ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 24 Αυγούστου 2008
Σελ. /24
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΔΙΗΓΗΜΑ
Ενα εντελώς πληκτικό δωμάτιο

Ραδιοφωνικό έργο από την εποχή πριν από το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο

Παπαγεωργίου Βασίλης

Η ΜΗΤΕΡΑ. Ξάπλωσε καλά και κοιμήσου. Ετσι αύριο δε θα είσαι πια άρρωστος. Καληνύχτα.

ΤΟ ΑΓΟΡΑΚΙ. Καληνύχτα, μητέρα. (Κλείνει η πόρτα). Μητέρα, μητέρα!

Η ΜΗΤΕΡΑ. Τι θέλεις πάλι;

ΤΟ ΑΓΟΡΑΚΙ. Δεν μπορώ να κοιμηθώ. Δεν είναι αρκετά σκοτεινά.

Η ΜΗΤΕΡΑ. Κλείσε τα μάτια σου. Ετσι θα γίνει σκοτάδι. (Κλείνει η πόρτα).

ΤΟ ΑΓΟΡΑΚΙ. Μητέρα!

Η ΜΗΤΕΡΑ. Μη με βασανίζεις! Τι συμβαίνει;

ΤΟ ΑΓΟΡΑΚΙ. Τα μάτια μου δεν κλείνουν. Ολο και ξανανοίγουν, νάαα. Αχ, κάθισε λιγάκι στο κρεβάτι μου. Πες μου καμιά ιστορία ακόμα.

Η ΜΗΤΕΡΑ. Μάλλιασε η γλώσσα μου να σου λέω ιστορίες. Πρέπει να φτιάξω το βραδινό. Διηγήσου μόνος σου μια ιστορία.

ΤΟ ΑΓΟΡΑΚΙ. Δεν μπορώ να διηγηθώ μια ιστορία στον εαυτό μου.

Η ΜΗΤΕΡΑ. Κι όμως, μπορείς! Κοίταξε γύρω - γύρω στο δωμάτιο. Απ' όλα όσα βλέπεις μπορείς να φτιάξεις ιστορίες για τον εαυτό σου.

ΤΟ ΑΓΟΡΑΚΙ. Είναι ένα εντελώς πληκτικό δωμάτιο, όπου από πολύ καιρό ξέρω το καθετί. Και όλα τα πράγματα εδώ μέσα είναι βαρετά.

Η ΜΗΤΕΡΑ. Φαντάσου ότι το δωμάτιο σου είναι ένα λιμάνι. Κι όλα τα πράγματα μέσα σ' αυτό έχουν έρθει από μακριά.

ΤΟ ΑΓΟΡΑΚΙ. Από πού έχουν έρθει; Πες μου.

Η ΜΗΤΕΡΑ. Αρκετά για σήμερα. Καληνύχτα.

ΤΟ ΑΓΟΡΑΚΙ. (Χασμουριέται. Ησυχία. Το φως έρχεται απ' το φανάρι του δρόμου. Χτυπάει η πόρτα). Ποιος χτυπάει;

ΦΩΝΗ ΑΠΟ ΞΕΝΟ ΑΓΟΡΑΚΙ. Εγώ.

ΤΟ ΑΓΟΡΑΚΙ. Ποιος «εγώ»; Ποιος είσαι λοιπόν; Τι περίεργος που φαίνεσαι. Είσαι μισόγυμνος. Το δέρμα σου είναι καφετί, τα δόντια σου αστράφτουν. Τι θέλεις στο σπίτι μου;

ΤΟ ΞΕΝΟ ΑΓΟΡΑΚΙ. Θέλω να πάρω πίσω το σφουγγάρι που σου δάνεισα.

ΤΟ ΑΓΟΡΑΚΙ. Ποτέ δε μου δάνεισες σφουγγάρι. Αυτό το σφουγγάρι το αγόρασε η μητέρα μου στην πόλη. Ημουνα κι εγώ μαζί της.

ΤΟ ΞΕΝΟ ΑΓΟΡΑΚΙ. Ησουνα μπροστά, όταν αγοράστηκε το σφουγγάρι. Εγώ, όμως, το μάζεψα από το βυθό της θάλασσας. Εσύ ξέρεις να κάνεις βουτιές;

ΤΟ ΑΓΟΡΑΚΙ. Οχι ακόμα. Ξέρω όμως να κολυμπάω. Αν δεν είχα αρρωστήσει, θα είχα μάθει να κάνω και βουτιές.

