ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 21 Γενάρη 2007
Σελ. /24
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΔΙΗΓΗΜΑ
Βιογραφικό της Ιωάννας Φωτιάδου

H Ιωάννα Φωτιάδου γεννήθηκε και ζει στη Λάρισα. Μετά τις γυμνασιακές σπουδές εργάστηκε σε υπηρεσία του δημόσιου τομέα και δημιούργησε οικογένεια.

Παράλληλα διδάχτηκε αγγλικά, γαλλικά και ιταλικά, ζωγραφική και φωτογραφία.

Το 1986 εγγράφηκε σε κολέγιο των ΗΠΑ, όπου παρακολούθησε το τμήμα Βασικών Σπουδών στην ψυχολογία - ψυχογραφία - θεραπευτική κινητική και κατόπιν το τμήμα Δημοσίων Σχέσεων.

Από το 1990 μέχρι το 2000 συνεργάστηκε με επιχειρήσεις στον τομέα δημοσίων σχέσεων, καθώς και με το Πειραματικό Θέατρο Λάρισας, όπου και εκπαιδεύτηκε στην τέχνη του θεάτρου και για το οποίο έγραψε δύο θεατρικά έργα για παιδιά.

Γράφει από τα μαθητικά της χρόνια, χρονογραφήματα και άρθρα της δημοσιεύτηκαν σε εφημερίδες και περιοδικά. Από το 2000 δεν εξασκεί κάποιο επάγγελμα, ασχολείται με τα οικιακά και γράφει για παιδιά και μεγάλους, ελπίζοντας να προλάβει να εκδώσει τα δεκαπέντε βιβλία παντός είδους που βρίσκονται στα συρτάρια.

Το βιβλίο με τίτλο «Τράβα το Δέκα το Καρώ» είναι μια συλλογή διηγημάτων, το πρώτο που εκδίδεται για ενήλικες και αφού η ίδια κατάφερε να ξεπεράσει ανασφάλειες και αναστολές και να εκτεθεί επιτέλους στο κοινό.

Συμμετέχει ως ενεργό μέλος σε Συλλόγους και κοινωνικούς φορείς.


Η χρονιά της φοβέρας

Γρηγοριάδης Κώστας

- Μαμά, γιατί οι άνθρωποι γεννιούνται αφού μετά πεθαίνουν;

Αυτή ήταν η πρώτη σοβαρή ερώτηση που έκανε ο Αλέκος στη μητέρα του την κ. Δέσποινα.

Τρελάθηκε η γυναίκα. Είκοσι χρόνια εκπαιδευτικός και δεν είχε ακούσει παρόμοια ερώτηση από παιδί. Φωτίστηκε το πρόσωπό της, ο κότσος κόντεψε να της λυθεί. Μεγαλοφυΐα! Ναι. Αυτό ήταν! Μια μεγαλοφυΐα πέντε χρόνων!

Ο Αλέκος μεγάλωνε, πήγε στο Δημοτικό, στο Γυμνάσιο, πακέτα οι έπαινοι, καμάρωνε η μάνα.

Μοναχογιός ο Αλέκος, τον απέκτησε εκεί γύρω στα 40, πάνω που είχε αρχίσει να την απογοητεύει το θέμα γάμος.

Τυχερά πράματα όμως αυτά, στο κατηχητικό του Σαββάτου που πήγαινε απαραιτήτως, την πρόσεξε ο καθηγητής της Θεολογίας που έκανε την ανάλυση του μηνύματος του ιερού Ευαγγελίου. Σαν σοβαρός άνθρωπος, δεν μπορούσε να της κάνει απ' ευθείας πρόταση γάμου, το ανέθεσε στον ιερέα, τον πατέρα Δαμιανό.

Ο πατήρ ενθουσιασμένος που θα ένωνε δυο ανθρώπους του θεού, μίλησε με τα θερμότερα λόγια στον καθένα για τον άλλον.

Περιθώρια για χασομέρια δεν υπήρχαν, αμέσως μετά τη Σαρακοστή έγινε ο γάμος και σε εννέα μήνες ακριβώς γεννήθηκε ο Αλέκος.

Εκπαιδευτικοί και οι δύο, ήταν δυνατόν το δικό τους παιδί να βγει παρακατιανό; Οφειλε να είναι ο πρώτος και όφειλε επίσης ν' ακολουθήσει το δρόμο του Κυρίου.

Ολα καλά λοιπόν μέχρι που ο Αλέκος τέλειωσε το Γυμνάσιο. Από κει και πέρα τώρα, ποιον πήγε και έμοιασε αυτό το πλάσμα, ήταν μυστήριο.

Δε φτάνει μόνο που ψήλωσε και ομόρφυνε, έγινε ελεύθερος και ανεξάρτητος και δεν έμπαινε πλέον σε καλούπι.

