ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 1 Νοέμβρη 1998
Σελ. /48
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
ΕΡΓΟΣΤΑΣΙΟ ΑΛΟΥΜΙΝΑΣ
Είκοσι χρόνια εγκληματικών ενεργειών

Οι αντιδράσεις που εκδηλώθηκαν από εκπροσώπους ιδιωτικών συμφερόντων αποδείχτηκαν πολύ ισχυρότερες από τα τεράστια και πολλαπλά οφέλη, που θα είχε η εθνική οικονομία από την προώθηση και λειτουργία της μονάδας

Είκοσι χρόνια μετά τη συζήτηση της ιδέας κατασκευής του εργοστασίου της Αλουμίνας, μεταξύ του τότε πρωθυπουργού Κ. Καραμανλή και του προέδρου της Σοβιετικής Ενωσης Λ. Μπρέζνιεφ και 10 χρόνια μετά από τη μέρα που ένας άλλος πρωθυπουργός της χώρας, ο Α. Παπανδρέου έβαζε το θεμέλιο λίθο του έργου τον Οκτώβρη του 1987, όχι μόνο δεν μπορούμε να μιλάμε για επένδυση, αλλά καλούμαστε να πληρώσουμε στους Ρώσους 70 δισ. δρχ. για έργα, που, βάσει της σύμβασης, έκαναν οι ίδιοι, αλλά και αποζημιώσεις για τη μη τήρηση εκ μέρους της Ελλάδας της σύμβασης, ενώ, ήδη, οι φορολογούμενοι πολίτες έχουν καταβάλει για ένα έργο - φάντασμα 30 δισ. δραχμές!

Ο επίλογος της εγκληματικής για τη χώρα αυτής πολιτικής, αναμένεται να γραφτεί αυτές τις μέρες, αφού, σύμφωνα με πληροφορίες, κυβέρνηση και Ρώσοι, με πρωτοβουλία της Β. Παπανδρέου, φαίνεται να έχουν καταλήξει στην οριστική παύση της μεταξύ τους συμφωνίας. Οι πληροφορίες αναφέρουν ότι η ελληνική πλευρά θα χρεωθεί τη μη υλοποίηση του έργου λόγω καθυστερήσεων και θα καταβάλει, ως αποζημίωση στους Ρώσους, το ποσό των 15 δισ. δρχ. έπειτα από διαπραγματεύσεις και έναντι διεκδικήσεων 70 δισ. δρχ. από τους Ρώσους. Την ίδια περίοδο που βρίσκονται σε εξέλιξη οι διαπραγματεύσεις για τον ενταφιασμό του έργου, στο παρασκήνιο κάποια ιδιωτικά συμφέροντα βρίσκονται, ήδη, σε επαφή με την ΕΤΒΑ και τη διοίκηση της Αλουμίνας για την εξαγορά των περιουσιακών στοιχείων και μηχανημάτων της "Ελληνικής Βιομηχανίας Αλουμίνας" (ΕΛΒΑ), προκειμένου να υλοποιήσουν ένα επιχειρηματικό σχέδιο καθ' όλα κερδοφόρο και βιώσιμο. Είναι φανερό πως οι "εκσυγχρονιστές", καθοδηγούμενοι από τη στρατηγική επιλογή της ποικιλόμορφης εξυπηρέτησης των συμφερόντων του μεγάλου κεφαλαίου, αντί να επανεξετάσουν τις προοπτικές μιας δημόσιας επένδυσης στον κλάδο και να την επανασχεδιάσουν, βασιζόμενοι στα σημερινά δεδομένα, ενδιαφέρονται απλώς να "κλείσει" το θέμα και προς αυτήν την κατεύθυνση μηχανεύονται τρόπους για να χρυσώσουν το χάπι των εγκληματικών για την οικονομία του τόπου επιλογών τους.