ΤΟ ΞΕΝΟ ΑΓΟΡΑΚΙ. Εγώ ξέρω να κάνω βουτιές σε είκοσι μέτρα βάθος. Ο πατέρας μου φτάνει μέχρι εξήντα μέτρα.

ΤΟ ΑΓΟΡΑΚΙ. Μια φορά είδα στο λιμάνι ένα βουτηχτή με παράξενη στολή. Ετσι είναι ντυμένος και ο πατέρας σου;

ΤΟ ΞΕΝΟ ΑΓΟΡΑΚΙ. Μονάγα ο αδερφός του πατέρα μου είχε στολή βουτηχτή, που ζύγιζε εβδομήντα κιλά. Ο αδερφός του πατέρα μου έβγαινε με πλοίο στ' ανοιχτά. Ολη η πίεση της θάλασσας βαραίνει έναν τέτοιον βουτηχτή. Τον τραβάνε ύστερα επάνω σιγά - σιγά, μέτρο το μέτρο. Ο θείος μου άνοιξε πριν την ώρα τη βαλβίδα ασφαλείας, γιατί ρίχτηκε πάνω του ένα μεγάλο ψάρι. Ετσι τον τραβήξανε επάνω άρον - άρον, ο αέρας μπήκε απότομα στα σωθικά του, το κεφάλι του πρήστηκε, πέθανε απ' αυτό.

ΤΟ ΑΓΟΡΑΚΙ. Θα πρέπει, λοιπόν, να φοβάσαι μέρα - νύχτα για τον πατέρα σου;

ΤΟ ΞΕΝΟ ΑΓΟΡΑΚΙ. Ο φόβος δεν ωφελεί σε τίποτα. Ο πατέρας μου μάλιστα βουτάει γυμνός. Δεν έχει μαζί του κανέναν εξοπλισμό εκτός από μια βαριά πέτρα. Αυτή τον τραβάει προς τα κάτω. Παίρνει μαζί του ένα σακί ή ένα μαχαίρι. Κόβει μ' αυτό τα σφουγγάρια κάτω από το νερό, όπως μαζεύεις εσύ τις πατάτες στο χωράφι. Ο φίλος του κάθεται μέσα στη βάρκα με το πανί και κρατάει στο χέρι του την άκρη του σκοινιού που μ' αυτό είναι δεμένος ο πατέρας μου. Δυο φορές μ' αφήσανε να κρατήσω εγώ το σκοινί.

ΤΟ ΑΓΟΡΑΚΙ. Γιατί βουτάτε διαρκώς στη θάλασσα για σφουγγάρια;

ΤΟ ΞΕΝΟ ΑΓΟΡΑΚΙ. Γιατί αλλιώς θα πεθαίναμε από την πείνα. Η πατρίδα μας είναι ένα νησί όλο βράχια, όπου τίποτα δε φυτρώνει. Πρέπει να βγάζουμε το ψωμί μας στη θάλασσα.

ΤΟ ΑΓΟΡΑΚΙ. Πού βρίσκεται το νησί σου;

ΤΟ ΞΕΝΟ ΑΓΟΡΑΚΙ. Στο Αιγαίο πέλαγος, έξι ώρες μακριά από την Αθήνα. Ελλάδα λένε τη χώρα μου.

ΤΟ ΑΓΟΡΑΚΙ. Γιατί θα μου πάρεις το σφουγγάρι; Θα ήθελα τόσο να το κρατήσω. Οταν θα πλένομαι μ' αυτό, θα σε σκέπτομαι. (Ησυχία. Χτυπάει η πόρτα.)

ΤΟ ΞΕΝΟ ΑΓΟΡΑΚΙ. Ποιος έρχεται τώρα σε σένα;

ΤΟ ΑΓΟΡΑΚΙ. Μητέρα! Μητέρα!

TO ΞΕΝΟ ΑΓΟΡΑΚΙ. Γιατί φωνάζεις έτσι; Δεν έχεις δει ποτέ σου Νέγρο;

ΤΟ ΑΓΟΡΑΚΙ. Τι δουλιά έχει ο Νέγρος εδώ;

Ο ΜΑΥΡΟΣ. Θέλω να σου πάρω πίσω ό,τι βαμβακερό σου έχω δανείσει.

