ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 3 Φλεβάρη 2002
Σελ. /32
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
ΑΓΟΡΑ
Πολυκαταστήματα και μικρές επιχειρήσεις

Μόνο στη διετία 1998-99 το 47% του τζίρου, που πραγματοποιήθηκε στην αγορά, καρπώθηκε μόλις το 1,4% των εμπορικών επιχειρήσεων, ενώ ειδικά στον τομέα των τροφίμων το 70% των πωλήσεων πραγματοποιήθηκε από τις αλυσίδες των μεγαλοκαταστημάτων

Αποψη από παλαιότερη κινητοποίηση των ΕΒΕ
Αποψη από παλαιότερη κινητοποίηση των ΕΒΕ
Ιδιαίτερα την τελευταία 10ετία στη χώρα μας και στον κόσμο συντελούνται ραγδαίες αλλαγές. Στο όνομα της «παγκοσμιοποίησης», της «ανταγωνιστικότητας» και της «οικονομίας της αγοράς», οι οικονομικά ισχυροί, θεοποιώντας τη μεγιστοποίηση των κερδών τους, σαρώνουν ό,τι κατακτήθηκε με αγώνες και θυσίες.

Η κυβέρνηση υπηρετώντας πιστά την πολιτική προσαρμογή της χώρας μας στη μετά ΟΝΕ εποχή και στη ζώνη του ευρώ, με την ουσιαστική στήριξη ΝΔ-ΣΥΝ, υλοποιεί τις αναγκαίες για το μεγάλο κεφάλαιο καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις.

Προχωρεί στον «εκσυγχρονισμό» της αγοράς, με την πλήρη απελευθέρωση τιμών, εκπτώσεων, προσφορών, ωραρίου, χρηματοδότησης, στην υπερφορολόγηση των χαμηλών και μεσαίων εισοδημάτων με ταυτόχρονη αύξηση των φοροαπαλλαγών της πλουτοκρατίας, στη διάλυση των εργασιακών σχέσεων και δικαιωμάτων των εργαζομένων, στην εισοδηματική πολιτική λιτότητας.

Στην ημερήσια διάταξη είναι οι εξαγορές και συγχωνεύσεις μεσαίων και μεγάλων επιχειρήσεων μέσω ειδικών κινήτρων, οι ιδιωτικοποιήσεις νευραλγικών τομέων, η διάλυση της Κοινωνικής Ασφάλισης - Υγείας, η περιθωριοποίηση των μεσαίων στρωμάτων, η παραγωγική υποβάθμιση.

Τα αποτελέσματα αυτής της πολιτικής όξυναν ακόμη πιο πολύ τις ανισότητες στην ελληνική κοινωνία.


Στον τομέα του λιανικού εμπορίου, ένας μικρός αριθμός ντόπιων μεγαλοεπιχειρήσεων και πολυεθνικών ελέγχει το μεγαλύτερο μέρος της ελληνικής αγοράς, που συνεχώς μεγαλώνει με τη ραγδαία επέκτασή τους στην περιφέρεια. Μόνο στη διετία 1998-99 το 47% του τζίρου που πραγματοποιήθηκε στην αγορά καρπώθηκε μόλις το 1,4% των εμπορικών επιχειρήσεων, ενώ ειδικά στον τομέα των τροφίμων το 70% των πωλήσεων πραγματοποιήθηκε από τις αλυσίδες των μεγαλοκαταστημάτων.

Την ίδια περίοδο, η συντριπτική πλειοψηφία των εμπορικών επιχειρήσεων που είναι μικρές, αυτοαπασχολούμενες, οικογενειακές ή απασχολούνται σε αυτές μέχρι και 4 άτομα (94%), καταστρέφονται οικονομικά, ο τζίρος τους όλο και μειώνεται και κατά εκατοντάδες οδηγούνται στο κλείσιμο.

Η σκληρή αυτή πραγματικότητα έκανε φανερό ακόμη και στον πιο δύσπιστο ότι όλα αυτά που εννοούσαν οι υποστηρικτές της «ελεύθερης αγοράς» και της ΟΝΕ είχαν και έχουν ένα και μοναδικό στόχο. Να διευκολύνουν ακόμη περισσότερο τη συγκέντρωση του πλούτου όλο και σε λιγότερα χέρια, σε βάρος των μικρομεσαίων στρωμάτων και του λαού μας γενικότερα.

