«Καθόμουν, λοιπόν, στο Κανόνι, κι αγνάντευα το Ποντικονήσι. Αφού παράγγειλα τσιτσιμπίρα, στράφηκα προς τη γαλάζια επιφάνεια της λίμνης: μαύρα πουλιά πετούσαν πάνω από τις καλαμιές, βάρκες δεμένες σε πασσάλους λικνίζονταν στις όχθες της. Αεροπλάνα από όλη την Ευρώπη έφταναν στην Κέρκυρα το ένα πίσω από το άλλο. Τα παρακολουθούσα καθώς χαμήλωναν, ορμούσαν στην πίστα και προσγειώνονταν με αγριεμένο βουητό. Ο ήλιος χανόταν πίσω από τους λόφους, βάφοντας τον ουρανό με μωβ χρώματα που σύντομα έγιναν σκοτεινά. Μόλις νύχτωσε, κατέβηκα στη γέφυρα και περπάτησα μέσα στα βούρλα και στα καλάμια. Από τη λίμνη έφταναν ελαφροί ήχοι ψαριών που έριχναν βουτιές, ενώ ακούγονταν κοάσματα βατράχων. Ενα τριζόνι τραγουδούσε το νυχτιάτικο τραγούδι του. Απέναντι φαινόταν το φωτισμένο κτίριο του αεροδρομίου και η κεραία της ραδιοφωνίας. Η πόλη ήταν μια θάλασσα από φώτα, έλαμπε και γυάλιζε. Εβαλα τα χέρια στο στόμα σαν χωνί και φώναξα δυνατά: ένα πουλί σηκώθηκε από τα βούρλα και πέταξε προς τα αρμυρίκια, δυο βατράχια που συνομιλούσαν κοάζοντας σταμάτησαν τη φλυαρία.
Ο πύργος βρίσκεται στην είσοδο του χωριού. Είδα ανοιχτή τη σιδερένια εξώθυρά του και μπήκα. Χτισμένος σ' ένα λόφο, έχει θέα προς τον κάμπο και τους ελαιώνες. Η μάντρα του ήταν γεμάτη αναρριχητικά φυτά. Θάμνοι, αθάνατοι, μυρτιές, πικροδάφνες και αγριολούλουδα φύονταν στον κήπο. Σε μερικά σημεία η βροχή είχε φθείρει τους τοίχους, οι μπογιές είχαν ξεφτίσει, οι σοβάδες είχαν πέσει. Τα παραθυρόφυλλα ήταν κλειστά, το ίδιο και οι πόρτες. Δεν μπόρεσα να μπω στο εσωτερικό του. Είχα μαζί μου μια μηχανή και τράβηξα φωτογραφίες. Σε μια από αυτές διακρίνεται ο πύργος με τα ντουβάρια του κι έναν στρογγυλό φεγγίτη, σε δεύτερη φαίνεται ο κήπος με ένα μαρμάρινο στρογγυλό τραπέζι και γύρω γύρω σιδερένιες καρέκλες, σε τρίτη οι περικοκλάδες που τυλίγουν τα μπαλκόνια, σε τέταρτη το υπερυψωμένο τοιχίο ενός πηγαδιού, σε πέμπτη τα μεταλλικά στηρίγματα μιας κληματαριάς κι ο στύλος ενός γυάλινου φαναριού με ορατό το καλώδιο που μεταφέρει το ρεύμα από τον πίνακα διανομής.
Επέστρεψα στο ξενοδοχείο στο παλιό λιμάνι και κοιμήθηκα. Οταν ξύπνησα το πρωί, πήγα στο παράθυρο και το άνοιξα, ήθελα να δω τη θάλασσα και τον ήλιο. Στάθηκα εκεί παρατηρώντας ένα λευκό καράβι με κόκκινη τσιμινιέρα που ερχόταν από την Ιταλία, σχίζοντας τα νερά με μικρή ταχύτητα. Το νησάκι Βίδο, πράσινο και μοναχικό, δέσποζε στην είσοδο του όρμου. Την τελευταία μέρα μπήκα σ' ένα ταξί για το αεροδρόμιο. Αγόρασα ένα μπουκάλι κουμ κουάτ από το ντιούτι φρι και πήγα στην αίθουσα αναμονής. Οι επιβάτες, Ελληνες και ξένοι, μιλούσαν ο καθένας τη γλώσσα του, ο χώρος αποτελούσε μια μικρή Βαβέλ. Επιβιβάστηκα. Οι αεροσυνοδοί χαμογελούσαν. Η απογείωση έγινε ομαλά, η πτήση δε με κούρασε. Πλησιάζοντας στην Αθήνα, το αεροπλάνο χώθηκε στα σύννεφα, αναταράχτηκε ελαφρά κι ύστερα βγήκε. Φάνηκε ο Σαρωνικός και τα σπίτια της Αττικής. Τότε βγήκα από το όνειρό μου».