Ρωσοεβραίοι από την Οδησσό, μετανάστες στις ΗΠΑ ήταν οι γονείς του. Δεκαετία του '20. Δυο κόρες και τρία αγόρια είχε να θρέψει ο μεροκαματιάρης σε κουρείο, λάτρης του διάσημου τενόρου Καρούζο, σοσιαλιστής πατέρας του. Πείνα. Ανέχεια. Απλήρωτα νοίκια. Αλλεπάλληλες εξώσεις της οικογένειας από άθλια σπιτικά στο Χάρλεμ και το Μπρονξ, όπου ζούσε η εξαθλιωμένη λευκή και μαύρη εργατιά. Παντού η βία και εγκληματικότητα των μαφιόζων. Κοινωνική νόσος και τα παραβατικά παιδιά. Μόνα αντίδοτα η αλληλεγγύη των εργατών γειτόνων, τα λίγα φρούτα και λαχανικά που έκλεβε η εργάτρια στη λαχαναγορά θεία τους και το ρώσικο τραγούδι «Ο βαρκάρης του Βόλγα», που ο πατέρας έβαζε τα παιδιά του να τραγουδούν στις αμέτρητες στιγμές οικογενειακής απελπισίας. Ο δύστυχος πατέρας που, για να συνεχίσει το σχολείο ο πρωτότοκος γιος του, ζήτησε μικροβήθεια από τον κουνιάδο του, ταπεινώθηκε απ' αυτόν και αποδιώχτηκε από τη γυναίκα του. Τα αγόρια βγήκαν στη βιοπάλη. «Προστάτης» της οικογένειας έγινε ο 16χρονος Λου, που συνέχισε στο νυχτερινό σχολείο, όπως και οι μικρότεροι αδελφοί του.
Ο δωδεκάχρονος Τζόεϊ (ο Ζυλ Ντασσέν) πάει στο νυχτερινό. Ολα τα χρόνια του σχολείου δουλεύει σα μικροπωλητής, με καροτσάκι. Μια και μόνη φορά επιχείρησε να κλέψει. Κουβαλώντας στο σπίτι τα ψώνια μιας γυναίκας στο σπίτι της, χάζεψε με τα βιβλία της. Μέσα σε ένα είδε κρυμμένα μερικά δολάρια. Τα χουφτώνει. Η γυναίκα το αντιλαμβάνεται, του μιλά καλοσυνάτα κι εκείνος τα ξαναβάζει στο βιβλίο. Μαθαίνει ανάγνωση στην αναλφάβητη μάνα του. Παίζει στις σχολικές παραστάσεις. Πολυαγαπημένος, γείτονας, φίλος του ήταν ο καλόψυχος, φιλάσθενος αλλά θαρραλέος απέναντι στο άδικο και στη βία, Μάρβιν. Σ' αυτόν παρέπεμπε ο «Μανόλης» της ταινίας «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται».
Χρόνια του κραχ. Δεκαεννιάχρονος ο Ντασσέν πρωτοβλέπει παράσταση σε ένα εργατικό θέατρο. Δουλεύει σαν κομπάρσος «για 50 σέντσια τη βδομάδα». Εντάσσεται στο ΚΚ. Εισάγεται στη σχολή του «City Repertory Theatre». Δευτεροετής παίζει στις παραστάσεις του θεάτρου βωβούς ρόλους, για 25 δολάρια τη βδομάδα. Η Μαφία βασιλεύει. «Το ένα τρίτο του έθνους υποσιτίζεται, έχει πρόβλημα ιματισμού και στέγης». Το 1930 - βάσει του χρηματοδοτικού «Προγράμματος Εθνικού Θεάτρου» του Ρούσβετλ - το προοδευτικό κοινωνικά θέατρο αναπτύχθηκε γρήγορα, με αριστερών αντιλήψεων εργατικούς και άλλους θιάσους, ανάμεσα στους οποίους και το «Εβραϊκό Θέατρο» Ν. Υόρκης, όπου δούλευε ο Ντασσέν. «Τα κυνηγόσκυλα που καταδιώκουν τη σκέψη, φακέλωσαν» ως «ανατρεπτικό, αντιαμερικανικό» το «Πρόγραμμα Εθνικό Θέατρο». Αποτέλεσμα: παύση ενοχλητικών έργων και μαζικές απολύσεις. Ενας θίασος κατεβάζει έργο του Ντασσέν και τον απολύει. Αλλος θίασος του ζητά να ανεβάσει το έργο - ντοκουμέντο «Ιατροθέαμα», για την «Υγεία και περίθαλψη στην Αμερική». Στις αρχές των δοκιμών, εντελώς προσχηματικά, τον απολύει...