Μεγάλες προσδοκίες

Ηταν Οκτώβρης του 1979, όταν ο Κ. Καραμανλής ως πρωθυπουργός συναντήθηκε στη Μόσχα με τον τότε ηγέτη της Σοβιετικής Ενωσης Λ. Μπρέζνιεφ και συγκεκριμενοποίησαν την ιδέα ίδρυσης στην Ελλάδα, εργοστασίου παραγωγής αλουμίνας με συνεργασία των δύο χωρών. Η όλη σύλληψη αναφερόταν σε μονάδα παραγωγής αλουμίνας δυναμικότητας 600 χιλιάδων τόνων ετησίως για την αξιοποίηση του ελληνικού βωξίτη, την παραγωγή της οποίας θα απορροφούσε η Σοβιετική Ενωση. Επρόκειτο για μια μονάδα πολλαπλών οφελών για την ελληνική οικονομία, αφού, σύμφωνα με το επιχειρηματικό σχέδιο, προβλεπόταν η απασχόληση 700 ατόμων στα μεταλλεία βωξίτου, 575 ατόμων στη μονάδα αλουμίνας και επιπλέον απασχόληση στην τριετία κατασκευής του έργου 1.100 - 2.500 ατόμων περίπου. Το ίδιο σχέδιο προέβλεπε την καθαρή εισροή συναλλάγματος ύψους 2,4 δισ. δολαρίων (τιμές Γενάρη 1994) για μια 25ετία και πρόσθετο εισόδημα για τα νοικοκυριά της περιοχής 1 δισ. δολάρια το ίδιο διάστημα. Το συνολικό ύψος της επένδυσης προβλεπόταν σε 750 εκατ. δολάρια.

Από την πλευρά της, η Σοβιετική Ενωση αναλάμβανε να παρέχει στη χώρα μας, τεχνογνωσία και Know - how, σχεδιασμό τη μονάδας παραγωγής, προμήθεια του μεγαλύτερου μέρους του μηχανολογικού εξοπλισμού της μονάδας, τεχνική επίβλεψη κατά την κατασκευή της, εκπαίδευση του προσωπικού και λειτουργία του εργοστασίου.

Η εφαρμογή της κατ' αρχήν συμφωνίας με τους Ρώσους ανατέθηκε το Σεπτέμβρη του 1980 στην ΕΤΒΑ από τον τότε υπουργό Βιομηχανίας Στ. Μάνο και στις 4 του Απρίλη του 1981, υπογράφεται μεταξύ ΕΤΒΑ και της ρώσικης εταιρίας TSVETMETPROMEXPORT σύμβαση ανάθεσης της μελέτης σκοπιμότητας σε σοβιετικό οίκο, η οποία και παραδόθηκε τον Ιούνη του 1982. Είναι η εποχή, που, ήδη, το πολιτικό σκηνικό στην Ελλάδα έχει αλλάξει με την άνοδο στην εξουσία του ΠΑΣΟΚ και μαζί των περίφημων "συμβολαίων με το λαό", τα πολλά "θα" και τις "κοσμογονικές" αλλαγές. Θα χρειαστεί να περάσουν 4 ολόκληρα χρόνια, για να ιδρυθεί στις 11 Γενάρη 1985 ο φορέας υλοποίησης του έργου, η "Ελληνική Βιομηχανία Αλουμίνας ΑΕ", με μοναδικό μέτοχο την ΕΤΒΑ.

Την ίδια χρονιά, υπογράφεται μεταξύ ΕΛΒΑ και Σοβιετικής RAZNOIMPORT το πρώτο συμβόλαιο αγοράς 380.000 τόνων αλουμίνας ετησίως, για δέκα χρόνια. Οι υπόλοιποι 220 χιλιάδες τόνοι της ετήσιας παραγωγής του εργοστασίου, θα απορροφιόταν από τη Βουλγαρία, με την οποία η ελληνική πλευρά βρισκόταν σε διαπραγματεύσεις, που όμως δεν τελεσφόρησαν. Τελικά, η Σοβιετική Ενωση δέχεται να απορροφά ετησίως και τους υπόλοιπους 220.000 τόνους και το 1987 υπογράφονται μεταξύ των δύο πλευρών τρία ακόμη συμβόλαια, που αφορούσαν τις προαναφερόμενες δεσμεύσεις της κάθε πλευράς.

