Βεβαίως, όπως προαναφέραμε, υπάρχουν πολλές και σημαντικές ζημιές στην αγροτική παραγωγή - ιδιαιτέρως, δε, σε περιοχές της Λάρισας είναι εκτεταμένες - ενώ η αρδευτική περίοδος κρατάει μέχρι και στις 20 Αυγούστου κι αν μέχρι τότε δε βρέξει οι ζημιές θα είναι ακόμα μεγαλύτερες. Η κυβέρνηση πρέπει να προχωρήσει άμεσα και γρήγορα τη διαδικασία για αποζημίωση των πληγέντων παραγωγών. Οι υποσχέσεις του υπουργού Γεωργίας, που δόθηκαν σε εκπροσώπους της Ενωτικής Ομοσπονδίας Αγροτικών Συλλόγων Καρδίτσας, ότι θα δοθούν αποζημιώσεις από τον ΕΛΓΑ, δεν είναι πειστικές, καθώς ο κανονισμός του οργανισμού δεν προβλέπει αποζημιώσεις για καταστροφές από την ξηρασία. Πρέπει, λοιπόν, η κυβέρνηση να δεσμευτεί ότι θα διατεθούν κονδύλια από τον κρατικό προϋπολογισμό, ή από άλλους συγκεκριμένους πόρους για την ικανοποίηση του δίκαιου αιτήματος του αγροτικού κόσμου της Θεσσαλίας.
Θα πρέπει, επίσης, να υπογραμμίσουμε ότι, παρά το γεγονός πως φέτος αποφεύχτηκε η «βιβλική καταστροφή», το πρόβλημα της λειψυδρίας στη Θεσσαλία παραμένει και συνεχίζει ν' απειλεί ανθρώπους, καλλιέργειες και περιβάλλον.
Οσο δεν ολοκληρώνεται η κατασκευή των έργων υποδομής - όπως η εκτροπή του Αχελώου, ο ταμιευτήρας της Κάρλας, το φράγμα του Σμοκόβου, άλλα μεγάλα και μικρότερα φράγματα και άλλου είδους αρδευτικά και εγγειοβελτιωτικά έργα - η δίψα θ' απειλεί τους κατοίκους χωριών και πόλεων, η ξηρασία θα «καίει» τα σπαρτά και το περιβάλλον θα υποβαθμίζεται συνεχώς, με κίνδυνο η περιοχή να οδηγηθεί σε απερήμωση, όπου θα χαθεί κάθε μορφή ζωής, πανίδας και χλωρίδας. Κι όσο δε λαμβάνονται μέτρα για την ορθολογική διαχείριση και σωστή χρήση των υπαρχόντων υδατικών αποθεμάτων - εκσυγχρονισμός των υδρευτικών και αρδευτικών δικτύων για να μη χάνονται καθ' οδόν τεράστιες ποσότητες πολύτιμου νερού, εκσυγχρονισμός της άρδευσης με επιδότηση των αγροτών για την αγορά και χρησιμοποίηση πιο οικονομικών και, ταυτόχρονα, πιο αποδοτικών μορφών άρδευσης, ακριβής καθορισμός των ορίων διαθεσιμότητας νερών από τη λίμνη Πλαστήρα, ώστε να εξασφαλιστεί το οικολογικό μέλλον της κ.ά. - κάθε καλοκαίρι οι αγρότες ιδιαίτερα θα ζουν με την αγωνία και το άγχος να σώσουν την παραγωγή τους για να εξασφαλίσουν ένα εισόδημα με το οποίο θα ζήσουν τις οικογένειές τους.
Το ερώτημα γιατί δεν προχωράει η κατασκευή των αναγκαίων έργων υποδομής και δεν εφαρμόζεται μια άλλη πολιτική ορθολογικής διαχείρισης κι ανάπτυξης του υδάτινου πλούτου της χώρας, έχει τεθεί πολλές φορές από τούτη την εφημερίδα. Η απάντηση είναι: Διότι η κυβέρνηση δε θέλει τη λύση του προβλήματος της λειψυδρίας. Και δεν τη θέλει γιατί κι αυτή, όπως και η Ευρωπαϊκή Ενωση, δε θέλει την ανάπτυξη της αγροτικής οικονομίας στη χώρα μας, αλλά τον περιορισμό της αγροτικής παραγωγής και τη συρρίκνωση του αγροτικού πληθυσμού. Γι' αυτό και, στα πλαίσια των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων, παίρνονται συγκεκριμένα αντιαγροτικά μέτρα, που οδηγούν στο ξεκλήρισμα της μικρομεσαίας αγροτιάς, ώστε να περάσει η γη και η παραγωγή στα χέρια λίγων μεγαλοεπιχειρηματιών - νεοτσιφλικάδων.
