ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 12 Οχτώβρη 2008
Σελ. /32
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
ΚΡΑΤΙΚΟΠΟΙΗΣΕΙΣ- ΙΔΙΩΤΙΚΟΠΟΙΗΣΕΙΣ - ΚΡΑΤΙΚΟΠΟΙΗΣΕΙΣ
Μοναδικός στόχος η κερδοφορία του κεφαλαίου

Αυτό που περνάει κρίση στις μέρες μας δεν είναι η νεοφιλελεύθερη εκδοχή της καπιταλιστικής διαχείρισης, αλλά ο ίδιος ο καπιταλισμός, που αναζητά νέες ισορροπίες προκειμένου να αντιμετωπίσει τις αντιθέσεις του

Β. ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ

Με όσους επιχειρούν να συνδέσουν την κρίση που περνάει η καπιταλιστική οικονομία διεθνώς μόνο με την κατάρρευση του νεοφιλελεύθερου μοντέλου ανάπτυξης και παρουσιάζουν τα μέτρα που παίρνονται ως στροφή προς διαφορετικές επιλογές, από τις οποίες μάλιστα μπορεί να βγουν κερδισμένοι και οι εργαζόμενοι, δύο τινά συμβαίνουν.

Πρώτον, δεν έχουν κατανοήσει επαρκώς τα διαδραματιζόμενα και με αυτή την έννοια δε συνειδητοποιούν αφ' ενός ότι οι κρίσεις είναι σύμφυτο και συνεχώς επαναλαμβανόμενο φαινόμενο του καπιταλισμού ως συστήματος και αφ' ετέρου ότι για να ξεπεραστεί, κάθε φορά, η κρίση γίνονται και διαφόρων τύπου παρεμβάσεις για τη στήριξη του κεφαλαίου.

Δεύτερον, ανήκουν σε εκείνους που απόλυτα συνειδητά, με σχέδιο και προπαγανδιστικούς μηχανισμούς, θέλουν να πείσουν τους λαούς ότι η εξελισσόμενη κρίση δεν έχει σχέση με το σύστημα, αλλά είναι αποτέλεσμα κακών και ακραίων χειρισμών μιας κλίκας άπληστων νεογιάπηδων των χρηματαγορών, που μπορεί να τους γέννησε ο νεοφιλελευθερισμός, αλλά αυτοί ξέφυγαν από την εποπτεία των μεγάλων αφεντικών, προκαλώντας την ανακατωσούρα που βλέπουμε στις αγορές, περίπου για ίδιον όφελος. Μια προσέγγιση καθ' όλα βολική, προκειμένου να βγει λάδι το σύστημα και άρα να επαναβεβαιωθεί η ανάγκη στήριξής του. Δεν υπάρχει, δηλαδή, πρόβλημα ή κρίση του καπιταλισμού, αλλά του ...νεοφιλελεύθερου μοντέλου διαχείρισής του. Λες και η εμφάνιση κρίσεων στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, ως αντανάκλαση της οικονομικής κρίσης του καπιταλισμού, εκδηλώθηκε ξαφνικά το 2008, ενώ στην οικονομική ιστορία (βεβαίως σε άλλες κλίμακες και με διαφορετικές επιπτώσεις) τέτοιες κρίσεις καταγράφονται τουλάχιστον από τα μέσα του 19ου αιώνα (Κ. Μαρξ «Το Κεφάλαιο», Τόμος 3, κεφάλαιο 30).

Οι περιβόητες κρατικοποιήσεις τραπεζών και χρηματοοικονομικών ομίλων των τελευταίων μηνών, κρατικοποιήσεις που μάλιστα γίνονται από αντιδραστικές κυβερνήσεις τύπου Μπους και Μπράουν είναι, σύμφωνα με τους απολογητές του συστήματος - αλλά και αρκετούς συνοδοιπόρους τους - το κομβικό σημείο μέσα από το οποίο οφείλουμε να διαπιστώσουμε ότι ο καπιταλισμός κάνει στροφή στην πολιτική του. Πρωταγωνιστές στην προαγωγή αυτής της άποψης οι εκπρόσωποι του ΣΥΝ-ΣΥΡΙΖΑ. Οι πιο ...συγκρατημένοι προβάλλουν απλά την άποψη ότι το σύστημα διαθέτει ακόμα τα μέσα και την ισχύ ώστε να ξεπερνά τα όποια προβλήματα εμφανίζονται από τις υπερβολές των διαχειριστών. Και το λένε με τρόπο που σχεδόν υποδηλώνει ότι κρατικοποιήσεις, με στόχο να διασωθούν κάποιες ομάδες της οικονομικής ολιγαρχίας, εμφανίζονται για πρώτη φορά στην πορεία εξέλιξης του καπιταλισμού.

