ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 10 Σεπτέμβρη 2000
Σελ. /32
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΕΣ - ΒΙΟΤΕΧΝΕΣ- ΕΜΠΟΡΟΙ
Τα πραγματικά προβλήματα και ο «κοινωνικός διάλογος»

Πολύς λόγος γίνεται το τελευταίο διάστημα για το λεγόμενο «κοινωνικό διάλογο». Συνδικαλιστικές ηγεσίες, υπουργοί και διάφοροι παρατρεχάμενοι συσκέπτονται πυρετωδώς. Σε σχέση με την ουσία αυτού του «διαλόγου», την κατεύθυνση και τη σχέση του με τα πραγματικά προβλήματα των μικρών ΕΒΕ και αυτοαπασχολούμενων πρέπει να κάνουμε ορισμένες παρατηρήσεις.

Στις θέσεις της ΔΗΚΕΒΕ για την 4η Πανελλαδική Συνδιάσκεψη διατυπώνεται η εκτίμηση: «Η πολιτική προσαρμογής της χώρας στην ΟΝΕ, επιτάχυνε τη συγκέντρωση κεφαλαίων παραγωγής και υπηρεσιών σε όλο και λιγότερα χέρια, με στόχο το μεγαλύτερο και γρηγορότερο κέρδος, με συνέπεια να διευρυνθούν παραπέρα οι ανισότητες στην ελληνική κοινωνία».

Το μεγάλο κεφάλαιο έχει πετύχει τους υψηλότερους δείχτες κερδοφορίας στην Ευρώπη, η κούρσα των εξαγορών και συγχωνεύσεων επιχειρήσεων εντείνεται, το χρηματιστήριο έχει γίνει δεξαμενή άντλησης φθηνού χρήματος σε βάρος της λαϊκής αποταμίευσης.

Στον αντίποδα οι μικροί ΕΒΕ και οι αυτοαπασχολούμενοι συμπιέζονται οικονομικά, ο τζίρος φεύγει από τα χέρια τους και γλιστράει προς το μεγάλο κεφάλαιο, ο τομέας του λιανικού εμπορίου τροφίμων σήμερα κυριαρχείται από τα σούπερ μάρκετ σε ποσοστό 70%, που συνεχώς αυξάνεται. Οι πολυεθνικές στους υπόλοιπους τομείς του εμπορίου κατέχουν ποσοστό 32%. Το 50% και πλέον της ελληνικής αγοράς έχει καταληφθεί από εισαγόμενα προϊόντα και η χώρα έχει γίνει καλή αγορά για τα μονοπώλια της ΕΕ, ακόμη η δυσβάσταχτη φορολογία και τα αυξανόμενα λειτουργικά έξοδα τους πνίγουν.

Οι συνέπειες της χρόνιας λιτότητας

Η χρόνια λιτότητα, με αποτέλεσμα τις μεγάλες απώλειες του εισοδήματος των εργαζομένων τα τελευταία χρόνια, η ανατροπή των εργασιακών σχέσεων, η αύξηση της ανεργίας, ήταν οι βασικές επιπτώσεις στη ζωή των εργαζομένων.

Η συγκέντρωση της γης σε όλο και λιγότερα χέρια, το ξεκλήρισμα της μικρομεσαίας αγροτιάς και η αντιαγροτική πολιτική της ΕΕ είναι το τίμημα που πληρώνουν οι μικροαγρότες.

