Στην ιστοσελίδα του διαβάζουμε: «Ο απώτερος στόχος όλων των ερευνών και δραστηριοτήτων του Ινστιτούτου είναι να εξυπηρετήσει την ευρύτερη κοινότητα χάραξης πολιτικής στις Ηνωμένες Πολιτείες και τον υπόλοιπο κόσμο, επιτρέποντας στους μελετητές και τους ηγέτες των επιχειρήσεων, της εργασίας και της διακυβέρνησης να συνεργαστούν σε προβλήματα κοινού ενδιαφέροντος». Ευθύς εξαρχής διατυμπανίζει ότι στόχος του είναι η επίτευξη ταξικής συνεργασίας, που μεταφράζεται σε άνευ όρων υποταγή των εργαζομένων στους καπιταλιστές. Οι προτάσεις του, άλλωστε, είναι «κομμένες και ραμμένες» στα μέτρα της κυρίαρχης τάξης.
Για παράδειγμα, σε μια συνοπτική παρουσίαση των προτάσεών του για την ανεργία, υπερασπίζεται ένα πρόγραμμα «ευκαιριών απασχόλησης» που στηρίζεται στην κινητικότητα και την ευελιξία μεταξύ διαφορετικών κλάδων, μέτρα όπως η μείωση των ημερών εργασίας, ή κίνητρα σε όσους εργοδότες κάνουν προσλήψεις, έτσι που να «ωφεληθούν και οι δύο πλευρές», με τις λεγόμενες «ενεργητικές πολιτικές για την απασχόληση», που σημαίνει προσφορά τζάμπα εργασίας στους εργοδότες.
Οι σχέσεις του ΣΥΡΙΖΑ με το Ινστιτούτο, μάλλον δεν περιορίζονται στην πρόσκληση που έλαβε ο Αλ. Τσίπρας. Φαίνεται πως προϋπάρχουν. Αν και δε διαθέτουμε άλλα στοιχεία για το πότε και από ποιους οικοδομήθηκαν, ωστόσο οι αναλύσεις του Ινστιτούτου μοιάζουν σαν δίδυμα αδελφάκια με τις αναλύσεις του ΣΥΡΙΖΑ για την κρίση και τις προτάσεις για ένα άλλο μείγμα αστικής διαχείρισης.
Μεταξύ άλλων, κι ένα δημοσίευμα της «Αυγής» για ένα συνέδριο του Ινστιτούτου στα τέλη του περασμένου Νοέμβρη στο Βερολίνο. Γράφει η «Αυγή» στο διθυραμβικό της κείμενο: «Το Ινστιτούτο Οικονομικών Levy (...) είναι ένα από τα σημαντικότερα ερευνητικά ινστιτούτα οικονομικής ανάλυσης και πολιτικής οικονομικής στις Ηνωμένες Πολιτείες (...) βαθιά προσκολλημένο σε μετα-κεϊνσιανές αναλύσεις (...) που στοχεύουν στη ριζική αναδιοργάνωση του τρόπου λειτουργίας των θεσμών του σύγχρονου καπιταλισμού, με απώτερο σκοπό μια ορθολογικά λειτουργούσα οικονομία (...) Την περασμένη εβδομάδα, 25-26 Νοεμβρίου, το Levy Economics Institute διοργάνωσε ένα διεθνές συνέδριο στο Βερολίνο, στο κεντρικό κτήριο της Deutsche Bank, για τις οικονομικές εξελίξεις στην Ευρώπη, τις ΗΠΑ και την Ασία (...) Ανάμεσα στους πολλούς διακεκριμένους ομιλητές ήταν ο Αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), ο αναπληρωτής Γερμανός υπουργός Οικονομικών Steffen Kampeter, ο πρέσβης των Ηνωμένων Πολιτειών στη Γερμανία Philip Murphy, ο επικεφαλής οικονομολόγος της ΕΚΤ και μέλος του εκτελεστικού συμβουλίου της τράπεζας Peter Praet, η πρώτη αντιπρόεδρος της Ομοσπονδιακής Τράπεζας της Νέα Υόρκης Christine M. Cumming, ο πρόεδρος και CEO της Ομοσπονδιακής Τράπεζας του Ντάλας Richard Fisher, ο πρόεδρος και CEO της Ομοσπονδιακής Τράπεζας της Ατλάντα Dennis Lockhart και ο διευθυντής Ερευνας στην Deutsche Bank Klaus Gunter Deutsch (...) Στο συνέδριο ήταν επίσης προσκεκλημένος ομιλητής ο βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ και καθηγητής πολιτικής οικονομίας στο Πανεπιστήμιο της Κρήτης Γιώργος Σταθάκης».
