμβρη 1999
Σελ. /48
ΕΡΓΑΤΙΚΑ
ΡΗΤΙΝΟΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΑ
Ενα πανάρχαιο επάγγελμα - λειτούργημα

Η στήριξη και η ανάπτυξη της ρητινοκαλλιέργειας θα μπορούσε να δώσει ώθηση στην απασχόληση και στο ζωντάνεμα της υπαίθρου, αλλά και να αποτελέσει ασπίδα για την προστασία του δάσους

Στην αρχαιότητα η νύμφη Πίττυς μεταμφιέστηκε σε πεύκη για να αποφύγει το βιασμό της από τον θεό του δάσους Πάνα. Η μεταμφίεσή της έμελλε, χιλιάδες χρόνια αργότερα, να αποβεί σωτήρια για εκατοντάδες οικογένειες ορεινών περιοχών που ζουν από το "αίμα που ρέει στις φλέβες της", τη ρητίνη του πεύκου.

Η ρητινοκαλλιέργεια είναι γνωστή στην Ελλάδα τουλάχιστον από το 300 π. Χ., οπότε και συναντάμε την πρώτη αναφορά στο έργο του μαθητή του Αριστοτέλη, Θεόφραστου, "Περί Φυτών". Στο ίδιο έργο γίνεται αναφορά και στη διαδικασία παραγωγής μιας κολοφώνιας πίσσας, που χρησιμοποιούνταν για φωτισμό, για τη στεγανοποίηση των ξύλινων ενώσεων των πλωτών μέσων της εποχής κ. ά. Αργότερα, στην εποχή του Βυζαντίου στη ρητίνη βασίστηκε το υγρό πυρ και στον αγώνα του '21 το προϊόν πυρπόλησης του τουρκικού στόλου.

Σήμερα, τα βασικά παράγωγα της ρητίνης - προϊόν ανανεώσιμο, εξαγώγιμο, συναλλαγματοφόρο, φιλικό προς τον άνθρωπο και το περιβάλλον - είναι το νέφτι και το κολοφώνιο, ενώ σε 70 ανέρχονται τα υποπροϊόντα της, μεταξύ αυτών: Καλλυντικά χρώματα, βερνίκια, συνθετικό καουτσούκ, κόλλες, αδιάβροχα εξώφυλλα, μελάνι τυπογραφείου, πρώτες ύλες αρωματοποιίας, στερεωτικά μαλλιών, αποτριχωτικό κερί. Η ρητίνη χρησιμοποιείται και στην ιατρική φαρμακευτική, οι φαρμακευτικές της ιδιότητες είναι εμπειρικά γνωστές στα ρητινοπαραγωγά χωριά, όπου πολλοί τη χρησιμοποιούν σε ρευστή μορφή για την επούλωση τραυμάτων.

Η στήριξη και ανάπτυξη της ρητινοκαλλιέργειας μπορεί να δώσει ώθηση στην απασχόληση, να συντελέσει στο ζωντάνεμα της ελληνικής υπαίθρου, αλλά το πιο σημαντικό να αποτελέσει "ασπίδα" για την προστασία των δασών, κάτι που οι ρητινοκαλλιεργητές θεωρούν προσωπική τους υπόθεση, αφού το δάσος είναι γι' αυτούς συνώνυμο της επιβίωσης.

Το έργο που επιτελούν είναι τεράστιο, η φυσική παρουσία τους μέσα στα δάση καθ' όλη τη διάρκεια της ξηροθερμικής περιόδου λειτουργεί αποτρεπτικά για τους εμπρηστές, ενώ τις νύχτες του καλοκαιριού οργανώνουν περιπολίες για την πρόληψη ή την έγκαιρη καταστολή τυχόν πυρκαγιάς. Πολλές φορές πυρκαγιές έχουν σβήσει στο ξεκίνημά τους χάρη στη δική τους άμεση επέμβαση κι άλλες τόσες η Πυροσβεστική τούς έχει συμβουλευτεί για να φτάσει στον τόπο πυρκαγιάς, αφού γνωρίζουν το δάσος καλύτερα από τον καθένα. Επιπλέον, για τη διευκόλυνση της εργασίας τους, οι ρητινοκαλλιεργητές αποψιλώνουν τα δέντρα από τον πυκνό υπώροφο και ανώροφό τους, διατηρούν καθαρά δασικά μονοπάτια και δρόμους, δημιουργώντας έτσι ζώνες πευκοπροστασίας, μειώνοντας τις πιθανότητες εξάπλωσης της πυρκαγιάς και διευκολύνοντας την πρόσβαση σε απόμερα σημεία του δάσους.

