Ο «Ρ» συζητάει με τον Γιώργο Γκότση, Ελληνα μετανάστη και συνδικαλιστή στην Αυστραλία
Ο Γιώργος Γκότσης, έφυγε πριν χρόνια στην Αυστραλία, μετανάστης. Δούλεψε 34 ολόκληρα χρόνια λιμενεργάτης. Οι συνάδελφοί του τον ανέδειξαν επανειλημμένα στη διοίκηση του Maritime Union of Australia (MUA - το συνδικάτο λιμενεργατών της Αυστραλίας, όπου σήμερα ανήκουν και οι ναυτεργάτες): «Και ήταν 5, του Χανδρή: "Πατρίς", "Ελληνίς", "Αυστραλίς", "Βρετανίς", "Κουήν Φρειδερίκη"... Και βέβαια τα θυμάμαι... Είχαμε πάει πολλές φορές επάνω, με το συνδικάτο, δίναμε ψηφίσματα, οργανώναμε Επιτροπές καραβιού...».
Στην κουβέντα που είχε μαζί του ο «Ρ», αποτυπώνονται ατόφια τα διδάγματα που ατσαλώνουν τους εργάτες στην καθημερινή σκληρή αναμέτρηση με τους εκμεταλλευτές τους. Η πολύχρονη πείρα από τους αγώνες της εργατικής τάξης, την ανάπτυξη του εργατικού κινήματος αλλά και την αντεργατική επίθεση που ξετυλίγεται σήμερα στην Αυστραλία, αποτυπώνει πόσο επιτακτική είναι η ταξική συσπείρωση, ενότητα και πάλη για κάθε έναν εργάτη χωριστά αλλά και όλους μαζί. Αντιλήψεις του τύπου «ο καθένας να κοιτά τη δουλίτσα του» ή «και τι δουλιά έχουν οι οικοδόμοι να απεργήσουν επειδή η κυβέρνηση επιστράτευσε τους ναυτεργάτες;» που καλλιεργούν μεταξύ άλλων οι συμβιβασμένες συνδικαλιστικές δυνάμεις, κουρελιάζονται:
«Ο εργάτης, δεν έχει δύναμη μόνος του. Δεν πάει να είναι ο πιο θαρραλέος. Δεν έχει σημασία πόσο θαρραλέος είσαι, μόνος σου δεν μπορείς να κάνεις τίποτα. Κι όσοι βγαίνουν θαρραλέα στους χώρους δουλιάς, έχουν τη δύναμη του συνδικάτου. Αν ο άλλος σε διώξει, είναι το συνδικάτο πίσω. Ενώ στην περίπτωση που είσαι μόνος σου, σου λέει "εκεί είναι η πόρτα"...
Γίνονταν και κοινωνικοί αγώνες και πολιτικοί. Κι έβγαινες σε απεργία. Οπως γίνονταν για να βοηθήσουμε τους Ελληνες ναυτεργάτες. Ή για τη Χιλή, ή το Βιετνάμ, ή για τη Νότια Αφρική. Σταματάγαμε τη δουλιά. Το συνδικάτο έκανε απεργία. Σταματούσε η φορτοεκφόρτωση. Ξέρεις τι σημαίνει αυτό; Δεν κουνιόταν τίποτα!...»
Η εμπειρία από τη διακυβέρνηση σοσιαλδημοκρατών και συντηρητικών είναι οδυνηρή για τους εργαζόμενους της Αυστραλίας
Associated Press |
«Η αυστραλέζικη εργατική τάξη, με τους αγώνες, με το ταξικό συνδικαλιστικό κίνημα, με την ταξική πάλη, είχε κερδίσει πολλά δικαιώματα. Ομως με την ανατροπή του σοσιαλισμού, η άρχουσα τάξη άρχισε την αντεπίθεση, για να ποδοπατήσει τη μία μετά την άλλη όλες τις κατακτήσεις που είχε αναγκαστεί να παραχωρήσει κάτω από τους αγώνες η εργοδοσία», τονίζει ο Γ. Γκότσης.
Με τους νόμους που άρχισε να περνά η κυβέρνηση του συντηρητικού κόμματος από το 1996 κι αφού οι σοσιαλδημοκράτες είχαν «στρώσει» το έδαφος τα προηγούμενα χρόνια με τον «κοινωνικό διάλογο», τα αποτελέσματα που «μετρούν» σήμερα οι εργάτες είναι:
Η όξυνση της αντεργατικής επίθεσης κάνει όλο και πιο επιτακτική την ενίσχυση της πάλης για την αλλαγή του συσχετισμού δύναμης μέσα στο εργατικό κίνημα, στο οποίο σήμερα κυριαρχούν οι δυνάμεις του συμβιβασμού. «Η επίθεση του κεφαλαίου είναι "συγγενής", σε όλες τις χώρες του κόσμου. Πρέπει να δυναμώσει το ταξικό συνδικαλιστικό κίνημα», υπογραμμίζει ο Γ. Γκότσης.