Σύμφωνα με τις ανάγκες του κεφαλαίου

Η διαδικασία και των κρατικοποιήσεων και των ιδιωτικοποιήσεων, είτε γίνονται σήμερα, είτε αφορούν το παρελθόν, είναι οι όψεις ενός και μόνο νομίσματος. Είναι εργαλεία που στην κοινωνία μας τα διαθέτει το αστικό κράτος, το οποίο, ανάλογα με τις ανάγκες του κεφαλαίου και του συστήματος συνολικά, τα χρησιμοποιεί είτε με τη μία τους μορφή, είτε με την άλλη.

Είναι δυνατόν να προβληθεί η άποψη ότι η διαδικασία των κρατικοποιήσεων, από τη στιγμή που αμφισβητεί το ατομικό δικαίωμα στην ιδιοκτησία συντελεστών της παραγωγής, αντικειμενικά, εμπεριέχει χαρακτηριστικά που κινούνται σε θετική κατεύθυνση. Μόνο, που, σε συνθήκες κυριαρχίας του μονοπωλιακού κεφαλαίου, η εμπειρία αποδεικνύει ότι ακόμα και τέτοιες επιλογές, όταν είναι επιλογές της άρχουσας τάξης, το κεφάλαιο και το πολιτικό του προσωπικό τις χρησιμοποιεί στην ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση από εκείνη που υποδηλώνει η πράξη της κρατικοποίησης αυτή καθεαυτή. Ενώ, δηλαδή, μετά το πέρασμα μεμονωμένων μέσων παραγωγής και μέρους του συσσωρευμένου πλούτου από τα χέρια του καπιταλιστή στη δικαιοδοσία-ιδιοκτησία του κράτους, φαίνεται σαν φυσική και λογική εξέλιξη η δημιουργία προϋποθέσεων και άλλες επιχειρήσεις, μονάδες, κλάδοι, και η οικονομία συνολικά, να περάσουν στη μορφή ιδιοκτησίας που είναι η κρατική, ώστε μέσα από σχεδιοποιημένα προγράμματα να προωθούνταν πολιτικές υπέρ του συνόλου του λαού-ιδιοκτήτη, εδώ συμβαίνει το αντίθετο. Κρατικοποιείται μόνο μέρος από το κομμάτι της καπιταλιστικής οικονομίας, το οποίο είτε είναι προβληματικό, είτε οι καπιταλιστές στη δοσμένη φάση ανάπτυξης του καπιταλισμού δεν επενδύουν γιατί δε θα έχουν μεγάλο και γρήγορο κέρδος. Είναι επίσης δεδομένο ότι η κρατικοποίηση γίνεται όχι για να απαλλοτριωθεί από τους καπιταλιστές και να περάσει στο κοινωνικό σύνολο, αλλά αποκλειστικά για να διασωθεί η «εύρυθμη» αναπαραγωγή του κεφαλαίου. Ανάλογα με το βαθμό συσσώρευσης και υπερσυσσώρευσης των κεφαλαίων, το φαινόμενο εμφανίζεται σε συγκεκριμένες φάσεις της οικονομικής ανάπτυξης και του οικονομικού κύκλου. Αρχικά με τη μορφή της πλήρους κρατικοποίησης ή της συμμετοχής του κράτους στο μετοχικό κεφάλαιο ιδιωτικών οικονομικών μονάδων, στη συνέχεια με την παράδοση των μονάδων αυτών σε ιδιώτες και αργότερα, όπως καλή ώρα στις μέρες μας, με την επανεμφάνιση του κράτους ως μετόχου επιχειρηματικών ομίλων.

Ο Γ. Αλογοσκούφης ήταν απόλυτα αποδεικτικός. Αναφερόμενος στη Σύνοδο του ΕΚΟΦΙΝ, στις δηλώσεις που έκανε την Τετάρτη που μας πέρασε, ξεκαθάρισε ποιος είναι ο στόχος: «Στόχος δεν είναι να κρατικοποιηθεί το ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα, ούτε εν μέρει, ο στόχος είναι να ληφθούν πρωτοβουλίες που θα διατηρήσουν την εμπιστοσύνη και μόλις η εμπιστοσύνη αποκατασταθεί σταδιακά ξανά θα γίνουν ιδιωτικές αυτές οι τράπεζες».

