ΜΟΣΧΑ (Ανταπόκριση ΒΛ. ΜΑΣΙΝ).-
Ο πρόεδρος της ΚΕ του Κομμουνιστικού Κόμματος Ρωσικής Ομοσπονδίας, Γκενάντι Ζιουγκάνοφ, κατέθεσε πρώτος στις 8 Φλεβάρη υποψηφιότητα για τις προεδρικές εκλογές που θα διεξαχθούν στις 26 Μάρτη και δήλωσε πως είναι σίγουρος ότι θα κερδίσει τον Βλαντίμιρ Πούτιν. «Οι πιθανότητές μας σ' αυτές τις εκλογές είναι καλές», τόνισε ο Ζιουγκάνοφ και πρόσθεσε πως είναι σίγουρος ότι θα κερδίσει από τον πρώτο γύρο. Ο πρόεδρος της Κεντρικής Εκλογικής Επιτροπής (ΚΕΕ) Αλεξάντρ Βεσνιάκοφ, δήλωσε ότι ο Πούτιν αναμένεται να καταθέσει την υποψηφιότητά του μέχρι το Σάββατο. Η προθεσμία λήγει την Κυριακή. Οι υποψήφιοι πρέπει να συγκεντρώσουν 500.000 υπογραφές υποστήριξης της υποψηφιότητάς τους και να προσκομίσουν στην ΚΕΕ φορολογικές δηλώσεις για το εισόδημά τους και τα εισοδήματα των μελών της οικογένειάς τους. Επομένως, ο Ζιουγκάνοφ αποκτά το δικαίωμα να ξεκινήσει την προεκλογική του εκστρατεία.
Από την άλλη μεριά, ο Ζιουγκάνοφ, σχολιάζοντας τις ενέργειες του αμερικανικού πολεμικού ναυτικού στον Περσικό, δήλωσε ότι η κράτηση του ρωσικού δεξαμενόπλοιου «Βολγονέφτ-147», αποτελεί απόδειξη της ταπείνωσης της χώρας και της αδυναμίας του κράτους. Κατά τη γνώμη του, η σημερινή ηγεσία είναι ανίκανη να υπερασπιστεί τα συμφέροντα της Ρωσίας και το εν λόγω επεισόδιο αντανακλά την ταπεινωτική θέση στην οποία βρέθηκε η χώρα. «Από καιρό πλέον δε μας υπολογίζουν στον κόσμο: έτσι συνέβη και στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, όταν βομβάρδιζαν τη Γιουγκοσλαβία, και στο Στρασβούργο, απ' όπου παρ' ολίγο να εκδιώξουν τη ρωσική αντιπροσωπεία, γιατί προσπαθούμε να χαλιναγωγήσουμε τους συμμορίτες στην Τσετσενία. Δε μας υπολογίζουν στις θάλασσες, όταν ψαρεύουν στα χωρικά μας ύδατα, και στα σύνορά μας, όταν μεταφέρουν όπλα μέσα απ' αυτά», τόνισε ο Ζιουγκάνοφ.
Σχολιάζοντας τις ενέργειες των ρωσικών αρχών για τη διευθέτηση της κρίσης, ο πρόεδρος του ΚΚΡΟ επισήμανε ότι δε βλέπει κάποιες αποφασιστικές πράξεις από μέρους της ηγεσίας. Υπογράμμισε ότι για να υπολογίζουν και να σέβονται τη χώρα στον κόσμο, πρέπει να ληφθούν «ριζικά μέτρα για την αλλαγή της πολιτικής προς όφελος του κάθε πολίτη της χώρας, για την ανάπτυξη της οικονομίας, τη δημιουργία κανονικού συστήματος ασφάλειας, για τα οποία θα χρειαστούν δυο χρόνια εντατικής δουλιάς μετά την αλλαγή της σημερινής ομάδας του Κρεμλίνου». «Τους αδύναμους κανείς ποτέ δε θα τους υπολογίσει. Ας δυναμώσουμε τη χώρα και τότε θα μας υπολογίζουν», κατέληξε ο Ζιουγκάνοφ.
Οι ειδήσεις από τη Μόσχα δεν είναι σαφείς. Από τη μια η κ. Ολμπράιτ δήλωσε προ ημερών στη ρωσική πρωτεύουσα ότι ναι μεν υπάρχουν διαφορετικές απόψεις (με τον Πούτιν) στο θέμα της Τσετσενίας, όμως οι ΗΠΑ θα συνεχίσουν τις προσπάθειες για να επαναφέρουν τη Ρωσία στα νερά του ΝΑΤΟ. Ισως γι' αυτό το σκοπό να επισκεφτεί τη Μόσχα αυτό το μήνα και ο γγ του ΝΑΤΟ, Ρόμπερτσον.
Γιατί όμως αυτή η πρεμούρα της ηγεσίας του ΝΑΤΟ; Από το συνδυασμό ειδήσεων των τελευταίων ημερών φαίνεται ότι ο σοβαρότερος λόγος είναι η αδιέξοδη κατάσταση που έχει δημιουργηθεί στο Κοσσυφοπέδιο και γύρω από αυτό το ζήτημα: Οι μεταμφιεσμένοι συμμορίτες του «UCK» δολοφονούν, βιάζουν, εκβιάζουν, καίνε σπίτια Σέρβων και άλλων εθνοτήτων, και τελευταία έφτασαν στο σημείο να στρέφουν τα δολοφονικά πυρά τους και εναντίον των ανδρών της λεγόμενης «ειρηνευτικής δύναμης». Επειτα ο θησαυρός που είχε υποσχεθεί να στείλει η ΕΕ στο Κόσσοβο και σε άλλες περιοχές της Βαλκανικής αποδείχτηκε ως τώρα... άνθρακες. Τα χρήματα ρέουν με το σταγονόμετρο.