Δε θα ήταν υπερβολή αν παρομοιάζαμε τα ρητινεύσιμα δάση με κάστρα, που διαθέτουν πολεμιστές αποφασισμένους να συγκρουστούν τόσο με τους εμπρηστές και τα συμφέροντα που εξυπηρετούν, όσο και με την "εμπρηστική" κυβερνητική πολιτική. Για πόσο ακόμα; Αγνωστο. Οι ρητινοκαλλιεργητές υψώνουν κραυγή αγωνίας για τη φθίνουσα πορεία του επαγγέλματος, ζητάνε μέτρα που θα τους επιτρέψουν να συνεχίσουν οι ίδιοι και περισσότεροι ακόμα τη ρητίνευση και να παραμείνουν στα χωριά τους. Μέχρι σήμερα δεν έχουν εισακουστεί. Αφήνονται στη μοίρα τους και εμπαίζονται από μια κυβέρνηση που - κατά τα άλλα - καταχωρεί τηλεοπτικά σποτ καλώντας τους πολίτες να επαγρυπνούν για την προστασία των δασών, εξαίροντας την πρωτόβουλη δράση του ατόμου...

Ξεχασμένοι οι "φρουροί" των δασών

Δεν υπάρχει καν τιμή ασφαλείας! Εβδομήντα δραχμές πούλαγαν πέρσι το κιλό ρητίνης, εξήντα θα πάρουν φέτος!

Με τη ρητινοκαλλιέργεια ασχολούνται σήμερα μόλις 1.800,περίπου, εργάτες σε Εύβοια, Κόρινθο, Βοιωτία, Χαλκιδική, Ηλεία, Αχαϊα, Φθιώτιδα, Μαγνησία, Αργολίδα και Αττική, με παραγωγή 6.000 τόνους.

Η ρητινοκαλλιέργεια διαρκεί 9 περίπου μήνες. Αρχίζει το Φλεβάρη - Μάρτη, με τον καθαρισμό του υπορόφου των δέντρων, τη διάνοιξη των μονοπατιών και το πρώτο πελέκημα των πεύκων, μία μικρή τομή ή δύο, ανάλογα με τη διάμετρο του πεύκου, που περιχύνεται με ερεθιστική καυστική ουσία, απ' όπου εκλύεται η ρητίνη και καταλήγει σε πλαστικές σακούλες, που αντικαθίστανται όταν γεμίσουν. Θα ακολουθήσουν όλη τη σεζόν 8-9 "σκεπάρνια" και στα τέλη του Οκτώβρη, ανάλογα και με τις καιρικές συνθήκες (αν βρέξει ο πεύκος ψύχεται και η ροή σταματά ή επιβραδύνεται), αρχίζει η συγκομιδή, η συγκέντρωση της παραγωγής σε δεξαμενές και η πώλησή της στις βιομηχανίες.

Η εκμετάλλευση του κλάδου ουσιαστικά μονοπωλείται από μια "χούφτα" βιομηχάνους που αγοράζουν το προϊόν σε εξευτελιστική τιμή, αφού δεν υπάρχει τιμή ασφαλείας. Για τη φετινή παραγωγή αποφάσισαν να "ρίξουν" την τιμή, προσφέροντας για κάθε κιλό ρητίνης 60 δραχμές αντί για 70 που έδωσαν πέρυσι. Οι ίδιοι βέβαια πουλάνε ένα κιλό νέφτι προς 380 δραχμές, τη στιγμή που η παραγωγή του δεν τους κοστίζει περισσότερο από 150!

Στο πρόβλημα των τιμών έρχεται να προστεθεί και το πρόβλημα της κρατικής επιδότησης που λαμβάνουν, όχι για το προϊόν, αλλά για τον καθαρισμό του υπορόφου των δασών, δουλιά για την οποία οι ρητινοκαλλιεργητές αφιερώνουν αρκετό εργάσιμο χρόνο. Η χορήγηση ή όχι της επιδότησης είναι στη διακριτική ευχέρεια της εκάστοτε κυβέρνησης, ενώ σημειώνεται υπερβολική καθυστέρηση στην καταβολή της, που φτάνει μέχρι και τον 1,5 χρόνο!

