Ανακοίνωση του Γραφείου Τύπου της ΚΕ του ΚΚΕ
Αμεσα μέτρα προστασίας του εργατικού και λαϊκού εισοδήματος ζητά το ΚΚΕ. Σε ανακοίνωση του Γραφείου Τύπου της ΚΕ του ΚΚΕ υπογραμμίζεται σχετικά:
«Το ΚΚΕ προτάσσει τη διεκδίκηση μέτρων άμεσης ανακούφισης της λαϊκής οικογένειας, που συνδυάζουν τη στήριξη μισθών και συντάξεων, αλλά και την προστασία τους από την άνοδο των τιμών και τα δάνεια, μέτρα όπως τα παρακάτω:
Το ΚΚΕ καλεί τους εργαζόμενους να γυρίσουν την πλάτη στην υποκρισία και δημαγωγία κομμάτων που ανοιχτά υπηρέτησαν τα μονοπώλια και τις ιμπεριαλιστικές ενώσεις ή διαγκωνίζονται για μια θέση διαχείρισης. Με τη στάση τους στις συνδικαλιστικές οργανώσεις ν' αλλάξουν το συσχετισμό στα όργανα, ανατρέποντας τις συνδικαλιστικές ηγεσίες που ουσιαστικά αποτέλεσαν στηρίγματα της αντιλαϊκής πολιτικής, με τη μία ή άλλη κυβερνητική παραλλαγή της».
Μια μέρα μετά τα διαπιστευτήρια που έδωσε ο Γ. Παπανδρέου στους βιομήχανους, προτείνοντας πλήθος νέων κινήτρων για την ενίσχυση της «επιχειρηματικότητας», ο εκπρόσωπος Τύπου του ΠΑΣΟΚ Γ. Παπακωνσταντίνου, με δηλώσεις του μετά τη χτεσινή συνεδρίαση του Πολιτικού Συμβουλίου πρόταξε την «επιδείνωση της θέσης της χώρας στον τομέα της ανταγωνιστικότητας».
Το ΠΑΣΟΚ, διεκδικώντας το ρόλο του καλύτερου εκφραστή των συμφερόντων της άρχουσας τάξης σε σχέση με την κυβέρνηση, προβάλλει την ανάγκη της ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων, δηλαδή την ακόμα μεγαλύτερη εκμετάλλευση των εργαζομένων, καλώντας το μεγάλο κεφάλαιο σε «κοινή δράση» για την επίτευξη ενός «νέου αναπτυξιακού προτύπου» που «θα του εξασφαλίσει ισχυρά επενδυτικά και φορολογικά κίνητρα για νέες επενδύσεις»...
Την ίδια στιγμή, εντελώς υποκριτικά, ο Γ. Παπακωνσταντίνου, μεταφέροντας το κλίμα της χτεσινής συνεδρίασης, ισχυρίστηκε ότι ο Γ. Παπανδρέου «αναφέρθηκε στην ανάγκη, το ΠΑΣΟΚ να χτίσει μια νέα σχέση εμπιστοσύνης με τους πολίτες». Μια «σχέση», με την οποία το ΠΑΣΟΚ θέλει να εξασφαλίσει «κοινωνική ειρήνη» για την ντόπια πλουτοκρατία, προκειμένου να συνεχίσει να εκμεταλλεύεται τους εργαζόμενους. «Εκφράζουμε μια ευρύτατη κοινωνική συμμαχία ανάμεσα στα μεσαία και τα δυναμικά στρώματα, από τη μια μεριά και τους πιο αδύναμους και αποκλεισμένους στην ελληνική κοινωνία, από την άλλη», υποστήριξε ο Γ. Παπακωνσταντίνου.
Αφού τα στελέχη του ΠΑΣΟΚ στη συνεδρίαση του Πολιτικού Συμβουλίου στήριξαν σε όλους τους τόνους τους νόμους της «αγοράς», της «ανταγωνιστικότητας» και της «επιχειρηματικότητας», στη συνέχεια ασχολήθηκαν με το θέμα του ΟΤΕ και κατέληξαν και σε πολιτική απόφαση στην οποία καταγγέλλουν την «εκχώρηση που γίνεται με αδιαφανείς διαδικασίες, οι οποίες ζημιώνουν το Ελληνικό Δημόσιο». Βέβαια, πιστοί στην πολιτική του ξεπουλήματος που ακολούθησαν, ξεκαθάρισαν ότι θέλουν έναν οργανισμό που το κράτος θα κατέχει το 33%.
Εξάλλου, σύμφωνα με πληροφορίες, υπήρξε διαφωνία ανάμεσα στα μέλη του Πολιτικού Συμβουλίου για τον τρόπο του επικοινωνιακού χειρισμού στο θέμα του ΟΤΕ και τη «διγλωσσία», που παρατηρήθηκε στις δημόσιες τοποθετήσεις. Πάντως, ο Γ. Παπακωνσταντίνου, απαντώντας σε σχετική ερώτηση δημοσιογράφων, ξεκαθάρισε ότι «δεν υπήρξε καμία τέτοια συζήτηση. Τόσο ο Πρόεδρος, όσο και η αρμόδια πολιτική υπεύθυνη και ο εκπρόσωπος Τύπου, έχουν εκφράσει τον ίδιο πολιτικό λόγο, όπως το έχουν κάνει και τα στελέχη μας δημοσίως».
