Η έκταση και το βάθος των "φοροελαφρύνσεων" για τα λαϊκά στρώματα
Πρώτον: Οσον αφορά τους μισθωτούς και τους συνταξιούχους, η κυριότερη "ελάφρυνση" αναφέρεται στην αύξηση του αφορολόγητου ορίου.
Η αύξηση του αφορολόγητου κατά 545.000 δρχ., φαινομενικά παρουσιάζεται ως μια σημαντική αύξηση κατά 40% επί του υφιστάμενου αφορολόγητου ορίου (και κατά 50% για τις υπόλοιπες κατηγορίες των φορολογουμένων) για το 2000 (εισοδήματα 1999) και για το 2001 (εισοδήματα 2000) επιπλέον 400.000 δρχ. Μια πρώτη αντίληψη του μέτρου μπορεί να δημιουργήσει την απατηλή εντύπωση ότι αυτό συνεπάγεται κάποια ανάλογου ύψους βελτίωση της οικονομικής κατάστασης των εργαζομένων.
Ομως, το πέπλο αυτής της ψευδαίσθησης παραμερίζεται, όταν ξαναφέρουμε στη μνήμη μας την αμείλικτη πραγματικότητα στην εξέλιξη των μισθών, ημερομισθίων και συντάξεων για την τελευταία δεκαετία:
Ημερομίσθιο 1998: 1.748 δρχ.
Ημερομίσθιο 1984: 1.785 δρχ.
Μισθός 1998: 69.998 δρχ.
Μισθός 1985: 65.355 δρχ.
Δυο χαρακτηριστικά παραδείγματα:
1) Το ποσό κατά το οποίο αυξάνει το αφορολόγητο όριο ακόμη και για τα εισοδήματα του 2000 (φορολογικές δηλώσεις το 2001) είναι το καταβαλλόμενο από μια οικογένεια για την εξωσχολική φροντιστηριακή υποστήριξη ενός μόνο παιδιού της.
2) Στο χρονικό διάστημα που έμεινε "παγωμένο" το αφορολόγητο όριο διπλασιάστηκε το ποσοστό συμμετοχής των εργαζομένων στην αγορά φαρμάκων.
Δεύτερον: Οσον αφορά τις μειώσεις των Ειδικών Φόρων Κατανάλωσης (σε πετρέλαιο θέρμανσης και αυτοκίνητο), αυτές υπηρετούν την τιθάσευση και μείωση του πληθωρισμού, προκειμένου να διασφαλιστεί η ελεύθερη κίνηση κεφαλαίων σε μια ευρύτερη αγορά με ενιαίο νόμισμα (ΕΥΡΩ).
Η πραγματικότητα είναι ότι κατά τα τελευταία χρόνια, σε συνθήκες πτωτικής τάσης του πληθωρισμού και αύξησης των κερδών του μεγάλου κεφαλαίου, η οικονομική θέση των μισθωτών και συνταξιούχων επιδεινώθηκε. Σε τελευταία ανάλυση, ό,τι δίνει η κυβέρνηση στα λαϊκά στρώματα με τη μορφή μείωσης των Ειδικών Φόρων Κατανάλωσης (και επομένως τη μείωση των τιμών ορισμένων καταναλωτικών αγαθών), το έχει ήδη πάρει με άλλους τρόπους. Και γι' αυτό δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως μέτρα κοινωνικής ευαισθητοποίησης της κυβερνητικής πολιτικής (ή της αξιωματικής αντιπολίτευσης, αφού και αυτή πλειοδότησε κυρίως στην αύξηση του αφορολόγητου ορίου).