Η εμφάνιση των ντόπιων και ξένων πολυκαταστημάτων, υπεραγορών, σούπερ μάρκετ, στη χώρα μας, έγινε κάτω από τα συνθήματα της «οικονομικής προόδου», της «ανταγωνιστικότητας», του «εκσυγχρονισμού» και των «φτηνών τιμών» για τον καταναλωτή.

Η ελληνική κυβέρνηση, με τις αντιδραστικές αλλαγές που επέβαλε στο θεσμικό πλαίσιο της αγοράς, συνέβαλε αποφασιστικά στη γιγάντωσή τους, αφού τους εξασφάλισε όλα τα σχετικά πλεονεκτήματα, όπως ανύπαρκτη φορολόγηση, απελευθέρωση του ωραρίου, ελαστικοποίηση εργασιακών σχέσεων, φθηνή και επιδοτούμενη χρηματοδότηση, δυνατότητα πωλήσεων κάτω του κόστους σε ορισμένα είδη, προσφορές σχεδόν όλο το χρόνο, χαμηλό κόστος προμηθειών, ανέλεγκτη διαφήμιση.

Στο φόντο αυτών των αλλαγών, τα πολυκαταστήματα ακολουθούν σκληρή πολιτική αγορών προς την εγχώρια βιοτεχνία με εκπτώσεις μέχρι και 20%, που ποτέ δε φτάνουν στον καταναλωτή ή με πιστώσεις μέχρι και 9 μηνών ή συνδέονται με διεθνή προμηθευτικά κέντρα διακίνησης προϊόντων κύρια τρίτων χωρών, που μειώνουν την ντόπια παραγωγή, αυξάνουν την ανεργία και αφαιρούν πολύτιμο συνάλλαγμα από τη χώρα.

Προσελκύουν το καταναλωτικό κοινό, με παραπλανητικές προσφορές «κράχτες», «δώρα», «κουπόνια», «άτοκες» δόσεις ή με προϊόντα αμφίβολης ποιότητας. Η υποτιθέμενη ωφέλεια των καταναλωτών από τις χαμηλές τιμές σε επιλεγμένα είδη αντισταθμίζεται άμεσα από άλλα υπερτιμημένα είδη. Δαπανούν τεράστια ποσά σε διαφήμιση, για τη δημιουργία ψεύτικων καταναλωτικών προτύπων, μακριά από τις πραγματικές ανάγκες της πλειοψηφίας του λαού μας.

Σα να μην έφταναν όλα αυτά, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο προωθούν άμεσα πρόταση προς ψήφιση που θα υποχρεώνει τα κράτη - μέλη της ΕΕ να μην επιβάλουν καμία απαγόρευση στις πρακτικές προώθησης των πωλήσεων (εκπτώσεις, δώρα, προσφορές, συμμετοχή σε διαφημιστικούς διαγωνισμούς ή παιχνίδια, πωλήσεις κάτω του κόστους).

Πρόοδος γενικά, στη διακίνηση των προϊόντων, είναι ό,τι συμβάλλει στη γρήγορη, ισόρροπη και ομαλή ροή τους, από την παραγωγή στην κατανάλωση, με τη μεγαλύτερη δυνατή οικονομία σε εργασία και άλλους υλικούς πόρους. Απ' αυτή την άποψη, η μεγάλη εμπορική επιχείρηση, υπερτερεί σαφώς από τη μικρή. Ομως, το μέγεθος, οι οικονομικές δυνατότητες και η καλύτερη οργάνωση δεν είναι οι μόνοι παράγοντες που λύνουν το πρόβλημα. Ο κύριος παράγοντας είναι οι σχέσεις ιδιοκτησίας που καθορίζουν το κίνητρο λειτουργίας της επιχείρησης και τις οικονομικές σχέσεις που κυριαρχούν στην κοινωνία.