Εφτά χρόνια μετά την αρχική συμφωνία με τους Ρώσους και συγκεκριμένα στις 27/10/87, θα μπει στη Θίσβη Βοιωτίας, περιοχή που έχει επιλεγεί ως χώρος για να φιλοξενηθεί η επένδυση, και ο θεμέλιος λίθος του έργου από τον τότε πρωθυπουργό Α. Παπανδρέου. Η σύμβαση ΕΤΒΑ και σοβιετικής εταιρίας ενεργοποιείται τελικά την 1η του Νοέμβρη του 1987 και προβλέπει ως χρόνο ολοκλήρωσης του έργου το Φλεβάρη του 1992!

Μηχανισμοί υπονόμευσης

Μαζί με την ενεργοποίηση της σύμβασης όμως, ενεργοποιούνται και οι μηχανισμοί καθυστερήσεων και υπονόμευσης του έργου, οι οποίοι και θα το οδηγήσουν τελικά στην καταστροφή. Μηχανισμοί, που όλοι εκ των υστέρων ομολογούν ότι ξεκινούσαν από την αντίθεση της γαλλικής πολυεθνικής ΠΕΣΙΝΕ στην υλοποίηση της επένδυσης, στο άρμα των συμφερόντων της οποίας προσδέθηκαν όλοι οι αρμόδιοι και χάρη αυτών των συμφερόντων βούλιαξαν τελικά μία από τις μεγαλύτερες βιομηχανικές επενδύσεις της χώρας.

Ετσι, ενώ, με βάση τη σύμβαση, η ΕΛΒΑ ήταν υποχρεωμένη και κατάφερε να είναι έτοιμη τον Αύγουστο του 1988 να προχωρήσει στις αναγκαίες αποφάσεις για να αναθέσει την προμήθεια τεχνολογίας και εξοπλισμού για τη μονάδα, η σχετική απόφαση "παγώνει" μετά από προφορική εντολή του υπουργείου Βιομηχανίας, με το πρόσχημα της επιλογής της μονάδας διαλυτοποίησης του Βωξίτη. Το θέμα επανεργοποιείται το 1989, οπότε και επιλέγεται γερμανική εταιρία για την προμήθεια του εξοπλισμού. Δε θα αργήσει όμως να ξαναπαγώσει, αυτή τη φορά για λόγους χρηματοδοτικούς. Η ΕΤΒΑ που μέχρι εκείνη τη στιγμή έχει δαπανήσει 8,6 δισ. δρχ. για την επένδυση καλείται να συνεισφέρει επιπλέον 9,8 δισ. δρχ., που όμως αδυνατεί και προτείνει το ποσό αυτό να δοθεί από τον Προϋπολογισμό Δημοσίων Επενδύσεων. Αντ' αυτού του ποσού όμως, εγκρίνονται μόλις 3,9 δισ. δρχ. και το ΔΣ της ΕΤΒΑ αποφασίζει το "πάγωμα" της επένδυσης, εκφράζοντας την άποψη ότι η ΕΛΒΑ δεν έπρεπε να αναλάβει νέες συμβατικές υποχρεώσεις πριν εξασφαλιστεί η οικονομική κάλυψη του έργου. Την ίδια εποχή, εγκρίνεται η υπαγωγή την επένδυσης στον αναπτυξιακό νόμο 1262/82, με ποσό επιχορήγησης 36 δισ. δρχ. περίπου, ενώ ταυτόχρονα γίνονται οι πρώτες επαφές με την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων (ΕΤΕ) για την κάλυψη ποσού 30 δισ. δρχ. με δανεισμό. Η ανταπόκριση της ΕΤΕ είναι κατ' αρχήν θετική, ωστόσο, η μεσολάβηση των εκλογών του 1989 θα παγώσει την περαιτέρω θεώρηση της επένδυσης, ενώ η απόφαση του ελληνικού δημοσίου, να περικόψει τα απαιτούμενα κεφάλαια από 9,8 δισ. δρχ. σε 3,9 δισ. δρχ., θα ενισχύσει τις επιφυλάξεις της ΕΤΕ αντιστρέφοντας τελικά την αρχική της θέση.

