ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σάββατο 10 Φλεβάρη 2001
Σελ. /32
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
ΦΟΡΟΛΟΓΙΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΩΝ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΩΝ
Εργαλείο σύνθλιψης των αγροτοκτηνοτρόφων και αλιέων
Ενώ το μέσο δηλωθέν εισόδημα των αγροτοκτηνοτρόφων και αλιέων το 1999 ήταν μόλις 1.439.731 δραχμές (δηλαδή εισοδήματα φτώχειας), ο υπουργός Γεωργίας, παίζοντας με τους αριθμούς, βάφτισε...«φιλοαγροτική» τη φορομπηχτική πολιτική της κυβέρνησης

Δεκαετία υπερφορολόγησης των αγροτικών εισοδημάτων, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί η περίοδος 1989 - 1999, με βάση τα αναλυτικά στοιχεία του υπουργείου Οικονομικών (εξέλιξη των εισοδημάτων που δήλωσαν και του φόρου που πλήρωσαν) στην παραπάνω περίοδο οι αγρότες, οι κτηνοτρόφοι και οι αλιείς. Και ενώ τα στοιχεία σκιαγραφούν ανάγλυφα το γεγονός ότι η φορομπηχτική πολιτική της κυβέρνησης αξιοποιήθηκε και αξιοποιείται σαν ένα από τα βασικά εργαλεία σύνθλιψης και ξεκληρισμού των φτωχομεσαίων νοικοκυριών των αγροτοκτηνοτρόφων και αλιέων, βγήκε χτες ο υπουργός Γεωργίας Γ. Ανωμερίτης, για να δηλώσει προκλητικά πως η φορολογική πολιτική της κυβέρνησης είναι... «φιλοαγροτική»!

Το γεγονός ότι η φορολογική πολιτική της κυβέρνησης είναι φορομπηχτική και για τα εργαζόμενα αγροτικά νοικοκυριά- όπως είναι για το σύνολο των εργαζομένων και των συνταξιούχων- επιβεβαιώνεται από τα στοιχεία του υπουργείου Οικονομικών, που έδωσε στη δημοσιότητα ο ίδιος ο υπουργός. Σύμφωνα με τα στοιχεία αυτά, που αναφέρονται μόνο στους αγρότες, κτηνοτρόφους και αλιείς, προκύπτει ότι στην περίοδο 1989-1999 (σύγκριση 1999 με 1989):

  • ο αριθμός των φορολογούμενων αυξήθηκε κατά 652,5% ήτοι κατά 315.878 καθώς από 48.409 που ήταν οι φορολογούμενοι το 1989 ανήλθαν σε 364.287 το 1999.
  • το συνολικό εισόδημα που δήλωσαν στην εφορία οι παραπάνω φορολογούμενοι, αυξήθηκε στην ίδια περίοδο κατά 1.800% ήτοι κατά 496,9 δισ. δραχμές. Από 27,6 δισ. δραχμές που ήταν το δηλωθέν εισόδημα το 1989 ανήλθε το 1999 στο ποσό των 524,5 δισ. δραχμών.
  • ο συνολικός φόρος που πλήρωσαν οι φορολογούμενοι αγρότες, κτηνοτρόφοι και αλιείες, αυξήθηκε κατά 1.287,8%.
  • το μέσο δηλωθέν εισόδημα ήταν το 1999 μόλις 1.439.731 δραχμές και ο μέσος φόρος 32.182 δραχμές. Τα αντίστοιχα νούμερα για το σύνολο των φορολογούμενων (μισθωτοί, συνταξιούχοι, αγρότες, εμποροβιομήχανοι, εισοδηματίες, ελεύθεροι επαγγελματίες) ήταν μέσο εισόδημα 3,516.000 και μέσος φόρος 284.000 δραχμές.

Να σημειώσουμε, εδώ, ότι ο μικρός αριθμός των αγροτοκτηνοτρόφων και αλιέων, το χαμηλό μέσο δηλωθέν εισόδημα και ο μικρός- σε σχέση με τις άλλες κατηγορίες φορολογουμένων- φόρος αποτυπώνει την πραγματικότητα. Αποτελεί κοινό μυστικό, για παράδειγμα, ότι τα αγροτικά εισοδήματα είναι πραγματικά χαμηλά και χρόνο με το χρόνο- ελέω της αντιαγροτικής πολιτικής της ΕΕ που εφαρμόζει η κυβέρνηση- συμπιέζονται σε χαμηλότερα επίπεδα. Εξάλλου, το ότι το ποσοστό αύξησης του φόρου που πλήρωσαν οι αγροτοκτηνοτρόφοι και αλιείς είναι μικρότερο από το ποσοστό του εισοδήματος που δήλωσαν στην εφορία, οφείλεται και στην εφαρμογή των λεγόμενων «αντικειμενικών κριτηρίων».

