ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Τετάρτη 30 Νοέμβρη 2005
Σελ. /40
«Λειτουργούμε ως παυσίπονο: δεν είμαστε η λύση»

Το οδοιπορικό του «Ρ» συνεχίζεται συζητώντας με ανθρώπους που ασχολούνται με τους νέους των γκέτο σε κοινωνικά προγράμματα αρωγής

Η Μισέλ λε Ρεστ
Η Μισέλ λε Ρεστ
Είναι μεσημέρι και ψάχνω απεγνωσμένα τα κουδούνια στη διεύθυνση που μου έχουν δώσει. Είμαι στο κέντρο του προαστίου Επινέ σουρ Σεν, βορειοδυτικά του Παρισιού. Είναι η ώρα που σχολά το δημοτικό σχολείο. Μαμάδες, όλων των χρωμάτων, κρατούν από το χέρι τα πιτσιρίκια τους, που δε φαίνονται διατεθειμένα να πάνε σπίτι αμαχητί. Αναγκάζομαι να ρωτήσω τελικά μία μαμά. «Πού είναι το τοπικό παράρτημα της Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Jeunesse Feu Vert (Νεολαία «Πράσινο Φως») - εξειδικευμένη πρόληψη;». Μου επιβεβαιώνει ότι βρίσκομαι στο σωστό σημείο, αλλά στα κουδούνια δεν αναγράφεται τίποτε.

Ενας πιτσιρικάς μαύρος αποδεικνύεται το τυχερό μου αστέρι. Μένει στην εν λόγω πολυκατοικία, οπότε εκμεταλλεύομαι την ευκαιρία και μπαίνω στο κτίριο. Τον ρωτώ αν γνωρίζει κάτι σχετικά με την οργάνωση. Με ενημερώνει για τον όροφο, αλλά δεν ξέρει σε ποιο ακριβώς διαμέρισμα στεγάζονται τα γραφεία.

Μετά από σειρά περιπετειών (γνωρίστηκα με όλους τους γείτονες του ορόφου που μοιάζει περισσότερο να στεγάζει γραφεία επιχειρήσεων παρά σπίτια), τελικά πετυχαίνω το σωστό κουδούνι. Με υποδέχονται θερμά και δεν κρατιέμαι να μην ρωτήσω προς τι τόση μυστικότητα. «Για λόγους ασφαλείας» μου απαντούν σαν να είναι το φυσικότερο πράγμα στον κόσμο και χωρίς περαιτέρω εξηγήσεις.

Οργανώσεις βοηθείας

Μετά από λίγα λεπτά, κάθομαι απέναντι στη διευθύντρια του προγράμματος, την Μισέλ λε Ρεστ. «Η Jeunesse Feu Vert είναι μια οργάνωση που έχει, ήδη, συμπληρώσει τα 45 της χρόνια. Στόχος της ήταν και είναι - όσο και αν έχουν αλλάξει οι μέθοδοι - η παρέμβαση, προληπτική ή βοηθητική, προς τον πληθυσμό εκείνο που αντιμετωπίζει τις χειρότερες κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες. Και ιδιαίτερα προς τους νέους που περιθωριοποιούνται από την κοινωνία: είτε πρόκειται για παιδιά, είτε για εφήβους, είτε για νέους γονείς, είτε για παιδιά που μόλις βγήκαν από τη φυλακή».

