Οι «λεπτές ισορροπίες» μεταξύ των αντιμαχόμενων συμφερόντων ΗΠΑ, ΕΕ και Ρωσίας στο πλαίσιο του ανταγωνισμού για τον έλεγχο των αγωγών μεταφοράς ενέργειας, αναδείχτηκαν με ένταση από την πρόσφατη επίσκεψη του Κ. Καραμανλή στη Μόσχα.
Η αποτίμηση της επίσκεψης και των συνομιλιών που είχε ο Ελληνας πρωθυπουργός με τον Βλ. Πούτιν, όπως αποτυπώνεται από τις ρωσικές εφημερίδες, επιβεβαιώνει ότι η ελληνική κυβέρνηση δένει πιο σφικτά τη χώρα με τα «ενεργειακά σχέδια» των μονοπωλιακών κολοσσών της Ρωσίας, αλλά και των ΗΠΑ, με απρόβλεπτες συνέπειες για τη συνέχεια. Το μόνο σίγουρο είναι ότι ο λαός δεν πρόκειται να «εισπράξει» τίποτα θετικό από αυτή την εμπλοκή...
Το κλίμα που υπάρχει στο Κρεμλίνο για την επίσκεψη του Κ. Καραμανλή, αλλά και τον τρόπο που αντιλαμβάνεται η ρωσική κυβέρνηση την «ενεργειακή συνεργασία» με την Ελλάδα αποτυπώνεται από τη «Ρασίσκαγια Γκαζιέτα», επίσημη εφημερίδα της ρωσικής κυβέρνησης. Σε ρεπορτάζ της, υπό τον τίτλο «Καμία πίεση», εκτιμά ότι «Μόσχα και Αθήνα έγιναν, από γεωπολιτικής άποψης, ενεργειακοί εταίροι με αμοιβαία συμφέροντα. Η Ελλάδα αποτελεί για τη Ρωσία μια άνετη διαδρομή εξαγωγής των πετρελαίων της Κασπίας με παράκαμψη των τουρκικών στενών του Βοσπόρου και των Δαρδανελίων, αλλά και του ρωσικού αερίου στο πλαίσιο του σχεδίου "South Stream" ("Νότιο Ρεύμα"). Για την Ελλάδα και τα δύο σχέδια σημαίνουν όχι μόνο έναν τρόπο ενίσχυσης του εγχώριου ενεργειακού τομέα, αλλά και κέρδη από τη διαμετακόμιση του ρωσικού πετρελαίου και αερίου».
Στο ίδιο πνεύμα κινείται και η ανακοίνωση που εξέδωσε το Κρεμλίνο, μετά την τηλεφωνική επικοινωνία που είχε προχτές ο Βλ. Πούτιν με τον Βούλγαρο ομόλογό του Σεργκέι Στανίσεφ. Κατά τη διάρκεια της συνομιλίας Πούτιν - Στανίσεφ «έδειξαν ιδιαίτερη προσοχή σε σημαντικότατα ενεργειακά σχέδια, όπως το "Μπουργκάς - Αλεξανδρούπολη" και το "Νότιο Ρεύμα" (South Stream), ενώ και από τις δύο πλευρές υπογραμμίστηκε η στρατηγική σημασία των σχεδίων αυτών ως προς τη διασφάλιση της ενεργειακής ασφάλειας της Ευρώπης».
Κατά την ημερήσια «Γκαζιέτα», που δημοσίευσε άρθρο με τον τίτλο «Νότιο ορμητήριο αερίου», η δήλωση του Ελληνα πρωθυπουργού ότι βρίσκεται υπό επεξεργασία διακυβερνητική συμφωνία για το σχέδιο του «South Stream», «προκάλεσε αίσθηση, επειδή για το εν λόγω σχέδιο δεν έχει εκπονηθεί τεχνικο-οικονομική μελέτη ούτε καθοριστεί συγκεκριμένη διαδρομή. Η "Γκαζπρόμ" και η ιταλική ΕΝΙ πρόσφατα, στις 22 Νοεμβρίου, υπέγραψαν συμφωνία για την ίδρυση κοινοπραξίας, η οποία θα μελετήσει τη διαδρομή του αγωγού, όμως η Ελλάδα ήδη είναι έτοιμη να παραλάβει το ρωσικό αέριο από τον αγωγό αυτό».
Η εφημερίδα επισημαίνει, επίσης, ότι η Αθήνα ενδιαφέρεται για τον «South Stream» κυρίως «για να διαφοροποιήσει τις διαδρομές και να μην εξαρτάται από την Αγκυρα», η οποία φιλοδοξεί «να γίνει η Τουρκία βασική χώρα διέλευσης των υδρογονανθράκων». Ομως και για τη Ρωσία, γράφει η «Γκαζιέτα», η συνεργασία με την Ελλάδα είναι άκρως σημαντική από γεωπολιτική άποψη, διότι «εξασφαλίζοντας την υποστήριξη της Αθήνας, η Μόσχα θα μπορέσει να παρακάμψει την Τουρκία αναζητώντας διέξοδο του αερίου προς τη Νότια Ευρώπη. Αυτό είναι απαραίτητο για να αποφευχθεί ο ανταγωνισμός εκ μέρους του Αζερμπαϊτζάν, που εκμεταλλεύεται το κοίτασμα αερίου Σαχ-Ντενίς και προωθεί το σχέδιο Nabucco. Η Μόσχα όμως υποστηρίζει ότι το σχέδιο Nabucco, που προβλέπει μεταφορά αερίου μέσω του Αζερμπαϊτζάν, της Γεωργίας, της Τουρκίας, της Βουλγαρίας και της Ουγγαρίας, μπορεί και να μην υλοποιηθεί, επειδή δε θα αντέξει τον ανταγωνισμό εκ μέρους του αγωγού "South Stream" από τον οποίο το ένα ήμισυ θα ανήκει στην Ιταλία και το άλλο στη Ρωσία».