Αναγκαίες μεταλλάξεις

Οι εναλλαγές της ιδιοκτησιακής μορφής τραπεζών και διαφόρων παραγωγικών μονάδων, διαφόρων κλάδων της οικονομίας, είναι ένα φαινόμενο συνηθισμένο σ' ολόκληρο τον καπιταλιστικό κόσμο και στην Ελλάδα. Δεν είναι ούτε κεϋνσιανισμός, ούτε φιλελευθερισμός, ούτε νεοφιλελευθερισμός. Είναι καπιταλισμός! Ανάλογα με τις, κατά περιόδους, ανάγκες των μεμονωμένων κεφαλαίων και της οικονομικής ολιγαρχίας συνολικά και σε απόλυτη σχέση με τις ισορροπίες που διαμορφώνονται στον ενδοεπιχειρηματικό ανταγωνισμό, ολόκληροι κλάδοι έχουν αλλάξει το ιδιοκτησιακό τους καθεστώς πάνω από μία φορά.

Οταν τα οικονομικά δεδομένα της άρχουσας τάξης υπαγορεύουν την ανάγκη της συσσώρευσης κεφαλαίων, τότε το κράτος εμφανίζεται ως ιδιοκτήτης - επενδυτής με τα χρήματα που εισπράττει από τους φόρους των εργαζομένων. Η πολιτική συνοδεύεται από το κατάλληλο ιδεολογικό περίβλημα, που ανάγει την κρατική ιδιοκτησία σε ανάγκη της κοινωνίας να συμβάλει στην ανάπτυξη της οικονομίας προς όφελος της μεγάλης μάζας των πολιτών.

Οταν τα κεφάλαια έχουν υπερσυσσωρευτεί στα χέρια της πλουτοκρατίας, τότε το κράτος προχωρεί στις ιδιωτικοποιήσεις, αφού έχουν προηγηθεί εκστρατείες κατασυκοφάντησης του δημόσιου χαρακτήρα της ιδιοκτησίας και ανάγοντας το κεφάλαιο και τους εκπροσώπους του σε αποκλειστική κινητήρια δύναμη της κοινωνίας.

Στο κράτος...

Μετά τη μεγάλη οικονομική κρίση του 1929-33, ήδη έχουμε μπει στην περίοδο του κρατικομονοπωλιακού καπιταλισμού, και κυρίως με την ανοικοδόμηση μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, μια περίοδο δηλαδή που, μετά τα ξεκαθαρίσματα και τις νέες ισορροπίες που δημιούργησε ο ιμπεριαλιστικός πόλεμος, οι εκπρόσωποι της οικονομικής ολιγαρχίας, αντικειμενικά, έθεσαν ως στόχο τους μια νέα συσσώρευση κεφαλαίων. Σ' αυτές τις συνθήκες επιστράτευσαν το αστικό κράτος, το οποίο, διαχειριζόμενο κεφάλαια από πόρους που αντλούσαν από τη μεγάλη μάζα των εργαζομένων και από τον παραγόμενο πλούτο της κοινωνίας, έπαιξε το ρόλο του τραπεζίτη για τη χρηματοδότηση των καπιταλιστών, του βιομηχάνου για τη σύσταση μονάδων έντασης κεφαλαίου, του κατασκευαστή για τη δημιουργία μεγάλης κλίμακας υποδομών κλπ. Μεγάλες τράπεζες, που δεν ήταν κερδοφόρες για το κεφάλαιο, τεράστια βιομηχανικά συγκροτήματα, που δεν άντεχαν τον επιχειρηματικό ανταγωνισμό, επιχειρήσεις σε όλους τους κλάδους της οικονομίας πέρασαν στα χέρια του κράτους, δημιουργώντας θέσεις εργασίας και ταυτόχρονα τα αναγκαία εισοδήματα που θα έπρεπε να διαθέτουν οι εργαζόμενοι ώστε να αγοράζουν τα εμπορεύματα που παρήγαγαν οι διάφορες ομάδες του κεφαλαίου. Με αυτόν τον τρόπο, στην πραγματικότητα, το καπιταλιστικό κράτος, με πόρους που αντλούσε από τις λαϊκές αποταμιεύσεις και τα ταμεία των εργαζομένων, στήριξε και χρηματοδότησε την καπιταλιστική ανάπτυξη και ευνόησε το νέο κύκλο υπερσυσσώρευσης κεφαλαίων.