Από τη δραστηριότητα των κοινωνικών οργανώσεων με τους νέους από τα γκέτο
Από τη δραστηριότητα των κοινωνικών οργανώσεων με τους νέους από τα γκέτο
Η Jeunesse Feu Vert, όπως και αναρίθμητες άλλες κοινωνικές οργανώσεις πρόληψης και παροχής βοήθειας, είναι ιδιωτικού δικαίου και χρηματοδοτούνται σε αρκετά μεγάλο βαθμό από το κράτος. «Βέβαια, λέει η Μισέλ, τα τελευταία χρόνια τα κονδύλια γι' αυτού του είδους τις οργανώσεις έχουν περικοπεί σημαντικά». Τα παιδιά στα οποία απευθύνεται η οργάνωση είναι μεταξύ 10-25 ετών και κατοικούν «σε δύσκολες συνοικίες», δηλαδή σε γκέτο. Η συγκεκριμένη οργάνωση δραστηριοποιείται κυρίως στην ευρύτερη περιφέρεια του Παρισιού, δηλαδή την περιφέρεια Ile de France, η οποία αριθμεί περίπου όσους κατοίκους έχει το Βέλγιο.

Τα μέλη της, που ονομάζονται «παιδαγωγοί», και, εκτός από μια επιπλέον εκπαίδευση, είθισται να είναι είτε εκπαιδευτικοί, είτε κοινωνικοί λειτουργοί, είτε ψυχολόγοι, δεν περιμένουν να χτυπήσει κάποιος την πόρτα της οργάνωσης. Πάνε μέσα στο γκέτο, σε όλα εκείνα τα σημεία που συγκεντρώνεται η νεολαία. Μιλούν μαζί τους, εγκαθιστούν σχέσεις και επαφές. Προσπαθούν να αξιοποιήσουν τον ελεύθερο χρόνο των παιδιών που βρίσκονται ακόμη στο σχολείο με αθλητικές, καλλιτεχνικές, περιβαλλοντικές ενασχολήσεις, τέτοιες που και να αναδείξει το ενδεχόμενο ταλέντο τους, αλλά και να τα ...τραβήξει από το πεζοδρόμιο.

«Ασχολούμαστε με όσους έχουν φτάσει στην κόκκινη γραμμή»

«Παράλληλα, γίνεται μια σταθερή δουλιά ψυχολογικής υποστήριξης. Τα παιδιά αυτά μεγαλώνουν σε πολύ σκληρές συνθήκες. Η εικόνα του εαυτού τους, της οικογένειας, οι σχέσεις με τους γονείς είναι συχνά πολύ διαταραγμένες. Προσπαθούμε να τα βοηθήσουμε να κλείσουν αυτές τις ψυχολογικές πληγές, να αποκαταστήσουν μια στοιχειώδη εσωτερική ισορροπία, μια σχέση εμπιστοσύνης με τον ενήλικο, να τα απομακρύνουμε από τα ναρκωτικά και τον αλκοολισμό, δύο εξαιρετικά διαδεδομένα φαινόμενα στα γκέτο».

Η Μισέλ υποστηρίζει ότι η πιο δύσκολη ομάδα είναι αυτή των νέων μεταξύ 16 και 25 ετών. Στην πλειοψηφία τους έχουν τελειώσει, όπως όπως, το σχολείο και με τη μηδαμινή τεχνική κατάρτιση που απέκτησαν δεν εισπράττουν παρά μόνο αλλεπάλληλες ματαιώσεις και απογοητεύσεις. «Και το χειρότερο είναι ότι υπό αυτές τις συνθήκες έχουν άπειρο ελεύθερο χρόνο, που ό,τι και να κάνουμε δεν μπορούμε να τον γεμίσουμε».

Με δεδομένο ότι τα περισσότερα από αυτά τα παιδιά έχουν βιώσει τις συνέπειες της ανεργίας ως μέλη μιας οικογένειας που οι γονείς σπάνια εργάζονται, συνήθως δεν έχουν καμία επαφή με τις έννοιες ωράριο, ολοκλήρωση μιας εργασίας, συνέπεια. «Επιπλέον, η αυτοπεποίθησή τους είναι κάτι περισσότερο από χαμηλή. Μέσα από ειδικά προγράμματα, που ονομάζονται "εκπαιδευτικοί δρόμοι", προσπαθούμε να τα φέρουμε σε επαφή με επαγγελματίες, παραδείγματος χάριν τεχνίτες, και στο πλευρό τους να μάθουν μια τέχνη, αλλά το κυριότερο να μάθουν τη διαδικασία της εργασίας.