Η διοίκηση της ΕΤΒΑ, μετά από διαβεβαιώσεις που είχε το καλοκαίρι του 1989 από όλα τα πολιτικά κόμματα περί του ενδιαφέροντος προώθησης και στήριξης του έργου, προχώρησε σε επιλογή των προμηθευτών τεχνολογίας και εξοπλισμού, χωρίς όμως να υπογράψει συμβάσεις. Με τον τρόπο αυτό, έδωσε τη δυνατότητα στους Σοβιετικούς να προχωρήσουν, έστω και μερικώς, στο σχεδιασμό της μονάδας, ώστε να περιοριστούν οι επιπτώσεις από τις μέχρι εκείνη τη στιγμή καθυστερήσεις. Δεσμεύσεις για τη στήριξη του έργου δόθηκαν και από την οικουμενική κυβέρνηση του 1989 - '90, γεγονός που οδήγησε την ΕΛΒΑ να προχωρήσει στην άμεση επαναδραστηριοποίηση του έργου το Μάρτη του 1990, με την υπογραφή δύο συμβάσεων προμήθειας εξοπλισμού, ύψους 12 και 5 εκατ. δολ. αντιστοίχως, έναρξη διαγωνισμών για την ανάθεση εργασιών κατασκευής και την έναρξη τελικών διαπραγματεύσεων για την υπογραφή συμβάσεων προμήθειας τεχνολογίας και εξοπλισμού από τρίτες χώρες, ύψους 150 εκατ. δολ. περίπου.

Ολα δείχνουν ότι οι καθυστερήσεις και κωλυσιεργίες αποτελούν πλέον παρελθόν και η επένδυση προχωράει κανονικά. Η διάψευση, ωστόσο, θα έρθει από την ΕΤΒΑ, η οποία, με επιστολή της προς την ΕΛΒΑ, θα απαγορεύσει την ανάληψη από την τελευταία νέων συμβατικών δεσμεύσεων, επικαλούμενη και πάλι τα προβλήματα χρηματοδότησης. Ετσι φτάνουμε στο 1991, δηλαδή, 13 ολόκληρα χρόνια μετά τη συμφωνία για την υλοποίηση της επένδυσης και στην ουσία αυτό που υπάρχει είναι ένα έργο στα χαρτιά, η προσφορά του οποίου περιορίζεται στην ενίσχυση της ψηφοθηρικής πολιτικής των εναλλασσόμενων κυβερνήσεων. Στα "αποφασίζομεν και διατάσσομεν" της ΕΤΒΑ, καθοριστικό ρόλο, από ένα σημείο και μετά, έπαιξε η ανατροπή στη Σοβιετική Ενωση και τις άλλες σοσιαλιστικές χώρες στην Ανατολική Ευρώπη.

Το τελικό χτύπημα

Υπό το νέο ασαφές καθεστώς στη Σοβιετική Ενωση και με την πρωθυπουργία στην Ελλάδα, πλέον, του Κ. Μητσοτάκη, το έργο επανεξετάζεται και εντάσσεται για πρώτη φορά στα πλαίσια της πολιτικής συρρίκνωσης του ευρύτερου δημόσιου τομέα, μία πολιτική που τελικά έμελλε να υιοθετήσει και να εκπληρώσει με τον πιο αποτελεσματικό τρόπο η "σοσιαλιστική" κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ. Ετσι αποφασίζεται η ιδιωτικοποίηση του έργου με πιθανή συμμετοχή και των Ρώσων - ως εταίρων πλέον - αλλά και με συμμετοχή τρίτου ιδιώτη εταίρου, ο οποίος θα αναλάμβανε και το μάνατζμεντ. Πρόκειται για ένα σχέδιο, που στην ουσία δέσμευε το ελληνικό δημόσιο να χρηματοδοτεί, να υλοποιεί και να ενισχύει τον ιδιώτη εταίρο στο μάζεμα των κερδών. Η ΕΤΒΑ ανέλαβε την ανεύρεση ιδιώτη επενδυτή μέσα από διεθνή διαγωνισμό και μετά από μία αποτυχημένη προσπάθεια, εμφανίστηκε ως ενδιαφερόμενη αμερικάνικη εταιρία του ενεργειακού τομέα.

