Με καμουφλάζ την ...«ποιότητα» σε πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση
Το 2002 ξεκίνησε με την ψήφιση στις αρχές του χρόνου του νομοσχεδίου για την αξιολόγηση του εκπαιδευτικού έργου. Πρόκειται για τριπλό νόμο που ρυθμίζει τα ζητήματα της διοίκησης της εκπαίδευσης, της αξιολόγησης του εκπαιδευτικού έργου και των εκπαιδευτικών και της επιμόρφωσης των εκπαιδευτικών. Οι εκπαιδευτικοί δήλωσαν την αντίδρασή τους με κινητοποιήσεις, τις οποίες ο υπουργός Παιδείας χαρακτήριζε ακατανόητες, επικαλούμενος και πάλι την «ποιότητα» στην εκπαίδευση. Μέσω της αξιολόγησης προωθείται ο ασφυκτικός έλεγχος των εκπαιδευτικών, της εμπορευματοποίησης της εκπαίδευσης, η αξιολόγηση συνδέεται με τη μισθολογική και βαθμολογική εξέλιξη, αλλά και τη μονιμότητά τους. Θεσπίζεται ο θεσμός του Περιφερειακού Διευθυντή που επιλέγει τα στελέχη της εκπαίδευσης.
Ταυτόχρονα, η αξιολόγηση των σχολικών μονάδων ανοίγει το δρόμο για την προσαρμογή της εκπαιδευτικής διαδικασίας στις απαιτήσεις της αγοράς και για την πολυκατηγοριοποίηση και δημιουργία καθαρά ταξικών σχολείων. Στο πνεύμα του νόμου για την «αξιολόγηση» εντάσσονταν οι επιλογές στελεχών της εκπαίδευσης, που έγινε στις αρχές της σχολικής χρονιάς, κατά τις οποίες έπεσαν βροχή οι καταγγελίες για επιλογές «ημετέρων», με μοχλό τη συνέντευξη, η οποία «βάρυνε» σε σχέση με τα υπόλοιπα αντικειμενικά κριτήρια επιλογής. Και σήμαινε ότι το έδαφος για την αξιολόγηση, σύμφωνα με τα κριτήρια που θέλουν οι εμπνευστές της, είχε στρωθεί καθώς είχαν επιλεγεί τα «σωστά άτομα» στη θέση των αξιολογητών.
Πάντως τα αποτελέσματα δεν άργησαν να φανούν, καθώς οι εκπαιδευτικοί καταγγέλλουν πρωτοφανές κλίμα αυταρχισμού και ασφυκτικού ελέγχου στα σχολεία. Με μοχλό το «καθηκοντολόγιο», το οποίο έρχεται ανάμεσα στα άλλα και να ανατρέψει τις εργασιακές σχέσεις των εκπαιδευτικών, αλλά και τον λεγόμενο «εσωτερικό κανονισμό λειτουργίας», που με το πρόσχημα της ευταξίας στα σχολεία εντείνει τη χειραγώγηση εκπαιδευτικών και μαθητών. Τα παραπάνω μέτρα καταδίκασαν εκπαιδευτικοί και μαθητές. Παρά την κωλυσιεργία των εκπαιδευτικών ομοσπονδιών ΟΛΜΕ και ΔΟΕ, αναπτύχθηκαν πρωτοβουλίες αντίστασης σε αυτά, κυρίως από τη βάση των εκπαιδευτικών, οι οποίες θα ενταθούν με τη νέα χρονιά και οι μαθητές με αποφάσεις συντονιστικών αγώνα που συγκροτήθηκαν βγήκαν δυναμικά στους δρόμους.
Και ενώ όλα γίνονται στο όνομα της «ποιότητας», η σχολική χρονιά το Σεπτέμβρη ξεκίνησε με πολλά προβλήματα για τα σχολεία. Κατά την πάγια τακτική του, το υπουργείο Παιδείας επιχείρησε να εμφανίσει ειδυλλιακή κατάσταση, προβάλλοντας ιδιαίτερα την επέκταση του «ολοήμερου σχολείου», έτσι βαφτίζει τα πρώην διευρυμένου ωραρίου νηπιαγωγεία και δημοτικά, που λειτουργούν ως παιδοφυλακτήρια και μόνο.
Το καλοκαίρι προωθήθηκε από το υπουργείο Παιδείας το δεύτερο σημαντικό νομοθέτημα που αφορούσε τον Οργανισμό Σχολικών Κτιρίων και ρύθμιζε μεταξύ άλλων ζητήματα του Ανοιχτού Πανεπιστημίου, του ΔΙΚΑΤΣΑ και της ΣΕΛΕΤΕ. Με αυτό ενισχύεται ο ρόλος του ΟΣΚ ως ιδιωτικής εταιρείας που του δίνεται η δυνατότητα να αναπτύσσει επιχειρηματική δραστηριότητα με σχολεία - γκαράζ ή Ιντερνετ καφέ, τα οποία σερβίρονται ως πηγές για... «δημιουργία αυτόνομων πόρων» για την ΟΣΚ ΑΕ.