Δεν μπορείτε να φανταστείτε πόσο δύσκολο είναι για έναν νέο που ουδέποτε είχε το παραμικρό πρόγραμμα στην καθημερινότητά του, να μπει σε μια τέτοια λογική, να επιμείνει μπροστά στις δυσκολίες, να μην τα παρατήσει, να είναι συνεπής. Προσπαθούμε, μάλιστα, όλες αυτές οι ενασχολήσεις να έχουν έναν αντίκτυπο και στη γειτονιά: δηλαδή να φτιάξουν στο πλαίσιο του προγράμματος κάτι που θα μείνει στη γειτονιά τους, που θα το βλέπουν και οι ίδιοι για να μένουν ικανοποιημένοι, αλλά θα το δουν και όλοι οι υπόλοιποι κάτοικοι και θα αναγνωρίσουν την αξία τους».

Ετσι όπως διαρθρώνεται η οργάνωση σε διάφορες «ευαίσθητες γειτονιές» των προαστίων γύρω από το Παρίσι έχει τουλάχιστον 5 κεντρικά παραρτήματα και πολλά άλλα μικρότερα τμήματα, στο εσωτερικό των γκέτο. Οπου δραστηριοποιείται, όπως μας ενημερώνει η Μισέλ, αντιστοιχούν περίπου 3 «παιδαγωγοί» σε κάθε 2 γειτονιές, δηλαδή ανά 8.000 κατοίκους συνολικά.

Αυτό σημαίνει ότι, κατά μέσο όρο, ο κάθε «παιδαγωγός» ασχολείται με τουλάχιστον 200 νέους. «Μεγάλο φορτίο», παραδέχεται η Μισέλ. «Η απασχόληση είναι πλήρης, για την ακρίβεια είναι από το πρωί μέχρι το επόμενο πρωί. Γιατί συχνά τα παιδιά με τα οποία μιλάμε, μας αναζητούν τις πιο απίθανες ώρες για να μας ζητήσουν βοήθεια. Δεν έχουν πού αλλού να πάνε ή σε ποιον να μιλήσουν. Είμαστε στη διάθεσή τους 24 ώρες το 24ωρο».

Δεν υπάρχουν αρνητικές πλευρές, προβλήματα, ρωτάω. Η Μισέλ δε διστάζει καθόλου να απαντήσει. «Φυσικά και υπάρχουν. Είναι εξαιρετικά δύσκολο να κερδίσεις την εμπιστοσύνη των παιδιών αυτών που έχουν απογοητευτεί και απορριφθεί από σχεδόν όλους τους θεσμούς, τις υπηρεσίες, τους ανθρώπους του γαλλικού κράτους και φυσικά από όλους τους ενηλίκους, δηλαδή γονείς ανέργους άρα αποτυχημένους, δασκάλους που τα απέρριψαν, αστυνομικούς που τους φέρονται σαν σε σκουπίδια. Είναι επίσης δύσκολο να μπορέσει κανείς να αντέξει και να αντιμετωπίσει τα συμπλέγματα προβλημάτων που βιώνουν».

«Η βία, εκατέρωθεν, είναι βασικός τρόπος έκφρασης»

«Τέλος, υπάρχει και η βία. Είναι βασικό συστατικό, όπως είναι αναμενόμενο, της συμπεριφοράς τους. Ιδιαίτερα των αγοριών. Και εκφράζεται σε όλους τους τομείς της προσωπικότητάς τους, αρχής γενομένης από τον εαυτό τους. Ακολουθεί ο στενός περίγυρος και κυρίως οι γυναίκες. Οι κοπέλες στις γειτονιές αυτές περνούν πολύ δύσκολες ώρες. Η λεκτική και η σωματική βία εναντίον τους αυξάνεται μέρα με την ημέρα».