ΤΟ ΑΓΟΡΑΚΙ. Ποτέ δε μου δάνεισες τίποτα.

Ο ΜΑΥΡΟΣ. Μήπως δε φοράς βαμβακερό νυχτικό; Γρήγορα, βγάλτο.

ΤΟ ΑΓΟΡΑΚΙ. Κρυώνω πολύ, κρυώνω πολύ! Το νυχτικό είναι δικό μου, μου το αγόρασε η μητέρα μου.

Ο ΜΑΥΡΟΣ. Η μητέρα σου σου το αγόρασε. Ομως εγώ μάζεψα το βαμβάκι από το οποίο φτιάχτηκε.

ΤΟ ΑΓΟΡΑΚΙ. Ποιος είσαι λοιπόν;

Ο ΜΑΥΡΟΣ. Είμαι ένας από τα δεκαπέντε εκατομμύρια ανθρώπους που δουλεύουν κάθε χρόνο στις βαμβακοφυτείες. Αν μπορούσαμε να πάρουμε δέκα σοδειές βαμβάκι μαζί και να υφάνουμε μ' αυτό ένα και μόνο πελώριο προσόψι, θα μπορούσαμε να τυλίξουμε μέσα σ' αυτό ζεστά ολόκληρη τη σφαίρα της Γης σαν ένα βρέφος.

ΤΟ ΑΓΟΡΑΚΙ. Από την Αφρική έρχεσαι, Νέγρε;

Ο ΜΑΥΡΟΣ. Εγώ όχι. Αλλά οι προγονοί μου ζούσαν ευτυχισμένοι στην Αφρική. Οταν ο Κολόμβος, αναζητώντας θαλασσινό δρόμο για τις Ινδίες, ανακάλυψε την Αμερική, οι Ινδιάνοι του έδειξαν τα πολύχρωμα υφάσματα τους φτιαγμένα από βαμβάκι. Από τότε οι λευκοί κατακτητές ήθελαν με απληστία βαμβάκι. Ομως γι' αυτούς έκανε πάρα πολλή ζέστη για να το φυτεύουν μόνοι τους. Και τότε κουβάλησαν με τη βία εμάς από την Αφρική για να φυτεύουμε και να μαζεύουμε το βαμβάκι για λογαριασμό τους.

ΤΟ ΞΕΝΟ ΑΓΟΡΑΚΙ. Θα ήθελα να μαζεύω κι εγώ όλη την ημέρα πάνω στη γη αντί για το βυθό της θάλασσας.

Ο ΜΑΥΡΟΣ. Αν ήσουν στη θέση μου, δε θα το επιθυμούσες πια. Θα πρέπει και να γεμίζεις μέχρι επάνω τα αμάξια με το βαμβάκι. Τον καιρό της συγκομιδής οι δρόμοι και τα σοκάκια είναι σαν χιονισμένα από τις τουλούπες του βαμβακιού.

ΤΟ ΞΕΝΟ ΑΓΟΡΑΚΙ. Το πανί που φοράω στους γοφούς μου είναι κι αυτό από βαμβάκι; Κάποτε περάσανε από τον τόπο μας ναύτες μ' ένα πλοίο από την Ινδία. Εκανα βουτιές γι' αυτούς, ψάχνοντας για νομίσματα κι εκείνοι μου χαρίσανε το πανί.

Ο ΜΑΥΡΟΣ. Ινδικό βαμβάκι. Αλλοτε ήταν το πιο απαλό που υπήρχε. Ακόμα και το όνομα Kattunπροέρχεται από την Ινδία. Απ' τα παλιά κιόλας χρόνια έφτιαχναν εκεί από βαμβάκι ύφασμα τόσο λεπτό και αραχνοϋφαντο που το ονόμασαν υφασμένος αέρας. Αλλά οι άνθρωποι σ' εσάς, στην Ευρώπη, ήταν τόσο κουτοί που δεν μπορούσαν να φανταστούν πώς φυτρώνει το βαμβάκι. Στον τόπο σας υπάρχουν παλιές εικόνες, όπου από το κοτσάνι αντί για λουλούδι φυτρώνει ένα μικρό πρόβατο. Γιατί οι άνθρωποί σας ήξεραν μονάχα το προβατίσιο μαλλί. (Οι μικροί γελάνε).

ΤΟ ΑΓΟΡΑΚΙ. Μη μου πάρεις το νυχτικό. Αφησέ μου το.