Οταν πριν μερικούς μήνες κλιμάκιο της ΠΣΟ επισκέφτηκε την Αυστραλία, οι εργάτες έδειξαν έντονο ενδιαφέρον. Εγιναν συγκεντρώσεις σε Μελβούρνη, Σίδνεϋ, Νιούκαστλ. Στην πάλη που δίνεται για να ενισχυθούν τα ταξικά χαρακτηριστικά του εργατικού κινήματος, παίζει σημαντικό ρόλο η Αυστραλιανή Ομοσπονδία Οικοδόμων, η οποία μάλιστα βρίσκεται στην προεδρία της Διεθνούς Κλαδικής Ομοσπονδίας Εργαζομένων στις Κατασκευές (UTIBB - μέλος της ΠΣΟ). Προσπάθειες γίνονται ιδιαίτερα στους κλάδους των μεταλλεργατών, των λιμενεργατών και αλλού.
«Μαζί με την πάλη που γίνεται για το ταξικό συνδικαλιστικό κίνημα κάθε χώρας, πρέπει να δυναμώνει παράλληλα - είναι αλληλένδετα αυτά - και το διεθνές ταξικό συνδικαλιστικό κίνημα, που σημαίνει η Παγκόσμια Συνδικαλιστική Ομοσπονδία» προσθέτει και στέκεται ιδιαίτερα σε ό,τι έχει προσφέρει η ΠΣΟ στους εργαζόμενους και συνολικά τους λαούς: «Από την ίδρυσή της έχει προσφέρει τεράστιες υπηρεσίες για την υπεράσπιση των δικαιωμάτων των εργαζομένων και για τη διεύρυνση των διεκδικήσεών τους, πέρα από τη συμπαράσταση στους λαούς που πάλευαν για ανεξαρτησία... Και με την πείρα που υπάρχει τώρα, πρέπει η ΠΣΟ να δυναμώσει σε όλες τις χώρες», υπάρχουν ήδη θετικά σημάδια, καταλήγει, με συνδικαλιστικές οργανώσεις από τη Λατινική Αμερική, τη Μέση Ανατολή και αλλού που προσεγγίζουν την ΠΣΟ. «Χωρίς ταξικό συνδικαλιστικό κίνημα δεν μπορείς να ανατρέψεις αυτή την πολιτική...». Ηδη, σε συνεργασία με την ηγεσία της ΠΣΟ, προετοιμάζεται το στήσιμο Γραφείου της ΠΣΟ στο Σίδνεϋ.
«Με τη μαζική μετανάστευση, μετά το 1955, τη δεκαετία του '60 και του '70, έρχονται πολλοί Ελληνες, οι περισσότεροι ήταν ανειδίκευτοι εργάτες, κατά 99%. Επεφταν υποσχέσεις που δίνονταν εδώ πέρα, ότι μόλις θα πάτε εκεί θα βρείτε καλή δουλιά, καλά σπίτια, αλλά μόλις έφταναν εκεί πέρα, η πρώτη επαφή τους, ήταν η πρώτη πίκρα. Τους πήγαιναν σε χώρους σαν τα στρατόπεδα της συγκέντρωσης. Και τους έστελναν στις χειρότερες δουλιές: χυτήρια, σιδηροδρομικές γραμμές, αλυσίδες αυτοκινήτων. Επικίνδυνες δουλιές, ανθυγιεινές...
Κι εγώ όταν πήγα εκεί πέρα, πήγα στα χυτήρια. Κι έρχονταν εκεί πέρα κάθε μέρα χιλιάδες εργάτες. Εκτός από τις άσχημες δουλιάς και το ζήτημα της γλώσσας, ήταν και το ρατσιστικό βλέμμα που έπεφτε πάνω σου, 24 ώρες το 24ωρο, ο ρατσισμός μπήκε στους χώρους δουλιάς. Ηταν ανυπόφορο. Πολλοί απελπίστηκαν, πολλοί τρελάθηκαν, έφυγαν, για πίσω, ήταν τεράστιες οι δυσκολίες. Ειδικότερα Ελληνες, οι οποίοι ήταν όλοι από επαρχίες, ανειδίκευτοι εργάτες, από νότια Ιταλία, Ισπανοί...».
