ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 12 Γενάρη 2003
Σελ. /32
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ
Στο τούνελ της στασιμότητας

Η ισχνή αύξηση (0,2%) της παραγωγής στο φετινό δεκάμηνο (έναντι αύξησης 2,4% και 4,9% στα δεκάμηνα του 2001 και 2000) προδιαγράφουν αρνητικές παρενέργειες σε ανεργία, εμπορικό έλλειμμα και το σύνολο της οικονομίας

Από το κακό στο χειρότερο, πάει - μετά από ένα μικρό διάλειμμα ανάκαμψης - η βιομηχανική παραγωγή, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την απασχόληση στα εργοστάσια, τις εξαγωγές, το εμπορικό έλλειμμα και γενικότερα την πορεία ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας. Οι δείκτες της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας της Ελλάδας (ΕΣΥΕ) για τη βιομηχανική παραγωγή, καταγράφουν κάθε μήνα, όλο και πιο έντονα τα σημάδια στασιμότητας στο συνολικό όγκο παραγωγής εμπορευμάτων. Ο όρος στασιμότητα δεν επιλέχτηκε τυχαία, αφού (στο δεκάμηνο Γενάρης - Οκτώβρης 2002, συγκριτικά με το αντίστοιχο περσινό δεκάμηνο) η παραγωγή στο πιο δυναμικό τμήμα της ελληνικής βιομηχανίας, που είναι η μεταποιητική βιομηχανία, αυξήθηκε μόλις 0,2%.

Ενδεικτικά για την ανησυχητική πορεία της βιομηχανικής παραγωγής, είναι και τα εξής 3 στοιχεία:

Πρώτον, το γεγονός ότι στους 8 από τους 22 κλάδους της μεταποιητικής βιομηχανίας, ο όγκος της παραγωγής στο φετινό δεκάμηνο Γενάρης - Οκτώβρης ήταν μικρότερος από τα επίπεδα της παραγωγής του έτους 1995.

Δεύτερον, στο φετινό δεκάμηνο (Γενάρης- Οκτώβρης) συγκριτικά με το αντίστοιχο περσινό, στους 10 από τους 22 κλάδους της μεταποίησης η παραγωγή παρουσίασε πτώση.

Τρίτον, η επιδείνωση του εμπορικού ελλείμματος σε όλη τη διάρκεια του 2002, που σε μεγάλο βαθμό οφείλεται, από τη μια, στο γεγονός ότι αυξάνονται οι εισαγωγές διαρκών καταναλωτικών προϊόντων (τα οποία εκτοπίζουν τα αντίστοιχα ελληνικά) και, από την άλλη, στη μείωση των εξαγωγών ελληνικών προϊόντων (που σημαίνει ότι χάνονται για την Ελλάδα παραδοσιακές αγορές του εξωτερικού). Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της ΕΣΥΕ για την πορεία των εμπορευματικών συναλλαγών της Ελλάδας με το εξωτερικό, το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου στο εννιάμηνο Γενάρης - Σεπτέμβρης 2002, αυξήθηκε κατά 164 εκατ. ευρώ (55,9 δισ. δραχμές) ή κατά 1,2% και ανήλθε στο ποσό των 13,930,1 εκατ. ευρώ, έναντι 13,766,1 εκατ. ευρώ το περσινό εννιάμηνο. Η αύξηση του εμπορικού ελλείμματος, χωρίς τα πετρελαιοειδή, είναι πολύ μεγαλύτερη. Στο εξεταζόμενο εννιάμηνο, το εμπορικό έλλειμμα - χωρίς τα πετρελαιοειδή - αυξήθηκε κατά 533,2 εκατ. ευρώ ή 4,9%, εξέλιξη που αποτυπώνει με το δικό της τρόπο τις αρνητικές επιπτώσεις από τους όρους παραγωγής και πώλησης (τιμές, ποιότητα κλπ.) και των εγχωρίως παραγόμενων βιομηχανικών προϊόντων.

Με τη γλώσσα των αριθμών

Ας δούμε αναλυτικότερα, την πορεία της βιομηχανικής παραγωγής, όπως αυτή αποτυπώνεται με τη γλώσσα των αριθμών στα στοιχεία της ΕΣΥΕ.

Σύμφωνα, λοιπόν, με την ΕΣΥΕ (τελευταία διαθέσιμα στοιχεία δημοσιεύονται στο σχετικό πίνακα), στο δεκάμηνο Γενάρης -Οκτώβρης 2002, ο όγκος παραγωγής στα εργοστάσια της μεταποιητικής βιομηχανίας:

  • Εμφανίζει αύξηση μόλις 0,2% συγκριτικά με το περσινό δεκάμηνο, έναντι αύξησης 2,4% και 4,9% που είχε σημειωθεί στα αντίστοιχα δεκάμηνο του 2001 και 2000. Παρατηρούμε δηλαδή μια κατακόρυφη πτώση των ρυθμών αύξησης της παραγωγής, στη μεταποίηση που - όπως προαναφέρθηκε - αποτελεί το πιο δυναμικό τμήμα κάθε οικονομίας.
  • Μειώθηκε στους 10 από τους 22 κλάδους, με τη μεγαλύτερη πτώση να συγκεντρώνεται στον κλάδο συσκευών ραδιοφωνίας, τηλεόρασης και επικοινωνιών (38,4%) και αυξήθηκε στους υπόλοιπους 12 με τη μεγαλύτερη άνοδο να καταγράφει ο κλάδος εκτυπώσεων - εκδόσεων (26,5%).
  • Παρουσίασε κατακόρυφη πτώση στους κλάδους (εργοστάσια) που παράγουν κεφαλαιουχικά αγαθά (εργαλειομηχανές) και διαρκή καταναλωτικά αγαθά (είδη οικιακού εξοπλισμού, όπως έπιπλα, ηλεκτρικές συσκευές κλπ.). Συγκεκριμένα, η παραγωγή κεφαλαιουχικών αγαθών μειώθηκε 9,3% (έναντι αύξησης 5,6% και 6,3% τα αντίστοιχα δεκάμηνα). Ακόμη μεγαλύτερη ήταν η πτώση στην παραγωγή διαρκών καταναλωτικών αγαθών, που στο φετινό δεκάμηνο έφτασε 12,6%, έναντι μείωσης 0,1% στο δεκάμηνο του 2001 και αύξησης 14,3% το 2000.