Ο ΜΑΥΡΟΣ. Να, έρχεται ακόμα ένας. Ακούτε τα βήματα; (Χτυπάει η πόρτα).

ΤΟ ΑΓΟΡΑΚΙ. Μητέρα, μητέρα!

ΤΟ ΞΕΝΟ ΑΓΟΡΑΚΙ. Ολη την ώρα φωνάζει τη μητέρα του.

ΞΕΝΗ ΓΥΝΑΙΚΑ. Μη φωνάζεις λοιπόν, μικρέ.

ΤΟ ΑΓΟΡΑΚΙ. Δεν είσαι η μητέρα μου. Το πρόσωπο σου είναι τόσο φρικτά ζαρωμένο, φοράς ένα τόσο αστείο φόρεμα, τόσο πολύχρωμα ρούχα. Η μητέρα μου ποτέ δε φοράει τέτοια ρούχα. Τι έχεις μέσα στο καλάθι σου; Τι θέλεις εδώ πέρα;

ΞΕΝΗ ΓΥΝΑΙΚΑ. Θέλω να πάρω πίσω ό,τι λινά σου δάνεισα.

ΤΟ ΑΓΟΡΑΚΙ. Δε μου δάνεισες τίποτα.

ΞΕΝΗ ΓΥΝΑΙΚΑ. Κι όμως, είσαι ξαπλωμένος πάνω στο σεντόνι μου.

ΤΟ ΑΓΟΡΑΚΙ. Δεν πρέπει να μου το πάρεις. Το στρώμα γρατσουνάει φοβερά. Είμαι ολόγυμνος, αυτός μου πήρε κιόλας το νυχτικό μου.

ΞΕΝΗ ΓΥΝΑΙΚΑ. Το σεντόνι είναι ακόμα τόσο καλό, σαν να το έβγαλα μόλις χτες από τον αργαλειό μου.

ΤΟ ΑΓΟΡΑΚΙ. Δε σου επιτρέπεται να πάρεις κανένα σεντόνι της μητέρας μου. Το σεντόνι το έβγαλε για μένα από την ντουλάπα της.

ΞΕΝΗ ΓΥΝΑΙΚΑ. Το έβγαλε από την ντουλάπα της. Ομως το λινάρι από το οποίο είναι φιαγμένο εγώ το καλλιέργησα στο χωράφι μου, εγώ το έκλωσα στο ροδάνι, εγώ το ύφανα στον αργαλειό μου.

ΤΟ ΑΓΟΡΑΚΙ. Και πού είναι το χωράφι σου, πού βρίσκεται το ροδάνι σου;

ΞΕΝΗ ΓΥΝΑΙΚΑ. Εδώ πολύ κοντά, λίγες ώρες από εδώ, βρίσκεται δίπλα στο ποτάμι το μικρό χωριό μου. Τώρα βέβαια, το χωράφι μου είναι το μοναδικό στην περιοχή όπου καλλιεργείται ακόμα λινάρι. Οταν ήμουνα στην ηλικία σου, δεν υπήρχε σχεδόν ούτε μια χωριάτικη οικογένεια που να μην καλλιεργεί το λινάρι της.

ΤΟ ΑΓΟΡΑΚΙ. Και γιατί δε γίνεται αυτό τώρα πια;

ΞΕΝΗ ΓΥΝΑΙΚΑ. Γιατί οι άνθρωποι έπαψαν να κλώθουν το λινάρι τους στο δικό τους ροδάνι και να το υφαίνουν στο δικό τους αργαλειό. Σιγά - σιγά, πολύ σιγά, το λινάρι λιγόστεψε στη Φλάνδρα, στη Βραθάντη και στη Γερμανία. Τα λινά υφάσματα δεν τα φτιάχνουν πια στους αργαλειούς των χωριατόσπιτων, τα φτιάχνουν μηχανές στα εργοστάσια. Είτε γίνεται σε αργαλειό ή σε μηχανή, είτε είναι λινό ή βαμβακερό, είτε στη Βομβάη ή στο Αανκασάιρ, το κάθε ύφασμα αποτελείται από δυο ειδών κλωστές: στημόνι και υφάδι. Και παραμένει έτσι από τότε που στα πανάρχαια χρόνια οι άνθρωποι δοκίμασαν να υφάνουν.

