Η ίδια η ΕΕ πίσω από τη μόλυνση των ηλιελαίων με ορυκτέλαια. Επιχειρηματικά υπερκέρδη και ποιοτικά τρόφιμα στην αγορά είναι δύο αλληλοσυγκρουόμενες έννοιες, που δεν μπορούν να συνυπάρξουν σε μια κοινωνία της οποίας κινητήρια δύναμη είναι το οικονομικό όφελος των εκπροσώπων της ολιγαρχίας
Μια σειρά από διατροφικά σκάνδαλα που αποκαλύφτηκαν τα τελευταία χρόνια - διοξίνες, μέλια με κηροσκωρίνη, «τρελές» αγελάδες, μουχλιασμένα γιαούρτια, με πιο πρόσφατο το μολυσμένο ηλιέλαιο - και ο τρόπος με τον οποίο τα χειρίστηκαν οι κυβερνήσεις και οι εποπτευόμενοι από αυτές φορείς, επαληθεύουν ότι το κέρδος είναι αυτό που «παράγει» τα σκάνδαλα και ότι οι κυβερνήσεις της «ελεύθερης αγοράς» δεν έχουν την παραμικρή πρόθεση να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά το θέμα της ασφάλειας των τροφίμων. Πολύ περισσότερο, που κάτι τέτοιο απαιτεί σύγκρουση με τα κέρδη των μονοπωλίων, πράγμα που είναι αντίθετο με τις αρχές της ασκούμενης πολιτικής.
Οι κυβερνήσεις της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ επέλεξαν να αντιμετωπίσουν το θέμα της ποιότητας και της ασφάλειας των τροφίμων με πολύ συγκεκριμένους τρόπους, έτσι που σε κάθε περίπτωση να μη θίγονται η ασυδοσία των επιχειρήσεων και τα μονοπωλιακά κέρδη, αφήνοντας στο απυρόβλητο επικίνδυνες κερδοσκοπικές πρακτικές και υποβαθμίζοντας σκόπιμα την έννοια της ασφάλειας. Η πολιτική που εφαρμόζεται όλα τα τελευταία χρόνια συνίσταται, ουσιαστικά, στην κατάργηση των ελέγχων σε όλα τα στάδια, από την παραγωγή μέχρι την τελική κατανάλωση των προϊόντων. Αντί για κρατικούς ελέγχους, η υπόθεση του ελέγχου στην παραγωγή εκχωρήθηκε στις ίδιες τις επιχειρήσεις - «αυτοέλεγχο» το βαφτίσανε - και το μόνο για το οποίο ελέγχονται είναι εάν έχουν ...«συστήματα αυτοελέγχου». Αποδυναμώθηκαν ελεγκτικοί φορείς και το περισσότερο που μπορεί να κάνει ο ΕΦΕΤ, με βάση τόσο το θεσμικό πλαίσιο όσο και την πολύ περιορισμένη επάνδρωσή του σε σχέση με τις απαιτήσεις που υπάρχουν, είναι κάποιοι περιορισμένοι δειγματοληπτικοί έλεγχοι ή έλεγχοι μετά από καταγγελίες, δηλαδή, ...κατόπιν εορτής.
Για να διευκολύνουν ακόμα παραπέρα την κερδοσκοπική δράση των επιχειρήσεων, οι κυβερνήσεις και η ΕΕ υιοθέτησαν και επέβαλαν ακόμα και ...κατηγοριοποίηση της καταλληλότητας των τροφίμων. Σ' αυτό το πλαίσιο, ένα προϊόν μπορεί να είναι «μη κανονικό», αλλά όχι ...επικίνδυνο, όπως απροκάλυπτα ισχυρίζονται τις τελευταίες μέρες, σχετικά με το ηλιέλαιο που περιέχει ορυκτέλαιο. Εβαλαν μάλιστα και όριο επιτρεπόμενης ...κατανάλωσης: Μπορούμε, μας είπαν απερίφραστα, να τρώμε μέχρι 4 κιλά τη μέρα τρόφιμα που περιέχουν μολυσμένο ηλιέλαιο!
Το σκάνδαλο που ξέσπασε τις τελευταίες βδομάδες και αφορά την επιμόλυνση ανυπολόγιστων ποσοτήτων ηλιέλαιου με ορυκτέλαιο έρχεται να βάλει έναν ακόμα κρίκο στην αλυσίδα με τα αντίστοιχα σκάνδαλα του προηγούμενου διαστήματος. Ο τρόπος με τον οποίο ξεδιπλώνεται, κοντά είκοσι μέρες τώρα, η υπόθεση με καθημερινές αποκαλύψεις για νέες ποσότητες και τη δεδομένη βεβαιότητα πλέον από τη μεριά της κυβέρνησης ότι οι διαστάσεις της διακίνησης τέτοιου ηλιέλαιου είναι απροσδιόριστες, είναι μια ακόμα, δραματική μεν, αδιάψευστη δε, απόδειξη ότι στο πλαίσιο της πολιτικής της «ελεύθερης αγοράς», όπου το κέρδος είναι πάνω απ' όλα, είναι αδύνατο να υπάρξει αποτελεσματικός έλεγχος της ποιότητας των τροφίμων.