1940- 1948. Ο Ντασσέν δουλεύει στη «Μέτρο Γκόλντουϊν Μάγιερ». Γυρίζει επτά ταινίες (στο σενάριο και το μοντάζ των οποίων η εταιρεία παρεμβαίνει κυνικά). Ενώ «οι πάντες ήταν έτοιμοι να γίνουν σφογγοκωλάριοι» του Μάγιερ, ο Ντασσέν τον θεωρούσε «αγράμματο, τυραννικό, γαϊδούρι ξεσαμάρωτο». Απήργησε για να γλιτώσει απ' αυτόν. Ουδέποτε υπέκυψε στα απειλητικά υπονοούμενα του Μάγιερ: «Ακου αγόρι μου... όταν μου λένε πως είσαι κομμουνιστάκος, εγώ τους απαντώ δεν αληθεύει...». Μια μέρα, που ο Μάγιερ τον κάλεσε στο γραφείο του, πιστεύοντας ότι «θα του φέρει βραβεία», τον παρομοίασε με ένα νέο, δυναμικό άλογο που αγόρασε και το έκανε ιπποδρομιακά κερδοφόρο κόβοντάς του τα αχαμνά, ο Ντασσέν του απάντησε: «Αντε πηδήξου! Δε θα μου τα κόψεις εμένα». Λύσσαξε ο Μάγιερ. «Εξω από δω, σκατοτσογλάνι, κερατά κομμουνιστάκια». Ετσι λύθηκε το συμβόλαιό του με τη «Μάγιερ».
Γυρίζει τους «Ανθρώπους του αίματος» για την «FOX» του Ζανούκ. Ο Ντασσέν μπαίνει στη «μαύρη λίστα». Ο Ζανούκ τον καλεί και ρωτά: «είσαι κομμουνιστής;». Ο Ντασσέν δεν απαντά, αλλά κατηγορηματικά δηλώνει ότι δε θα εμφανιστεί στη μακαρθική επιτροπή. «Εγώ δε σου ζητάω ονόματα. Αλλά γιατί δεν καταθέτεις, αφού ξέρουνε όλα τα ονόματα, πλέον;», λέει ο Ζανούκ. Αντί άλλης απάντησης, ο Ντασσέν θυμάται τα λόγια του ηρωικού απεργού Αγκαίητ στο «Περιμένοντας το Λέφτι» του Οντέτς (τα περιλαμβάνει στο σενάριό του): «Είμαστε τα θαλασσοπούλια της εργατικής τάξης! Εργάτες, το αίμα και το μεδούλι του κόσμου. Κι όταν πεθάνουμε, θα μάθουν πως παλέψαμε για έναν καλύτερο κόσμο. Ναι, ρε! Λιανίστε μας! Κόφτε μας κομματάκια. Εμείς θα πεθάνουμε για το σωστό. Θα γίνουμε λίπασμα για δέντρα με καρπούς». Ο Ντασσέν λέει στον Ζανούκ, ότι τον Αγκαίητ έπαιζε ο τότε κομμουνιστής, σύντροφος και φίλος του, καταδότης στη μακαρθική επιτροπή, Ελία Καζάν. Ο Ντασσέν δε συγχώρησε ποτέ τον Καζάν, γιατί, παρότι με το τεράστιο κύρος δεν κινδύνευε, όχι μόνο κατέδωσε ομοτέχνους του αλλά και περηφανευόταν γι' αυτό.
Τέλος, ο τίμιος Ζανούκ του λέει: «Αν σε ρωτήσει κανείς: αυτή την ταινία σου (σ.σ. «Η νύχτα και η πόλη») τη ζήτησα εδώ και μήνες. Κατάλαβες; Φεύγεις αμέσως για Λονδίνο. Σου δίνω Ρίτσαρντ Γουίντμαρκ και Τζιν Τόρνεϊ. Το σενάριο θέλει ρετουσάρισμα. Σε δυο βδομάδες να αρχίσεις από τις ακριβές σκηνές. Ετσι, αποκλείεται να σε σταματήσουνε στη μέση». Αρον άρον, με ετοιμοθάνατη τη μάνα του, ο «δοσμένος» από τους συντρόφους του Φρανκ Τατλ και Εντουαρντ Ντμίτρικ, Ντασσέν, φυγαδεύεται στο Λονδίνο.