Με τη βία, όμως, προσθέτει, προσπαθούν να τους αντιμετωπίσουν και οι αρχές τώρα. «Η αστυνομία φέρεται στα παιδιά των γκέτο με επιεικώς απαράδεκτο τρόπο», λέει η Μισέλ. «Είναι δύσκολο ακόμη και να στο περιγράψω. Γεγονός είναι ότι οι προκλήσεις είναι καθημερινές. Τα πράγματα έχουν γίνει πολύ χειρότερα την τελευταία διετία, από τότε δηλαδή που ουσιαστικά καταργήθηκε το σώμα Police de Proximite, και αντικαταστάθηκε από δύο σώματα καταστολής: τα CRES (που είναι σαν τα ελληνικά ΜΕΑ) και τις ειδικές δυνάμεις αντιμετώπισης εγκλήματος BAC.

H police de proximite ήταν ένα σώμα που συστάθηκε στα τέλη της δεκαετίας του '90. Αποτελούνταν από αστυνομικούς που είχαν περάσει από ειδική εκπαίδευση και ως καθημερινή ενασχόληση είχαν να συζητούν με αυτά τα παιδιά. Κάποιοι φορούσαν πολιτικά, κάποιοι όχι. Εμπαιναν στο γκέτο, συζητούσαν, διοργάνωναν αθλητικούς αγώνες και εκδηλώσεις. Χωρίς να σημαίνει ότι έγιναν θαύματα, είναι αλήθεια ότι όπου το συγκεκριμένο πρόγραμμα εφαρμόστηκε, υπήρξε σημαντική μείωση των βίαιων επεισοδίων, των συγκρούσεων και των συλλήψεων.

Ομως, η τωρινή κυβέρνηση έκρινε ότι δε χρειάζεται μια τέτοιου είδους προσέγγιση. Χαρακτηριστικό είναι ότι πριν από μερικούς μήνες, ο Σαρκοζί επισκέφτηκε την Τουλούζη, όπου ο εκεί διοικητής της αστυνομίας έχει δώσει ιδιαίτερο βάρος στην τακτική της προσέγγισης. Μιλώντας σε ανοιχτή εκδήλωση μπροστά σε όλους τους τοπικούς αξιωματούχους, ούτε λίγο ούτε πολύ τον εξευτέλισε, λέγοντας ότι δεν είναι δουλιά της αστυνομίας να συζητά αλλά να συλλαμβάνει. Σήμερα, λοιπόν, η αστυνομία είναι αυτή που ήθελε ο Σαρκοζί: σαν Ράμπο που κακοποιούν, προσβάλλουν, συλλαμβάνουν. Κάνουν, δηλαδή, τα πράγματα ακόμη χειρότερα».

Σημαντικό ρόλο στο να διατηρήσουν οι οργανώσεις βοήθειας, όπως η Jeunesse Feu Vert, τους δεσμούς τους με τη νεολαία των γκέτο, έχει διαδραματίσει και η σταδιακή είσοδος στις οργανώσεις παιδιών που προέρχονται ακριβώς από αυτές τις «ευαίσθητες ζώνες». Ενας από αυτούς, ο Μαχμούντ, που είναι «παιδαγωγός» την τελευταία διετία έχοντας σπουδάσει κοινωνικός λειτουργός, αναλαμβάνει και τη λεπτομερέστερη περιήγηση στο γκέτο του Επινέ σουρ Σεν.

«Αν και αρχικά υπάρχει μια κάποια αντίδραση, σε βλέπουν λίγο σαν προδότη, σταδιακά τα παιδιά εμάς μας εμπιστεύονται ευκολότερα από ό,τι αν προερχόμαστε από κάποια... φυσιολογική γειτονιά. Στην τελική, καταλαβαίνουμε τι ακριβώς τους συμβαίνει, τι νιώθουν, χωρίς να χρειαστεί να μας εξηγήσουν με λεπτομέρειες. Το έχουμε ζήσει και εμείς.