Επιχειρώντας να διασκεδάσει τις εντυπώσεις και «παίζοντας» με τους αριθμούς, ο Γ. Ανωμερίτης, διάβασε τα στοιχεία του υπουργείου Οικονομικών για την εξέλιξη της φορολογίας εισοδήματος των αγροτοκτηνοτρόφων και αλιέων στη δεκαετία 1989-1999, όπως τον βόλευαν για να δηλώσει περιχαρής ότι:

  • τα στοιχεία αυτά «δίνουν ανάγλυφα την εικόνα της φορολογικής προστασίας των αγροτών, την οποία ούτως ή άλλως δικαιούνται». Και παραθέτει τους πραγματικούς λόγους που δικαιούνται - αλλά στην πραγματικότητα δεν απολαμβάνουν- οι αγρότες τη φορολογική προστασία.
  • «το φορολογικό σύστημα άμεσης και έμμεσης φορολογίας αποτελεί το αναγκαίο εργαλείο», για να επιτευχθεί η «ανασυγκρότηση της υπαίθρου» και να «ανατραπούν οι «ανισορροπίες».

Στο «διά ταύτα», ο κύριος υπουργός, σημείωσε ότι ο φόρος που πληρώνουν σήμερα οι αγρότες αποτελεί ένα «μικρό ποσοστό» σε σχέση με το σύνολο των φόρων που εισπράττει το κράτος, για να δηλώσει πως «οι φιλοαγροτικές αυτές τάσεις θα πρέπει να διατηρηθούν», προαναγγέλλοντας έτσι την πρόθεση της κυβέρνησης να συνεχίσει τη φορομπηχτική πολιτική της και για τους εργαζόμενους αγρότες και αλιείς.

ΠΡΟΫΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ 2000
Τεράστιες οι απώλειες από συναλλαγματικές διαφορές

Και άλλοι Οργανισμοί έχουν σειρά για την «τιτλοποίηση» των εσόδων τους, στο όνομα της μείωσης του δημόσιου χρέους

Σε περισσότερο από 1 τρισ. δραχμές - λόγος γίνεται για 1,2 τρισ. δρχ. - ανήλθαν τελικά οι συναλλαγματικές διαφορές που επιβάρυναν το δημόσιο χρέος της χώρας το 2000, λόγω της κατακόρυφης ανόδου του δολαρίου και του γιεν ως προς τη δραχμή, αλλά και του ευρώ...

Οι συναλλαγματικές αυτές διαφορές, που το 2000 επιβάρυναν το δημόσιο χρέος της χώρας, προήλθαν:

  • από τη μεγάλη άνοδο των συναλλαγματικών ισοτιμιών του δολαρίου ΗΠΑ και του γιεν Ιαπωνίας, ως προς τη δραχμή η οποία ξεπέρασε το 20%. Τα δύο αυτά νομίσματα αποτελούσαν το 50% του εξωτερικού δημόσιου χρέους τον Ιούλη του 2000 (στοιχεία υπουργείου Οικονομικών).
  • από την ανατίμηση του ευρώ ως προς τη δραχμή τους τελευταίους μήνες του 2000 κατά 5,5%. Το υπουργείο Οικονομικών προκειμένου να αποφύγει περαιτέρω συναλλαγματικές επιβαρύνσεις από την άνοδο του δολαρίου και του γιεν, μετέτρεψε τα δάνεια που είχαν συναφθεί στα δύο αυτά νομίσματα, σε ευρώ, μέσω του μηχανισμού της ανταλλαγής νομισμάτων (swaps). Μόνο που και το ευρώ ανατιμήθηκε ως προς τη δραχμή...