Συμπεριλαμβανομένης της επιδότησης, η τιμή ανά κιλό ρητίνης φτάνει τις 190 - 200 δραχμές. Ο μέσος όρος παραγωγής φτάνει τους 8 τόνους, αφού κατά κανόνα ο κάθε καλλιεργητής μπορεί να καλλιεργεί 2.500 πεύκα, με μέσο όρο παραγωγής το καθένα 3 κιλών ρητίνης. Οι 8 τόνοι αποφέρουν εισόδημα 1.600.000 δραχμών, αν απ' αυτά αφαιρεθούν τα έξοδα κίνησης, το ενοίκιο που πληρώνουν πολλοί καλλιεργητές είτε στο δημόσιο είτε σε ιδιώτες αν οι ίδιοι δε διαθέτουν δικά τους πεύκα, τα έξοδα αγοράς δοχείων συλλογής της ρητίνης, τότε το ποσό που μένει καθαρό στην τσέπη τους είναι αδύνατον να εξασφαλίσει ικανοποιητικούς όρους διαβίωσης.

Η οικονομική τους κατάσταση δε βελτιώνεται ούτε με τη χορήγηση του πενιχρού επιδόματος ανεργίας που δίνεται για 4-5 μήνες του χειμώνα, που κι αυτό σταδιακά μειώνεται. Επίδομα, που έχει περισσότερο μορφή οικονομικής ενίσχυσης, αφού παρά το γεγονός ότι ένας ρητινοκαλλιεργητής με παραγωγή 8 τόνους εξισώνεται με ένα βιομηχανικό εργάτη και αντικειμενικά λαμβάνει 300 ένσημα, το εισόδημά του δεν προσεγγίζει καν αυτό του βιομηχανικού εργάτη.

Για την εξασφάλιση του εισοδήματος ενός βιομηχανικού εργάτη, περίπου 4.000.000 δραχμών, θα έπρεπε η τιμή ανά κιλό ρητίνης να ανέλθει στις 500 δραχμές ή να εργάζονται ήλιο με ήλιο έτσι ώστε η παραγωγή τους να ξεπεράσει τους 20 τόνους. Η δεύτερη περίπτωση όμως αγγίζει τα όρια της φαντασίας, αφού αφενός είναι εξαιρετικά δύσκολο να εξασφαλιστούν 6.500 πεύκα με προσιτό μίσθωμα, τα οποία θα απέδιδαν περί τους 20 τόνους και αφετέρου η καλλιέργεια ενός τόσου μεγάλου αριθμού δέντρων ξεπερνά τα όρια της ανθρώπινης αντοχής, δεδομένου ότι πρόκειται για πάρα πολύ σκληρή δουλιά υπό εξαιρετικά αντίξοες συνθήκες. Ηδη, πολλοί καλλιεργητές λίγο πριν τη συνταξιοδότησή τους στα 60 τους χρόνια δυσκολεύονται να παράγουν ακόμα και 8 τόνους ρητίνης.

Τα προβλήματά τους δε σταματάνε εδώ. Οι ρητινοκαλλιεργητές τρέμουν στην ιδέα ενός ατυχήματος ή αρρώστιας, αφού σ' αυτή την περίπτωση η αποζημίωσή τους από το ΙΚΑ δεν ξεπερνά τις 700 δραχμές ημερησίως!

"Μόνο να μιλούν για αποκέντρωση ξέρουν"...

Η συντριπτική πλειοψηφία των ρητινοκαλλιεργητών εντοπίζεται στη Βορειοκεντρική Εύβοια, όπου ο αριθμός τους αγγίζει και μπορεί να ξεπερνά τους 1.000.Μετά το κλείσιμο των μεταλλευτικών επιχειρήσεων στο Μαντούδι και το "κύμα" ανεργίας που σάρωσε την περιοχή, αρκετοί άνεργοι στράφηκαν στη ρητινοκαλλιέργεια, αποφασισμένοι να παραμείνουν στα χωριά τους. Ομως, η ίδια πολιτική που τους πέταξε στην ανεργία, τους "τιμώρησε" για την επιλογή τους αυτή, μη παίρνοντας κανένα μέτρο έτσι ώστε να τους εξασφαλίσει ένα ικανοποιητικό εισόδημα.