Σήμερα, το πολυκατάστημα ή η αλυσίδα, που είναι στα χέρια της μεγάλης καπιταλιστικής ιδιοκτησίας, είναι μια πρόοδος σε σχέση με το μικρό κατάστημα. Είναι όμως μια πρόοδος επώδυνη, γιατί σε αυτά κυριαρχεί το κίνητρο του ατομικού μέγιστου δυνατού κέρδους. Διαλύει και εξαφανίζει τις μικρές επιχειρήσεις, ασκεί αρνητικές επιδράσεις στην εγχώρια παραγωγή, υπερεντατικοποιεί την εκμετάλλευση των εμποροϋπαλλήλων, αυξάνει τη φτώχεια και την ανεργία.

Είναι γεγονός ότι στην Ελλάδα υπάρχει ένας πολύ μεγάλος αριθμός επιχειρήσεων που ασχολείται με το λιανικό εμπόριο (πλησιάζει τις 200.000).

Είναι ένα σημαντικό κομμάτι της ελληνικής οικονομίας με σοβαρά προβλήματα διάρθρωσης, μεγέθους και γενικά εκσυγχρονισμού.

Οπως δεν πρέπει να υπερασπιζόμαστε τη σημερινή κατάσταση, δηλαδή την ύπαρξη δεκάδων χιλιάδων «ανεξάρτητων» μικρομάγαζων, άλλο τόσο δεν πρέπει να συμφωνήσουμε με την άνιση αντιμετώπιση που υπάρχει σήμερα υπέρ των πολυκαταστημάτων, ούτε με την ισότιμη μεταχείριση, γιατί απλούστατα, στα πλαίσια της «οικονομίας της αγοράς» δεν μπορεί να υπάρξει, «το μεγάλο ψάρι τρώει το μικρό», όπως λέει και ο λαός μας.

Εμείς πιστεύουμε ότι σήμερα οι μικρές επιχειρήσεις είναι σε θέση, μέσα από την εθελοντική συνένωση και συνεταιριστικοποίησή τους, να μεταμορφωθούν σε ένα ενιαίο, σύγχρονο, συνεργαζόμενο σύστημα διανομής, με υψηλή αποδοτικότητα και ανταγωνιστικότητα, χωρίς καταστροφές και ανεπανόρθωτες απώλειες, παίζοντας το δικό τους οικονομικό και κοινωνικό ρόλο, προσφέροντας φθηνά και καλής ποιότητας αγαθά στο λαό.

Βασική προϋπόθεση για αυτό, είναι η ανατροπή αυτής της πολιτικής που ακολουθείται. Χρειάζεται να αντικατασταθεί η πολιτική της «οικονομίας της αγοράς», με την πολιτική της λαϊκής οικονομίας.

Μια πολιτική που:

  • θα έχει στο κέντρο της προσοχής της τον άνθρωπο, τις σύγχρονες ανάγκες του και όχι τα κέρδη των μονοπωλίων. Θα προστατεύει τη θέση εργασίας και το εισόδημα των μικρών ΕΒΕ και εργαζομένων.
  • Θα περιορίζει την ασύδοτη δράση των πολυεθνικών και των μεγαλοεπιχειρήσεων, κάτω από εργατικό, κοινωνικό έλεγχο, με προοπτική την κατάργησή τους και το πέρασμά τους στην ιδιοκτησία της κοινωνίας.
  • Θα επιβάλλει κοινωνικοποίηση γενικότερα στρατηγικών τομέων και βασικών συγκεντρωμένων μέσων παραγωγής.
  • Θα εφαρμόζει περιφερειακές, κλαδικές και διακλαδικές πολιτικές μέσα από έναν κεντρικό, πανεθνικό μηχανισμό διεύθυνσης και αξιοποίησης του πλούτου και των πηγών που διαθέτει η χώρα.
  • Θα στηρίζει την εθελοντική συνένωση και συνεταιριστικοποίηση των μικρών ΕΒΕ και της μικρομεσαίας αγροτιάς.
  • Θα ενισχύει τα λαϊκά εισοδήματα, την κοινωνική πολιτική και τα δικαιώματα των εργαζομένων.

Μόνο σε ένα τέτοιο κοινωνικό και οικονομικό περιβάλλον μπορούν να εκσυγχρονιστούν και να στηριχτούν οι μικρές επιχειρήσεις.