Η κακή πορεία στην παραγωγή κεφαλαιουχικών και διαρκών καταναλωτικών αγαθών, σκιαγραφεί, σε μεγάλο βαθμό, την ένταση της εξάρτησης από το εξωτερικό. Ταυτόχρονα, δείχνει ότι τα παχυλά κίνητρα που δίνονται από τα ταμεία του κράτους σαν κίνητρα για την ισχυροποίηση και τον εκσυγχρονισμό της ελληνικής βιομηχανίας και τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας των ελληνικών προϊόντων, αξιοποιούνται από τους βιομηχάνους για άλλους πιο προσοδοφόρους σκοπούς...


Λάμπρος ΤΟΚΑΣ


Οι 8 πιο προβληματικοί κλάδοι

Ο όγκος της παραγωγής, στους 8 από τους 22 κλάδους της μεταποίησης, είναι κάτω από τα επίπεδα του ...1995

Οι 8 κλάδοι της μεταποίησης, που υφίστανται τα μεγαλύτερα προβλήματα, είναι κυρίως οι κλάδοι που παράγουν σήμερα λιγότερα εμπορεύματα συγκριτικά με το 1995 (έτος βάσης, που η παραγωγή κάθε κλάδου θεωρούνταν 100 μονάδες), ο δείκτης της παραγωγής των οποίων - όπως φαίνεται στον πίνακα - είχε πέσει το 2002 κάτω από τις 100 μονάδες (επίπεδο παραγωγής του έτους βάσης 1995).

Σύμφωνα με τα αναλυτικά στοιχεία της ΕΣΥΕ (δεκάμηνο Γενάρης - Οκτώβρης 2002), πρόκειται για τους κλάδους:

  • Δέρματος - ειδών υποδήσεων. Η παραγωγή ήταν μόλις 62,9 μονάδες (δηλαδή 36,1 μονάδες κάτω από τα επίπεδα του 1995).
  • Λοιπού εξοπλισμού μεταφορών. Η παραγωγή είχε συρρικνωθεί στις 71,6 μονάδες (28,4 μονάδες κάτω από το 1995).
  • Ειδών ενδυμασίας, που η παραγωγή είχε περιοριστεί στις 80,6 μονάδες και υπολειπόταν 19,4 μονάδες από την παραγωγή του 1995.
  • Ξύλου και φελλού, με την παραγωγή να βρίσκεται στις 85,6 μονάδες και να υπολείπεται κατά 14,4 μονάδες από τα επίπεδα της παραγωγής του 1995.
  • Κλωστοϋφαντουργικών υλών, που ο δείκτης παραγωγής είχε πέσει στις 86,6 μονάδες, που είναι μειωμένος κατά 13,4 μονάδες από τα επίπεδα της παραγωγής του 1995. Η εξέλιξη αυτή δεν είναι καθόλου άσχετη με την ανυπαρξία κλαδικής πολιτικής, αλλά και την πολιτική ιδιωτικοποιήσεων - αποκρατικοποιήσεων που εφάρμοσαν οι κυβερνήσεις ΠΑΣΟΚ και ΝΔ και οδήγησαν στη διάλυση της «Πειραϊκής - Πατραϊκής» και άλλων μεγάλων κλωστοϋφαντουργικών μονάδων.
  • Καπνού, με τον όγκο της παραγωγής να έχει περιοριστεί στις 87,6 μονάδες (δηλαδή 12,6 μονάδες κάτω από τα επίπεδα της παραγωγής του 1995), παρά το γεγονός ότι η κατανάλωση καπνοβιομηχανικών προϊόντων (τσιγάρων κλπ.) αυξάνεται. Η μείωση της εγχώριας παραγωγής των βιομηχανιών καπνού οφείλεται στο γεγονός ότι η πολιτική (φορολογική, τιμολογιακή κλπ.), που εφάρμοσαν οι κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ την τελευταία 20ετία, υποτάχθηκε πλήρως - με τη σύμφωνη γνώμη των καπνοβιομηχάνων - στα συμφέροντα των πολυεθνικών εταιριών καπνού. Χάρη στην πολιτική που ακολουθήθηκε, ευνοήθηκε η άλωση των ελληνικών τσιγάρων από ξένα τσιγάρα ή τσιγάρα που παρασκευάζονται στην Ελλάδα με ξένο σήμα και με εισαγόμενα καπνά, με συνέπεια να πλήττονται και οι Ελληνες καπνοπαραγωγοί.
  • Ανακύκλωσης, με την παραγωγή να βρίσκεται σήμερα στις 90 μονάδες και να υπολείπεται 10 μονάδες από τον όγκο παραγωγής του 1995.
  • Χαρτιού και προϊόντων από χαρτί, με τον όγκο της παραγωγής να βρίσκεται σήμερα στις 96,9 μονάδες και να υπολείπεται 3,1 μονάδες από τα επίπεδα του 1995.

Λ. Τ.



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