Αν είναι κάτι που πρέπει να αναγνωρίσουμε στη σημερινή κυβέρνηση και στο κόμμα του ΠΑΣΟΚ, είναι ότι έχουν αποκτήσει υψηλή εξειδίκευση στη φαιά προπαγάνδα. Να παρουσιάζουν δηλαδή, το μαύρο άσπρο, και να εξυπηρετούν πλήρως τα συμφέροντα του κεφαλαίου και της νέας τάξης... στο όνομα του λαού. Η διαπίστωση αυτή επιβεβαιώνεται και τις τελευταίες μέρες καθώς εξελίσσεται μια νέα προσπάθεια εξαπάτησης και παραπλάνησης του ελληνικού λαού, με αφορμή λίγο πολύ γνωστές φορολογικές ρυθμίσεις που παρουσιάζονται ως δήθεν φοροαπαλλαγές. Επιχειρείται, δηλαδή, να στηθεί ένα σκηνικό σαν αυτό του 1997, με την περίφημη φορολόγηση των «εχόντων και κατεχόντων», που τελικά αποδείχτηκε μια τρύπα στο νερό. Οπως και τότε, έτσι και σήμερα, κυβέρνηση και φιλικός Τύπος επιδίδονται με άθλιο τρόπο να πείσουν... τους ιθαγενείς ότι την επόμενη διετία η καλή κυβέρνηση θα ξοδέψει (από την τσέπη της μήπως;) περί τα 300 δισ. δραχμές, για να υλοποιήσει αυτά που είχε υποσχεθεί προεκλογικά στο λαό...
Αυτό το νέο «πακέτο» φορολογικών απαλλαγών πρόκειται να το ανακοινώσει ο ίδιος ο πρωθυπουργός στην ομιλία του στη Διεθνή Εκθεση Θεσσαλονίκης, στο τέλος της επόμενης βδομάδας. Τα μέτρα αυτά, μάλιστα, θα αποτελούν το φιλολαϊκό κομμάτι της πρωθυπουργικής ομιλίας, γιατί ο Σημίτης δεν πρόκειται να σταθεί βέβαια μόνο στις φορολογικές αλλαγές. θα επεκταθεί σε όλα τα φλέγοντα θέματα, στα εργασιακά, τα θέματα υγείας και κοινωνικής ασφάλισης, τα θέματα παιδείας κλπ. Αυτό που επιχειρούν οι κυβερνητικοί προπαγανδιστές είναι να επενδύσουν μια κατ' εξοχήν αντιλαϊκή ομιλία, η οποία θα συμπυκνώνει όλη την καπιταλιστική βαρβαρότητα της εποχής μας, με τις «φιλολαϊκές» φορολογικές αλλαγές, οι οποίες θα χρησιμοποιηθούν σαν κράχτης ας πούμε, θα αποτελέσουν το κερασάκι της αντιλαϊκής τούρτας. Και οι οποίες όπως θα δούμε στη συνέχεια δεν αφορούν το λαό, αλλά τις επιχειρήσεις και τα υψηλά εισοδήματα. Μέχρι εκεί έφτασε η φαιά προπαγάνδα του εκσυγχρονισμού. Να παρουσιάζει καραμπινάτα φιλομονοπωλιακά μέτρα... σαν φιλολαϊκά.
Ας δούμε τώρα μία προς μία τις φορολογικές αλλαγές που προωθεί η κυβέρνηση τη διετία 2001 - 2002, για να διαπιστώσουμε πόσο... φιλολαϊκές είναι.
Εκεί όμως που τα πράγματα καταντούν κυριολεκτικά ιλαροτραγικά είναι οι διάφορες φορολογικές απαλλαγές για οικογένειες με τρία παιδεία και άνω. Ετσι στο κυβερνητικό πρόγραμμα 2000 - 2004 του ΠΑΣΟΚ για τις περιπτώσεις αυτές προβλέπεται από 1/1/2001: αύξηση της έκπτωσης φόρου κατά 20.000 για κάθε παιδί. Απαλλαγή των γονέων από το τεκμήριο αυτοκινήτου μέχρι 2000 κυβικά εκατοστά. Αύξηση του εμβαδού της κατοικίας που απαλλάσσεται από το φόρο ιδιοκατοίκησης από 20 σε 30 τετραγωνικά για κάθε παιδί, ενώ για την απόκτηση πρώτης κατοικίας το εμβαδόν που καλύπτει τις στεγαστικές ανάγκες της οικογένειας αυξάνει από 15 σε 25 τετραγωνικά για κάθε παιδί. Για την ίδια περίπτωση το αφορολόγητο για κάθε παιδί αυξάνει από 5.750.000 σε 10.000.000 δραχμές. Αυτά προβλέπει το κυβερνητικό πρόγραμμα του ΠΑΣΟΚ για τις οικογένειες με τρία παιδεία και άνω. Μα καλά, θα μπορούσε να ρωτήσει κάποιος, γιατί τα μέτρα αυτά απευθύνονται σε οικογένειες με τρία ή τέσσερα παιδιά και όχι και σε αυτές με ένα ή δύο παιδιά; Μα, για να στηρίξουμε τις πολύτεκνες οικογένειες, απαντά η κυβέρνηση. Είμαστε κυβέρνηση με κοινωνική ευαισθησία.