Με βάση αυτά υποστηρίζουμε τα εξής μέτρα για τα πολυκαταστήματα:

1) Γι' αυτά που ήδη λειτουργούν, να μπουν ουσιαστικοί περιορισμοί στην ασύδοτη δράση τους όπως αντιμετώπιση των πρακτικών ανταγωνισμού που ακολουθούν (προσφορές, εκπτώσεις, δώρα, πωλήσεις κάτω του κόστους), ουσιαστική φορολόγηση τους, εφαρμογή ανθρώπινου ωραρίου (διακεκομμένου, με 3 απογεύματα κλειστά), κατοχύρωση της κυριακάτικης αργίας, κατοχύρωση και διεύρυνση των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε αυτά.

2) Να μη δοθεί καμία άδεια λειτουργίας τέτοιου πολυκαταστήματος ή σούπερ μάρκετ σε όλη την επικράτεια της χώρας. Αντίθετα, να δοθούν ισχυρά κίνητρα στις μικρές εμπορικές επιχειρήσεις, όπως, ευνοϊκή χρηματοδότηση (μέσω αναπτυξιακού νόμου και άλλων προγραμμάτων) κάτω από κοινωνικό έλεγχο, φορολογικά κίνητρα (κατάργηση της «αντικειμενικοποίησης» του ΦΠΑ, του 35% στους συνεταιρισμούς και του 25% στις προσωπικές εταιρίες) και τεχνικοοργανωτική στήριξη για μαζική δημιουργία συνεταιριστικών πολυκαταστημάτων, αλυσίδων λιανικής πώλησης, κοινοπραξιών, προμηθευτικών και παραγωγικών συνεταιρισμών.

Τα παραπάνω μέτρα είναι κατά τη γνώμη μας άμεσα και ρεαλιστικά, γιατί είναι αναγκαία, εκφράζουν τα συμφέροντα της μεγάλης πλειοψηφίας των αυτοαπασχολούμενων, μικρών ΕΒΕ και του λαού μας γενικότερα και απαντάνε στις σύγχρονες ανάγκες τους.

Ομως, αυτά δεν μπορούν να υλοποιηθούν από αυτούς που έχουν για θεό τους την απελευθερωμένη αγορά και υπηρετούν το μεγάλο κεφάλαιο, ξένο και ντόπιο.

Προϋποθέτουν σύγκρουση με την πολιτική που ασκείται, ώστε να υπάρξει ριζική ανατροπή του συσχετισμού των δυνάμεων σε συνδικαλιστικό και πολιτικό επίπεδο, για μια διαφορετική εξουσία, που δε θα υπηρετεί τα μονοπώλια, αλλά τα λαϊκά συμφέροντα.

Η ζωή επιβεβαιώνει ότι στα πλαίσια της «ελεύθερης αγοράς», τα περιθώρια για παραμονή τους στην αγορά καθημερινά στενεύουν. Θεωρούμε ότι η μεγάλη πλειοψηφία έχει τη θέση της στο αντιμονοπωλιακό, αντιιμπεριαλιστικό, δημοκρατικό μέτωπο που προτείνει το ΚΚΕ.

Σε αυτή την κατεύθυνση χρειάζεται να ανασυγκροτηθεί το συνδικαλιστικό κίνημα των ΕΒΕ, να οργανώσει αγώνες που θα έχουν διάρκεια και στόχους προοδευτικούς, αντιμονοπωλιακούς, αντιιμπεριαλιστικούς.

Οι σημερινές πλειοψηφίες των ΔΣ των τριτοβάθμιων οργάνων ΕΣΕΕ και ΓΣΕΒΕΕ, που πρόσκεινται στις δυνάμεις ΝΔ, ΠΑΣΟΚ, ΣΥΝ, δε θέλουν και δεν μπορούν να ηγηθούν τέτοιων αγώνων και σε τέτοια κατεύθυνση, γιατί απλούστατα εκφράζουν τα συμφέροντα του μεγάλου εμπορικού κεφαλαίου.

Χρειάζεται οι μικροί, οι αυτοαπασχολούμενοι ΕΒΕ, ενωμένοι, να πάρουν τις τύχες τους στα δικά τους χέρια και μέσα από τα Σωματεία και τις Συντονιστικές Επιτροπές Αγώνα να κινητοποιηθούν και να διαμορφώσουν τον αγωνιστικό, ριζοσπαστικό, αντιμονοπωλιακό πόλο.