«Ριζοσπάστης» (1/3/1987). Συνέντευξη για τη συμμετοχή του στο Διεθνές Συνέδριο Επιστημόνων - Διανοουμένων - Καλλιτεχνών για την Ειρήνη: «Στο Συνέδριο, μίλησα κι εγώ για τον κίνδυνο του όρου "περιφερειακοί" ή "τοπικοί" πόλεμοι. Είναι γελοίο να χαρακτηρίζονται κάποιοι πόλεμοι "περιφερειακοί", ή "τοπικοί": Πρώτον, για τον κίνδυνο της εξάπλωσής τους και, δεύτερον, γιατί όταν λέμε "περιφερειακό" έναν πόλεμο νιώθουμε ασφαλείς και αδιαφορούμε που σκοτώνονται άλλοι άνθρωποι (...). Στην Αμερική πολλοί άνθρωποι της Τέχνης εξαγοράζονται, αλλά υπάρχουν κι άνθρωποι που μπορούν βοηθήσουν την ειρήνη (...). Ολα τα ψέματα, όλα τα κακά που κάνουν οι ΗΠΑ, τα κάνουν στο όνομα της δημοκρατίας. Αλλά και ο αμερικάνικος λαός είναι αφελής. Είναι επικίνδυνο να είσαι αφελής (...)».
Ο Ντασσέν, επηρεασμένος από το θρυλικό θεατρικό έργο του κομμουνιστή δραματουργού Κλίφορντ Οντέτς «Περιμένοντας τον Λέφτι» (για ένα μεγάλο απεργιακό αγώνα), χτυπημένος - και εκείνος από την αστυνομία - σε μια μεγαλειώδη Πρωτομαγιάτικη απεργία, αρχές της δεκαετίας του '30 εντάσσεται στο ΚΚ ΗΠΑ. «Στα χρόνια του '30 είχαμε 20 εκατομμύρια ανέργους. Ο Οντέτς ήταν ιδρυτής του "θεάτρου διαμαρτυρίας". Τότε ανακαλύψαμε τον Μπρεχτ, το συλλογικό θέατρο για την εργατική τάξη. Ολοι δουλεύαμε έτσι, ο Γουέλς, ο Καζάν, όλοι. Ενα σπουδαίο θέατρο γεννήθηκε, αλλά το κογκρέσο το "δολοφόνησε". Φώναζε πως οι κομμουνιστές διαφθείρουν τις αμερικανικές συνειδήσεις» (12/11/1993). «Ηταν και ο ισπανικός εμφύλιος πόλεμος και όσοι δουλεύαμε σε ένα μικρό θεατράκι, το "Art F." θέλαμε να πάμε να πολεμήσουμε στο πλευρό των Δημοκρατικών» (23/4/1990).
Μετά την ανατροπή των σοσιαλιστικών χωρών, έλεγε: «Δε συμφωνώ μ' εκείνους που μιλάνε για θρίαμβο του καπιταλισμού. Είναι μια προσωρινή ήττα του σοσιαλισμού (...). Ο καπιταλισμός δεν αποτελεί κοινωνικό υπόδειγμα. Στο σοσιαλισμό υπήρχαν προβλήματα, αλλά οι άνθρωποι είχαν εξασφαλίσει εργασία, στέγη, παιδεία, υγεία. Πόσοι ξέρουν ότι σήμερα στην Αμερική υπάρχουν εκατομμύρια άστεγοι και εκατομμύρια διαβιούν κάτω από το όριο φτώχειας» (23/4/1990). «Ο καπιταλισμός περνάει μεγάλη κρίση, παγκόσμια. Κι εμείς έχουμε ανάγκη από νέες ιδέες. Να δώσουμε δεύτερη ευκαιρία στο σοσιαλισμό» (12/11/1993).
Ο Ντασσέν μιλώντας (21/4/2002) για την κοινωνική χρησιμότητα του ντοκιμαντέρ, έλεγε ότι θα ήθελε να γυρίσει ένα ντοκιμαντέρ για «την αλήθεια, για όσα φοβερά συμβαίνουν σήμερα σε όλο τον κόσμο... για την καρδιά του προβλήματος. Τη βία. Δείτε τι συμβαίνει σήμερα στους Παλαιστίνιους. Η κατάσταση είναι ανατριχιαστική. Θα ήθελα να σκοτώσω τον Σαρόν. Είμαι τόσο μεγάλος πια. Είπα στην κόρη μου: Είμαι τόσο μεγάλος πια. Εάν σκοτώσω τον Σαρόν τι θα γίνει; Θα πάω φυλακή; Ε, θα συνεχίσω να διαβάζω βιβλία για το υπόλοιπο της ζωής μου».