Μια σύντομη αναδρομή στον τρόπο που εξελίχτηκε η υπόθεση αυτή είναι αποκαλυπτική:
Χρειάστηκαν 27 ολόκληρες μέρες παρελκυστικών χειρισμών και διαβουλεύσεων με τις εταιρείες του κλάδου για να γίνει το αυτονόητο. Ποιο; Οτι δεν είναι δυνατόν να επιτρέπεται να διακινείται στην αγορά τοξικό ηλιέλαιο. Αλλά και αυτό έγινε μέσα σε έντονο κλίμα προσπάθειας αποπροσανατολισμού των εργαζομένων, αφού οι κυβερνώντες όχι μόνο αρνήθηκαν να αναλάβουν τις τεράστιες ευθύνες που έχουν, αλλά με τον πλέον ξεδιάντροπο τρόπο έγιναν συνήγοροι των πολυεθνικών που γέμισαν την αγορά με μολυσμένα λάδια. Ετσι, ο νέος πρόεδρος του ΕΦΕΤ αφενός δηλώνει ότι «δεν έχει επίσημη ενημέρωση» για ακόμα 10.000 τόνους τουλάχιστον ύποπτου ηλιέλαιου που εισήγαγε η «UNILEVER» και δε δίστασε να υποστηρίξει με τον πλέον αυθαίρετο τρόπο ότι για να γίνει κάποιο προϊόν ηλιέλαιου επικίνδυνο πρέπει κανείς να καταναλώνει 4 κιλά τη μέρα από αυτό το προϊόν!
Το ΚΚΕ από την πρώτη στιγμή, το 1999 όταν επί ΠΑΣΟΚ προωθήθηκαν οι σχετικές ρυθμίσεις, εξέφρασε την απόλυτη διαφωνία του με τον προσανατολισμό της δράσης του ΕΦΕΤ. Επισήμαινε ότι οι κινήσεις της, τότε, κυβέρνησης γίνονται για να ρίξει στάχτη στα μάτια της κοινής γνώμης, αφού από κοινού με την ΕΕ δεν είχαν καμία πρόθεση να ελέγξουν πραγματικά την ποιότητα των τροφίμων. Οι κομμουνιστές είχαν καταγγείλει ότι οι περιστασιακοί έλεγχοι προϊόντων, όταν αυτά έχουν φτάσει στα ράφια των μαγαζιών, είναι σκέτη κοροϊδία. Παράλληλα, προειδοποιούσε ότι τα επόμενα χρόνια η κατάσταση θα γινόταν ολοένα χειρότερη, όπως κι έγινε. Τα ίδια ακριβώς ισχύουν και σήμερα.
Στο πλαίσιο της πολιτικής της «ελεύθερης αγοράς» και σε εποχές θεοποίησης της κερδοφορίας των επιχειρήσεων, οι διακηρύξεις περί προστασίας της δημόσιας υγείας και ασφάλειας των τροφίμων είναι εμπαιγμός και αποπροσανατολισμός των λαϊκών στρωμάτων. «Αποστολή του ΕΦΕΤ δεν είναι η προστασία της δημόσιας υγείας με ουσιαστικούς προληπτικούς ελέγχους, αλλά η αναβάθμιση της εμπιστοσύνης των καταναλωτών στα επισφαλή τρόφιμα των βιομηχανιών», υπογράμμιζε την περασμένη βδομάδα στη Βουλή ο βουλευτής του ΚΚΕ Γ. Μαυρίκος, αναπτύσσοντας την Ερώτηση που κατέθεσε το Κόμμα, με αφορμή το τελευταίο σκάνδαλο. Είναι ολοφάνερο ότι περιπτώσεις σαν κι αυτή δε θα σταματήσουν. Το όργιο με τη διακίνηση επικίνδυνων τροφίμων είναι μέρος ενός συστήματος, που βάζει στο επίκεντρο τα κέρδη των πολυεθνικών, αδιαφορώντας για την ποιότητα των τροφίμων και τη δημόσια υγεία. Για να περιοριστούν τα αλλεπάλληλα κρούσματα με τα ακατάλληλα και επικίνδυνα προϊόντα, επιβάλλεται ουσιαστικός κρατικός προληπτικός έλεγχος σε όλες τις φάσεις της παραγωγής, της εισαγωγής, της διακίνησης, της εμπορίας. Για να εξαλειφθεί, απαιτείται κατάργηση των καπιταλιστικών μονοπωλίων και οργάνωση της παραγωγής με αποκλειστικό κριτήριο τις λαϊκές ανάγκες.