Οι αυτοαπασχολούμενοι και οι πολύ μικρές επιχειρήσεις κυριαρχούν από άποψη πλήθους, οι μεγάλες όμως υποστηρίζονται από την αντιλαϊκή πολιτική και θησαυρίζουν
Παρ' όλα αυτά, η τελευταία μελέτη του Κέντρου Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ) για την εξέλιξη των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, αναφέρει ότι την περίοδο 1981 - 1992 το μερίδιο των μικρών επιχειρήσεων αυξανόταν σε βάρος των μεσαίων και των μεγάλων μονάδων (σε αριθμό, απασχόληση και προστιθέμενη αξία), ωστόσο από το 1993 μέχρι και το 1999 άρχισε η αντίστροφη μέτρηση. Το αποτέλεσμα αυτής της εξέλιξης ήταν, για την περίοδο μεταξύ 1981 - 1999 να μειωθεί κατά 1,15% ο αριθμός των μικρομεσαίων επιχειρήσεων και κατά περίπου 4% ο αριθμός των απασχολουμένων και της προστιθέμενης αξίας σ' αυτές τις επιχειρήσεις.
Τα στοιχεία της μελέτης του ΚΕΠΕ, που έγινε από τον Σ. Χανδρινό σε συνεργασία με τους Κ. Αλτίνογλου και Α. Πεπέ, καταδεικνύουν (πέρα από τις προθέσεις και τα συμπεράσματά της) τη συστηματική θέσπιση ρυθμίσεων που ευνοούν τη συγκέντρωση και συγκεντροποίηση του μεγάλου κεφαλαίου και αυξάνουν τα εμπόδια για τους «μικρούς». Οι οποίοι συνεχίζουν να διατηρούν τη συντριπτική πλειοψηφία των επιχειρήσεων στην Ελλάδα παρά και ενάντια στις αντιξοότητες που εκφράζονται και από στοιχεία πρόσφατων ερευνών τα οποία δείχνουν ότι ιδιαίτερα από το 2001 και έπειτα οι μεγάλες επιχειρήσεις, πολυεθνικές, εμπορικές αλυσίδες, πολυκαταστήματα, βιομηχανίες, έχουν επιδοθεί σε μια τρελή κούρσα κερδοφορίας και αύξησης των μεριδίων τους στην αγορά. Χαρακτηριστικό είναι το στοιχείο της μελέτης σύμφωνα με το οποίο: Ο μέσος κύκλος εργασιών - που για τις πολύ μικρές επιχειρήσεις ήταν μόλις 328.915 ευρώ - διαμορφώνεται στα 22.964.159 ευρώ στις μεσαίες και εκτινάσσεται στα 215.452.992 ευρώ στις μεγάλες επιχειρήσεις.
Με βάση έρευνα της «Γιούροστατ» του 2001, στην ΕΕ των «15» οι επιχειρήσεις που κατατάσσονται στην κατηγορία «μικρομεσαίες» διαρθρώνονταν ως εξής:
Η κατηγοριοποίηση των επιχειρήσεων είναι σημαντικό «κλειδί» για την ερμηνεία των μέτρων που λαμβάνονται και των πολιτικών δηλώσεων. Αποφάσεις της ΕΕ και νόμοι της τωρινής και της προηγούμενης κυβέρνησης στην Ελλάδα, όπως και εκτενείς αναφορές των αρμόδιων πολιτικών παραγόντων αφορούν τις «μικρομεσαίες» επιχειρήσεις. Ωστόσο, στην Ελλάδα της πολύ μεγάλης αυτοαπασχόλησης και των πολλών «πολύ μικρών επιχειρήσεων» επιτελείται μια συνειδητή σύγχυση, πάνω στην οποία οικοδομείται μια τεράστια πολιτική δημαγωγία. Οι υπουργοί νομοθετούν και μιλούν με ευκολία υπέρ των «μικρομεσαίων» και οι πραγματικά μικροί, οι αυτοαπασχολούμενοι και χιλιάδες επιχειρηματίες που απασχολούν το πολύ 2 - 3 εργαζόμενους, ανακαλύπτουν ότι στην πράξη και παρά τις διακηρύξεις είναι μονίμως «χαμένοι» στη μοιρασιά ευνοϊκών ρυθμίσεων, χρηματοδοτήσεων, «διευκολύνσεων».
Την ίδια περίοδο, στην Ελλάδα:
Από την τομεακή άποψη, ο κλάδος εμπορίου - ξενοδοχείων - εστιατορίων συγκεντρώνει τις περισσότερες επιχειρήσεις και συγκεκριμένα το 68,2% των επιχειρήσεων και περίπου το 50% της απασχόλησης. Από αυτές τις επιχειρήσεις το 99,1% είναι πολύ μικρές (52,1% αυτοαπασχολούμενοι) και καλύπτουν το 75,5% της απασχόλησης. Οι άλλες κατηγορίες, μικρές και μεσαίες, αποτελούν το 0,9% του συνόλου και καλύπτουν το 24,5% της απασχόλησης.
Ο δεύτερος κλάδος από άποψη πλήθους επιχειρήσεων είναι οι κατασκευές με το 13% των επιχειρήσεων και το 18,9% της απασχόλησης. Και σε αυτό τον κλάδο κυριαρχούν οι πολύ μικρές επιχειρήσεις σε ποσοστό 94,7% (63,6% αυτοαπασχολούμενοι) και ποσοστό απασχόλησης 46,2%. Οι μικρές και οι μεσαίες επιχειρήσεις αντιστοιχούν στο 5,2% του συνόλου και στο 41% της απασχόλησης.
Τα στοιχεία αυτά, για το 1996, αποτυπώνουν μια κατάσταση που δεν έχει αλλάξει σημαντικά, παρά τη μείωση που καταγράφει το ΚΕΠΕ. Πολλά λέγονται και γράφονται για τις «τάσεις», για το αν μειώνονται ή αυξάνονται οι αυτοαπασχολούμενοι και οι πολύ μικρές επιχειρήσεις, ακόμα και για τη διάρκεια ζωής τους. Ωστόσο δίπλα στην «πραγματικότητα» των αριθμών πρέπει να τοποθετηθούν και ποιοτικά στοιχεία. Αυτά που μπορούν να βοηθήσουν στην κατανόηση των διαφορών μιας πολύ μικρής επιχείρησης την περασμένη 15ετία και στο σήμερα.
Για παράδειγμα, μετά την ολοκλήρωση της καταστροφής του μεγαλύτερου μέρους της παραγωγικής βάσης στο Λαύριο, με τις μεγάλες επιχειρήσεις που τις ρήμαξαν και οδήγησαν στην ανεργία χιλιάδες ανθρώπους, πολλοί εργάτες που είχαν πάει στην περιοχή για να δουλέψουν την εγκατέλειψαν. Αρκετοί όμως από τους ντόπιους εργάτες, με την παρότρυνση κρατικών υπηρεσιών και χρήση κάποιων προγραμμάτων, οδηγήθηκαν στη δημιουργία μιας μικρής επιχείρησης. Στο Λαύριο εμφανίστηκαν καφετέριες που άνοιξαν από απολυμένους και στηρίχτηκαν από άλλους απολυμένους που περνούσαν εκεί τις ώρες της ανεργίας. Η στατιστική μπορεί να διαπιστώσει σε αυτή την περίπτωση «αύξηση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων», αλλά αυτό δε σηματοδοτεί σε καμία περίπτωση μια πολιτική στήριξής τους ή μια εικόνα ευρωστίας γι' αυτές.