Ο μεγαλύτερος ιδεολογικο-καλλιτεχνικός «έρωτας» του Ντασσέν ήταν ο Μπρεχτ. Τον γνώρισε, φυγάδα, στις ΗΠΑ: «Ο Μπρεχτ φανερώνει με τα έργα του πράγματα που όλοι οι άλλοι αποφεύγουν να δουν. Οχι μόνο βλέπει αλλά και λέει ότι κάποιοι κάνουν ακόμα και τη μιζέρια μπίζνες (...). Οτι σ' αυτή την κοινωνία για να επιζήσεις γίνεσαι και προδότης». Ο Ντασσέν πρωτογνώρισε τον Μπρεχτ στο νεοϋορκέζικο «Theater Union», που «μάζευε όλη την αριστερή διανόηση». Αργότερα τον συνάντησε στο σπίτι «ενός Γερμανού φίλου. Μαζευόμαστε σε σπίτια, γιατί ήταν επικίνδυνο να κυκλοφορείς και στην Αμερική, παρά τα αντιναζιστικά συναισθήματα. Αυτή η περίοδος βοήθησε να αναπτυχθούν στενές φιλίες. Ο Μπρεχτ επιβαλλόταν σε όλους. Το βλέμμα του ήταν αυστηρό, διαπεραστικό. Αλλά όταν έπιανε κιθάρα στα χέρια του και άρχιζε το τραγούδι γινόταν μαλακός, γλυκός σαν παιδί. Ηταν σκληρά χρόνια για όλους... Ο Μπρεχτ ζούσε από προσφορές φίλων Αμερικανών. Ηταν πολύ πικραμένος με το Χόλιγουντ». Ο φυγάδας Ντασσέν ξανασυναντούσε τον Μπρεχτ σε διάφορες ευρωπαϊκές πόλεις.
Για τον κινηματογράφο: «Λυπάμαι που σήμερα κατασκευάζουμε ταινίες που να ικανοποιούν όλο τον κόσμο. Στην ιστορία της Τέχνης τα έργα που αντέχουν είναι εκείνα που συνέβαλαν σε μια πνευματική και κοινωνική πρόοδο. Αυτό χάθηκε σήμερα. Πού και πού εμφανίζεται μια ταινία που αγγίζει τις ζωές μας».
Το 1948, σε πραγματικούς χώρους, με άγνωστους ηθοποιούς, γυρίζει τη «Γυμνή πόλη». Ταινία - ντοκουμέντο για τη νεοϋορκέζικη βία και την εγκληματικότητα. Ο αντικομμουνισμός φουντώνει. Ενας από τους σεναριογράφους της ταινίας φυλακίζεται. Το μοντάζ της ταινίας γίνεται ερήμην του Ντασσέν: «Οταν την πρωτοείδα έβαλα τα κλάματα από την αηδία... Από την ταινία αφαιρέθηκαν όλες οι αντιθέσεις της Νέας Υόρκης, γύρω από τις οποίες είχα χτίσει το έργο. Ο αμύθητος πλούτος και η μιζέρια». Το 1949, με ανεξάρτητο παραγωγό, σε πραγματικούς χώρους κοινωνικών συγκρούσεων, γυρίζει τους «Ανθρώπους του αίματος», με θέμα το ελεγχόμενο και αιματοβαμμένο από τη Μαφία εμπόριο οπωροκηπευτικών.
Πρέπει να σημειωθεί το εξής: Ο Ντασσέν, παρότι μπορούσε, ποτέ δε ζήτησε επιχορήγηση από το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου για να γυρίσει ταινία: «Θα ήταν λάθος μου να ζητήσω χρήματα, την ώρα που οι νέοι σκηνοθέτες υποφέρουν για να πάρουν χρήματα από το ΕΚΚ για να γυρίσουν μια ταινία», έλεγε.
Ο Ντασσέν ανέβασε στο Παρίσι (1961), το θεατρικό έργο «Φλόρα» (πρωταγωνίστρια η Μελίνα Μερκούρη) και στη Ν. Υόρκη το «Ποτέ την Κυριακή». Στην Ελλάδα ανέβασε αξέχαστες παραστάσεις, αρχίζοντας με τον «έρωτά» του, τον Μπρεχτ. 1975 «Οπερα της πεντάρας» (την ξανασκηνοθέτησε το 1993). 1978 «Συντροφιά με τον Μπρεχτ» (σύνθεση ποιημάτων και αποσπασμάτων μπρεχτικών έργων). Ακολουθούν: «Το γλυκό πουλί της νιότης», «Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ», «Ενας μήνας στην εξοχή», «Σπίτι σπαραγμού», «Ακρότητες», «Ο δρόμος για τη Μέκκα», «Ανατόλ», «Γλάρος», «Ο θάνατος του εμποράκου».