ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 21 Αυγούστου 2005
Σελ. /32
ΓΥΝΑΙΚΑ
ΛΙΓΝΙΤΗΣ - ΦΥΣΙΚΟ ΑΕΡΙΟ
Κριτήριο η εξυπηρέτηση των λαϊκών συμφερόντων

Σε μια κρίσιμη στιγμή για τα ζητήματα ενέργειας της χώρας, καθώς με τα πρόσφατα νομοσχέδια ολοκληρώνεται και τυπικά το πλαίσιο «απελευθέρωσης» των αγορών ηλεκτρισμού και φυσικού αερίου, το ζήτημα της «απεξάρτησης της χώρας από το πετρέλαιο» προβάλλεται όλο και περισσότερο από την κυβέρνηση, το ΠΑΣΟΚ και τους εμπλεκόμενους εκπροσώπους του μεγάλου κεφαλαίου. Στόχος είναι η επικράτηση προοπτικά του φυσικού αερίου, ενός επίσης εισαγόμενου - και υποσχόμενου τεράστια υπερκέρδη σε συγκεκριμένες ομάδες του κεφαλαίου - καυσίμου που προκρίνεται και ως λύση για την παραγωγή ηλεκτρισμού, παρά τα πλούσια λιγνιτικά κοιτάσματα της χώρας μας, τα οποία παράγουν φθηνότερο ηλεκτρισμό συμβάλλοντας ταυτόχρονα στην ενεργειακή αυτονομία της. Ηδη η κυβέρνηση την περασμένη Τετάρτη ανακοίνωσε την εισαγωγή, από την επόμενη χρονιά, του φυσικού αερίου στα δημόσια κτίρια, με πρόσχημα τη μείωση του ειδικού βάρους του πετρελαίου στη χρήση ενεργειακών πηγών. Σε διημερίδα που διοργάνωσε το Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδας με θέμα «Λιγνίτης και φυσικό αέριο στην ηλεκτροπαραγωγή της χώρας», ένας από τους εισηγητές, ο Ν. Μπατιστάτος, μέλος του ΤΕΕ, μηχανολόγος - ηλεκτρολόγος, στέλεχος του ΚΚΕ, έκανε καίριες επισημάνσεις στην εισήγησή του («Η βέλτιστη χρήση λιγνίτη και φυσικού αερίου προς όφελος της χώρας και του ελληνικού λαού»), της οποίας, λόγω έκτασης, παραθέτουμε σημεία της.

«Ενεργειακή επάρκεια και λιγνίτης»

«Μεγάλη σημασία - σημείωσε ο εισηγητής - έχει η ενεργειακή επάρκεια της χώρας, στο μεγαλύτερο δυνατό βαθμό, και ο λιγνίτης είναι βασικό στοιχείο, που μπορεί και βοηθάει σ' αυτό. Στη σημερινή ιστορική συγκυρία, με την περιβόητη "παγκοσμιοποίηση", όπου και στην ενέργεια κυριαρχούν τα μεγάλα διεθνικά μονοπωλιακά συγκροτήματα, που για την αύξηση των κερδών τους ανεβοκατεβάζουν τις τιμές πετρελαίου και φυσικού αερίου (ΦΑ), δημιουργούν ελλείψεις καυσίμων, αλλά και πολέμους, θα πρέπει κάθε χώρα να σχεδιάζει την κάλυψη των ενεργειακών της αναγκών, στο μεγαλύτερο δυνατό ποσοστό που μπορεί από εγχώριες πηγές, ώστε να έχει μικρότερες επιπτώσεις από τις απρόβλεπτες αυξομειώσεις των διεθνών τιμών, αλλά και από ελλείψεις στην κάλυψη των ενεργειακών της αναγκών. Βέβαια, σε αυτή την κατεύθυνση θα πρέπει να εξετάζεται και η οικονομική και περιβαλλοντική διάσταση των επιλογών. Πρέπει να προστεθεί ότι η ενέργεια αποτελεί βασικό παράγοντα για την παραγωγική δυνατότητα μιας χώρας και καλύπτει βασικές ανάγκες των ανθρώπων.