Το πρώτο σοκ το δέχτηκε πρώτη η κ. Δέσποινα, όταν ο Αλέκος της ανακοίνωσε πως δε θα ξαναπήγαινε στο Κατηχητικό, διότι της είπε πως η θεολογία είναι μια τεράστια επιστήμη και γιατί αυτοί να δέχονται μόνο ένα μικρό της κομματάκι. Σα να λέμε, της είπε κι αυτό, ότι η ιατρική δέχεται πως η μόνη αρρώστια είναι ο διαβήτης.

Πριν προλάβει να ξεζαλιστεί η κ. Δέσποινα, άκουσε και τούτο από το στόμα του γιου της. Η ελευθερία του ατόμου, λέει, προϋποθέτει απαλλαγή από τις προκαταλήψεις και μια προκατάληψη είναι και η προσήλωση σε ένα θρησκευτικό δόγμα.

Ημαρτον Κύριε! Σηκώθηκε η τρίχα της. Το δικό της το παιδί! Και τι λόγο να δώσει στον παπά της ενορίας για το Κατηχητικό;

Θεώρησε καλό να μη μιλήσει αμέσως στον άντρα της, να το σκεφτεί πρώτα και να του το φέρει με το μαλακό.

Ελα όμως που άλλο θεώρησε καλό ο Αλέκος! Να ενημερώσει αμέσως τον πατέρα του για τις αντιλήψεις και τις αποφάσεις του, διότι μεταξύ άλλων η απόφαση της οικογένειας να σπουδάσει ο Αλέκος χημικός και να γίνει μεγάλος και τρανός όπως ο θείος του στη Γερμανία, ουδόλως θα γινόταν πραγματικότητα.

Αγρίεψε το μάτι του πατέρα. Με το ζόρι συγκρατήθηκε. Πήρε δυο βαθιές ανάσες και τάνυσε τα χείλη του, ώστε να μοιάζουν με χαμόγελο.

«Και τι θα σπουδάσεις, δηλαδή;».

«Θέατρο», ανακοίνωσε θριαμβευτικά ο Αλέκος.

Αυτή η λέξη λοιπόν πρέπει να ήταν πιο βαριά κι από τούβλο. Βούιξαν τ' αυτιά και σφύριξε το κεφάλι του πατέρα. Αρχισε να ξύνει με δύναμη τη μύτη του, λες για να διώξει τη λέξη που είχε μετατραπεί σε μύγα μολυσμένη και τον απειλούσε. Υστερα κιτρίνισε και κιτρινισμένος όπως ήταν κραύγασε.

«Πώς το είπες αυτό; Δηλαδή θέλεις να γίνεις η ντροπή της οικογένειας;».

«Πέσ' το όπως θέλεις», απάντησε ατάραχος ο Αλέκος και σαν από θαύμα γλίτωσε το εγκεφαλικό ο πατέρας.

Εγινε οικογενειακό συμβούλιο, συζήτησαν και ξανασυζήτησαν το γεγονός, τον πήρε κατά μέρος ο πατέρας να τον συνετίσει, άκου δω του λέει ή θα γίνεις όπως σε θέλουμε ή να μη σε ξέρουμε, ο μικρός δεν έπαιρνε από λόγια, έκλαψαν τη μοίρα τους για το κακό που τους βρήκε, παρακάλεσαν τον Κύριο να τους συγχωρέσει που απέτυχαν να οδηγήσουν το ίδιο τους το σπλάχνο στον ίσιο δρόμο και άρχισαν τις φοβέρες.

Τη χρονιά της φοβέρας ο Αλέκος πήγαινε στη Β΄ Λυκείου.

Αυτά τα Λύκεια λοιπόν, σκεφτόταν η κ. Δέσποινα, οίκοι διαφθοράς έχουν καταντήσει. Κορίτσια με παντελόνια και μαλλιά καρφιά, βαμμένα σαν την μαντάμ Ορτάνς, αγόρια με μακριές τρίχες και βραχιόλια στα χέρια, πάρτι ανάμεικτα, θου Κύριε, καφετερίες με φραπέ, τσιγάρα και ποιος ξέρει τι άλλο, είναι να φοβάσαι ν' αφήσεις το παιδί σου να πάει στο Λύκειο.

Δε σηκώνει, λοιπόν, τίποτε άλλο η διαπαιδαγώγηση του παιδιού σήμερα παρά μόνον αγριάδα και περιορισμούς. Το νυν και αεί σύστημα.

Πήγε λοιπόν ο Αλέκος στη Β΄ Λυκείου, τους ξανατόνισε πως δε θα πατούσε στο φροντιστήριο θετικής κατεύθυνσης, τσάμπα τον έγραψαν, τα θεωρητικά μαθήματα τον ενδιέφεραν.

Αυτό πάει πολύ, είπε ο πατέρας, τον άρπαξε από το μπράτσο και τον κλείδωσε στο δωμάτιό του...