Τίθεται το ερώτημα: Ποιο σκοπό ή ποιους σκοπούς εξυπηρετούν οι φορολογικές μεταρρυθμίσεις;
Είναι κάποια μέτρα που εξυπηρετούν αποκλειστικά τη μάχη των εντυπώσεων ανάμεσα στα δυο μεγάλα κόμματα (ΠΑΣΟΚ και ΝΔ) που εκφράζουν τα συμφέροντα του μεγάλου κεφαλαίου, ενόψει των επερχομένων βουλευτικών εκλογών;
Οπωσδήποτε, ο χρόνος εξαγγελίας τους υπηρετεί τις ανάγκες της προεκλογικής συγκυρίας. Ωστόσο, το σύνολο των φορολογικών μεταρρυθμίσεων δεν έχει αποσπασματικό χαρακτήρα. Είναι ενταγμένο στις αναδιαρθρώσεις του φορολογικού συστήματος που προβάλλονται ως αναγκαίες τόσο από τις ενώσεις του κεφαλαίου στην Ελλάδα (π. χ. ΣΕΒ) όσο και από διακρατικές ενώσεις και διεθνείς οργανισμούς του κεφαλαίου, π. χ. ΕΕ, ΟΟΣΑ, ΔΝΤ.
Ο ΟΟΣΑ, στηριζόμενος σε Εκθεση του Πανεπιστημίου του Λιντς της Αυστρίας για την παράνομη εργασία, αποδίδει το υψηλό ποσοστό, 29%, του ΑΕΠ που προέρχεται από μη δηλωμένη εργασία, στο μεγάλο βάρος της φορολόγησης και της κοινωνικής ασφάλισης στην οικονομία (3).
Το φορολογικό σύστημα στην Ελλάδα έχει χαρακτηριστεί ως δαιδαλώδες, δυσκίνητο, γραφειοκρατικό, με μεγάλη φορολόγηση προς τις επιχειρήσεις, συγκριτικά με άλλα κράτη - μέλη της ΕΕ. Προβάλλεται το αίτημα για μείωση της φορολόγησης των επιχειρήσεων, για να λειτουργήσει η αυξημένη κερδοφορία αφ' ενός ως κίνητρο για την επενδυτική επέκτασή τους, αφ' ετέρου ως ενίσχυση της ανταγωνιστικότητάς τους σε σχέση με το φορολογικό καθεστώς άλλων κρατών - μελών. Το αίτημα αυτό, μαζί με εκείνο για την αναδιάρθρωση του ασφαλιστικού συστήματος, αποτέλεσαν βασικές διεκδικήσεις των ενώσεων των φυσικών φορέων της ελληνικής ολιγαρχίας, ιδιαίτερα μετά τις ευρωεκλογές. Ο δε Σύνδεσμος Βιομηχανιών Βορείου Ελλάδος (ΣΒΒΕ) προχωρά παραπέρα. Προτείνει να θεσπιστούν ειδικές ζώνες εγκατάστασης και κίνητρα για ξένες επιχειρήσεις που εγκαθιστούν κεντρικές και υποστηρικτικές λειτουργίες τους στη Β. Ελλάδα με σκοπό να επενδύσουν στις βαλκανικές - παραευξείνιες χώρες. Προτείνει, δηλαδή, φορολογικές μεταρρυθμίσεις και τη δημιουργία Διασυνοριακής Ελεύθερης Ζώνης Οικονομικών Συναλλαγών, που θα καταστήσουν τη Βόρεια Ελλάδα κέντρο Off shore (υπεράκτιων) επιχειρήσεων.
Ετσι, οι μεθοδευόμενες αναδιαρθρώσεις στο φορολογικό σύστημα εντάσσονται στα πλαίσια των συνολικών αναδιαρθρώσεων του καπιταλιστικού συστήματος κατά την τελευταία 15ετία.
Εντάσσονται, δηλαδή, στην κατεύθυνση: Οι εκτεταμένες ιδιωτικοποιήσεις και τα κίνητρα προς τον ιδιωτικό τομέα (μεταξύ των οποίων και η μείωση της φορολογίας) συνεπάγονται περιορισμό των κρατικών εξόδων, επομένως και των αναγκών για κρατικά έσοδα, με άμεση συνέπεια τη δυνατότητα μείωσης των άμεσης φορολογίας. Οι ιδιωτικοποιήσεις και ο περιορισμός των κρατικών εξόδων να επεκταθεί στους τομείς παιδείας, υγείας, πρόνοιας.