Το 1993 και προκειμένου να προχωρήσει το έργο με το νέο σχήμα, ανατέθηκε σε διεθνή σύμβουλο ("Σάλομον Μπράδερς") η σύνταξη έκθεσης βιωσιμότητας και δανειοληπτικής ικανότητας της επένδυσης, ενώ τον ίδιο χρόνο και συγκεκριμένα την 1/7/93, συνυπογράφηκε στην Αθήνα από τον τότε υπουργό Εθνικής Οικονομίας Στ. Μάνο και τον Ρώσο υπουργό Διεθνών Οικονομικών Σχέσεων Glaziev, πρωτόκολλο προθέσεων για την προώθηση του Εργου. Στο μεταξύ, η μελέτη της "Σάλομον Μπράδερς", καταλήγει σε συμπεράσματα περί βιωσιμότητας του έργου και κατόπιν τούτου ο ίδιος σύμβουλος αναλαμβάνει την αναμόρφωση της δομής του και των συμβατικών σχέσεων των εταίρων, καθώς και την εξασφάλιση της χρηματοδότησης κατασκευής του εργοστασίου. Το Δεκέμβρη του 1993 ρώσικη αντιπροσωπεία συναντιέται στην Αθήνα με τους τότε υπουργούς Κ. Σημίτη και Χρ. Πάχτα προς επιβεβαίωση του ενδιαφέροντος για το έργο και μεταξύ άλλων καταλήγουν στη σύνθεση των μεριδίων συμμετοχής ως εξής:

  • Ελληνική πλευρά μέσω εταιριών κρατικού ενδιαφέροντος 41%.
  • Ρώσικη κοινοπραξία για την επένδυση και εκμετάλλευση του εργοστασίου αλουμίνας 49%.
  • Τρίτοι ιδιώτες επενδυτές 10%.

Φαίνεται, όμως, ότι οι αντιδράσεις και πιέσεις της ΠΕΣΙΝΕ ήταν τέτοιου μεγέθους, που ακόμη και αυτό το σχέδιο θα καταλήξει στα συρτάρια των αρμοδίων υπουργείων. Με ένα λοιπόν αναθεωρημένο σχέδιο για την υλοποίηση του έργου στο συρτάρι της, αναλαμβάνει τους χειρισμούς το 1996 η υπουργός Ανάπτυξης Β. Παπανδρέου, η οποία αρχίζει εκ νέου τις διαπραγματεύσεις με τη ρωσική πλευρά διά των επιστολών. Εν μέσω των διαπραγματεύσεων, εμφανίζεται ενδιαφέρον από Κινέζους επενδυτές, το οποίο φτάνει στην Ελλάδα από τη βρετανική εταιρία συμβούλων "Μπράουν εντ Ρουντ". Η πρόταση αφορά τη διενέργεια μελέτης από την ίδια για τη βιωσιμότητα της μονάδας με τη συμμετοχή στο μετοχικό κεφάλαιο αυτής ενός ομίλου κινεζοαμερικάνικων συμφερόντων με την επωνυμία SASCO, που σκοπεύει στη δημιουργία ενός μεγάλου βιομηχανικού συγκροτήματος στο Ομάντο, το οποίο, εκτός των άλλων μονάδων, περιλαμβάνει και μονάδα παραγωγής αλουμινίου. Προβλέπει επίσης και τη δημιουργία μονάδας παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος, που θα χρησιμοποιείται από τη μονάδα, ενώ το υπόλοιπο θα πωλείται στη ΔΕΗ. Η πρόταση αναθαρρύνει τα κυβερνητικά επιτελεία, τα οποία είναι έτοιμα να χρηματοδοτήσουν μάλιστα τη μελέτη ύψους 30 - 35 εκατ. δρχ., αλλά στο τέλος ναυαγεί.