ΤΟ ΑΓΟΡΑΚΙ. Ποιος τους έμαθε αυτή την τέχνη; Ισως τα πουλιά που έφτιαχναν φωλιές για τα μικρά τους, τότε που οι άνθρωποι ζούσαν ακόμα σε σπηλιές.

ΞΕΝΗ ΓΥΝΑΙΚΑ. Ακούμπησε το χέρι σου ακόμα μια φορά πάνω στο σεντόνι μου ή καλύτερα ακούμπησε το πρόσωπό σου επάνω, να νιώσεις πόσο δροσερό είναι. Ετσι θα μάθεις να ξεχωρίζεις το λινό από το βαμβακερό.

ΤΟ ΑΓΟΡΑΚΙ. Πρέπει να μου το αφήσει το σεντόνι. (Βήματα).

ΤΟ ΞΕΝΟ ΑΓΟΡΑΚΙ. Καινούριος επισκέπτης, νεαρέ. (Χτυπάει η πόρτα).

ΤΟ ΑΓΟΡΑΚΙ. Δυο άντρες, ρωμαλέοι και τραχείς.

Ο ΠΡΩΤΟΣ ΑΝΤΡΑΣ. Θέλουμε να πάρουμε όλα τα καρφιά που υπάρχουν μέσα σ' αυτό το δωμάτιο.

ΤΟ ΑΓΟΡΑΚΙ. (Τρομάζει και κλαίει). Μητέρα! Μητέρα!

ΤΟ ΞΕΝΟ ΑΓΟΡΑΚΙ. Δεν ξέρεις να κάνεις τίποτα καλύτερο από το να φωνάζεις «Μητέρα! Μητέρα!»;

ΤΟ ΑΓΟΡΑΚΙ. Μη μου βγάζετε τα καρφιά από δω. Αν τα βγάλετε τα καρφιά, τίποτα πια δε θα σταθεί στη θέση του μέσα σ' αυτό το δωμάτιο. Το κρεβάτι μου θα γίνει κομμάτια.

ΤΟ ΞΕΝΟ ΑΓΟΡΑΚΙ. Και λοιπόν; Εγώ ποτέ ως τώρα στη ζωή μου δεν έχω κοιμηθεί σε κρεβάτι.

ΤΟ ΑΓΟΡΑΚΙ. Εγώ ποτέ ως τώρα στη ζωή μου δεν έχω κοιμηθεί αλλού από αυτό το κρεβάτι. Θέλω να το κρατήσω το κρεβάτι μου. Είναι το δικό μου κρεβάτι και τα καρφιά ανήκουν σ' αυτό.

ΟΙ ΔΥΟ ΑΝΤΡΕΣ. Τα καρφιά ανήκουν σε μας. Χωρίς εμάς δε θα είχες καθόλου καρφιά.

ΤΟ ΑΓΟΡΑΚΙ. Ποιοι είστε; Τι σχέση έχετε με τα καρφιά μου;

Ο ΠΡΩΤΟΣ ΑΝΤΡΑΣ. Είμαι από τον Καύκασο.

Ο ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΑΝΤΡΑΣ. Είμαι από τη Σουηδία.

ΤΟ ΑΓΟΡΑΚΙ. Και τι σχέση έχετε εσείς οι δυο άντρες με ένα μικρούτσικο καρφάκι;

Ο ΣΟΥΗΔΟΣ. Για το καρφί σου έβγαλα το σίδερο από ένα βουνό. Το μεταλλείο μου βρίσκεται στην Κιρούνα. Είναι παράξενο μεταλλείο, γιατί βρίσκεται πάνω στη γη κι όχι κάτω απ' αυτήν. Τις νύχτες το βουνό λάμπει με φώτα ζωηρά, σαν να έχει πολλά παράθυρα. Εκεί σκάβω και βγάζω το καλό σίδερο που χρειάζεται για να γίνουν καλά καρφιά, τέτοια που να μην τα κάνει πλακουτσά το χτύπημα του σφυριού.

Ο ΚΑΥΚΑΣΙΟΣ. Στα άγρια γεμάτα χαράδρες βουνά μου έβγαλα σκάβοντας μετάλλευμα μαγγανίου. Μονάχα αυτό μπορεί να σκληρύνει το σίδερο του Σουηδού έτσι που να γίνεται καρφί.