Η διαδικασία αυτή, γενικά, κράτησε μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του '70 και τη μεγάλη οικονομική κρίση που ακολούθησε την, τότε, παγκόσμια κρίση που εμφανίστηκε ως ενεργειακή. Ο παραγόμενος από τους εργαζόμενους πλούτος, που είχαν καταφέρει να υφαρπάξουν οι καπιταλιστές για δικό τους λογαριασμό, δημιούργησε συνθήκες υπερσυσσώρευσης κεφαλαίων, τα οποία και πάλι άρχισαν να αναζητούν τομείς και κλάδους κερδοφόρας τοποθέτησης. Το πρόβλημα, όπως ήταν φυσικό, εμφανίστηκε αρχικά στις πλέον αναπτυγμένες χώρες, όπως ήταν οι ΗΠΑ και η Αγγλία, ενώ οι υπόλοιπες ακολούθησαν.

... και πίσω στο κεφάλαιο

Τα θατσερικά και τα ρηγκανικά προγράμματα των μαζικών ιδιωτικοποιήσεων και της γνωστής αντιλαϊκής αγριότητας, που αρχικά αντιμετωπίστηκαν ως η συντηρητική - νεοφιλελεύθερη εκδοχή της σύγχρονης διαχείρισης, δεν ήταν τίποτα άλλο από τον προάγγελο της πολιτικής που, αργά ή γρήγορα, θα εμφανιζόταν -και εμφανίστηκε - και στις υπόλοιπες χώρες του κεφαλαίου, με φορείς υλοποίησης τόσο τα συντηρητικά, όσο και τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα.

Ωθηση στην πολιτική εξασφάλισης τομέων κερδοφόρας δράσης για το μεγάλο κεφάλαιο έδωσαν οι ρυθμίσεις για την ενιαία αγορά της ΕΟΚ τη δεκαετία του '80, ενώ η δημιουργία της ΕΕ και της Συνθήκης του Μάαστριχτ και η «απελευθέρωση» των αγορών, στην πραγματικότητα, ισοδυναμεί με «νέα τάξη πραγμάτων», αφού στην ουσία κάθε ιδέα για παραμονή στο κράτος οποιασδήποτε δραστηριότητας που μπορούσε να αποφέρει κέρδος στους εκπροσώπους του κεφαλαίου τέθηκε, με διακρατικές συμφωνίες, εκτός νόμου.

Οι μαζικές αντιδράσεις των εργαζομένων στις χώρες - μέλη της ΕΕ, η διέξοδος που βρήκαν τα αδρανή κεφάλαια με την εξαγωγή τους σε χώρες της πρώην σοσιαλιστικής κοινότητας, στην Κίνα, την Ινδία και αλλού, μαζί με την τεράστια ανάπτυξη του απροκάλυπτα παρασιτικού τομέα δράσης του κεφαλαίου, όπως είναι ο τζόγος στα χρηματιστήρια και τις χρηματαγορές, επιβράδυναν το ξέσπασμα της νέας κρίσης, ωστόσο ο συνεχώς εντεινόμενος ενδοεπιχειρηματικός ανταγωνισμός και η κρίση που εμφανίστηκε στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, η κατάρρευση δηλαδή μεγάλων χρηματοοικονομικών πολυεθνικών κολοσσών, έφερε και πάλι στην επικαιρότητα την επιλογή των κρατικοποιήσεων.

Από όποια σκοπιά και αν δει κανείς φαινόμενα όπως οι κρατικοποιήσεις και οι ιδιωτικοποιήσεις στον καπιταλισμό, είναι ολοφάνερο ότι και στη μία και στην άλλη περίπτωση έχουμε να κάνουμε με εργαλεία κρατικομονοπωλιακής ρύθμισης, με άμεσο και απώτερο στόχο την εξασφάλιση καλύτερων όρων και προϋποθέσεων για την απρόσκοπτη κερδοφορία του κεφαλαίου.