Ρυθμίσεις ήρθαν και για τους αναπληρωτές καθηγητές, σε μία προσπάθεια του υπουργείου να δώσει λύση στα αδιέξοδα που η ίδια η πολιτική του δημιούργησε με την υποχρηματοδότηση της παιδείας και την αδιοριστία.
Η πολυδιαφημισμένη «επιχειρηματικότητα», που με τις ευλογίες του ΣΕΒ και καθ' υπαγόρευση της ΕΕ μέσω του ΕΠΕΑΕΚ εφαρμόστηκε στα σχολεία, σε συνεργασία με επιχειρήσεις, στοχεύει στη δημιουργία εργαζομένων κομμένων και ραμμένων στα μέτρα του μεγάλου κεφαλαίου. Την... τιμητική της είχε και η «Ολυμπιακή Παιδεία», η συμβολή δηλαδή του υπουργείου Παιδείας στον «εθνικό στόχο» των Ολυμπιακών του 2004, που με εθελοντές μαθητές και εκπαιδευτικούς στοχεύει στην καλλιέργεια του πνεύματος του εθελοντισμού - όπως αυτός εννοείται σήμερα, την παραίτηση δηλαδή ουσιαστικά από κάθε δικαίωμα - στους μικρούς μαθητές όχι μόνο στο πλαίσιο της Ολυμπιάδας, αλλά και στη μετέπειτα ζωή τους.
«Βήματα» σημειώθηκαν και στην κατεύθυνση της «διά βίου κατάρτισης», κάτι που άλλωστε αποτελεί κεντρική προτεραιότητα της ΕΕ. Ο όρος «πόλεις μάθησης» ήρθε για να περιγράψει τη σύνδεση της εκπαίδευσης με τις τοπικές ανάγκες και ειδικότερα αυτές των επιχειρήσεων μέσα από προγράμματα όπως τα «σχολεία δεύτερης ευκαιρίας», τα προγράμματα βασικών δεξιοτήτων - κλειδιών, το πρόγραμμα «Μελίνα», ο «εθελοντισμός» κ.ά.
Με αυτές τις σημαντικές παρεμβάσεις, που εμφανίζονται ως επιμέρους στην κατεύθυνση της... ποιότητας, το υπουργείο Παιδείας προώθησε παραπέρα την καπιταλιστική λογική στο σχολείο.
Τη χρονιά που τελειώνει δεν έλειψαν οι δίκες μαθητών, που τόλμησαν να αγωνιστούν για το δικαίωμά τους στη μόρφωση και τη ζωή, απαιτώντας την κατάργηση των αντιεκπαιδευτικών νόμων 2525/97 και 2640/98. Οι διώξεις των μαθητών πραγματοποιήθηκαν με ενεργοποίηση της φασιστικής έμπνευσης Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου, που θέσπισε η κυβέρνηση προκειμένου να ποινικοποιήσει τους αγώνες. Το παρακάτω «πανόραμα» της φάμπρικας δικών που έγιναν κατά τη διάρκεια του 2002, για τη συμμετοχή των μαθητών σε κινητοποιήσεις της περιόδου 1998, 1999 και 2000 είναι ενδεικτικό:
Και το 2003 όμως θα συνεχιστεί αυτό το αντιπαιδαγωγικό αυταρχικό «κυνήγι μαγισσών» με πρώτη μεγάλη δίκη αυτή που έχει ανακοινωθεί για το Μάρτη, 77 μαθητών από λύκεια της Θεσσαλονίκης. Γίνεται έτσι φανερό ότι το εκπαιδευτικό και γενικότερα το λαϊκό κίνημα πρέπει να εντείνει την πίεσή του για την κατάργηση επιτέλους αυτού του αυταρχικού μέτρου της Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου, που ποινικοποιεί την αγωνιστική διάθεση των μαθητών. Αισιόδοξο επίσης είναι ότι μαθητές σε πολλές πόλεις της χώρας έκλεισαν τη χρονιά διοργανώνοντας μαχητικά συλλαλητήρια, με αιχμή την καταγγελία του εσωτερικού κανονισμού στα σχολεία, που αποτελεί συνέχεια της προσπάθειας της κυβέρνησης - με πρόσχημα την... ευταξία -να καθυποτάξει την αντίσταση των μαθητών στο σχολείο της εξόντωσης που διαμορφώνει η κυβέρνηση.