Σε συνεργασία και κοινή δράση με τους εργατοϋπαλλήλους, αγρότες, συνταξιούχους, τη νεολαία, να διαμορφώσουν ένα πανίσχυρο κοινωνικοπολιτικό μέτωπο απέναντι στο μαύρο μέτωπο κυβέρνησης, ΕΕ, μεγάλου κεφαλαίου και των υποστηρικτών τους.

Μόνο σε μια τέτοια προοπτική, μπορούν να βάλουν εμπόδια στα χειρότερα που έρχονται, να αποσπάνε επιμέρους κατακτήσεις, που για να διασφαλιστούν και να διευρυνθούν πρέπει να στοχεύουν στην ανατροπή της εφαρμοζόμενης νεοφιλελεύθερης πολιτικής και να επιβάλουν αυτή της λαϊκής εξουσίας και οικονομίας.

Τους καλούμε να γυρίσουν την πλάτη σε ΠΑΣΟΚ και ΝΔ και να συμπαραταχτούν με τους κομμουνιστές, έστω κι αν δε συμφωνούν σε όλα με το ΚΚΕ, με τον τελικό του σκοπό, αλλά ακολουθούν μια γραμμή ρήξης, αντίστασης, με επιλογές της ΕΕ, κυβέρνησης, μεγάλου κεφαλαίου. Να ενισχύσουν το ΚΚΕ, ώστε από καλύτερες θέσεις να συμβάλει στη δημιουργία του μετώπου και στη διέξοδο και προοπτική των μικρών και αυτοαπασχολούμενων ΕΒΕ.


Του Αλέκου ΣΠΥΡΟΥ *
* Ο Αλέκος ΣΠΥΡΟΥ είναι μέλος της ΕΠ ΒΔ Ελλάδας του ΚΚΕ


ΑΓΟΡΑ ΓΑΛΑΚΤΟΣ
Μονοπώλιο στην αγορά

Στο φρέσκο γάλα η αγορά μονοπωλείται από τις εταιρίες ΔΕΛΤΑ και ΦΑΓΕ, που ελέγχουν το 58%, ενώ πολύ μεγάλο είναι το ποσοστό των εισαγωγών

Ο εξαιρετικά υψηλός βαθμός συγκέντρωσης (ολιγοπώλιο) και οι μεγάλες ποσότητες εισαγωγής γάλακτος είναι τα βασικά χαρακτηριστικά της ελληνικής αγοράς γάλακτος και γαλακτοκομικών προϊόντων (εκτός τυριών). Επίσης, αυξάνεται συνεχώς η κατανάλωση γαλακτοκομικών προϊόντων, κάτι που αποδίδεται στη στροφή των Ελλήνων στην υγιεινή διατροφή. Τα παραπάνω προκύπτουν από σχετική έρευνα του Ιδρύματος Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ), που δημοσιοποιήθηκε την περασμένη Τετάρτη.

Από τα στοιχεία της έρευνας προκύπτει πως στην ελληνική αγορά δραστηριοποιούνται συνολικά 90 εταιρίες γάλακτος, όμως μόνο πέντε εταιρίες κατέχουν μερίδιο αγοράς (λευκό γάλα εντός και εκτός ψυγείου) που ανέρχεται στο 80%, ενώ οι υπόλοιπες 15 κατέχουν το υπόλοιπο. Στο φρέσκο γάλα απόλυτη σχεδόν είναι η κυριαρχία της ΔΕΛΤΑ, η οποία κατέχει μερίδιο της τάξης του 39%. Ακολουθούν η ΦΑΓΕ με 19%, η ΜΕΒΓΑΛ με 11%, η FRIESLAND με 7% και οι υπόλοιποι με 19%. Στο σύνολο λευκού γάλακτος εντός και εκτός ψυγείου τα μερίδια καθορίζονται σε 25% για τη ΔΕΛΤΑ, 24% για τη FRIESLAND, 12% για τη ΦΑΓΕ, 12% για τη ΝΕΣΤΛΕ, 7% για τη ΜΕΒΓΑΛ και 20% για τους υπόλοιπους. Στις πωλήσεις του γάλακτος σε κουτί η FRIESLAND κατέχει το 57% της αγοράς, η ΝΕΣΤΛΕ το 32% και οι υπόλοιποι το 11%.