Στο καφενείο του χωριού Αγδίνες συναντηθήκαμε με τον Μ. Τσιπτσή,ρητινοκαλλιεργητή και μέλος της διοίκησης του σωματείου ρητινοκαλλιεργητών Εύβοιας, και τον Θ. Ευσταθίου,επίσης ρητινοκαλλιεργητή και ταμία του Δασικού Αγροτικού Συνεταιρισμού Τσαπουρνιάς, ενός γειτονικού χωριού.

Με έκδηλη την αγωνία του ο Μ. Τσιπτσής θα μας πει "κρατιόμαστε από τις επιδοτήσεις, αν κοπούν κι αυτές καήκαμε, αφού πέρα από τη ρητινοκαλλιέργεια δεν υπάρχει εναλλακτική πρόταση απασχόλησης". Ο ίδιος, 43 χρονών σήμερα, δουλεύει στο δάσος από 14 χρονών παιδί, μας λέει ότι δε θέλει να αφήσει το χωριό του, απαιτεί όμως από ένα κράτος "που μόνο να μιλά για αποκέντρωση ξέρει" να στηρίξει τους ρητινοκαλλιεργητές και την επαρχία.

Το λόγο θα πάρει ο Θ. Ευσταθίου,με τη σειρά του θα μας πει: "Το δάσος και η επιβίωσή μας είναι ένα και το αυτό, τις νύχτες του καλοκαιριού η πιθανότητα μιας πυρκαγιάς δε μας αφήνει να κοιμηθούμε, αν το δάσος καεί, θα καούν οι κόποι μας μέσα σε λίγα λεπτά της ώρας, με δεδομένο το πόσο εύφλεκτο είναι το δάσος της χαλεπίου πεύκης, θα μείνουμε χωρίς δουλιά για πολλά χρόνια, ενώ δεν προβλέπεται καμία αποζημίωσή μας. Για το λόγο αυτό προσπαθούμε να αναπληρώσουμε τα κενά που υπάρχουν στην προστασία και φύλαξη των δασών και επιπλέον γιατί μεγαλώσαμε μέσα στα δάση και η αγάπη μας γι' αυτά είναι μεγάλη".

"Τους φόβους, τις ανησυχίες μας όμως - συνεχίζει - δε συμμερίζεται και η κυβέρνηση, η πολιτική της είναι αυτή που πυρπολεί τα δάση. Τα λάθη της - συνειδητά κατά τη γνώμη μας - είναι τεράστια, ένα απ' αυτά η μεταφορά του έργου της δασοπυρόσβεσης στην πυροσβεστική".

Το λόγο θα ξαναπάρει ο Μ. Τσιπτσής και οργισμένος θα καταγγείλει: "Εχουμε αφεθεί στο έλεος της τύχης μας, το μόνο που απολαμβάνουμε σε αφθονία είναι μεγάλα λόγια και υποσχέσεις, λίγο πριν τις εκλογές, αμέσως μετά όλοι μας ξεχνούν".

Συμπληρώνοντας ο Θ. Ευσταθίου θα μας θυμίσει μια τέτοια υπόσχεση "το εργοστάσιο επεξεργασίας ρητίνης χρόνια αποτελούσε καραμέλα στο στόμα όσων ευελπιστούσαν σε μια καρέκλα βουλευτή, παραμύθιασαν τον κόσμο, αλλά το εργοστάσιο, που θα έλυνε προβλήματα, που θα έβαζε ένα φραγμό στην ασυδοσία των βιομηχάνων, δεν έγινε ποτέ".

Δεν ξεχνάνε και οι δύο να πουν δυο κουβέντες για την ξυλεία, για τους περισσότερους αποτελεί παράλληλη απασχόληση που συμπληρώνει το ισχνό εισόδημά τους, όμως τα έσοδα κι από κει είναι μικρά, αφού όπως καταγγέλλουν"οι τιμές που δίνουν οι έμποροι είναι χαμηλές και παραμένουν στάσιμες εδώ και χρόνια λόγω και των εισαγωγών ξυλείας από γειτονικές χώρες, ταυτόχρονα οι φόροι υπέρογκοι, αυτά που μένουν στην τσέπη είναι πενταροδεκάρες"...