Σύμφωνα με την οικονομική «RBC-Daily», «παλαιότερα και το Αζερμπαϊτζάν σκόπευε να προμηθεύει με αέριο την Ελλάδα, αλλά σε περίπτωση σύναψης μακροπρόθεσμου συμβολαίου μεταξύ της Ρωσίας και της Ελλάδας ο ανταγωνιστής μπορεί να χάσει αυτήν την πιθανότητα. Λαμβάνοντας υπόψη ότι τα αποθέματα του μεγαλύτερου κοιτάσματος του Αζερμπαϊτζάν Σαχ-Ντενίς εκτιμώνται σε 1 τρισ. κ.μ. έναντι των 30 τρισ. κ.μ. των αποθεμάτων της "Γκαζπρόμ", για την Ελλάδα θα ήταν πιο ασφαλές να έχει τη ρωσική εταιρεία ως προμηθευτή».
Το οικονομικό ημερήσιο φύλλο «Κομερσάντ» αναφέρεται στην υπογραφή του πρωτοκόλλου για την ίδρυση της Διεθνούς Εταιρείας Εργου (ΔΕΕ), επικαλούμενο τον αντιπρόεδρο της συντονίστριας εταιρείας του έργου «Τρανσνέφτ» Μιχαήλ Μπαρκόφ: «Υπολογίζεται να ολοκληρωθεί έως το τέλος Ιανουαρίου η διαδικασία της καταχώρισης της ΔΕΕ στην Ολλανδία, για να προβεί η εταιρεία στην εκπόνηση της τεχνικο-οικονομικής μελέτης του σχεδίου και στον υπολογισμό της ταρίφας για τη μεταφορά πετρελαίου. Κατά την εκτίμηση του υπουργού Βιομηχανίας και Ενέργειας της Ρωσίας Βίκτορ Χριστένκο, για τη διεκπεραίωση της διαδικασίας αυτής θα χρειαστεί ένα εξάμηνο, "αν δεν παρακωλυθεί από την απαλλοτρίωση γης". Αλλος ενάμισης χρόνος θα χρειαστεί για την κατασκευή του αγωγού».
Την ίδια στιγμή, η εφημερίδα «Γκαζιέτα» εκτιμά ότι η προμήθεια ρωσικών τεθωρακισμένων οχημάτων μάχης από την Ελλάδα «θα πραγματοποιηθεί παρά τη θέληση των ΗΠΑ να πουλήσουν στην Ελλάδα δικά τους οπλικά συστήματα και τη θέληση της Τουρκίας να μην έχει γείτονα που κατέχει ισχυρά όπλα» και συμπληρώνει ότι «η ιδιαίτερη ανησυχία της Αγκυρας προκαλείται από τα συστήματα S-300».
ΛΕΥΚΩΣΙΑ.--
Εντονη αντίδραση της νόμιμης κυβέρνησης της Κυπριακής Δημοκρατίας προκάλεσε η προκλητική ενέργεια του ψευδοκράτους να ανοίξει γραφείο «αντιπροσωπείας της "Τουρκικής Δημοκρατίας Βορείου Κύπρου"» στη Ρώμη. Η Κύπρια υπουργός Εξωτερικών Ερατώ Μαρκουλλή απέστειλε έγγραφη διαμαρτυρία στον Ιταλό ομόλογό της Μάσιμο Ντ' Αλέμα, ενώ η Κυπριακή Δημοκρατία έκανε επιπλέον διαβήματα στον πρέσβη της Ιταλίας στη Λευκωσία.
Κατόπιν αυτών, η ιταλική κυβέρνηση με ανακοίνωσή της δήλωσε ότι αναγνωρίζει μόνο την Κυπριακή Δημοκρατία, σημειώνοντας παράλληλα ότι το επίμαχο γραφείο «είναι μια εμπορική εταιρεία αποκλειστικά ιδιωτικής φύσης, εγγεγραμμένη στο Εμπορικό Επιμελητήριο της Ρώμης ως εταιρεία περιορισμένη ευθύνης και δεν κατέχει εξουσιοδοτημένη δύναμη αντιπροσωπείας».
Ο ΥΠΕΞ του κατοχικού καθεστώτος, ωστόσο, δε δίστασε να γίνει ακόμα πιο προκλητικός, ισχυριζόμενος ότι η «αντιπροσωπεία» θα «δραστηριοποιείται στους τομείς εμπορίου, πολιτισμού, τουρισμού και εκπαίδευσης».
Στο μεταξύ ο πληθυσμός των ελεύθερων περιοχών της Κύπρου, σύμφωνα με τη δημογραφική έκθεση της Στατιστικής Υπηρεσίας της χώρας, ανέρχεται στις 788.700 άτομα, σημειώνοντας αύξηση της τάξης του 1,6%, που αποδίδεται κυρίως στους μετανάστες και όχι σε φυσική αύξηση. Αξίζει να σημειώσουμε δε ότι άγνωστα παραμένουν τα πληθυσμιακά στοιχεία αναφορικά με τους εποίκους και τους Τουρκοκύπριους.