Στην επιμονή του δημοσιογράφου να προσδιορίσει αν ο ΣΥΡΙΖΑ θέλει να ασκήσει διαχείριση στο υπάρχον καπιταλιστικό σύστημα, η απάντηση ήταν επίσης αφοπλιστική: «Εντός του συστήματος, προφανώς. Αυτό είναι το διακύβευμα σήμερα για την ελληνική οικονομία και την ελληνική κοινωνία».
Κι όταν του επισημάνθηκε ότι τραπεζικοί κύκλοι που πριν λίγο καιρό απηύθυναν στο ΣΥΡΙΖΑ το χαρακτηρισμό «ακραίος» σήμερα στρογγυλεύουν το λόγο τους όταν αναφέρονται σ' αυτόν, άρα ίσως έχει στρογγυλέψει τις θέσεις του ο ΣΥΡΙΖΑ, ο Γ. Σταθάκης με χαμόγελο απάντησε: «Εάν θέλουμε να κυβερνήσουμε, και θέλουμε, οι προτάσεις μας πρέπει να είναι πολύ σαφείς, συγκεκριμένες και ρεαλιστικές».
Η φράση του θυμίζει την αντίστοιχη με την οποία το non paper για την επίσκεψη Τσίπρα στο Βερολίνο, απαντούσε στις κατηγορίες ότι άλλα λέει στα αλώνια κι άλλα στα σαλόνια των αστών. Σύμφωνα με το γραφείο Τύπου του ΣΥΡΙΖΑ, «αν αφήσουμε στην άκρη την αυτονόητη διαφορά ύφους που επιβάλλει το πλαίσιο της συζήτησης κάθε φορά (μόνο άσχετοι μιλάνε ακριβώς το ίδιο ανεξάρτητα από το πλαίσιο) το πραγματικό ζήτημα έχει να κάνει με την πολιτική ουσία, με το περιεχόμενο των εκάστοτε τοποθετήσεων στα διάφορα πλαίσια».
«Το ΔΝΤ επέμενε στην αναδιάρθρωση του χρέους (...) Η πρόταση αυτή δεν έγινε αποδεκτή από την ηγεσία της ΕΕ και συνεπώς αναβλήθηκε για ακόμη μια φορά η αντιμετώπιση του προβλήματος, τουλάχιστον έως μετά τις γερμανικές εκλογές το φθινόπωρο του 2013. Αυτό προϋποθέτει ότι η Ελλάδα μπορεί, μέχρι τότε, να διατηρηθεί ζωντανή με μηχανική στήριξη. Ετσι, η κρίση του δημόσιου χρέους δεν πρόκειται ποτέ να λυθεί, αν η προσοχή συνεχίσει να επικεντρώνεται στον αριθμητή, αντί στον παρονομαστή, της αναλογίας χρέους προς το ΑΕΠ».
Οσο για το τι χρειάζεται η ελληνική οικονομία για να επανέλθει σε τροχιά ανάπτυξης, ο πρόεδρος του Ινστιτούτου απαντά: «Τίποτε λιγότερο από ένα σοβαρά χρηματοδοτημένο στρατηγικό σχέδιο ανάπτυξης. Οι εκτιμήσεις μας για το ποσό που απαιτείται, για επενδύσεις σε στρατηγικούς τομείς στην Ελλάδα, είναι της τάξης των 30-40 δισ. ευρώ για τα επόμενα τρία χρόνια. Ετσι θα πάρει μπρος η κινητήρια δύναμη της ανάπτυξης (...) Αυτή η δημοσιονομική τόνωση της οικονομίας θα μπορούσε επίσης να χρηματοδοτηθεί, εάν ένα σημαντικό μέρος του 28% του ΑΕΠ της άτυπης οικονομίας εισχωρούσε στην επίσημη οικονομία και εφορολογείτο ανάλογα».