"Δάση που ρητινεύονται, δύσκολα καίγονται"

Για τα προβλήματα του κλάδου και τις προτάσεις στήριξής του μιλήσαμε με τον Γ. Λαδογιάννη γενικό γραμματέα του Σωματείου Ρητινοκαλλιεργητών Εύβοιας.

Ο συνδικαλιστής αποδίδει τη φθίνουσα πορεία του επαγγέλματος στο γεγονός ότι "πρόκειται για εξαιρετικά δύσκολη δουλιά με χαμηλές αμοιβές, ενώ παρά το γεγονός ότι η ρητίνη είναι φυσικό προϊόν, εξαγώγιμο και συναλλαγματοφόρο, οι εκάστοτε κυβερνήσεις αδιαφόρησαν για τη στήριξή του. Ακόμα και η επιδότηση που παίρνουμε δεν είναι σίγουρη, ενώ καταβάλλεται με υπερβολική καθυστέρηση. Αν οι κυβερνώντες μας θεωρούν ότι τα δάση μας έχουν κάποια αξία, αξίζει να στηρίξουν τους ρητινοκαλλιεργητές, πόσο μάλλον σε περιοχές, όπως η Εύβοια, που μαστίζονται από την ανεργία".

Συνεχίζοντας σημειώνει "οι εγχώριες βιομηχανίες προσφέρουν εξευτελιστικές τιμές, 60 δραχμές φέτος, τιμή που δεν καλύπτει ούτε τα έξοδα παραγωγής".

Ενα από τα πάγια αιτήματα των ρητινοκαλλιεργητών είναι - σύμφωνα με τον συνδικαλιστή - "η δημιουργία δασοβιομηχανικού συγκροτήματος στην Εύβοια, έτσι και θέσεις εργασίας θα δημιουργηθούν και καλύτερες τιμές θα έχουμε οι ρητινοπαραγωγοί" και ακολουθούν αιτήματα όπως: "Επιδοτούμενα μέσα για τη διευκόλυνση της παραγωγής ρητίνης π. χ. αγροτικά αυτοκίνητα. Επίδομα τους καλοκαιρινούς μήνες ως πυροφύλακες, αφού είναι γεγονός ότι δάση που ρητινεύονται δύσκολα καίγονται. Εφοδιασμός των συνεταιρισμών με ασυρμάτους για την έγκαιρη αναγγελία πυρκαγιών. Παροχή μέσων για την έρευνα, την ανάπτυξη και τη μηχανοποίηση των μεθόδων ρητίνευσης. Ανάπτυξη φυτωρίων δέντρων μεγάλης παραγωγής ρητίνης για αναδασώσεις. Ιδρυση συμβουλευτικής επιτροπής για τη ρητίνη στην Ευρωπαϊκή Ενωση, με σκοπό να επηρεάζει την κοινοτική νομοθεσία σε θέματα περιβαλλοντικά και κοινωνικοοικονομικά, να εντάξει τη ρητίνευση στην ευρωπαϊκή δασική στρατηγική με έμφαση στο μεσογειακό δάσος. Ενταξη της ρητίνευσης στις δραστηριότητες ενεργητικής και παθητικής πάλης κατά των πυρκαγιών. Αύξηση της ρητινοσυλλογής, διάδοση της πρακτικής γνώσης της ρητίνευσης. Εφαρμογή του ομόφωνου πορίσματος της διακομματικής επιτροπής του '92 για την προστασία των δασών κ.ά.".

Μιλώντας για τη ρητινοκαλλιέργεια στην Εύβοια ο συνδικαλιστής μάς λέει ότι "παρά τη γενικότερη κάμψη που παρατηρείται, στην Εύβοια τα τελευταία χρόνια υπήρξε αύξηση παραγωγής και εργαζομένων, εξαιτίας της έξαρσης της ανεργίας. Πολλοί άνεργοι στράφηκαν στο δάσος για δουλιά αποφασισμένοι να μείνουν στον τόπο τους. Απ' αυτούς όλο και περισσότεροι ενδιαφέρονται για το μέλλον του επαγγέλματός μας, δεν είναι τυχαίο ότι το 1992 το σωματείο είχε 200 μέλη και το 1998 έγιναν 700".