Σ' αυτή τη γραμμή των αναδιαρθρώσεων (συμπεριλαμβανομένων και αυτών του φορολογικού συστήματος, που θα αφορούν τη μείωση της φορολογίας επιχειρήσεων και των ειδικών φόρων επί του κεφαλαίου, καθώς και τον εκσυγχρονισμό των διαδικασιών φορολογικής ενημερότητας και άλλων φορολογικών πιστοποιήσεων) η ελληνική ολιγαρχία, παρά τις αντιδράσεις που είχε εκφράσει μετά τις ευρωεκλογές στα σχετικά σενάρια των "φοροελαφρύνσεων", δεν αντιδρά στην αύξηση του αφορολόγητου ορίου για τους εργαζόμενους και τους συνταξιούχους.
Το γεγονός ότι δεν περιελήφθησαν, στις πρόσφατες κυβερνητικές εξαγγελίες, οι μειώσεις στη φορολόγηση των Ανωνύμων Εταιριών (εισηγμένων και μη στο ΧΑΑ), που συζητιούνται εδώ και καιρό, δεν ανατρέπει την κατεύθυνση των μεθοδεύσεων φορολογικών μεταρρυθμίσεων στην παραπάνω κατεύθυνση. Είναι ενδεχόμενο να συνδυαστεί με συνολικότερη αναπροσαρμογή ή αναδιάρθρωση των φορολογικών κλιμάκων. Αλλωστε ανοιχτό μένει το ζήτημα της ψήφισης φορολογικού νομοσχεδίου.
Οι εξαγγελίες περιέλαβαν τη μείωση της κλίμακας φορολόγησης των προσωπικών και εταιρικών επιχειρήσεων με μείωση του ενιαίου συντελεστή φορολογίας από 35% σε 30% για το 1999 και σε 25% για το 2000 και την κατάργηση των "αντικειμενικών κριτηρίων" για τις επιχειρήσεις και τους ελεύθερους επαγγελματίες και την αντικατάστασή τους με το λογιστικό σύστημα προσδιορισμού των κερδών.
Από φοροτεχνικές αναλύσεις στον Τύπο έχουν ήδη δοθεί αριθμητικά παραδείγματα για το μέγεθος της αλλαγής (συνδυάζοντας την ελάφρυνση στα φορολογούμενα κέρδη στο όνομα του νομικού προσώπου με την ελάφρυνση στα φορολογούμενα κέρδη του φυσικού προσώπου - εταίρου).
Ο πρωθυπουργός, από το βήμα της ΔΕΘ, αναφερόμενος στην εξέλιξη του πληθωρισμού, άσκησε οξεία κριτική προς τους ελεύθερους επαγγελματίες, καταλογίζοντάς τους "απερίσκεπτη συμπεριφορά εις βάρος του συνόλου για να κερδίσουν 0,5% ή 1% παραπάνω εισόδημα το χρόνο". Από την άλλη, αναφερόμενος στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις υποσχέθηκε "σημαντική ενίσχυσή τους, ώστε να αντιμετωπίσουν από ισχυρότερη θέση τον ανταγωνισμό".
Με όσα δεδομένα διαθέτουμε, θα επιχειρήσουμε μια πρώτη ερμηνεία των φορολογικών μεταρρυθμίσεων που αφορούν τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις σε συνδυασμό με εξαγγελίες που αφορούν την κατανομή του Γ ΚΠΣ (στη συνέντευξη του υπουργού ΥΠΕΘΟ Γ. Παπαντωνίου για την κατανομή του Γ ΚΠΣ), καθώς και την εξαγγελία για τη δημιουργία "Νέας Χρηματιστηριακής Αγοράς" για μικρότερες, αλλά δυναμικές επιχειρήσεις.