Σημαντική για την οργάνωση των μεταναστών ήταν η δράση των Εργατικών Συνδέσμων που δούλεψαν μαζί με τα συνδικάτα: «Με τη δουλιά που έγινε σε συνεργασία με τα συνδικάτα, οι μετανάστες μπήκαν στην πάλη. Με φυλλάδια, κάθε μέρα. Με ενημερώσεις. Βγάλαμε εφημερίδα στα ελληνικά. Οι μετανάστες μπήκαν να γραφτούν στα συνδικάτα. Εγιναν αγώνες αλληλεγγύης, υπέρ του λαού του Βιετνάμ. Οταν ήρθε η χούντα στην Ελλάδα, κάναμε αγώνες ενάντια στη χούντα.
Τότε οι μετανάστες πλαισίωναν τους Συνδέσμους, κατά εκατοντάδες. Πολλοί έμπαιναν και στο Κομμουνιστικό Κόμμα, ήταν το μόνο κόμμα που τότε ήταν κατά του ρατσισμού. Το Εργατικό Κόμμα ήταν υπέρ του ρατσισμού τότε. Αλλά έσπασε ο χαλκάς και σταθήκαν στα πόδια τους οι Ελληνες. Και μπήκαν και στους αγώνες...
...Την εποχή εκείνη η ελληνική κυβέρνηση δεν έδινε πεντάρα για τους μετανάστες. Τα προξενεία και η Εκκλησία, το μόνο για το οποίο ενδιαφέρονταν ήταν, τι θα δώσεις όταν πάει ο παπάς εκεί και τα προξενεία τι συνάλλαγμα στέλνουν στην Ελλάδα. Και η κυβέρνηση εκεί, σε όποιους έμπαιναν μπροστά, απέρριπτε τις αιτήσεις για υπηκοότητα. Για να φοβίσει και τους άλλους, να μην κάνουν αγώνες...
Μετά το 1990, χρησιμοποιούν επιχειρήματα του τύπου "να 'μαστε περήφανοι για τους Ελληνες, ακόμα κι αν ένας Ελληνας είναι αντιδραστικός", όπως έγραφαν για τον Τάνερ, τον αρχηγό της CIA, επειδή ήταν ελληνικής καταγωγής...
Τους είπαμε μια φορά ότι η ελληνική παροικία είναι μια μικρογραφία της ελληνικής κοινωνίας. Ολα τα προβλήματα της κοινωνίας φαίνονται εδώ, κι οι συντάξεις, τα εργατικά προβλήματα, τα ρατσιστικά προβλήματα. Οι εργάτες πρέπει να αγωνιστούμε εδώ με τους φυσικούς συμμάχους, από την Ελλάδα δεν μπορούν να λυθούν αυτά τα προβλήματα...
Τους είπαμε, υπάρχει η πατρίδα του '21, αυτών που αγωνίστηκαν, αλλά υπάρχει κι η πατρίδα εκείνων που προσκύνησαν. Είναι η πατρίδα της Αντίστασης κι αυτή με τους δοσίλογους, είναι η πατρίδα του Πολυτεχνείου, είναι η πατρίδα του ΠΑΜΕ, με ποια πατρίδα είσαι;..».
Για να αποδείξω το επιχείρημά μου περί της αναξιοπιστίας τους, θα σας θυμίσω πως δεν υπάρχει γωνία στην πόλη μας που να μη διαθέτει την κάμερά της. Και ιδιαίτερα πως δεν υπάρχει γωνία, πεζοδρόμιο, κτίριο, περίπτερο, κολόνα, χωρίς κάμερα γύρω από την πλατεία Συντάγματος. Ο «ζεστός» αυτός χώρος, με τη Βουλή, με τα υπουργεία, με τα διάφορα ξενοδοχεία, με τα ρεστοράν, τα μπιστρό και τα καφέ, τα μέρη δηλαδή που συχνάζει η πολιτική, οικονομική κομπίνα, εκεί που στήνονται οι «δουλιές», εκεί που ανεβοκατεβαίνουν οι τιμές, που γίνονται οι εκβιασμοί, που διορίζονται οι κυβερνήτες και οι κυβερνήσεις, είναι ζωσμένος από κάμερες. Και, όμως! Δεν υπάρχει ούτε ένα καρέ που να δείχνει κάτι το επιλήψιμο! Τι σκατά τραβάνε, λοιπόν, τόσες κάμερες; Πού έχουν το νου τους οι χειριστές τους; Πού ζουμάρουν;
Αμερικάνικη πρεσβεία - Βαλαωρίτου! Το θλιβερό χιλιόμετρο της ανεργίας, της ανασφάλειας, των πυρκαγιών του άρθρου 24. Το άθλιο χιλιόμετρο της ακρίβειας, της πορνείας, της απελπισίας. Το χυδαίο χιλιόμετρο του πλούτου, της κομπίνας, της συναλλαγής και της συνδιαλλαγής! Και οι κάμερες; Τι καταγράφουν οι κάμερες; Τι σκατά καταγράφουν; Εναν κουκουλοφόρο, λέει, που τρέχει στην Καρνεάδου! Εναν φοιτητή που φτύνει το GB corner. Και έναν άλλον που μουντζώνει τους αστυφύλακες που του πετάνε δακρυγόνα!