Κείμενα
Γιώργος ΚΑΚΟΥΛΙΔΗΣ


Ορισμένες κραυγαλέες περιπτώσεις

Ολόκληροι κλάδοι που, στη χώρα μας, ανήκαν στο ιδιωτικό κεφάλαιο, στην πορεία ανάπτυξης του καπιταλισμού κρατικοποιήθηκαν και σε επόμενη φάση της εξέλιξης του συστήματος επαναπροωθήθηκαν στους εκπροσώπους του κεφαλαίου

Ενα από τα προβλήματα που αντιμετώπιζε η οικονομικά καθυστερημένη Ελλάδα της δεκαετίας του '30, σε μια εποχή που οι εξαγωγές ορισμένων αγροτικών προϊόντων γνώριζαν μεγάλη άνθηση, ήταν τα ενοίκια και τα τέλη που έπρεπε να πληρώνουν το ελληνικό δημόσιο και οι μεγαλέμποροι - εξαγωγείς σε διάφορες πολυεθνικές, που κατείχαν τα λιμάνια της χώρας. Τα υψηλά ενοίκια, οι φορτοεκφορτωτικές εργασίες και τα άλλα κόστη που πληρώνονταν, μετακυλίονταν στους μεγαλέμπορους, οι οποίοι, βλέποντας ότι με αυτόν τον τρόπο χάνουν μέρος από τα κέρδη τους, αντιδρούσαν προς την κυβέρνηση, αξιώνοντας ακόμα και δωρεάν υπηρεσίες. Ετσι, το 1937 άρχισε στην ουσία η διαδικασία κρατικοποίησης του λιμανιού της Θεσσαλονίκης, που μέχρι τότε το εκμεταλλευόταν κάποια γαλλική εταιρεία. Το δημοσίευμα στην εφημερίδα «ΒΡΑΔΥΝΗ», στις 6 του Γενάρη του 1937, η πρωτοσέλιδη είδηση αναφέρει: «Η Λιμενική Επιτροπή κατόπιν υποδείξεως του υπουργείου Οικονομικών προέβη εις την μείωσιν του ενοικίου, όπερ καταβάλλει εις την γαλλικήν εταιρείαν λιμένος της Θεσσαλονίκης. Κατά τας πληροφορίας μας, η κυβέρνησις προτίθεται να τροποποιήσει την υπάρχουσα σύμβασιν». Το λιμάνι της Θεσσαλονίκης, λίγο αργότερα, πέρασε στα χέρια του κράτους.

Πριν τη ΔΕΗ

Το «ηλεκτρικό» έκανε την εμφάνισή του στη χώρα το 1889, με την πρώτη μονάδα παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος στην οδό Αριστείδου στο κέντρο της Αθήνας και αποκλειστικό στόχο τον ηλεκτροφωτισμό των ανακτόρων. Λίγα χρόνια αργότερη, η ίδια και άλλες εταιρείες από το εξωτερικό μπήκαν στην αγορά για τον ηλεκτροφωτισμό και αργότερα για την ηλεκτροδότηση των μεγάλων πόλεων και ορισμένων βιομηχανικών μονάδων. Το 1950 στη χώρα λειτουργούσαν 400 περίπου εταιρείες παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, αλλά ο μεταξύ τους «ανταγωνισμός» για την εξασφάλιση όλο και μεγαλύτερων κερδών και συγκέντρωση κεφαλαίου, οδηγούσε σε συνεχείς αυξήσεις των τιμολογίων, ενώ η πολυδιάσπαση αυτή της παραγωγής δεν επέτρεπε τη δημιουργία μονάδων με μεγάλες δυνατότητες παροχής ρεύματος. Για τους αναπτυσσόμενους κλάδους της βιομηχανίας, η ακριβή και ισχνή ενέργεια αποτελούσε τροχοπέδη, αλλά επειδή οι ίδιοι οι μεγαλοεπιχειρηματίες δε διέθεταν επαρκή κεφάλαια για την κατασκευή μεγάλων ηλεκτροπαραγωγικών μονάδων και των αναγκαίων υποδομών, την υπόθεση την πήρε στις πλάτες του το κράτος, με τη σύσταση, το 1950 της ΔΕΗ, στην οποία, μαζί με τα τεράστια κεφάλαια, της παραχωρήθηκαν και όλα τα λιγνιτικά αποθέματα της χώρας.