Και από την αμερικανική Γερουσία ακούγονται προειδοποιήσεις του είδους ή η ΕΕ «βοηθάει - όπως έχει υποσχεθεί - ή τα αμερικανικά στρατεύματα αποσύρονται». Αλλο το ζήτημα ότι δε θα φτάσουν ως εκεί, αλλά η απειλή μένει.
Οι πρόσθετοι λόγοι που ανησυχούν τις ΗΠΑ είναι οι εξής: Ο Γιουγκοσλάβος Πρόεδρος Μιλόσεβιτς είχε δηλώσει πρόσφατα ότι τμήματα του γιουγκοσλαβικού στρατού θα επιστρέψουν στο Κοσσυφοπέδιο. Την αναγγελία αυτή έκανε πιο συγκεκριμένη στις αρχές αυτού του έτους ο διοικητής της 3ης γιουγκοσλαβικής στρατιάς, στρατηγός Πάφκοβιτς. Δήλωσε ότι ο σερβικός έλεγχος στο Κοσσυφοπέδιο σταμάτησε μόνο προσωρινά και ότι άνδρες της στρατιάς του θα επιστρέψουν εκεί μέσα στο εξάμηνο του 2000, όπως προβλέπει το παράρτημα 2 της επικυρωμένης από το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ συμφωνίας 1244 της 15ης Ιούνη 1999 μεταξύ ΝΑΤΟ και Γιουγκοσλαβίας.
Βέβαια, ο ανώτατος διοικητής του ΝΑΤΟ στην Ευρώπη, ο γνωστός Αμερικανός στρατηγός Ουέσλι Κλαρκ, ανταπάντησε αμέσως απειλώντας ότι θα εμποδίσει την επιστροφή.
Τι θα κάνει η Ρωσία μπροστά σε αυτή την κατάσταση; Από ορισμένες δηλώσεις, στη Μόσχα, το Βελιγράδι αναμένει ότι ο Πούτιν και η κυβέρνησή του δε θα μείνουν αμέτοχοι, αλλά ότι θα υποστηρίξουν τη δίκαιη υπόθεση του γιουγκοσλαβικού λαού. Μια τέτοια δήλωση είναι αυτή του στρατηγού Λεόνιντ Ιβάσοφ, προϊστάμενου του τμήματος Διεθνούς Συνεργασίας του υπουργείου Αμυνας. Εχει πει ότι η Ρωσία δεν πρόκειται να αποχωρήσει από το Κόσσοβο και ότι θα αναθεωρήσει τον τρόπο της συνεργασίας της, αν το ΝΑΤΟ δεν εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του. Αλλά και ο ίδιος ο υπουργός Ιγκορ Σεργκέγιεφ υποσχέθηκε στον Μιλόσεβιτς να αντιδράσει στα ΝΑΤΟικά σχέδια. Με ποιον, λοιπόν, θα πάει ο Πούτιν, με το Βελιγράδι ή τις ΗΠΑ;
Την περίοδο 1920 - 1934 κυβέρνησε μόνο του το Χριστιανοκοινωνικό Κόμμα. Ομως ενώ το καθεστώς τυπικά ήταν κοινοβουλευτικό, οι φασιστικές δυνάμεις ενισχύονταν. Η οικονομική κρίση ήταν παρούσα, σ' όλη τη διάρκεια της περιόδου, με κορύφωση το 1929. Η ταξική πάλη έπαιρνε συχνά βίαιη μορφή (αιματηρή κατάπνιξη απεργιών, εξεγέρσεις). Από τη μια μεριά ο χώρος του Χριστιανοκοινωνικού Κόμματος εκπροσωπούσε τον αυστριακό φασισμό που δεν ήθελε την ένωση με τη Γερμανία του Χίτλερ και είχε στενές σχέσεις με την Καθολική Εκκλησία, το Μουσολίνι, το κεφάλαιο και τους γαιοκτήμονες. Από την άλλη από το 1930 αναπτύχθηκαν οι φιλοναζί που επιζητούσαν την ένωση της χώρας με τη Γερμανία.
Ο καγκελάριος Ντόλφους κατέπνιξε την εργατική αντιφασιστική εξέγερση στη Βιέννη το 1934, διέλυσε την ένοπλη οργάνωση του Σοσιαλδημοκρατικού κόμματος, έθεσε εκτός νόμου το κόμμα αυτό, τους φιλοναζί (πρόγονοι του κόμματος της Ελευθερίας) και φυσικά το ΚΚΑ. Οι φιλοναζί δολοφόνησαν τον Ντόλφους, ο Σούσνιγκ που τον διαδέχτηκε ακολούθησε την ίδια πολιτική, οπότε το 1938 οι χιτλερικοί εισέβαλαν στην Αυστρία.
Εδώ αξίζει ένα σχόλιο για την πολιτική των Σοσιαλδημοκρατών. Αν και το κόμμα αυτό διαπνεόταν από το λεγόμενο αυστρομαρξισμό και είχε επαναστατική φρασεολογία (στελέχη του εκφράζονταν ενίοτε ακόμα και υπέρ της ΕΣΣΔ, αν και το ρωσικό πείραμα ήταν ακατάλληλο, σύμφωνα με τις απόψεις τους, για τη χώρα τους). Το 1918 έπαιξαν αντεπαναστατικό ρόλο και το '34 δεν ανέκοψαν το φασισμό.