Διαφαίνεται μια πολιτική στήριξης της συσσώρευσης κεφαλαίου σε μικρομεσαίες επιχειρήσεις και σε δεύτερη φάση συγκεντροποίησης κεφαλαίου μέσω της Χρηματιστηριακής Αγοράς και της πολιτικής συγχωνεύσεων. Δηλαδή, μέτρα χρηματοδότησης, φορολόγησης κλπ. που θα ευνοούσαν τη συσσώρευση στα πλαίσια ορισμένων μικρών και κυρίως μεσαίων επιχειρήσεων σε μια πρώτη φάση, ώστε να ωριμάσει η δυνατότητα συγχωνεύσεων και εξαγορών σε μια επόμενη φάση. Η πολιτική αυτή φαίνεται πιο ορατά στο τομέα των Κατασκευών και δειλά εξαγγέλλεται για μικρομεσαίες επιχειρήσεις στη Μεταποίηση.
Τέλος, σχετικά με την αύξηση του φόρου των χρηματιστηριακών συναλλαγών από 3%. σε 6%. πολύ επιγραμματικά σημειώνουμε: Ο φόρος αφορά τις συναλλαγές και όχι τα κέρδη, τα οποία, μέχρι σήμερα, δεν υπόκεινται σε ειδική φορολόγηση. Πέρα από την καθαρά εισπρακτική του πλευρά, ο φόρος ενδεχομένως εντάσσεται σε συνολικότερους στόχους της κυβέρνησης σχετικά με τη λειτουργία του Χρηματιστηρίου. Σε αυτά τα πλαίσια, αξίζει να προσεχτούν οι παρεμβάσεις επιτελών του χρηματοπιστωτικού συστήματος που προτείνουν θεσμοθετικές ρυθμίσεις ελέγχου των χρηματιστηριακών συναλλαγών, κυρίως εκείνων που έχουν ακραίο κερδοσκοπικό χαρακτήρα (π. χ. αγοραπωλησίες μετοχών με "αέρα").
Το στοιχείο της ενσωμάτωσης λαϊκών δυνάμεων μέσω των επιμέρους μέτρων της αστικής πολιτικής εκδηλώνεται με ποικίλους τρόπους.
Ενας τρόπος, ο πιο συνηθισμένος και πιο εύκολα αναγνωρίσιμος, είναι η συγκυριακή, συνήθως εκλογικού χαρακτήρα, πολιτική των μικροπαροχών.
Αλλος τρόπος, προσφιλής στις κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ, αλλά πολύ πιο δύσκολα αναγνωρίσιμος, είναι να προτάσσεται ως δέλεαρ μια φαινομενική παροχή που παγιδεύει τους εργαζόμενους στην παθητική ή ενεργητική συναίνεση στο πέρασμα αντιδραστικών αναδιαρθρώσεων. Ως παράδειγμα μπορούμε να θυμηθούμε: Τις επιδοτήσεις για την απόσυρση γεωργικών προϊόντων (τα λεγόμενα θαπτικά), τις επιδοτήσεις που λειτούργησαν ως κίνητρο εγκατάλειψης ορισμένων καλλιεργειών (π. χ. στα καπνά), τα Τοπικά Σύμφωνα Απασχόλησης, το πέρασμα στους δήμους λειτουργιών της Δημόσιας Εκπαίδευσης και Πρόνοιας, το 35ωρο και άλλα.