Επομένως, αν οι αγρότες της Θεσσαλίας κι όλης της Ελλάδας θέλουν να μείνουν στα χωριά τους και να καλλιεργούν τη γη τους, πρέπει ν' αγωνιστούν για την ανατροπή της αντιαγροτικής πολιτικής που εφαρμόζεται κι αυτό κάνουν τα τελευταία επτά χρόνια με τις μεγαλειώδεις κινητοποιήσεις τους.
Οσο κι αν φαίνεται περίεργο η κυβέρνηση επιθυμούσε η λειψυδρία να έχει πιο καταστροφικές επιπτώσεις στους αγρότες της Θεσσαλίας και είχε «επενδύσει» πολλά σ' αυτή.
Οι στόχοι της κυβέρνησης να εκμεταλλευτεί και τη λειψυδρία για να υλοποιήσει πιο γρήγορα και πιο αποτελεσματικά την αντιαγροτική πολιτική της δεν επιτεύχτηκαν, αλλά είναι σίγουρο ότι θα ξαναεπιχειρηθεί να «περάσουν». Ομως, οι Θεσσαλοί αγρότες επαγρυπνούν και το φετινό Φθινόπωρο αναμένεται να είναι «θερμό» αγωνιστικά...
* Θα μετέθετε τις ευθύνες της για τη λειψυδρία και τις περιπτώσεις της στα θύματα της «άνυδρης» πολιτικής της, που είναι οι Θεσσαλοί αγρότες.
* Θα προκαλούσε βαθιά ρήγματα στις αγωνιστικές σχέσεις των ηγετών του αγροτικού κινήματος της Θεσσαλίας, με αποτέλεσμα να δυσκολευόταν στο μέλλον η ανάπτυξη της κοινής αγωνιστικής δράσης κατά της αντιαγροτικής της πολιτικής.
* Θα δημιουργούσε την εντύπωση στην κοινή γνώμη ότι οι Θεσσαλοί αγρότες - αυτοί που τόσες φορές στράφηκαν εναντίον της με τα τρακτέρ της οργής και του αγώνα - είναι «άγριοι» και «αγροίκοι» χωριάτες, που «αλληλοσκοτώνονται», γιατί είναι άπληστοι και δεν μπορούν να μοιράσουν δίκαια το νερό που διατίθεται για την άρδευση.
* Θα ενέβαλε επ' αόριστον την ουσιαστική και μακροπρόθεσμη λύση του προβλήματος της λειψυδρίας, καθώς μέσα στη δίνη της «εμφύλιας διαμάχης» για την κατανομή του λιγοστού νερού, ουδείς θα απαιτούσε, εδώ και τώρα, την κατασκευή των μεγάλων έργων και την αλλαγή της κυβερνητικής υδατικής πολιτικής.
* Θα έδινε την ευκαιρία στα «κομματόσκυλά» της που δραστηριοποιούνται στην περιοχή, να παίξουν το ρόλο του «τοπικού προστάτη» των αγροτών, επενδύοντας σε ψήφους για τις ερχόμενες εκλογές.
Κι ακριβώς επειδή ο «θεσσαλικός εμφύλιος» τη συνέφερε, η κυβέρνηση έκανε ό,τι μπορούσε για να προκαλέσει και να οξύνει τοπικιστικές αντιθέσεις και ενδοαγροτικές αντιπαραθέσεις. Σ' αυτή την προσπάθεια συμμετείχαν και πολλά τοπικά ΜΜΕ, που επιχειρούσαν να «βάλουν σφήνες» ανάμεσα στα στελέχη του αγροτικού κινήματος της περιοχής - πολλά από τα οποία κατέχουν εξέχουσες θέσεις στην Τοπική Αυτοδιοίκηση και σε άλλους φορείς - κατηγορώντας τα ότι «τα κάνουν πλακάκια» μεταξύ τους για να μην διαταράξουν τις αγωνιστικές σχέσεις που αναπτύχθηκαν στη διάρκεια των «μπλόκων».
Δυστυχώς για τους κυβερνώντες και τους κάθε είδους «κολαούζους» τους κι άλλους «καλοθελητές» δεν ξέσπασε «εμφύλιος πόλεμος» για το νερό στη Θεσσαλία. Ο αγροτικός κόσμος - ιδιαίτερα τα αγροτικά στελέχη σε κάθε νομό της περιοχής - «μυρίστηκαν» πού το πάει η κυβέρνηση, δεν έπεσαν στη «λούμπα» μιας αδιέξοδης αντιπαράθεσης και κατάφεραν να ξεσκεπάσουν τους κυβερνητικούς «πράκτορες» και ν' απομονώσουν κάποιους ευέξαπτους, ή και αφελείς, που θα χρησιμοποιούνταν σε ρόλο «ουτσεκάδων» για να εξυπηρετηθούν τα κυβερνητικά σχέδια.