Ο ΣΟΥΗΔΟΣ. Ελα, φίλε, θα πάρουμε τα καρφιά μας.

ΤΟ ΑΓΟΡΑΚΙ. Οχι, όχι, όχι.

ΤΟ ΞΕΝΟ ΑΓΟΡΑΚΙ. Να, άκου, ακόμα ένας! Ερχεται με βήματα τόσο βαριά που όλα τρέμουν.

ΤΟ ΑΓΟΡΑΚΙ. Μητέρα!

Η ΞΕΝΗ ΓΥΝΑΙΚΑ. Κάθισε ήσυχα μικρέ! Δεν έχουν για στόχο τη ζωή σου, αλλά τα πράγματά σου. Τα πράγματα που έχεις μεταχειριστεί χίλιες φορές ως τώρα, τα είπες σαχλά και βαρετά. (Χτυπάει η πόρτα).

ΟΛΟΙ. Εμπρός.

Ο ΟΔΗΓΟΣ ΤΗΣ ΣΧΕΔΙΑΣ. Θέλω να πάρω πίσω όλα τα ξύλα που κατέβασα με τη σχεδία γι' αυτό το δωμάτιο.

ΤΟ ΑΓΟΡΑΚΙ (Κλαίει). Ολα τα ξύλα;

Ο ΟΔΗΓΟΣ ΤΗΣ ΣΧΕΔΙΑΣ: Πατώματα και πόρτες, κουφώματα παραθύρων και καρέκλες, ντουλάπα και κρεβατόξυλα.

ΤΟ ΑΓΟΡΑΚΙ. Τότε δε θα έχω πια δωμάτιο.

ΤΟ ΞΕΝΟ ΑΓΟΡΑΚΙ. Οι περισσότεροι από εμάς εδώ δεν έχουμε δωμάτιο.

Ο ΟΔΗΓΟΣ ΤΗΣ ΣΧΕΔΙΑΣ. Οταν κατέβαζα με τη σχεδία τα ξύλα ακολουθώντας το ρεύμα, είχα για βδομάδες στέγη τον ουρανό και πάτωμα τους υγρούς κορμούς των δέντρων. Τα ξύλα του κρεβατιού σου ήταν ένας στρογγυλός χοντρός κορμός δέντρων. Οι υλοτόμοι τα έσερναν μέχρι τον χείμαρρο που χυνόταν στο ορμητικό ποτάμι. Υπήρχαν παιδάκια, μικρότερα από σένα, που έφερναν στους πατεράδες τους το φαΐ από την κοιλάδα στα μέρη όπου έκοβαν ξύλα. Το δρόμο της επιστροφής τον έκαναν ανεβασμένα πάνω στους κορμούς που έσπρωχναν στο νερό. Εμείς που οδηγούμε σχεδίες ήμασταν στον κόλπο. Δέναμε κορμούς δέντρων μαζί και φτιάχναμε έτσι μεγάλες σχεδίες. (Θόρυβοι και κοφτές οδηγίες).

Ο ΚΑΥΚΑΣΙΟΣ. Την ντουλάπα τώρα, Σουηδέ! Μην ξεχάσεις κανένα καρφί, Σουηδέ. (Τριξίματα και κρότοι).

Ο ΟΔΗΓΟΣ ΣΧΕΔΙΑΣ. Τώρα το κρεβάτι. Βγάλτε τα καρφιά, θα πάρω τα κρεβατόξυλά μου.

ΤΟ ΑΓΟΡΑΚΙ. Οχι, όχι, όχι!

Η ΓΥΝΑΙΚΑ. Μπουμ, μικρέ, να 'σαι χάμω. (Ολοι γελάνε).

ΤΟ ΑΓΟΡΑΚΙ. Αφήστε μου τα πράγματά μου! Το κρεβάτι σας, το σφουγγάρι σας, το λινό σας, το βαμβάκι σας. Δεν τα ήξερα όλα αυτά. Τώρα ξέρω τι πράγματα είναι. Σταματήστε. Φανείτε καλοί.

Ο ΣΟΥΗΔΟΣ. Να σταματήσουμε ή να μη σταματήσουμε;

ΤΟ ΞΕΝΟ ΑΓΟΡΑΚΙ. Εγώ λέω να του αφήσω το σφουγγάρι μου.