Με βάση την παραπάνω πραγματικότητα, δηλαδή τη διεύρυνση της οικονομικής ανισότητας μεταξύ μεγάλου κεφαλαίου από τη μια, ΕΒΕ, εργαζομένων και μικρών αγροτών από την άλλη, (χωρίς να μας διαφεύγει η διαφορετική τους θέση στην παραγωγή και τα διαφορετικά προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι παραπάνω κοινωνικές ομάδες), θα μπορούσαμε να πούμε ότι υπάρχει η αντικειμενική δυνατότητα από το σ.κ. των ΕΒΕ, των εργαζομένων και μικρών αγροτών να διαμορφώσουν κοινές θέσεις και πρόγραμμα πάλης που θα έρχονται σε αντίθεση με τις θέσεις του μεγάλου κεφαλαίου, της κυβέρνησης και ΕΕ, που στηρίζουν και εκφράζουν πολιτικά τα συμφέροντα των συνδικαλιστικών οργανώσεων ΓΣΕΒΕΕ, ΕΣΕΕ, ΓΣΕΕ υπάρχει η αντικειμενική βάση να διαμορφωθούν κοινές θέσεις και πρόγραμμα που θα έρχονται σε αντίθεση με τις θέσεις και την πολιτική του ΣΕΒ (που είναι εκπρόσωπος του μεγάλου κεφαλαίου στη χώρα μας), της κυβέρνησης και της ΕΕ που στηρίζουν και εκφράζουν πολιτικά τα συμφέροντά του.

Δηλαδή, οι αντίστοιχες συνδικαλιστικές οργανώσεις παρά τις διαφορετικές εκτιμήσεις που έχουν λόγω των διαφορετικών κοινωνικών ομάδων που εκπροσωπούν, θα μπορούσαν, στον αντίποδα της οικονομίας της αγοράς, να συμφωνήσουν σε ένα αντιμονοπωλιακό πρόγραμμα σχεδιασμένης ανάπτυξης με εφαρμογή κλαδικών πολιτικών και τη στήριξη της συνεταιριστικοποίησης των μικρών επιχειρήσεων, τη διασφάλιση και διεύρυνση των κοινωνικών κατακτήσεων, σε αντίθεση με τις απαιτήσεις του ΣΕΒ και τις επιλογές της κυβέρνησης. Θα μπορούσαν να αντιμετωπιστούν από κοινού οι αλλαγές (ανατροπές) που προωθούνται στις εργασιακές σχέσεις, (παραπέρα εφαρμογή της μερικής απασχόλησης, διευθέτηση του χρόνου εργασίας, μείωση των εργοδοτικών ασφαλιστικών εισφορών κλπ.) αλλαγές στο ασφαλιστικό, στις παροχές υγείας στην κοινωνική πρόνοια και στη δημόσια εκπαίδευση, στο φορολογικό και να διεκδικήσουν περιορισμό της ασυδοσίας των πολυκαταστημάτων, περιορισμό των εισαγωγών ξένων προϊόντων κλπ.

Βέβαια, αυτού του είδους η δραστηριότητα των συνδικαλιστικών οργανώσεων ΕΒΕ, εργαζομένων και μικρών αγροτών δεν μπορεί να είναι αποτέλεσμα μιας αυθόρμητης ενέργειας και μιας συγκυριακής απόφασης. Απεναντίας, μια κοινή στάση αντίστασης χρειάζεται να ζυμωθεί στη συνείδηση των λαϊκών στρωμάτων, ώστε να αντιμετωπιστεί από κοινού η επίθεση από το μεγάλο κεφάλαιο, που στο πέρασμά του ισοπεδώνει κοινωνικές κατακτήσεις και διευρύνει παραπέρα τις ανισότητες της κοινωνίας.

Τίθεται το ερώτημα, οι πλειοψηφίες που ηγούνται των συνδικαλιστικών οργανώσεων ΓΣΕΒΕΕ, ΕΣΕΕ, ΓΣΕΕ έχουν αυτό τον προσανατολισμό;