Καταλυτική για τη συνειδητοποίηση της ουσίας των προβλημάτων και για την αποφυγή του «εμφυλίου πολέμου» ανάμεσα στους Θεσσαλούς αγρότες, ήταν η παρέμβαση του ΚΚΕ. Μια παρέμβαση νηφάλια και ουσιαστική, η οποία έβαλε «κάθε κατεργάρη στη θέση του», μη επιτρέποντας σε κανέναν να προβοκάρει και να εκμεταλλευτεί γεγονότα και καταστάσεις. Η Επιτροπή Περιοχής Θεσσαλίας, οι Νομαρχιακές Επιτροπές και οι τοπικές Οργανώσεις του Κόμματος παρενέβησαν όπου, όταν κι όπως έπρεπε, για να αναδείξουν τις πραγματικές διαστάσεις του προβλήματος της λειψυδρίας, να υποδείξουν τους πραγματικούς ενόχους, να προβάλλουν τις ουσιαστικές και μακροπρόθεσμες λύσεις, αλλά και για να «τιθασεύσουν τα πάθη», όπου και όταν «αγρίευαν οι καταστάσεις». Αντιπροσωπείες του ΚΚΕ είχαν πάμπολλες συναντήσεις με εκπροσώπους της κυβέρνησης, της Αυτοδιοίκησης και των μαζικών φορέων της περιοχής, ενώ συνεχώς κομματικά κλιμάκια ενημέρωναν τους αγρότες και γενικότερα το λαό της περιοχής, καλώντας τους σε επαγρύπνηση και αγωνιστική ετοιμότητα.
Αυτή η ουσιαστική και νηφάλια παρέμβαση του ΚΚΕ βοήθησε τον αγροτικό κόσμο της Θεσσαλίας να συνειδητοποιήσει πως ο αγώνας του για τη λύση του προβλήματος της λειψυδρίας για να είναι χρήσιμος κι αποδοτικός, πρέπει να στραφεί κατά της κυβέρνησης κι όλων όσοι συμφωνούν με την αντιαγροτική πολιτική της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Βοήθησε, επίσης, ν' αντιληφθούν οι αγρότες ότι η κυβέρνηση ακολουθεί την τακτική του «διαίρει και βασίλευε» στρέφοντας τον ένα θεσσαλικό νομό εναντίον του άλλου, για να αποσείσει τις ευθύνες της και να εξυπηρετήσει την πολιτική της. Αυτή η προσφορά του ΚΚΕ αναγνωρίζεται και εκτιμιέται από τον αγροτικό κόσμο και προκαλεί τη μήνιν των κυβερνώντων, αφού τους «χάλασε» όλα τα σχέδια...
Τα άδεια μαγαζιά, που οδηγούν σε απόγνωση τους εμπόρους, σε συνδυασμό με τις οικονομικές απαιτήσεις και τα χρέη που «τρέχουν», είναι ο καθρέφτης της αδυναμίας των λαϊκών εισοδημάτων να καλύψουν ακόμα και στοιχειώδεις ανάγκες. Οι έμποροι κάνουν λόγο για πτώση του τζίρου τους μέχρι και 25% σε σχέση με την αντίστοιχη περσινή περίοδο των εκπτώσεων. Σ' αυτό αντικατοπτρίζεται η υπερχρέωση των νοικοκυριών προκειμένου να καλύψουν τις άμεσες ανάγκες, που τα οδηγεί στον περιορισμό έως και τις περικοπές των αγορών καταναλωτικών προϊόντων, αλλά και ο φόβος τους ότι τα πράγματα διαρκώς χειροτερεύουν.
Τα στοιχεία που έδωσε πρόσφατα στη δημοσιότητα η ICAP και προέρχονται από έρευνα που διενήργησε σε 1.000 νοικοκυριά σε όλη τη χώρα είναι αποκαλυπτικά. Σχεδόν οι μισοί από τους ερωτηθέντες οικογενειάρχες δήλωσαν ότι η οικονομική τους κατάσταση επιδεινώθηκε το 2001 σε σχέση με το 2000 και από αυτούς μόνο ένας στους πέντε ήταν προετοιμασμένος για κάτι τέτοιο. Φέτος, περισσότερο από ένας στους τρεις περιμένει επιδείνωση της οικονομικής του κατάστασης μέχρι το τέλος του χρόνου, και μεγάλο μέρος από αυτούς αναμένει την επιδείνωση από σημαντικές αυξήσεις στις τιμές. Και βέβαια, σύμφωνα με την ίδια έρευνα, έχει σχεδόν εκμηδενιστεί το ποσοστό εκείνων που το 2000 δήλωναν αισιόδοξοι ότι η οικονομική τους θέση θα βελτιωθεί λόγω του χρηματιστηρίου, στο οποίο το προηγούμενο διάστημα ενθάρρυνε με κάθε τρόπο η κυβέρνηση να τζογάρουν οι εργαζόμενοι ακόμα και με δάνεια που χορηγούσαν οι τράπεζες γι' αυτό το σκοπό.