Πέρα από την ύπαρξη ολιγοπωλίου στον κλάδο του γάλακτος, ένα άλλο σημαντικό ζήτημα εστιάζεται στη χαμηλή ποσόστωση γάλακτος της Ελλάδας, η οποία υποχρεώνει τη χώρα μας να εισάγει μεγάλες ποσότητες γάλακτος από το εξωτερικό. Αυτό έχει αποτέλεσμα η Ελλάδα να μη συγκαταλέγεται στις μεγάλες γαλακτοπαραγωγούς χώρες, αφού η εγχώρια παραγωγή καλύπτει μόλις το 50% της κατανάλωσης, γεγονός που καθιστά την ελληνική παραγωγή γάλακτος ελλειμματική σε σχέση με τη ζήτηση.

Τα ποσοστά κατανάλωσης

Η κατανάλωση γαλακτοκομικών ανήλθε το 1998 - σύμφωνα με την έρευνα του ΙΟΒΕ - στους 770 χιλιάδες τόνους, σημειώνοντας μικρή αύξηση σε σχέση με το 1993. Η κατανάλωση γαλακτοκομικών προϊόντων, εκτός από τυροκομικά προϊόντα, εμφανίζει κατά την πενταετία 1993-1998 μικρή άνοδο, η οποία ισοδυναμεί με 3% ετησίως. Η εγχώρια παραγωγή ακολουθεί και αυτή με τη σειρά της ανοδική πορεία, η οποία αντιστοιχεί σε 5,4% ετησίως. Η κατανάλωση γάλακτος ανήλθε το 1998 στους 722 χιλιάδες τόνους σημειώνοντας αύξηση 12,36% σε σχέση με το προηγούμενο έτος, ενώ ο μέσος ετήσιος ρυθμός μεταβολής κινήθηκε στα επίπεδα του 5,1%. Από τις επιμέρους κατηγορίες που συνθέτουν τον κλάδο του γάλακτος, το φρέσκο γάλα, λευκό και σοκολατούχο, είναι η σημαντικότερη κατηγορία γάλακτος και αναλογεί σε περισσότερο από 50% της συνολικής κατανάλωσης σε όγκο και αξία. Αντίθετα, η κατανάλωση γάλακτος μακράς διαρκείας εκτιμάται ότι δεν παρουσιάζει σημαντικά περιθώρια ανάπτυξης, εξαιτίας της επιτυχούς διάδοσης του φρέσκου παστεριωμένου γάλακτος και του γάλακτος υψηλής παστερίωσης, ενώ η κατανάλωση γάλακτος εβαπορέ ακολουθεί φθίνουσα πορεία λόγω της στροφής των καταναλωτών προς τις δύο προαναφερθείσες κατηγορίες γάλακτος.

Σταθεροποιητικούς ρυθμούς ακολουθεί η κατανάλωση βουτύρου, η οποία για το τελευταίο υπό εξέταση έτος ανήλθε στους 8.651 τόνους, παρουσιάζοντας οριακή πτώση της τάξης του 0,9% σε σχέση με το προηγούμενο έτος. Ιδιαίτερα ανοδικούς ρυθμούς παρουσιάζει η κατανάλωση γιαούρτης, η οποία στο διάστημα 1993-1997 παρουσιάζει αύξηση της τάξης του 7,4% ετησίως. Πιο συγκεκριμένα, η κατανάλωση γιαούρτης ανήλθε το 1997 στους 76,8 χιλιάδες τόνους παρουσιάζοντας αύξηση της τάξης του 4% σε σχέση με το προηγούμενο έτος. Η κατανάλωση παγωτού ακολουθεί μια ελαφρά ανοδική πορεία με μικρές διακυμάνσεις, η οποία προσεγγίζει το 0,6% ετησίως.

Η εξαγωγική δραστηριότητα του κλάδου των γαλακτοκομικών προϊόντων είναι περιορισμένη. Η σημαντικότερη κατηγορία εξαγόμενων προϊόντων είναι η γιαούρτη με 66% της συνολικής αξίας των εξαγωγών. Οι υπόλοιπες κατηγορίες προϊόντων παρουσιάζουν ελλειμματικό εμπορικό ισοζύγιο, με πιο έντονο αυτό του γάλακτος. Οι σημαντικότερες χώρες προορισμού των εξαγωγών (75%) αφορούν στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης, με σημαντικότερη τη Βρετανία. Σημαντικό και συνεχώς αυξανόμενο μερίδιο παρουσιάζει η Κύπρος, ενώ πτωτική είναι η τάση του μεριδίου της Ιταλίας.