Δυστυχώς οι ενέργειές τους δε συνάδουν με ένα αγωνιστικό προσανατολισμό, ο οποίος θα αντιμετωπίζει θετικά τους πόθους και τις ανησυχίες αυτών που εκπροσωπούν. Οχι μόνο δεν έχουν έναν τέτοιο σκοπό και προσανατολισμό για αντιμονοπωλιακό αγώνα και κοινή θέση να ανοίξουν μέτωπο στο μεγάλο κεφάλαιο, αντιθέτως συνεχίζουν στην ίδια ρότα που οδήγησαν το σ.κ. στη συναίνεση και στο συμβιβασμό, στηρίζουν και έχουν συνένοχη στάση στη νεοφιλελεύθερη πολιτική, συμμετέχουν στο λεγόμενο κοινωνικό διάλογο, δείχνουν συναίνεση και στην ουσία αποδέχονται τα μέτρα και τις πολιτικές που εφαρμόζονται, ηλαδή στην πραγματικότητα συζητούν τον τρόπο και το χρόνο εφαρμογής αυτών των μέτρων και στο όνομα της ανεργίας της ανταγωνιστικότητας (προς όφελος ποιου;) και της διατηρησιμότητας των λεγόμενων δεικτών θυσιάζουν ΕΒΕ και εργαζόμενους.

Οσον αφορά την ηγεσία της ΓΣΕΕ θα την κρίνουν οι εργαζόμενοι, οι οποίοι αντιμετωπίζουν καθημερινά τα οξυμένα προβλήματα και θα αισθανθούν ακόμα πιο έντονα να υποβαθμίζεται η κοινωνική τους θέση. Κρίνουμε όμως τη στάση των διοικήσεων της ΓΣΕΒΕΕ και της ΕΣΕΕ οι οποίες, στα πλαίσια των εννέα σημείων που ανακοίνωσε η κυβέρνηση για τον «κοινωνικό» διάλογο, με αποφάσεις πλειοψηφίας οδηγούν το σ.κ. των ΕΒΕ στη συναίνεση και σε ταύτιση θέσεων με τον ΣΕΒ.

Συγκεκριμένα κρίνουν θετικές τις προτάσεις της κυβέρνησης για τις αλλαγές στις εργασιακές σχέσεις, και ζητούν οι «ευνοϊκές ρυθμίσεις» να ισχύσουν και για τις μικρές επιχειρήσεις με απασχόληση κάτω των 5 εργαζομένων (διευθέτηση του χρόνου εργασίας, φορολογικά κίνητρα για νέες θέσεις εργασίας, μείωση των ασφαλιστικών εισφορών «ενεργητικές μορφές απασχόλησης» κλπ.), παρά το ότι παρατηρούν πως η μέχρι τώρα εφαρμογή των μέτρων δεν έχει αποτελέσματα ικανοποιητικά.

Η θέση της ΔΗΚΕΒΕ

Η ΔΗΚΕΒΕ τάχτηκε κατά του λεγόμενου κοινωνικού διαλόγου γιατί:

1. Σαν θεσμός σκοπό έχει να πετύχει τη συναίνεση για να ανοίξει διάπλατα ο δρόμος για την εφαρμογή ακόμη πιο σκληρής αντιλαϊκής πολιτικής και να δεχτούν οι ΕΒΕ μέτρα τα οποία θα μειώσουν παραπέρα το εισόδημά τους και θα αυξήσουν την αβεβαιότητα για τη θέση εργασίας τους.

2. Ο «διάλογος» σκοπό έχει να χτυπηθούν κεκτημένα των εργαζομένων και όταν «ξεμπερδέψει» η κυβέρνηση με την εργατική τάξη, η στάση της θα γίνει πιο αδιάλλακτη και σκληρή απέναντί στους ΕΒΕ και μικροαγρότες.

Για τη θέση της αυτή η ΔΗΚΕΒΕ δέχεται τα συντονισμένα πυρά από τις άλλες παρατάξεις ΠΑΣΚΕΒΕ (ΠΑΣΟΚ), ΔΑΚΜΜΕ (ΝΔ), ΑΣΚΕΒΕ (ΣΥΝ), οι οποίες συμμετέχουν στον «κοινωνικό» διάλογο στην ουσία στήριξαν την απάτη με το λεγόμενο μίνι ασφαλιστικό, ανεξάρτητα αν κάτω από το βάρος της οργής των ΕΒΕ δεν υπέγραψαν το τελικό κείμενο.