Για σένα είναι δύσκολο να καταλάβεις, ας πούμε, τι σημαίνει "μάτσο" συμπεριφορά για τους άνδρες και πώς σε αντιμετωπίζουν σε μια κλειστή κοινωνία σαν του γκέτο, αν δεν την υιοθετήσεις. Εγώ μπορώ να το αντιληφθώ ευκολότερα και μπορώ, πιο άνετα, να μιλήσω με ένα αγόρι από το γκέτο γι' αυτό».

Ρωτάω την καταγωγή των παιδιών με τα οποία ασχολείται το συγκεκριμένο παράρτημα της Jeunesse Feu Vert, για να εισπράξω την έντονη αντίδραση της Μισέλ: «Πρέπει να τελειώνει πλέον αυτό το θέμα. Είναι όλοι Γάλλοι. Δεν έχει καμία σημασία από πού ήρθαν οι γονείς τους. Εχω βαρεθεί να διαβάζω και να ακούω τη φράση περί 2ης και 3ης γενιάς μεταναστών. Και μόνο το γεγονός ότι διατυπώνεται, δημιουργεί μια κατάσταση και βάζει σε ένα ρόλο τα παιδιά, ο οποίος είναι επικίνδυνος».

Πώς φθάσαμε στα επεισόδια; «Λόγω της ολοένα αυξανόμενης μιζέριας», απαντά ο Μαχμούντ. «Γιατί τα παιδιά αυτά νιώθουν αδικημένα, γιατί βρίσκονται στο περιθώριο, γιατί είναι κοινωνικά αποκλεισμένα, γιατί δε βρίσκουν δουλιά, γιατί δεν έχουν κανένα μέλλον. Ο Σαρκοζί όταν τους χαρακτήριζε "απόβλητα", ήξερε τι έκανε: έτσι τους αποκαλεί η πλειοψηφία».

«Περιθάλπουμε, δε λύνουμε»

«Μπορείς να φέρεις στο μυαλό σου τους αθλίους, όπως τους περιγράφει ο Εμίλ Ζολά;» παίρνει το λόγο η Μισέλ. «Σήμερα, δεν είναι ακριβώς έτσι, αλλά δεν απέχει πολύ. Συνειδητοποιείς ότι γίνονται συσσίτια, αλλά αυτό δεν είναι αρκετό για να καλυφθούν οι ανάγκες. Εμείς μπορούμε να προσφέρουμε υποστήριξη, βοήθεια, αλλά δεν μπορούμε ούτε να τους βρούμε φαγητό, ούτε να τους βρούμε δουλιά, ούτε να τους εγκαταστήσουμε σε ένα σπίτι όταν τους πετούν στο δρόμο γιατί δεν έχουν να πληρώσουν το ενοίκιο, ούτε να τους εξασφαλίσουμε θέση σε κάποιο κέντρο αποτοξίνωσης όταν τους την αρνούνται.

Βασικά, λειτουργούμε ως παυσίπονο σε μια αρρώστια που χρειάζεται ριζική επέμβαση για να αντιμετωπιστεί. Αυτό που μπορούμε να κάνουμε, όμως, είναι να προσπαθήσουμε να ακουστούν τα αιτήματά τους, να γίνουν κατανοητά τα προβλήματά τους, να προσπαθήσουμε να τους πάρουμε από το χέρι και να τους πείσουμε ότι με τις πυρπολήσεις δε θα βγάλουν άκρη. Μπορεί, όμως, να κερδίσουν κάτι αν αγωνιστούν, αν παλέψουν, αν ασχοληθούν με την πολιτική, αν οργανωθούν».


Ελένη ΜΑΥΡΟΥΛΗ


ΑΥΡΙΟ: Συζήτηση με συνδικαλιστές για τις ευθύνες των συνδικάτων και της Αριστεράς



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