Για τους στόχους του σωματείου, υπογραμμίζει, "κατ' αρχήν στοχεύουμε στο να οργανώσουμε όλους τους εργαζόμενους και να τους κινητοποιήσουμε για τη διεκδίκηση των αιτημάτων που ανέφερα παραπάνω, αυτό έχει δυσκολίες, γιατί το σωματείο λειτουργεί σε επίπεδο νομού, αλλά είμαστε αισιόδοξοι. Ας καταλάβουν όλοι ότι η ικανοποίηση των αιτημάτων δεν έχει να κάνει με στενά συμφέροντα των ρητινοκαλιεργητών, αλλά με την αύξηση των θέσεων εργασίας, το ζωντάνεμα της υπαίθρου, το σταμάτημα της εσωτερικής μετανάστευσης, την αύξηση της παραγωγής, ώστε να μην εισάγουμε από Ινδονησία και Κίνα και φυσικά την προστασία των δασών".

Κείμενα: Βάσω ΝΙΕΡΗ

Η Χάρτα της Σεγκόβια

Το Φλεβάρη του 1998 διοργανώθηκε στη Σεγκόβια της Ισπανίας το πρώτο ευρωπαϊκό συμπόσιο για τη ρητίνη της Μεσογείου, με τη συμμετοχή περίπου 300 εκπροσώπων παραγωγών, βιομηχάνων, ερευνητικών ινστιτούτων και των Διευθύνσεων Δασών υπουργείων Γεωργίας μεσογειακών χωρών, πλην της Ελλάδας. Κατά τη διάρκεια του συμποσίου αναπτύχθηκε έντονος προβληματισμός για την πτωτική πορεία της ρητινοκαλλιέργειας, η οποία στην Ιταλία μηδενίστηκε στη δεκαετία του '60,στη Γαλλία στη δεκαετία του '80,στην Ισπανία από 60.000 τόνους το 1962 έφτασε στους 3.000 σήμερα και στη μεγαλύτερη ρητινοπαραγωγό χώρα, την Πορτογαλία από 120.000 τόνους το 1962 έπεσε στους 25.000 το 1997.

Εξαίρεση δεν αποτελεί η Ελλάδα,όπου η ρητινοπαραγωγή για τελευταία φορά το 1962 άγγιξε τους 42.000 τόνους, έκτοτε άρχισε η αντίστροφη μέτρηση. Το 1975 η ρητινοπαραγωγή στην Ελλάδα πέφτει στους 18.500 τόνους και ο αριθμός των ρητινοκαλλιεργητών στους 5.900.Το 1978, ο αριθμός των ρητινοκαλλιεργητών πέφτει στους 3.900, η ρητινευόμενη έκταση στα 820.000 στρέμματα και η παραγωγή στους 11.000 τόνους.Η φθίνουσα πορεία συνεχίζεται στις δεκαετίες του '80 και του '90. Το 1996 ο αριθμός των ρητινοκαλλιεργητών έχει μειωθεί στους 1.883, η ρητινευόμενη έκταση στα 394.406 στρέμματα, η ρητινοπαραγωγή στους 5.955 τόνους,οι αριθμοί αυτοί παραμένουν στάσιμοι ως τα σήμερα.

Οι 300 σύνεδροι λαμβάνοντας υπόψη την παραπάνω κατάσταση ψήφισαν ομόφωνα τη Χάρτα της Σεγκόβια, ένα κείμενο που θέτει ως κυρίαρχο στόχο του την προώθηση μεγάλων ζητημάτων του κλάδου και με το οποίο εκφράζουν τη θέλησή τους "να επανενεργοποιήσουν τη δραστηριότητα για την παραγωγή φυσικών και ανανεώσιμων ανταγωνιστικών προϊόντων που θα απασχολούν τοπικούς πληθυσμούς, θα καλυτερεύσουν την ποιότητα ζωής των αγροτικών πληθυσμών, θα διατηρήσουν και θα αυξήσουν το ρητινικό και δασικό εισόδημα, θα βοηθήσουν στη μάχη ενάντια στις πυρκαγιές και θα σταματήσουν τη συνέχιση της μεσογειακής απερήμωσης".

Ο γγ του σωματείου ρητινοκαλλιεργητών Ευβοίας, Γ. Λαδογιάννης

Από τη συζήτηση με τους ρητινοκαλλιεργητές Μ. Τσιπτσή και Θ. Ευσταθίου



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