Σήμερα συμμετέχουν ξανά στο διάλογο για τις εργασιακές σχέσεις και αποκρύπτουν από τους ΕΒΕ την πραγματική αντιλαϊκή διάσταση των μέτρων ότι δηλαδή η ανατροπή των εργασιακών σχέσεων, που θα είναι ένα γερό χτύπημα για τους εργαζόμενους εντάσσεται σε ένα γενικότερο σχέδιο αντιλαϊκών μέτρων που θα έχει εξίσου αρνητικές συνέπειες για τους ΕΒΕ και αυτοαπασχολούμενους.

Κρύβουν την ουσία

Βέβαια, οι εκπρόσωποι των παραπάνω παρατάξεων που σχηματίζουν την πλειοψηφία στη ΓΣΕΒΕΕ και ΕΣΕΕ στο όνομα των ΕΒΕ προσπαθούν να αποκρύψουν την ουσία της τακτικής τους και των θέσεων που πρεσβεύουν.

Παραπλανητικά προβάλλουν αιτήματα όπως «συμμετοχή των ΜΜΕ στο Γ` ΚΠΣ, αύξηση των κονδυλίων για επαγγελματική κατάρτιση και επανακατάρτιση, αύξηση στα μερίδια των ενεργητικών μορφών στην πολιτική απασχόλησης κλπ.».

Αποκρύπτουν, όμως, ότι ακόμα και αν τα παραπάνω αιτήματα γίνουν δεκτά δε θα αλλάξει η θέση των μικρών ΕΒΕ και αυτοαπασχολούμενων. Θα επιτευχθούν οι διαδικασίες συγκέντρωσης κεφαλαίων και παραγωγής, με αποτέλεσμα τη συμπίεση των μικρών επιχειρήσεων και τελικό στόχο την αποπομπή τους από την καπιταλιστική αγορά.

Κονδύλια, βέβαια, θα διατεθούν και μπορεί ο ΣΕΒ να τα θέλει όλα δικά του. Ομως, στα πλαίσια της γενικότερης πολιτικής της η αστική τάξη σε κοινωνικό επίπεδο ενδιαφέρεται να δημιουργεί κοινωνικές συμμαχίες και αυτό το επιδιώκει με ορισμένα ψίχουλα στις μικρές επιχειρήσεις, για να καλλιεργηθούν καλύτερα τα παθητικά στοιχεία της μοιρολατρίας, της ψευδαίσθησης και της αυταπάτης. Αυτό το τονίζουμε ιδιαίτερα γιατί η προηγούμενη εμπειρία από το 1ο και το 2ο ΚΠΣ δείχνει ότι τα όποια προγράμματα για τις ΜΜΕ με τα κριτήρια τζίρου και απασχόλησης που όριζαν έθεταν εκ των προτέρων εκτός χρηματοδότησης πάνω από το 90% αυτών των επιχειρήσεων και την τελικά καρπώθηκαν μια χούφτα μεγάλες και μεσαίες επιχειρήσεις.

Στις θέσεις της ΔΗΚΕΒΕ αναφέρεται: «Η πολιτική της ΕΕ απέναντι στις ΜΜΕ που προβάλλεται και αναπαράγεται από την ελληνική κυβέρνηση και τα κόμματα του "ευρωπαϊκού προσανατολισμού" στην ουσία απευθύνεται σε ένα λεπτό στρώμα μεσαίων, και μεγάλων για τα ελληνικά δεδομένα, επιχειρήσεων. Τέτοιου είδους επιχειρήσεις χρειάζονται τα μονοπώλια είτε για να τους εκχωρήσουν λιγότερο αποδοτικές για αυτά δραστηριότητες είτε για να τις χρησιμοποιήσουν σε τομείς της αγοράς με μεγάλο ρίσκο είτε ακόμα με τη μορφή του «δούρειου ίππου» για το άνοιγμα νέων αγορών, εκμεταλλευόμενα τα συγκριτικά τους πλεονεκτήματα της ευελιξίας και της προσαρμοστικότητας που προκύπτουν από το μικρό τους μέγεθος σε σχέση με τους πολυεθνικούς κολοσσούς.