Με λίγα δηλαδή λόγια τη συναλλαγματική κρίση του προηγούμενου έτους την πλήρωσε αρκετά ακριβά η χώρα μας. Αξίζει να σημειωθεί ότι στο υπουργείο Οικονομικών είχαν κάνει στροφή προς τον εξωτερικό δανεισμό (κοινοπρακτικά δάνεια τραπεζών) το 1997, την περίοδο δηλαδή που είχε σημειωθεί η κερδοσκοπική επίθεση κατά της δραχμής, η οποία έληξε με την υποτίμησή της το Μάρτη του '98. Την περίοδο αυτή οι λεγόμενοι θεσμικοί απέφευγαν να τοποθετηθούν σε κρατικά ομόλογα υπό το φόβο πιθανής υποτίμησης της δραχμής, εξέλιξη η οποία οδήγησε το υπουργείο Οικονομικών να προσφύγει στον εξωτερικό δανεισμό. Η στροφή αυτή μπορεί να ανακούφισε προσωρινά την κυβέρνηση η οποία έπρεπε να καλύψει τις δανειακές της ανάγκες, αλλά το έτος 2000, η στροφή αυτή αποδείχτηκε παγίδα, καθώς το ευρω - με το οποίο είχε συνδεθεί η δραχμή - βούλιαξε υπό το βάρος της επίθεσης του δολαρίου και του γιεν.

Στο μεταξύ σκεπτικισμός επικρατεί στο υπουργείο Οικονομικών επειδή το ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας, δεν πάει κατ' ευχή. Στον Κρατικό Προϋπολογισμό όμως του 2001 αναφέρεται ότι η Δημόσια Εταιρία Κινητών Αξιών (ΔΕΚΑ) θα πραγματοποιήσει «αγορά» χρέους ύψους 750 δισ. δραχμών, χρήματα τα οποία προσδοκούσαν να εισπράξουν κυρίως από την ιδιωτικοποίηση του ΟΤΕ και της ΔΕΗ (δευτερευόντως του ΟΠΑΠ), αλλά κανείς δεν είναι σε θέση να διαβεβαιώσει σήμερα ότι οι ιδιωτικοποιήσεις αυτές θα πραγματοποιηθούν μέσα στο 2001. Στην περίπτωση αυτή έχουν έτοιμα τα εναλλακτικά σενάρια, τα οποία έχουν ήδη επεξεργαστεί... οι τράπεζες, για λογαριασμό του ελληνικού δημοσίου! Πρόκειται για τις γνωστές μεθόδους της τιτλοποίησης μελλοντικών εσόδων διαφόρων δημόσιων επιχειρήσεων και οργανισμών. Πρόκειται για μορφή δανεισμού που χορηγείται με παράλληλη δέσμευση μελλοντικών εσόδων δημοσίων οργανισμών, επιχειρήσεων κλπ. Το υπουργείο Οικονομικών έχει εισπράξει μέχρι σήμερα περί τα 450 δισ. δραχμές από την «τιτλοποίηση» μελλοντικών εσόδων του Οργανισμού Κρατικών Λαχείων και του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων. Ο μηχανισμός στήνεται με τη συμμετοχή μεσολαβουσών τραπεζών, οι οποίες αναλαμβάνουν να εκδώσουν τοκοφόρους πιστωτικούς τίτλους τους οποίους και προωθούν σε αγοραστές, καθώς και μίας εταιρίας - «μαϊμού», η οποία φέρεται να μεσολαβεί ανάμεσα στον Οργανισμό που τιτλοποιούνται τα έσοδά του και του αγοραστικού κοινού των τίτλων. Πρόκειται για λογιστικό «τρικ» με τη χρήση του οποίου αποφεύγεται η εγγραφή του δανεισμού στο δημόσιο χρέος της χώρας. Το ερώτημα τώρα είναι ποιοι Οργανισμοί έχουν σειρά να δεσμεύσουν μακροχρόνια τα μελλοντικά τους έσοδα, τα οποία θα καταβροχθίσει η χοάνη του δημόσιου χρέους της χώρας.


Θ. Κ.

ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ
Αύξηση 82% για τα ρέπος

Στα 22,4 τρισ. δραχμές έφτασαν στο τέλος Δεκέμβρη του 2000 οι καταθέσεις στις τράπεζες, ενώ σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδας οι καταθέσεις κατοίκων σε συνάλλαγμα διαμορφώθηκαν σε 3,3 τρισ. δρχ.