Η χώρα μας έχει σημαντική ενεργειακή εξάρτηση από το εισαγόμενο πετρέλαιο (56,4%), σχετικά μικρότερη από το ΦΑ (12,7%) και βρίσκεται συνολικά σε μέσο επίπεδο σε σύγκριση με τις χώρες του ΟΟΣΑ (βλέπε εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ, Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ 23-24 Οκτ. 2004). Τα ποσοστά αυτά θα ήταν σημαντικά μεγαλύτερα, αν τις περασμένες δεκαετίες δεν είχε δοθεί βάρος στην παραγωγή ηλεκτρενέργειας από εγχώριο λιγνίτη, αλλά σε κάποιο βαθμό και από υδροηλεκτρικούς σταθμούς». Ο ομιλητής παρουσίασε στοιχεία σύμφωνα με τα οποία η εγκαταστημένη ισχύς σε MW έχει να κάνει σε ποσοστό 48% με λιγνιτικές μονάδες, κατά 15% με φυσικού αερίου, 30% με υδροηλεκτρικές και κατά 7% με πετρελαϊκές. Παράλληλα, το ποσοστό παραχθείσας ενέργειας σε Gwh οφείλεται κατά 66% στις λιγνιτικές, κατά 14% σε φυσικού αερίου, κατά 7% σε υδροηλεκτρικές και κατά 13% σε πετρελαϊκές.

«Σήμερα βλέπουμε - συνέχισε - μια αντίθετη πορεία, ώστε σχεδόν όλες οι νέες μονάδες ηλεκτρικής ενέργειας θα κατασκευαστούν με καύσιμο ΦΑ, που κι αυτό εισάγεται και θα εξαρτήσει τη χώρα σε μεγαλύτερο βαθμό από τις εισαγωγές, χωρίς (όπως θα αποδειχθεί στις επόμενες παραγράφους) να έχει δικαιολόγηση, ούτε από το κόστος παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, αλλά ούτε να στηρίζεται σε περιβαλλοντικά πλεονεκτήματα. Σημειώνεται ότι υπάρχουν σημαντικά περιθώρια για νέες λιγνιτικές μονάδες, όπως στη Δράμα με δυνατότητα μονάδας 1.000 MW, στη Φλώρινα 2η μονάδα 300 MW, στην Ελασσόνα με δυνατότητα μονάδας 550 MW, ενώ υπάρχουν και σημαντικά αποθέματα λιγνίτη στην περιοχή της Πτολεμαΐδας - Αμυνταίου και θα μπορούσε να αντικαταστήσουν μονάδες λιγνίτη παλαιάς κατασκευής (πάνω από 30 χρόνια) με νέες, που, όπως θα εξηγηθεί παρακάτω, λόγω των βελτιωμένων τεχνολογιών μπορεί να έχουν 30% μεγαλύτερη ισχύ και παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, με την ίδια ποσότητα λιγνίτη (βλέπε και στοιχεία από τη Διημερίδα ΕΤΕ/ΔΕΗ στη Λάρισα 3-4/12/1997 και ιδιαίτερα την παρουσίαση Κ. Ελευθερίου)».

Παραθέτοντας και άλλα σχετικά στοιχεία, ο Ν. Μπατιστάτος απεικόνισε τη σημερινή κατάσταση και κατέληξε: «Η πορεία μείωσης της εξασφάλισης της ενεργειακής επάρκειας της χώρας και ιδιαίτερα της επάρκειας ηλεκτρικής ενέργειας (...) προωθείται για εξυπηρέτηση μεγάλων κεφαλαιούχων και αύξηση της κερδοφορίας τους, ενώ δημιουργεί ζημιά και ανασφάλεια στον ελληνικό λαό».

Κόστη και εξοικονομήσεις

Εκτενής ήταν η αναφορά του Ν. Μπατιστάτου στο κόστος της ηλεκτροπαραγωγής και στην οικονομική χρήση του φυσικού αερίου. «Μεγάλης σημασίας κριτήριο, για την επιλογή των ενεργειακών πηγών, είναι το κόστος που επιβαρύνει τον λαό, αλλά και την αναπτυξιακή πορεία της χώρας», τόνισε, και παρουσίασε επίσημα στοιχεία της ΔΕΗ του 1999. Ενδεικτικά αναφέρουμε: Η παραγωγή μιας kwh από το σταθμό φυσικού αερίου του Μικρού Λαυρίου κόστιζε 23,71 δρχ. και από αυτόν του Μεγάλου Λαυρίου 18,04 δρχ. Ταυτόχρονα, το κόστος ανά kwh ήταν 9,05 δρχ. στο λιγνιτικό σταθμό Καρδιά Α, 12,46 δρχ. στην Πτολεμαΐδα, 13,51 δρχ. στη Μεγαλόπολη Β, 10,56 δρχ. στον Αγ. Δημήτριο. Ακριβότερη επίσης ήταν η παραγωγή στους πετρελαϊκούς σταθμούς.