Το ίδιο αποκαλυπτικά είναι τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδας σχετικά με την υπερχρέωση των νοικοκυριών. Σύμφωνα με αυτά, τα υπόλοιπα των καταναλωτικών και στεγαστικών δανείων στο τέλος του περασμένου Μάη, τα χρέη δηλαδή από τέτοιου είδους δάνεια, ανέρχονταν σε 6,5 τρισ. δρχ. ή στο 15% του ΑΕΠ, και σε ετήσια βάση παρουσιάζονταν αυξημένα κατά 60%. Αυτό καταδεικνύει ότι η όποια αύξηση μπορεί να καταγράφεται από την Εθνική Στατιστική Υπηρεσία στο δείκτη λιανικών πωλήσεων προέρχεται από τα τραπεζικά δάνεια. Δηλαδή, τα νοικοκυριά, προκειμένου να καλύψουν μια σειρά από καταναλωτικές ανάγκες, προσφεύγει στον τραπεζικό δανεισμό. Αυτό αλυσιδωτά συνεπάγεται ότι οι οικογένειες αναγκάζονται να δεσμεύσουν ένα σημαντικό μέρος των μελλοντικών τους εισοδημάτων για να ξεπληρώσουν μακροχρόνιες τοκοχρεολυτικές δόσεις.
Με αυτά τα δεδομένα, η εικόνα της ακινησίας που επικρατεί στην αγορά δε θα μπορούσε να είναι διαφορετική. Και είναι αυταπόδεικτο ότι το γεγονός πως τα καταστήματα δε βλέπουν «άσπρη μέρα» ούτε στις εκπτώσεις δεν αντιμετωπίζεται με τη μεγάλη διάρκεια των εκπτώσεων, που φτάνει τους δύο μήνες, ούτε με τη δυνατότητα πραγματοποίησης προσφορών σε όλη σχεδόν τη διάρκεια του χρόνου. Αντίθετα, αυτό το καθεστώς εκπτώσεων και προσφορών που έχει διαμορφώσει η κυβέρνηση λειτουργεί μόνο προς όφελος των μεγάλων επιχειρήσεων, ντόπιων και ξένων, που έχουν τη δυνατότητα να το εκμεταλλευτούν και να αποσπάσουν το μέρος εκείνο των λαϊκών εισοδημάτων που προορίζεται για αγορές, ενώ γεγονός είναι ότι η τόσο μεγάλη διάρκεια των εκπτώσεων έχει οδηγήσει σε εκφυλισμό το θεσμό.
Την ίδια στιγμή, η πλειοψηφία των εμπόρων βρίσκεται αντιμέτωπη με οικονομικές υποχρεώσεις, στις οποίες αδυνατούν να ανταποκριθούν. Οι μικροί αυτοαπασχολούμενοι έμποροι και οι οικογενειακές επιχειρήσεις πνίγονται μέσα στα πάγια λειτουργικά έξοδα και στους φόρους. Στην αγορά η έλλειψη ρευστότητας αντικατοπτρίζεται στις μεταχρονολογημένες ακόμα και για ένα χρόνο επιταγές που υπογράφουν οι έμποροι για να εξοφλήσουν τις υποχρεώσεις τους, ελπίζοντας ότι τότε θα έχουν καταφέρει να εξοικονομήσουν τα απαραίτητα ποσά.
Η πορεία αδιεξόδου στην οποία κινούνται οι μικρές επιχειρήσεις τα τελευταία χρόνια μπορεί να ανακοπεί μόνο με ριζική αλλαγή της ασκούμενης πολιτικής. Μόνο με μια πολιτική ενίσχυσης των λαϊκών εισοδημάτων και στήριξης των μικρών επιχειρήσεων, μακριά από φιλομονοπωλιακές λογικές ενίσχυσης της ασυδοσίας του μεγάλου κεφαλαίου, μπορεί η αγορά να δει καλύτερες μέρες. Και όταν μιλάει κανείς για αγορά λόγος γίνεται για τη συντριπτική πλειοψηφία των επιχειρήσεων της χώρας, που αποτελείται από αυτοαπασχολούμενους και μικρούς εμπόρους.