Οι Ρώσοι, από την πλευρά τους πλέον, δε θεωρούν την επένδυση βιώσιμη για τους ίδιους, αλλά διεκδικούν τα χρήματα που έχουν καταβάλει μέχρι στιγμής, καθώς και αποζημιώσεις, χρεώνοντας τις καθυστερήσεις στην ελληνική πλευρά. Η τελευταία, προκειμένου να κλείσει και το θέμα, αλλά και να εξυπηρετήσει τα ιδιωτικά συμφέροντα που ενδιαφέρονται για την εξαγορά μηχανημάτων, λιμενικών εγκαταστάσεων, αλλά και κτιρίων της ΕΛΒΑ, βρίσκεται μπροστά στην ολοκλήρωση διαπραγματεύσεων με τους Ρώσους, έχοντας αποφασίσει η ίδια τη ματαίωση του έργου. Εκ των υστέρων και αφού έτσι εξελίχτηκαν τα πράγματα εδώ και μια 20ετία, δεν είναι λίγοι οι παράγοντες που δηλώνουν ανεπίσημα ότι το έργο δεν προχώρησε, εξαιτίας της έντονης αντίδρασης της ΠΕΣΙΝΕ, στα συμφέροντα της οποίας υπέκυψαν, όπως φαίνεται, όλοι οι αρμόδιοι. Η περίπτωση της Αλουμίνας, όμως, και η κατάληξή της δεν είναι δυστυχώς η μοναδική στα χρονικά της ελληνικής καχεκτικής, τελικά, βιομηχανικής ανάπτυξης.

ΠΕΤΡΟΧΗΜΙΚΑ ΕΛΛΑΔΑΣ
137 εκατομμύρια δολάρια στο τίποτα!

Ιδιαίτερα αποκαλυπτική και ακόμα περισσότερο προκλητική η εξέλιξη με το πετροχημικό εργοστάσιο, για το οποίο δεν έγινε απολύτως τίποτα, αλλά ξοδεύτηκαν δεκάδες δισεκατομμύρια

Το έργο του Πετροχημικού, που σχεδιάστηκε το 1978, για να αποσυρθεί το 1995, θέτοντας την εταιρία που είχε αναλάβει την υλοποίησή του σε εκκαθάριση και καθιστώντας άχρηστα 137 εκατομμύρια δολάρια που είχαν δαπανηθεί για την κατασκευή του, αποτελεί μία ακόμη τρανταχτή και εξοργιστική ταυτόχρονα περίπτωση της αντεθνικής πολιτικής που οι κυβερνήσεις της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ εφάρμοσαν στον τομέα της βιομηχανικής ανάπτυξης της χώρας. Ενα έργο που ξεκίνησε χωρίς κανένα σχεδιασμό, χωρίς καμία μελέτη χωροθέτησης και τελικά χωρίς καμία πραγματική πρόθεση για την υλοποίησή του, αφού αυτό που πραγματικά ενδιέφερε τις κυβερνήσεις ήταν τα μικροκομματικά οφέλη και ως εκ τούτου αντιστοίχως χρησιμοποιήθηκαν.

Υποταγμένο σε αυτά τα πλαίσια, το έργο περιπλανήθηκε στα χαρτιά και στις συνακόλουθες ψηφοθηρικές υποσχέσεις για ανάπτυξη και θέσεις εργασίας από τον Αχελώο και τη Βοιωτία μέχρι τη Σίνδο, το Μαντούδι και τη Θεσσαλονίκη. Το αποτέλεσμα αυτής της "αναπτυξιακής" πολιτικής είναι η αναμονή εντός των ημερών της πώλησης σε πολυεθνική εταιρία και της δεύτερης μονάδας του Πετροχημικού, με την οποία και κλείνει η 20ετής παρένθεση ενός πολλά υποσχόμενου έργου που καταστρατηγήθηκε από μία εγκληματική πολιτική για τα συμφέροντα της χώρας και των πολιτών της, η οποία όμως δεν κλείνει με τον ενταφιασμό του Πετροχημικού. Οι εξελίξεις στη ΛΑΡΚΟ και τη ΣΟΦΤΕΞ, η πολιτική στον ναυπηγοεπισκευαστικό τομέα και στις πολεμικές βιομηχανίες δείχνουν ότι η πολιτική αυτή όχι μόνο έχει συνέχεια, αλλά αποτελεί και τη βασική κυβερνητική επιλογή.