Η Εμπορική Τράπεζα

Η Εμπορική Τράπεζα ξεκίνησε τις εργασίες της από ένα τραπεζικό γραφείο χρηματομεσιτικών πράξεων το 1886. Δέκα χρόνια μετά, μετατρέπεται σε τράπεζα, αργότερα εισάγεται στο Χρηματιστήριο, στήνει υποκαταστήματα σε Λονδίνο και Αίγυπτο. Από το 1948, αρχίζει να εμφανίζει συνεχώς κερδοφόρους ισολογισμούς, αξιοποιώντας το δανεισμό προς άλλους επιχειρηματίες, ενώ από τη δεκαετία του '50 ξεκινά η μεγάλη ...«επιθετική πολιτική». Εξαγοράζει τράπεζες (Ιονική και Λαϊκή, Πειραιώς, Αττικής, Τράπεζα Επενδύσεων) ιδρύσει και εξαγοράζει ασφαλιστικές εταιρείες, ενισχύει με απίστευτους ρυθμούς τη συγκέντρωση των κεφαλαίων της. Η υπερσυσσώρευση κεφαλαίων «σπρώχνει» την Εμπορική και σε άλλους κλάδους δραστηριότητας. Ιδρύει και εξαγοράζει δεκάδες και εκατοντάδες βιομηχανικές επιχειρήσεις, ξενοδοχεία, ναυπηγεία, επιχειρήσεις τυποποίησης τροφίμων κλπ. Η οικονομική και πολιτική δύναμη προκαλεί τους ανταγωνιστές της, οι οποίοι έτριβαν τα χέρια τους, όταν το 1975 αποκαλύφθηκε το μεγάλο σκάνδαλο των παράνομων χρηματοδοτήσεων των θυγατρικών της Εμπορικής, με χρήματα της Τράπεζας. Το 1976, η τράπεζα πέρασε στο Δημόσιο, αφού ...τα μέχρι τότε αφεντικά της δεν μπορούσαν να καλύψουν τη ζημιά που εντοπίστηκε από τις παράνομες χρηματοδοτήσεις.

Τα γερμανικά κεφάλαια

Από το 1900, στον κλάδο των τηλεπικοινωνιών εισβάλλουν τα γερμανικά κεφάλαια της ΖΗΜΕΝΣ. Αρχικά, αντιπροσωπεύονται από Ελληνες επιχειρηματίες - «βιτρίνα», ενώ το 1931 ιδρύει την «Ελληνική Τηλεφωνική Εταιρεία». Στην αγορά, ανταγωνίζεται με δύο ακόμα εταιρείες, την αγγλική Eastern Telegraph (ασύρματη και ενσύρματη τηλεγραφία) και την κρατική ΤΤΤ (Ταχυδρομεία - Τηλεγραφεία - Τηλέφωνα). Η άμεση εξάπλωση της ΖΗΜΕΝΣ διακόπηκε μετά τον πόλεμο, αφού τα περιουσιακά της στοιχεία κατασχέθηκαν, λόγω της χώρας προέλευσης των κεφαλαίων. Με πιστώσεις από το σχέδιο Μάρσαλ, στο πλαίσιο του οποίου η Ελλάδα αναλαμβάνει την υποχρέωση να δημιουργήσει τηλεπικοινωνιακές υποδομές και να αναπτύξει τα αναγκαία δίκτυα, επένδυση που δε θα μπορούσε να την πραγματοποιήσει καμιά ιδιωτική εταιρεία, συστήνεται το 1949 ο ΟΤΕ, ως ανώνυμη εταιρεία. Είχε μία και μοναδική μετοχή που ανήκει στο Δημόσιο.

Εφτά εταιρείες

Από τα μέσα του 19ου αιώνα, στη χώρα προκηρύχτηκαν δεκάδες διαγωνισμοί για τη δημιουργία σιδηροδρομικών γραμμών στη χώρα. Επιχειρηματίες και εταιρείες από διάφορες χώρες, κύρια της Ευρώπης, παρουσιάζονται στις ελληνικές κυβερνήσεις με σχέδια, χρονοδιαγράμματα και συγκεκριμένες, υποτίθεται, προτάσεις, προκειμένου να αναλάβουν το έργο της στρώσης των σιδηρογραμμών και της εκμετάλλευσης των δρομολογίων. Κάποιοι από αυτούς, μάλιστα, πήραν και παχυλές αμοιβές, αλλά σιδηρόδρομος δε φτιάχτηκε. Με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, πάντως, λειτούργησαν από διαφορετικές εταιρείες (ελληνικές, ξένες και τραπεζικά ιδρύματα) οι γραμμές Αθηνών - Πειραιώς, Πύργου - Κατακώλου, Θεσσαλίας, Πειραιώς - Αθηνών - Πελοποννήσου, Αττικής, Βορειοδυτικής Ελλάδος, Σιδηρόδρομοι Ελληνικού Κράτους (ΣΕΚ), ενώ ιδιαίτερος ήταν ο ρόλος της αμερικανικής ΠΑΟΥΕΡ που είχε αναλάβει τα τραμ και τον «ηλεκτρικό» της Αθήνας. Ο βασικός κορμός, που αργότερα έμελλε να γίνει η γραμμή Αθήνα - Θεσσαλονίκη, «πέρασε» στο κράτος το 1936, ενώ ο ηλεκτρικός της Αθήνας κρατικοποιήθηκε μόλις το 1976.