Το Δεκέμβρη του 2000 η ραγδαία αύξηση των τοποθετήσεων σε ρέπος ανακόπηκε και μειώθηκαν στα 5,6 τρισ. (από 6,4 τρισ. δρχ. το Νοέμβρη), εξέλιξη που οφείλεται στη φυγή κεφαλαίων από τη χώρα, καθώς τα επιτόκια της δραχμής σημείωναν αισθητή υποχώρηση.

Σε δωδεκάμηνη βάση (σύγκριση Δεκέμβρης - Γενάρης του 2000) προκύπτουν αυξήσεις: για τις καταθέσεις σε δραχμές 7,2% και για τις τοποθετήσεις σε ρέπος 82%. Αντίθετα μεγάλη μείωση σε ποσοστό 70% σημείωσαν οι τοποθετήσεις σε έντοκα γραμμάτια του Δημοσίου. Από τα στοιχεία της ΤτΕ προκύπτει αύξηση 6,8% για τα μερίδια των αμοιβαίων κεφαλαίων που στο τέλος του Δεκέμβρη έφτασαν σε αριθμό τα 4,6 δισ.

ΠΕΤΡΕΛΑΪΚΗ ΑΓΟΡΑ
Ολοκληρώθηκε το νομοσχέδιο

Στα χέρια των φορέων της πετρελαϊκής αγοράς βρίσκεται σύμφωνα με πληροφορίες το τελικό νομοσχέδιο που αφορά το κύκλωμα διακίνησης καυσίμων. Με το νομοσχέδιο, μεταξύ άλλων, ρυθμίζονται ζητήματα που αφορούν:

  • Tις προϋποθέσεις απόκτησης άδειας διύλισης και εμπορίας πετρελαιοειδών, την τήρηση αποθεμάτων ασφαλείας και τη διαχείριση κρίσεων εφοδιασμού σε υγρά καύσιμα.
  • Tις διαδικασίες χορήγησης άδειας στους πρατηριούχους να κατέχουν βυτιοφόρα για την πρόσβασή τους στα διυλιστήρια

Σύμφωνα με πληροφορίες, η κυβέρνηση προσανατολίζεται σε αύξηση του ποσοστού του 5 επί τοις χιλίοις που προβλέπεται τόσο στην ισχύουσα νομοθεσία όσο και στο εν λόγω νομοσχέδιο και κατατίθεται στο λογαριασμό που τηρείται στην Τράπεζα της Ελλάδος με την επωνυμία «Λογαριασμός Χρηματοδότησης Εταιριών Εμπορίας Πετρελαιοειδών για Μεταφορές Καυσίμων στις Προβληματικές Περιοχές της Χώρας». Η αύξηση του ποσοστού θα είναι στο 7 - 8 επί τοις χιλίοις.

Ας σημειωθεί ότι στο νομοσχέδιο προβλέπονται οι όροι και οι προϋποθέσεις για την απόκτηση άδειας εμπορίας πετρελαιοειδών. Προβλέπεται, επίσης, ότι οι κάτοχοι άδειας θα πρέπει μέσα σε ένα χρόνο από την έναρξη ισχύος του νόμου να ανανεώσουν τις άδειές τους με βάση τις νέες προϋποθέσεις. Παράγοντες της αγοράς υγρών καυσίμων εκτιμούν ότι αυτό θα οδηγήσει σε παραπέρα ενίσχυση των μονοπωλίων στον τομέα της εμπορίας πετρελαιοειδών.

Νέο κρατικό δάνειο ύψους 409 δισ. δρχ.

Νέα δημοπρασία κρατικού χρέους 1,2 δισ. ευρώ (409 δισ. δραχμές) που θα αποπληρωθεί στο έτος 2019 ανακοίνωσε χτες το υπουργείο Οικονομικών. Οι τόκοι των ομολόγων για τους μόνιμους κατοίκους(δηλαδή τις εγχώριες τράπεζες και τους λεγόμενους θεσμικούς επενδυτές) υποτίθεται ότι φορολογούνται με 10%, αλλά αυτό συμβαίνει μόνο στα λόγια. Η περσινή ρύθμιση που απαλλάσσει από το φόρο τους «κατοίκους εξωτερικού» έδωσε τη δυνατότητα γενικευμένης φοροαποφυγής και για τους εγχώριους ρεντιέρηδες.



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