Οι εισαγωγές είναι κατά πολύ μεγαλύτερες των εξαγωγών και παρουσιάζουν αυξητική τάση. Το 81% της αξίας των εισαγωγών αφορά στο γάλα και κυρίως στο εβαπορέ, το υψηλής παστερίωσης και στο μακράς διαρκείας. Η τελευταία κατηγορία γάλακτος εισάγεται εξ ολοκλήρου, ενώ για τις δύο άλλες υπάρχει και εγχώρια παραγωγή. Οι χώρες προέλευσης των εισαγωγών είναι σχεδόν αποκλειστικά της ΕΕ. Η σημαντικότερη χώρα από την οποία εισάγουμε είναι η Γερμανία, ενώ εντυπωσιακή είναι και η αύξηση του μεριδίου της Ισπανίας. Αντίθετα, σημαντική πτώση παρουσιάζεται από τις χώρες της Μπενελούξ (Βέλγιο, Λουξεμβούργο και Ολλανδία).


Σ.Ζ.


Κόντρα στη νέα (α)ταξία
Ο πολιτισμός αντιμάχεται τον πόλεμο

Θα μπορούσαμε να αντιστρέψουμε τον τίτλο του σημειώματος, υποστηρίζοντας ότι ο πόλεμος, τα αυταρχικά καθεστώτα, οι δικτατορίες, αντιμάχονται και καταστρέφουν τον πολιτισμό.

Εκεί όπου επικρατεί ο φασισμός, ο αυταρχισμός, η βία, η παλιά ναζιστική και η σημερινή παγκοσμιοποιημένη «νέα τάξη» και η επίθεση του κεφαλαίου, ο Προμηθέας της γνώσης αλυσοδένεται στο βράχο της καθήλωσης.

Σ' αυτή την επίθεση κατά του πολιτισμού, οι σκεπτόμενοι άνθρωποι, αυτοί που ως ευαίσθητοι και προβληματισμένοι δέχονται τα μηνύματα των καιρών, αυτοί που είναι επένδυση ελπίδων του λαού τους, πρέπει να βρίσκονται μαζί του, στην πρωτοπορία των αγώνων του.

Και αποτελεί μήνυμα αισιοδοξίας και μαζί πράξη εναντίωσης κατά του τρομοκρατικού πολέμου του Μπους του μικρού, κατά του βομβαρδισμού των αμάχων, κατά των κλουβιών του σύγχρονου τρόμου στο Γκουαντανάμο, η συσπείρωση των ανθρώπων της τέχνης και του πολιτισμού.

Η θέλησή τους να ενώσουν τις φωνές, τη δημιουργική φαντασία, την καλλιτεχνική δημιουργία και ν' αντιδράσουν σ' αυτόν τον κόσμο του ιμπεριαλιστικού τρόμου, που θα μπορούσε να έχει στις πύλες του τη ρήση του Δάντη: «Αφήστε κάθε ελπίδα εσείς που περνάτε». Οι άνθρωποι όμως του πνεύματος, της τέχνης και του πολιτισμού, δεν είναι οι «μοιραίοι κι άβουλοι» της υποταγής, όπως έδειξε η δυναμική τους παρουσία στους αγώνες του λαού από την εποχή της Εθνικής Αντίστασης ως σήμερα.

Συνέχεια αυτής της ιστορικής πορείας, αυτά τα δεκαοχτώ σωματεία, φορείς και οργανώσεις συγγραφέων, ηθοποιών, σκηνοθετών, ποιητών, μουσικών, εικαστικών καλλιτεχνών και των συνεργατών τους που διακήρυξαν σε πρόσφατη εντυπωσιακή συγκέντρωση την απόφασή να αντιταχθούν με λόγο και έργο στη νέα βαρβαρότητα, να «γκρεμίσουν την ασκήμια», καθώς σάλπιζε ο ποιητής.


Του Γιώργου Κ. ΤΣΑΠΟΓΑ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