Η επένδυση του Πετροχημικού άρχισε να μελετάται από τον Μάρτη του 1976 και 5 χρόνια μετά, στις 9 Φεβρουαρίου του 1981 ιδρύθηκε ο φορέας υλοποίησης με την επωνυμία "Πετροχημικά Ελλάδος ΑΕ". Σκοπός του μεγαλόπνοου σχεδίου ήταν η εγκατάσταση και εκμετάλλευση Πετροχημικού συγκροτήματος στην Ελλάδα, το οποίο σε πρώτη φάση θα περιλάμβανε μία μονάδα πολυαιθυλενίου χαμηλής πυκνότητας δυναμικότητας 70.000 τόνων ετησίως και μία μονάδα πολυαιθυλενίου υψηλής πυκνότητας δυναμικότητας 50.000 τόνων ετησίως. Στα πλαίσια της υλοποίησης τον Ιούνιο του 1991 αγοράστηκε ο μηχανολογικός εξοπλισμός για τις δύο μονάδες και ανατέθηκε και η κατασκευή τους σε ξένους οίκους. Μόλις ένα εξάμηνο αργότερα η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ απέκλεισε την εγκατάσταση του συγκροτήματος στις εκβολές του Αχελώου, όπου είχε αποφασιστεί να γίνει, αφού το έργο συνάντησε την έντονη αντίδραση των κατοίκων για περιβαλλοντικούς λόγους. Περνούν τρία χρόνια, για να επιλεγεί ο κατάλληλος χώρος που θα φιλοξενήσει το βιομηχανικό συγκρότημα με οποιαδήποτε κριτήρια μπορεί να φανταστεί κανείς, που, πάντως, δεν έχουν να κάνουν ούτε με περιβαλλοντικές μελέτες, ούτε με αναπτυξιακές και προπαντός καμία σχέση δεν έχουν με ένα γενικότερο βιομηχανικό εθνικό σχεδιασμό και το 1983 αυτό που αποφασίζεται είναι η ματαίωση του έργου. Η ματαίωση αποδίδεται στο ότι το έργο είναι ασύμφορο με βάση τις δυσμενείς συνθήκες της αγοράς των πλαστικών την εποχή εκείνη. Ταυτοχρόνως, το ΥΠΕΘΟ ζητάει από την εταιρία την πώληση των δύο μονάδων, χωρίς όμως κάτι τέτοιο να καταστεί δυνατό, τόσο λόγω των χαμηλών προσφορών όσο και της αδυναμίας της εταιρίας να μεταπωλήσει την τεχνολογία και να δώσει εγγυήσεις καλής λειτουργίας και αποδόσεων των μονάδων.