«Κάτσε μέσα δω, καλά είσαι», του φώναξε.

Εκατσε εκεί ο Αλέκος. Χτυπούσαν τα τηλέφωνα, ρωτούσαν οι φίλοι τι έπαθε, δεν είναι καλά, δεν μπορεί να σας δει απαντούσε η μητέρα, πειθήνιο όργανο του συζύγου. Η δε γυνή να φοβείται τον άντρα, έτσι είπε ο ιερέας στο μυστήριο του γάμου.

Πέρασε μια βδομάδα και ο Αλέκος να βλέπει τη δύση του ήλιου από το παράθυρο. Πέρασαν δυο βδομάδες, ένας υπέροχος καιρός, προκλητικά βράδια, οι φίλοι να διασκεδάζουν. Πέρασαν τρεις βδομάδες και ο Αλέκος να σκέφτεται και την Σόνια που θα την είχε διπλαρώσει εκείνος ο Μάκης και θα του την έτρωγε.

Εσπασε ο Αλέκος, άρχισε να παρακαλάει να τον αφήσουν να βγει. Βεβαίως, του απαντούσαν, αλλά μόνο αν υπακούσεις.

Το σκέφτηκε μια στιγμή ο Αλέκος και ανατρίχιασε.

Στην ουσία οι γονείς του ήθελαν να εγκαταλείψει τα όνειρά του, να τα προδώσει και ν' ακολουθήσει τα δικά τους όνειρα.

Τον έπιασε απελπισία. Αρχισε να σκέφτεται διάφορες λύσεις. Να πηδήξει από το παράθυρο, να σπάσει την πόρτα, να τρυπήσει το ταβάνι κι εκεί που απέρριπτε τη μια λύση μετά την άλλη, χτύπησε το κουδούνι. Δεν ήταν κανείς στο σπίτι για ν' ανοίξει.

Το κουδούνι σταμάτησε να χτυπάει. Κοίταξε από το τζάμι να δει ποιος θα έβγαινε από την πολυκατοικία. Τα μάτια του γούρλωσαν, ήταν η Σόνια. Εκανε να φωνάξει, άνοιξε το παράθυρο. Σό... φωνή δε βγήκε. Τι να φωνάξει δηλαδή, να γίνει ρεζίλι και στο κορίτσι, αυτός παρίστανε τον ελεύθερο και ανεξάρτητο. Μαζί είχαν αποφασίσει να φύγουν για το Λονδίνο να σπουδάσουν θέατρο.

Εκλεισε το στόμα του και τραβήχτηκε πίσω. Κι εκεί που παρακολουθούσε την Σόνια ν' απομακρύνεται και καμάρωνε το τραγουδιστό της περπάτημα, κάνει έτσι και τι να δει; Τον Μάκη να την περιμένει στο απέναντι πεζοδρόμιο, να την πιάνει από τη μέση, να την φιλάει στα χείλια και να εξαφανίζονται στη γωνία.

Το στόμα του στέγνωσε. Αρχισε να περπατάει πάνω - κάτω σαν πληγωμένο λιοντάρι, κοιτώντας μια την πόρτα και μια το παράθυρο, λες και ήθελε να διαλέξει από πού να βγει. Είδε πως δεν υπήρχε ελπίδα καμιά...

Κάθισε στο κρεβάτι να σκεφτεί πιο ήρεμα.

Οταν η σκέψη ωρίμασε σηκώθηκε, έσπασε τον κουμπαρά που είχε από μικρός, έριξε λίγα ρούχα σ' έναν σάκο και περίμενε.

Στις οχτώ η μητέρα τού έφερνε το βραδινό. Στεναχωριόταν έτσι που έβλεπε το σπλάχνο της κλειδωμένο στους τέσσερις τοίχους, αλλά πάλι οι άντρες ξέρουν καλύτερα, εξάλλου του όφειλε υπακοή.

Ο Αλέκος, που κατά τα άλλα ήταν από τη φύση του ευγενικό παιδί, πετάχτηκε απότομα και της πήρε με τη βία το κλειδί, της ζήτησε συγνώμη και ενώ εκείνη έκλαιγε και παρακαλούσε, έφυγε από το σπίτι.

Μετά από μάταιες προσπάθειες που έκαναν οι γονείς του να τον ανακαλύψουν σε φιλικά σπίτια, δήλωσαν στην αστυνομία την εξαφάνισή του.

Οι έρευνες για τον εντοπισμό του έχουν αποβεί άκαρπες μέχρι σήμερα, τρία χρόνια μετά, όπως τους ενημερώνει σε τακτά διαστήματα το αρμόδιο γραφείο της Αστυνομίας.

Από τη Συλλογή «Τράβα το Δέκα το Καρώ»


Της
Ιωάννας ΦΩΤΙΑΔΟΥ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