Αλλαξαν τα πάντα

Η εικόνα, βέβαια, σήμερα είναι εντελώς διαφορετική. Πριν λίγες βδομάδες, η κυβέρνηση της ΝΔ έδωσε στη δημοσιότητα το σχέδιο ιδιωτικοποίησης του ΟΣΕ. Στον τομέα των τηλεπικοινωνιών, η αντίστροφη πορεία έχει ολοκληρωθεί, αφού το σύνολο πλέον των επιχειρήσεων του κλάδου έχει ιδιωτικοποιηθεί. Στις τράπεζες, οι διαδικασίες ιδιωτικοποίησης βρίσκονται στην τελική φάση. Ειδικά, η Εμπορική έχει παραχωρηθεί στη γαλλική Κριντί Αγκρικόλ, ενώ έχει ιδιωτικοποιηθεί το σύνολο των θυγατρικών της τραπεζών και των μεγάλων επιχειρήσεων που διέθετε. Στον τομέα της ενέργειες έχει προωθηθεί το νομικό πλαίσιο για την «απελευθέρωση» του κλάδου, στη ΔΕΗ ήδη κάνουν κουμάντο οι διάφοροι «θεσμικοί επενδυτές», ενώ διάφοροι επιχειρηματικοί όμιλοι, σε συνεργασία με πολυεθνικές του εξωτερικού ετοιμάζονται να βάλουν πόδι στον κλάδο. Το λιμάνι της Θεσσαλονίκης, που, από τους Γάλλους βρέθηκε στο ελληνικό Δημόσιο, τώρα βρίσκεται στο Χρηματιστήριο και οι κυβερνώντες επιδιώκουν να το εκχωρήσουν σε κάποια πολυεθνική, κάτι που ήδη το εξασφάλισαν με το λιμάνι του Πειραιά.

Οι παραπάνω είναι μερικές από τις κραυγαλέες περιπτώσεις ιδιωτικών επιχειρήσεων, που αφορούν και ολόκληρους κλάδους, οι οποίες κάποια στιγμή, στην πορεία ανάπτυξης του καπιταλισμού και επειδή έτσι υπαγορευόταν από τα συμφέροντα του κεφαλαίου, κρατικοποιήθηκαν. Στο σχετικό πίνακα, μπορούν να προστεθούν εκατοντάδες μεγάλες παραγωγικές μονάδες σε διάφορους κλάδους της οικονομίας, που στην πορεία τους κρατικοποιήθηκαν. Ανάμεσά τους: Δεκάδες κλωστοϋφαντουργίες, χαρτοβιομηχανίες, ναυπηγεία, βιομηχανίες τροφίμων, βιομηχανίες επεξεργασίας ξύλου κλπ. Το σύνολο των επιχειρηματικών μονάδων που μέχρι και τα μέσα της δεκαετίας του '80 κρατικοποιήθηκαν, σταδιακά άρχισαν εκ νέου να ιδιωτικοποιούνται, μια διαδικασία που στην πραγματικότητα έχει ολοκληρωθεί. Λόγος γίνεται για μεγάλο μέρος της παραγωγικής βάσης της χώρας, που ανάλογα με τη φάση που θα περνάει το σύστημα δε θα πρέπει να αποκλείεται το ενδεχόμενο επανακρατικοποίησής τους, ενώ θα πρέπει να θεωρείται απόλυτα βέβαιο ότι όταν ο λαός έρθει στην εξουσία, τότε οριστικά και αμετάκλητα θα αρχίσει η διαδικασία της πραγματικής κοινωνικοποίησής τους.



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