Η αγορά των πετροχημικών το 1985 αρχίζει να ανακάμπτει με συνεχή βελτίωση τα έτη 1986 και 1987 και οι κοντόφθαλμοι κυβερνώντες που προηγουμένως είχαν ματαιώσει το έργο, αρχίζουν να επανεξετάζουν την υλοποίησή του, αναζητώντας νέο τόπο εγκατάστασης. Ετσι γίνεται λόγος για την περιοχή της ΕΘΥΛ, για τη Θεσσαλονίκη στις εγκαταστάσεις της ΕΚΟ, για τη Σίνδο, τη Βοιωτία και τέλος για το Μαντούδι. Η πολιτική βούληση για την υλοποίηση του έργου ήταν τέτοια που καμία προσπάθεια δεν τελεσφόρησε, με αποτέλεσμα μόνο και μόνο για τη μη δυνατότητα επιλογής του χώρου των εγκαταστάσεων το έργο ματαιώνεται οριστικά τον Αύγουστο του 1991. Ταυτόχρονα, αρχίζει και η εκποίηση των περιουσιακών στοιχείων της εταιρίας και τον Φεβρουάριο του 1993 πωλείται στην εταιρία PETROCHEMIKALS lnc η μονάδα χαμηλής πυκνότητας, δυναμικότητας 70.000 τόνων ετησίως. Η δεύτερη μονάδα δεν κατάφερε να πουληθεί την ίδια περίοδο και αφού πραγματοποιήθηκαν διάφοροι διαγωνισμοί χωρίς αποτέλεσμα, τον Μάρτη του 1995 η εταιρία τίθεται σε εκκαθάριση. Ακολούθησαν δύο ακόμη διαγωνισμοί για την πώληση της μονάδας χωρίς επίσης αποτέλεσμα, ενώ ο τρίτος της 30ής Μαρτίου του 1998 έφερε δύο προσφορές. Τις αμέσως επόμενες ημέρες αναμένεται να οριστικοποιηθούν οι διαπραγματεύσεις με την εταιρία Louisiana Chemical Eguipment Co, L. L. C. για την πώληση της δεύτερης μονάδας. Με την πώληση αυτή κλείνει διά παντός και η 20ετής περιπέτεια του Πετροχημικού, συνυπογράφοντας με τη σειρά της τη βιομηχανική παρακμή της χώρας.

Ρεπορτάζ:

Χρύσα ΛΙΑΓΚΟΥ

Κλείνει οριστικά πλέον ο φάκελος μιας από τις μεγαλύτερες βιομηχανικές επενδύσεις της χώρας, της Αλουμίνας, που σχεδιάστηκε από το 1978, για να καταλήξει 20 χρόνια μετά κενό γράμμα, καταδεικνύοντας την έλλειψη πολιτικής σχεδιασμού και ανάπτυξης, αλλά - κυρίως - τον εγκλωβισμό και την πλήρη ομηρία των κομμάτων που βρέθηκαν στην κυβερνητική εξουσία στα διάφορα ιδιωτικοοικονομικά διαπλεκόμενα συμφέροντα. Δείγμα αυτής της πολιτικής που υποτάχθηκε τελικώς και σε αντιτιθέμενα συμφέροντα (βλέπε ΠΕΣΙΝΕ), όπως όλοι ομολογούν εκ των υστέρων είναι το γεγονός ότι 9 κυβερνήσεις και 7 πρωθυπουργοί κατάφεραν να βουλιάξουν μια επένδυση πολλαπλών ωφελημάτων για τη χώρα, από την οποία εκτός των άλλων προβλεπόταν καθαρή εισροή συναλλάγματος ύψους 2,4 δισ. δολ. (τιμές Ιανουαρίου 1994) για μια 25ετία.

Εξαιτίας της ίδια πολιτικής άλλωστε δεν προχώρησαν και σε μια σειρά άλλα μεγάλα έργα όπως το περίφημο Πετροχημικό, η μονάδα ανοξείδωτου χάλυβα στη ΛΑΡΚΟ και άλλα έργα, που εξαγγέλλονταν - όπως αποδείχτηκε - για να μαζεύουν ψήφους και που εάν υπήρχε σχεδιασμός και πολιτική βούληση, η σημερινή εικόνα της χώρας θα ήταν τελείως διαφορετική, αφού θα υπήρχε ένας βασικός βιομηχανικός ιστός, στον οποίο θα μπορούσε να στηριχτεί μια πραγματική βιομηχανική ανάπτυξη. Αντ' αυτού έργα σχεδιάστηκαν, εξαγγέλθηκαν και ξαναεξαγγέλθηκαν σε όλους τους τόνους, ποτέ όμως δεν προχώρησαν στην ώρα τους, με αποτέλεσμα άλλα να υλοποιηθούν και να καθίστανται προβληματικά και άλλα, όπως για παράδειγμα η Αλουμίνα και το Πετροχημικό να αποσύρονται ως ανεπίκαιρα και μη βιώσιμα.



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