Ακόμη, πρέπει να πάρουμε υπόψη μας ότι η αστική πολιτική δουλεύει με ταξικότητα, αλλά όχι στα τυφλά. Επιχειρεί να παρέμβει, όσο το δυνατόν, στον οικονομικό κύκλο της καπιταλιστικής κρίσης. Δηλαδή αξιοποιεί την επιστημονική πρόβλεψη για να επιλέγει τις κρατικομονοπωλιακές ρυθμίσεις. Η σταθερότητα στη γραμμή των αναδιαρθρώσεων (απελευθέρωση αγορών, ιδιωτικοποιήσεις, μείωση της τιμής της εργατικής δύναμης μέσω των συνολικών αντιδραστικών αναδιαρθρώσεων στις εργασιακές σχέσεις) και η πολιτική ένταξης στην ΟΝΕ - ΕΥΡΩ δεν έρχεται σε αντίθεση με την ανάγκη ελέγχου ορισμένων κοινωνικών αντιθέσεων. Κυρίως επιδιώκει να αποφύγει την απότομη και παρατεταμένη εξαθλίωση για ορισμένα τμήματα λαϊκών δυνάμεων (π. χ. ανέργους, πολύ φτωχά τμήματα αγροτών προχωρημένης ηλικίας, κατώτατα τμήματα ανειδίκευτων). Δηλαδή επιδιώκει να την ελέγχει. Ετσι, η πολιτική των αναδιαρθρώσεων στις εργασιακές σχέσεις, που αποδυναμώνουν τη συλλογική διαπραγμάτευση της εργατικής δύναμης, έχει συμπληρωματικό της στοιχείο την πολιτική επιδίωξη για έλεγχο της πιο ακραίας εξαθλίωσης. Η ικανοποιητική απόδοση αυτής της πολιτικής ανατρέπεται από τις ίδιες τις αντιφάσεις του καπιταλιστικού συστήματος. Ωστόσο, το εργατικό κίνημα ή τμήματά του ή άλλα λαϊκά κινήματα μπορούν να παγιδευτούν στα γρανάζια της αστικής πολιτικής.
Η συσσώρευση όμως της προηγούμενης εμπειρίας είναι πλέον αρκετή για την αποδυνάμωση του στοιχείου ενσωμάτωσης από τις φορολογικές μεταρρυθμίσεις που εξαγγέλθηκαν, αλλά και από το σύνολο των εξαγγελλόμενων μέτρων. Δηλαδή είναι καιρός να αποκαλυφθεί ότι η εμφάνισή τους ως μέτρα ανακατανομής του εισοδήματος και κοινωνικής πολιτικής δεν είναι παρά παγίδα για τη συνέχιση και το βάθεμα της αντιλαϊκής, μονοπωλιακής κυβερνητικής πολιτικής της ένταξης στη ζώνη του ΕΥΡΩ. Αποκάλυψη που έχει αξία να εκδηλωθεί με την ψήφο και τους αγώνες των λαϊκών δυνάμεων.
Ελένη ΜΠΕΛΛΟΥ
(1) ΣΕΒ: "Η ελληνική βιομηχανία κατά το 1998", σελ. 36 (αναφορά σε πηγή ΕΣΥΕ και εκτιμήσεις ΙΟΒΕ για το 1998).
(2) ΕΠΙΛΟΓΗ Ισολογισμών 1999, σελ. 28-29.
(3) ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 1/9/99.
Το σύνολο των φορολογικών μεταρρυθμίσεων δεν έχει αποσπασματικό χαρακτήρα. Είναι ενταγμένο στις αναδιαρθρώσεις του φορολογικού συστήματος που προβάλλονται ως αναγκαίες τόσο από τις ενώσεις του κεφαλαίου στην Ελλάδα (π. χ. ΣΕΒ) όσο και από διακρατικές ενώσεις και διεθνείς οργανισμούς του κεφαλαίου, π. χ. ΕΕ, ΟΟΣΑ, ΔΝΤ
Διαφαίνεται μια πολιτική στήριξης της συσσώρευσης κεφαλαίου σε μικρομεσαίες επιχειρήσεις και σε δεύτερη φάση συγκεντροποίησης κεφαλαίου μέσω της Χρηματιστηριακής Αγοράς και της πολιτικής συγχωνεύσεων. Δηλαδή, μέτρα χρηματοδότησης, φορολόγησης κλπ. που θα ευνοούσαν τη συσσώρευση στα πλαίσια ορισμένων μικρών και κυρίως μεσαίων επιχειρήσεων σε μια πρώτη φάση, ώστε να ωριμάσει η δυνατότητα συγχωνεύσεων και εξαγορών σε μια επόμενη φάση