Βέβαια, κοινωνική ευαισθησία δε διαθέτουν ούτε σε μορφή ψήγματος, πονηριά όμως διαθέτουν πολλή. Αυτό θα πρέπει να τους το αναγνωρίσουμε. Γιατί ο θεσμός της λαϊκής πολύτεκνης οικογένειας (γιατί αν πρόκειται για πολύτεκνες οικογένειες επιχειρηματιών ή τραπεζιτών δεν υπάρχει λόγος να συζητάμε) δε στηρίζεται με τις γελοιότητες αυτές που παρουσιάζει σαν μέτρα η κυβέρνηση. Οποιος μεγαλώνει παιδιά ξέρει ότι για να τα στηρίξει οικονομικά στις ζωτικές τους λειτουργίες (σπουδές, τροφή, ντύσιμο, διασκέδαση) θέλει τσουβάλια από χρήματα, επειδή η πολύμορφη ανάπτυξη του παιδιού είναι πλέον μέριμνα... της αγοράς (με τιμολόγιο φυσικά) και όχι κοινωνικών φορέων και της κάθε φορά κυβέρνησης. Επομένως, προς τι τα «μέτρα στήριξης» των πολυτέκνων; Η διάκριση έγινε επειδή η «στήριξη» των πολυτέκνων έχει το χαμηλότερο δυνατό δημοσιονομικό κόστος. Ετσι σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΣΥΕ για τη φορολογία εισοδήματος του 1999, οι οικογένειες με 1 παιδί ανερχόταν σε 530.376, με 2 παιδιά 628.231 με 3 παιδιά 132.257, με 4 παιδιά 28.972, με 5 παιδιά 4.840 και με 6 παιδεία και άνω 2.071. Με λίγα, δηλαδή, λόγια απέκλεισαν από τα ψευτομέτρα οικογενειακής στήριξης 1.158.607 οικογένειες ή το 87,3% με 1.786.838 παιδιά και περιόρισαν την εμβέλεια στις 168.140 οικογένειες ή στο 12,7%, χωρίς βέβαια να λύνουν και κανένα ουσιαστικό πρόβλημα. Ο χειρισμός του όλου θέματος αγγίζει τα όρια της απάτης.
Ονομαστικές αυξήσεις 2,2% για τους μισθούς και 4,5% στις συντάξεις, προτίθεται να δώσει η κυβέρνηση το 2001, ενώ τα διάφορα σενάρια του κρατικού πρϋυπολογισμού του επόμενου έτους καταρτίζονται με βάση τις παραδοχές αυτές.
Οι κυβερνητικοί παράγοντες υποστηρίζουν βέβαια ότι οι αυξήσεις που θα λάβουν τελικά οι εργαζόμενοι θα είναι υψηλότερες από το 2,2%, που θα εμφανιστεί σαν η επίσημη εισοδηματική πολιτική, καθώς στο ποσοστό αυτό προστίθενται άλλοι παράγοντες (π.χ. μισθολογικές ωριμάνσεις), που αυξάνουν το τελικό ποσοστό. Ετσι οι εργαζόμενοι θα λάβουν το 2001 μεσοσταθμικές αυξήσεις που θα ξεπεράσουν το 3%, κατά την κυβερνητική άποψη, με πληθωρισμό να κινείται κοντά στο 2%. Αρα η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ διασφαλίζει το εισόδημα των εργαζομένων από τον πληθωρισμό ακόμα μια χρονιά, ενώ τους παραχωρείται και μέρος από την παραγωγικότητα της εργασίας. Επομένως, κατά την κυβέρνηση, θα πρέπει να είναι ευχαριστημένοι. Πολύ περίεργη όμως είναι αυτή η «διασφάλιση του εισοδήματος», που παίρνει υπόψη μόνο τον πληθωρισμό χωρίς την παραγωγικότητα της εργασίας.
Η ίδια η κυβέρνηση υποστηρίζει ότι σε πραγματικούς όρους το ΑΕΠ της χώρας το 2001 θα αυξηθεί κατά 5% και αν προσθέσουμε και τον προσδοκώμενο πληθωρισμό, το ονομαστικό ΑΕΠ αναμένεται να αυξηθεί κατά 7-7,5%. Από εκεί και πέρα είναι υπόθεση απλής αριθμητικής για να κατανοήσει κάποιος, ότι για να παραμείνει σταθερό το ποσοστό των μισθών και των συντάξεων στην «πίτα» του ΑΕΠ το 2001, θα πρέπει μεσοσταθμικά να αυξηθούν κατά 7-7,5%. Κάθε άλλη αύξηση σε μικρότερο ποσοστό θα έχει αποτέλεσμα τη μείωση του ποσοστού συμμετοχής των μισθών και των συντάξεων στο ΑΕΠ, μείωση η οποία θα μεταφραστεί σε αύξηση του ποσοστού άλλων παραγόντων, όπως τα επιχειρηματικά κέρδη, εισοδήματα από τόκους κλπ. Ετσι ονομαστικές μεσοσταθμικές αυξήσεις στους μισθούς 3%, απλώς, σημαίνει «κλοπή» προϊόντος, που το έχουν παραγάγει οι ίδιοι οι εργαζόμενοι. Πρόκειται για την περίπτωση της - κατά Μαρξ - σχετικής εξαθλίωσης των εργαζομένων, όπου οι μισθοί αυξάνονται μεν αλλά με μικρότερο ρυθμό από την αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας, εξέλιξη η οποία οδηγεί σε αύξηση του βαθμού εκμετάλλευσης.