Γι' αυτό σας λέω! Οι κάμερες στις γωνίες, αλλά και αυτές που τραβάνε από τους δορυφόρους, είναι άχρηστα εργαλεία! Μεροληπτικά και πρακτορικά! Τελείως αναξιόπιστα! Καταστρέψτε τα! Καμία μεγάλη κομπίνα! Κανένας χρυσοδάκτυλος! Ούτε μια ύποπτη συζήτηση. Μια «περίεργη» έστω συνάντηση. Αντίθετα, λεπτομέρειες για τον όγκο και το πάθος της διαδήλωσης. Σφυγμομέτρηση της οργής του λαού. Καταγραφή των διαθέσεών του!
«Η Αυστραλία είναι ένα παράδειγμα για τις απάτες του "κοινωνικού διαλόγου". Η σημερινή κυβέρνηση (σ.σ. Συντηρητικό κόμμα) βρήκε έτοιμο το έδαφος, το είχε αρχίσει η σοσιαλδημοκρατική», λέει ο Γ. Γκοτσής.
Η πείρα από το πώς η αστική τάξη - και στην Αυστραλία - δούλεψε, με την πολύτιμη συμβολή της σοσιαλδημοκρατίας, για τον αφοπλισμό και την ενσωμάτωση της εργατικής τάξης είναι αποκαλυπτική:
«Πριν, έβγαινες στην απεργία κι αναγκαζόταν αυτός (σ.σ. ο εργοδότης) κι έλεγε "εντάξει, ποια είναι τα αιτήματά σου;" Κι ακόμα κι όταν συναντιόταν ο αντιπρόσωπος του συνδικάτου με την εταιρεία ήταν όλοι οι εργάτες με τα παιδιά τους απ' έξω, ν' ακούγεται η φωνή τους. Και τους έλεγε ο συνδικαλιστής "οι εργάτες φωνάζουν, θέλουν τα δικαιώματά τους", κατάλαβες; Δε γινόταν "έλα, να συζητήσουμε πρώτα"...
Το 1985, με την κυβέρνηση τη σοσιαλδημοκρατική, έγινε ο διάλογος, η "Συμφωνία". Να μιλάει η ηγεσία των συνδικάτων με τον υπουργό Εργασιακών Σχέσεων και να λύνεις έτσι τα προβλήματα. Χωρίς την άμεση συμμετοχή των εργαζομένων με πάλη. Αρχισαν οι συζητήσεις από ψηλά, στην κορυφή της Συνομοσπονδίας με την κυβέρνηση...
Ετσι όμως τι έγινε; Σιγά σιγά, δε γινόταν απεργία, γινόταν συζήτηση. Χάθηκε η μαχητικότητα των εργατών. Οι εργάτες απογοητεύτηκαν. Αποδυναμώθηκε το συνδικαλιστικό κίνημα. Από 50%, η συμμετοχή των εργατών στα συνδικάτα έφτασε στο 26% και σήμερα είναι στο 20%. Τα συνδικάτα έχαναν τη δύναμή τους, η κυβέρνηση βρήκε το έδαφος στρωμένο και πέρασε τους νόμους...
Ο διάλογος αυτός ήταν καταστροφή. Εφτασε αυτή η κυβέρνηση να να βάζει ανοιχτά τους νόμους αυτούς, η άλλη πήγαινε με το "διάλογο", αλλά προετοίμαζε για να εφαρμόσουν αυτούς τους αντιδραστικούς νόμους. Δε θα μπορούσαν να τους εφαρμόσουν αν συνέχιζαν τα συνδικάτα την πάλη ταξικά. Ηταν καταστροφή. Είναι σωστά αυτά που λέει σήμερα το ΠΑΜΕ...».