Οι μεσαίες επιχειρήσεις παίζουν έτσι το ρόλο του δορυφόρου γύρω από τα μονοπώλια, τα οποία έχουν την άνεση να τις κρατούν εξαρτημένες ή και να τις καταβροχθίζουν αν το κρίνουν απαραίτητο. Οι μεσαίες επιχειρήσεις συμπληρώνουν τις διαδικασίες συγκέντρωσης κεφαλαίων και παραγωγής και τις ενισχύουν. Τα όποια ειδικά προγράμματα της ΕΕ υπέρ των ΜΜΕ είναι χωρίς αντίκρισμα για τη συντριπτική πλειοψηφία των μικρών επιχειρήσεων».

Στις μεσαίες και μεγαλύτερες επιχειρήσεις έχουν στρέψει το ενδιαφέρον τους και οι ηγετικές ομάδες στη ΓΣΕΒΕ και την ΕΣΕΕ, τη στάση τους αυτή προσπαθούν να την καμουφλάρουν με ιδεολογήματα όπως, «το σ.κ. πρέπει να έχει ρεαλιστικούς στόχους, εφικτά αιτήματα, τεκμηριωμένες και υπεύθυνες κινήσεις κλπ.».

Η ΔΗΚΕΒΕ εκτιμά ότι η επίθεση που δέχονται οι μικροί ΕΒΕ και οι αυτοαπασχολούμενοι και τα σοβαρά προβλήματα που προκύπτουν από τη νεοφιλελεύθερη πολιτική θα είχαν μετριαστεί και η κατάσταση θα ήταν σαφώς καλύτερη, αν το σ.κ. είχε αντίστοιχη αγωνιστική δράση, άνοιγε μέτωπο στην «οικονομία της αγοράς», στα διαρθρωτικά και οικονομικά μέτρα που επιβάλλονται και οδηγούν στην αποχαλίνωση και στην ασυδοσία του μεγάλου κεφαλαίου.

Στόχος μας, για την 4η Πανελλαδική Συνδιάσκεψη, είναι, εμείς οι ΔΗΚΕΒίτες να ξεδιπλώσουμε τη δραστηριότητά μας, να φτάσουμε και να συζητήσουμε με όσους γίνεται πιο πολλούς αυτοαπασχολούμενους και μικρούς ΕΒΕ, να τους ενημερώσουμε για την πραγματική αιτία των προβλημάτων, να τους πείσουμε ότι ο καθημερινός αγώνας για το μεροκάματο είναι μάταιος χωρίς τη συλλογική δράση.

Να τους καλέσουμε να ξεπεράσουν τη στάση αναμονής και ανεξάρτητα από ενδεχόμενες γενικότερες διαφορετικές πολιτικές αναφορές να ενώσουν τις δυνάμεις τους με τη ΔΗΚΕΒΕ, με σταθερές συνεργασίες που θα στηρίζονται στη βάση των προβλημάτων.

Απόσταγμα της δράσης μας είναι να ενισχυθεί το ριζοσπαστικό ρεύμα και να αναπτυχθεί ο άλλος αγωνιστικός πόλος στο σ.κ. από δυνάμεις με αντιμονοπωλιακό προσανατολισμό για να ανοίξει αγωνιστική διέξοδος στη λύση των προβλημάτων.

Η προσπάθεια για συζήτηση συνεννόηση και κοινή δράση ανάμεσα στο σ.κ. των ΕΒΕ, εργαζομένων και μικρών αγροτών (που βέβαια το κύριο βάρος της είναι υποχρεωμένο να σηκώσει το πιο πρωτοπόρο κομμάτι τους) ενάντια στο μεγάλο κεφάλαιο και τα μονοπώλια είναι η μοναδική μορφή κοινωνικού διαλόγου που μπορεί να εξυπηρετήσει τα σημερινά, αλλά και τα αυριανά, συμφέροντα των λαϊκών στρωμάτων.


Του
Δημήτρη ΦΕΤΣΗ*
*Ο Δημήτρης Φέτσης είναι πρόεδρος της ΔΗΚΕΒΕ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