Η ΓΥΝΑΙΚΑ. Σύμφωνοι. Πιστεύω ότι τώρα μας κατάλαβε. Τώρα ξέρει πόση δύναμη και κόπος φωλιάζει μέσα σε όλα. Καρφώστε του πάλι το κρεβάτι του. Υστερα θα στρώσω επάνω το σεντόνι μου.

Ο ΜΑΥΡΟΣ. Μπορείς να ξαναφορέσεις το νυχτικό μου. (Σφυριές και χτυπήματα).

Ο ΣΟΥΗΔΟΣ. Μπήκε στη θέση του και το τελευταίο καρφί.

Η ΓΥΝΑΙΚΑ. Κοιμήσου τώρα. Καληνύχτα.

ΤΟ ΞΕΝΟ ΑΓΟΡΑΚΙ. Μη μας ξεχάσεις ποτέ! (Κλείνει η πόρτα, ακούγονται βήματα, ύστερα ησυχία).

ΤΟ ΑΓΟΡΑΚΙ. Μητέρα!

Η ΜΗΤΕΡΑ. Ακόμα δεν κοιμήθηκες;

ΤΟ ΑΓΟΡΑΚΙ. Μητέρα, ξημέρωσε πια;

Η ΜΗΤΕΡΑ. Ακόμα είναι κατάμαυρη νύχτα!

ΤΟ ΑΓΟΡΑΚΙ. Μητέρα, άγγιξέ με. Είσαι ακόμα εδώ;

Η ΜΗΤΕΡΑ. Φυσικά.

ΤΟ ΑΓΟΡΑΚΙ. Το κρεβάτι μου είναι ακόμα εδώ;

Η ΜΗΤΕΡΑ. Και βέβαια.

ΤΟ ΑΓΟΡΑΚΙ. Και το σφουγγάρι μου και το σκέπασμα μου και το νυχτικό μου;

Η ΜΗΤΕΡΑ. Ναι, πού αλλού θα ήταν; Εδώ είναι όλα. Κοιμήσου.

ΤΟ ΑΓΟΡΑΚΙ. (Χασμουριέται και λέει χαρούμενα). Ολα είναι πάλι εδώ.

Η ΜΗΤΕΡΑ. Καληνύχτα, αγοράκι.


Της Αννας Ζέγκερς

Η Αννα Ζέγκερς (1900 - 1983) γεννήθηκε στο Μάιντς της Γερμανίας με το όνομα Νίτι Ρόιλινγκ. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο ιστορία της Τέχνης, Φιλολογία και Ιστορία. Το 1924 έλαβε το διδακτορικό φιλοσοφίας από το πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης. Την ίδια χρονιά δημοσιεύει το πρώτο της διήγημα. Το 1925 παντρεύεται τον Ούγγρο φιλόσοφο και οικονομολόγο Λάζλο Ραντβάνι. Το 1928 της απονέμεται το βραβείο «Κλάιστ» για το μυθιστόρημά της «Η επανάσταση των ψαράδων της Σάντα Μπάρμπαρα». Μετά τον εμπρησμό του Ράιχσταγκ, το 1933 μεταναστεύει οικογενειακώς στη Γαλλία. Το 1941 φεύγουν για τη Μαρτινίκα και λίγο αργότερα για τη Νέα Υόρκη, όπου δε γίνονται δεκτοί από το FBI και καταλήγουν στο Μεξικό, όπου και εγκαθίστανται. Το 1943 γράφει το «Τράνζιτο», που αναφέρεται στην αναμονή των φυγάδων αντιπάλων του ναζισμού στη Μασσαλία για μια βίζα. Το 1947 επιστρέφει στην Ανατολική Γερμανία. Γίνεται μέλος του Παγκόσμιου Συμβουλίου Ειρήνης και το 1951 τιμάται με το βραβείο «Μπίχνερ». Το 1952 γίνεται πρόεδρος της Ενωσης Συγγραφέων Ανατολικής Γερμανίας μέχρι το 1978, οπότε γίνεται επίτιμος πρόεδρος. Αλλα έργα της: «Ο δρόμος του Φεβρουαρίου», «Εβδομος Σταυρός», «Οι γάμοι της Αϊτής», «Η δύναμη των αδυνάτων». Εγραψε επίσης πολλά δοκίμια και νουβέλες. Το σημερινό διήγημα είναι από το βιβλίο της «Ιστορίες του χτες και του σήμερα» (1986 εκδ. «Σύγχρονη Εποχή»).



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