Η διαφορά αυτή, ανέφερε ο Ν. Μπατιστάτος, έχει μεγαλώσει αλματωδώς λόγω της πτωτικής τάσης του κόστους του λιγνίτη μετά από την αύξηση της παραγωγής του και τη βελτίωση των μέσων εξόρυξης, ενώ η τιμή του πετρελαίου αυξήθηκε και η τιμή του ΦΑ ακολουθεί τις αυξομειώσεις του πετρελαίου! Εξετάζοντας και τις τιμές της ηλεκτρικής ενέργειας σε μια σειρά από χώρες, προκύπτει ότι «η χώρα μας έχει τη χαμηλότερη τιμή kwh για οικιακούς πελάτες, χωρίς η ΔΕΗ να παρουσιάζει ζημιά», κάτι που οφείλεται κυρίως στη χρησιμοποίηση του λιγνίτη. Την ίδια στιγμή προκύπτει ότι για να καλύψει ο καταναλωτής τις ανάγκες του σε θερμική ενέργεια μέσω ηλεκτρισμού που παράγεται με φυσικό αέριο επιβαρύνεται κατά 57% περισσότερο απ' ό,τι αν χρησιμοποιούσε απευθείας φυσικό αέριο.

Με βάση αυτά τα στοιχεία επισήμανε ότι η πραγματική αιτία για την υποβάθμιση της αξιοποίησης του λιγνίτη, με συνέπεια την αύξηση του κόστους παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, δεν είναι η ψευτοδικαιολογία για την προστασία του περιβάλλοντος, αλλά, όπως τόνισε και προηγουμένως, «η εξυπηρέτηση των κεφαλαιούχων. Σήμερα οι κεφαλαιούχοι δεν επιδιώκουν το χαμηλότερο κόστος, εκτιμώντας τις αποσβέσεις στα χρόνια ζωής μιας επένδυσης, αλλά θέλουν σε σύντομο διάστημα (5-7 χρόνια) να έχουν εισπράξει έντοκα το κεφάλαιό τους». Ετσι, «οι κεφαλαιούχοι προτιμούν σταθμούς ΦΑ που η αρχική επένδυση είναι πολύ μικρότερη από τους λιγνιτικούς (που λειτουργούν πάνω από 25 χρόνια) και τους υδροηλεκτρικούς (που λειτουργούν πάνω από 50 χρόνια), ενώ ταυτόχρονα απαιτούν εξασφαλισμένη υψηλή τιμή, με την οποία θα πουλούν την ηλεκτρική ενέργεια».

«Απελευθέρωση»

Η εισήγηση άγγιξε και τις περιβαλλοντικές πλευρές του θέματος, τις νέες τεχνολογίες, την ορθολογική χρήση του λιγνίτη και του φυσικού αερίου για την ανάπτυξη περιοχών, το ελληνικό και το κοινοτικό πλαίσιο, το οποίο μάλιστα αποτελεί τον πυρήνα των σχεδιασμών και της αντιλαϊκής πολιτικής που ασκείται στον ενεργειακό τομέα. Καταθέτει επίσης μια συνολική πρόταση στη βάση της εξυπηρέτησης του λαού και της ανάπτυξης της χώρας. Στο σημείο που αναφέρεται στους «δημόσιους και ιδιωτικούς φορείς παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας», επισήμανε: «Η περιβόητη "απελευθέρωση" και η εισβολή στον τομέα αυτό κεφαλαιούχων είναι ζημιογόνα για τα λαϊκά στρώματα. Είναι φανερό ότι ένας ενιαίος δημόσιος τομέας ενέργειας σε φιλολαϊκή κατεύθυνση εξυπηρετεί τα λαϊκά συμφέροντα, βοηθάει στην ανάπτυξη της χώρας προς όφελος των εργαζομένων».


Γ. Φ.



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