Στο Πολιτικό Συμβούλιο συζητήθηκε επίσης και με το θέμα της συνταγματικής αναθεώρησης, την οποία ο Γ. Παπακωνσταντίνου χαρακτήρισε «κενό γράμμα», που «υπονομεύτηκε από τον τρόπο χειρισμού και τις πρωτοφανείς μεθοδεύσεις της κυβέρνησης».
Στη συνεδρίαση υπήρξε και ενημέρωση των στελεχών του ΠΑΣΟΚ για τις εσωκομματικές εκλογές που θα γίνουν την Κυριακή 18 Μάη, στις οποίες τα μέλη του ΠΑΣΟΚ θα εκλέξουν περιφερειακά, νομαρχιακά και τοπικά όργανα.
Μέρος της πολιτικής υπέρ των μονοπωλίων είναι και αυτή του ΠΑΣΟΚ, παρά την προσπάθειά της να αναβαπτιστεί στα μάτια των λαϊκών δυνάμεων με προτάσεις «ανακούφισης» του εισοδήματός τους.
Μισθωτοί, άνεργοι και συνταξιούχοι, μικροί αγρότες και επαγγελματίες δεν πρέπει να ξεγελαστούν, να δώσουν «άφεση αμαρτιών» σε πολιτικές δυνάμεις που είτε ως κυβέρνηση είτε ως αντιπολίτευση συναίνεσαν στην ένταξη σε ΟΝΕ - ευρώ, στο ξεκίνημα των ιδιωτικοποιήσεων και της αποδυνάμωσης των Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας, στο όνομα της ευρωπαϊκής εκδοχής της «παγκοσμιοποίησης».
Τα κροκοδείλια δάκρυα για τη «γενιά των πτυχιούχων των 700 ευρώ» συγκαλύπτουν τη συναίνεση για την προώθηση νέας τοπικής φορολογίας, την πρακτική των δημάρχων της συναίνεσης στην ανασφάλιστη εργασία νέων με τα προγράμματα «stage».
Κανένα μέτρο ανακούφισης του εργατικού και λαϊκού εισοδήματος δεν μπορεί να προκύψει με Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας όπως και η πρόσφατη, έξω από την έμπρακτη πολιτική στήριξη του αγώνα για την απόσπαση από τους εργοδότες αξιοπρεπούς αύξησης των μισθών μέσα από τις κλαδικές συμβάσεις. Η πραγματική πολιτική στήριξη κρίνεται στους χώρους εργασίας και όχι με θέσεις (π.χ., για την «αυθαιρεσία» και «αισχροκέρδεια» των τραπεζών) και κινήσεις πολιτικού εντυπωσιασμού.
Το ΠΑΣΟΚ, όπως και η ΝΔ, ως κυβέρνηση έσπρωξε τους εργαζόμενους στα δάνεια - κρεμάλα, στήριξε τη μεγάλη διαφορά μεταξύ επιτοκίων καταθέσεων (χαμηλά έως κατάργησή τους) και επιτοκίων χορηγήσεων. Η πτωτική τάση στο πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα της εργατικής και λαϊκής οικογένειας εξαιτίας και της φορολογίας και της περαιτέρω εμπορευματοποίησης σε Παιδεία, Υγεία και Πρόνοια, τροφοδότησε την αυξανόμενη τραπεζική κερδοφορία (τα δάνεια στα νοικοκυριά αποτέλεσαν το 53% του συνολικού δανεισμού το 2007).
Το ΚΚΕ παλεύει και θα εντείνει την πάλη του με όλα τα μέσα που διαθέτει γι' αυτή τη ριζοσπαστικοποίηση, για να εκφραστεί σε αναγέννηση του κινήματος και πολιτική συνείδηση, για ν' ανοίξει ο δρόμος κατάργησης της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης, είτε πραγματώνεται στο εργοστάσιο είτε στο εμπορικό κέντρο είτε στην τράπεζα.
Οι θεωρίες περί «καζίνο - καπιταλισμού» και «τραπεζικής αισχροκέρδειας» έχουν ως σκοπό να κρύψουν ότι η ατομική ιδιοκτησία στα συγκεντρωμένα μέσα παραγωγής και το κράτος της είναι που γεννούν την ανεργία, τη φτώχεια, την ανάγκη για στεγαστικά, καταναλωτικά, προσωπικά δάνεια. Οι θεωρίες αυτές αφήνουν στο απυρόβλητο την πηγή της λαϊκής φτώχειας, που είναι η καπιταλιστική ιδιοκτησία και η εξουσία της. Μόνο με την κατάργησή τους μπορεί να υπάρχει λαϊκή τραπεζική πολιτική.
Το ΚΚΕ μπορεί με συνέπεια να υιοθετεί και να στηρίζει αιτήματα άμεσης ανακούφισης του εργατικού και λαϊκού εισοδήματος, γιατί δεν τα αποκόβει από τη στήριξη της εργατικής κινητοποίησης, από την πάλη για ανατροπές στην εξουσία.