Στα απολύτως απαραίτητα περιορίστηκε η λαϊκή κατανάλωση. Ραγδαία πτώση και στην παραγωγή κεφαλαιουχικών αγαθών
Κατακόρυφη πτώση σε ποσοστό 5% σημείωσε το Φλεβάρη του 2003 ο όγκος της βιομηχανικής παραγωγής στη χώρας συγκριτικά με το Φλεβάρη του 2002, γεγονός που σε τελευταία ανάλυση αντανακλά το δραστικό περιορισμό της λαϊκής κατανάλωσης κατά τον ίδιο μήνα. Σύμφωνα με τα αρμόδια στελέχη της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας Ελλάδας (ΕΣΥΕ), η πτώση της παραγωγής στον μεταποιητικό κλάδο οφείλεται στη μείωση των παραγγελιών και η πτώση (16%) της παραγωγής στα ορυχεία στις καιρικές συνθήκες της περιόδου. Ταυτόχρονα, οι επενδύσεις σε εργαλειομηχανές που έγιναν στη βιομηχανία δείχνουν να υποχωρούν στα απολύτως απαραίτητα. Ετσι η παραγωγή ντόπιων «κεφαλαιουχικών αγαθών» (εργαλειομηχανών) κατέγραψε (σε σύγκριση με το Φλεβάρη 2002) κάθετη υποχώρηση σε ποσοστό 19%. Ανεξάρτητα από τυχόν συγκυριακούς παράγοντες, οι εξελίξεις αυτές αντικατοπτρίζουν σε σημαντικό βαθμό και τον εκτοπισμό των ελληνικών προϊόντων από τα ξένα, γεγονός που προκύπτει και από τη συνεχή διεύρυνση των εμπορικών ελλειμμάτων της χώρας.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΣΥΕ, η εξέλιξη της βιομηχανικής παραγωγής το Φλεβάρη του 2003 σε σύγκριση με το Φλεβάρη του 2002 είναι η ακόλουθη:
Σε μέσα επίπεδα έτους (σύγκριση Γενάρη - Φλεβάρη 2003 με το αντίστοιχο δίμηνο του 2002) καταγράφονται οι εξής μεταβολές:
Στην εκτίμηση ότι οι τιμές του αργού πετρελαίου θα κινηθούν σε χαμηλότερα επίπεδα για τους επόμενους μήνες προχώρησε χτες ο βοηθός Γενικός Διευθυντής του Κέντρου Διεθνών Ενεργειακών Μελετών (CGES) του Λονδίνου Λεωνίδας Δρόλλας, μιλώντας κατά τη διάρκεια ημερίδας με θέμα «Πετρέλαιο και Οικονομία, διεθνείς εξελίξεις και οι επιπτώσεις τους στην ελληνική αγορά». Ο Λ. Δρόλλας σημείωσε ότι οι τιμές του αργού θα αποκλιμακωθούν περαιτέρω με την επανέναρξη των εξαγωγών του ιρακινού πετρελαίου. Εξηγώντας την υποχώρηση των τιμών του πετρελαίου κατά τις πρώτες ημέρες του πολέμου, ο Λ. Δρόλλας την απέδωσε στις εξελίξεις που σημειώθηκαν στη Βενεζουέλα και στη Νιγηρία, ενώ σε αυτό συνέβαλαν και οι καλές κλιματολογικές συνθήκες που επικράτησαν στις ΗΠΑ και την Ευρώπη, το Μάρτη.
Από την πλευρά του ο υπουργός Ανάπτυξης Α. Τσοχατζόπουλος τόνισε ότι η ελληνική αγορά και όλοι οι παράγοντες λειτούργησαν άψογα κατά την περίοδο της κρίσης, τόσο ως προς την επάρκεια, όσο κι ως προς την ασφάλεια εφοδιασμού της χώρας. Ο πρόεδρος των «Ελληνικών Πετρελαίων» (ΕΛΠΕ) Γ. Μωραΐτης, μιλώντας στην ημερίδα, σημείωσε μεταξύ άλλων ότι η ευρωπαϊκή Οδηγία για τη διατήρηση αποθεμάτων ασφαλείας τουλάχιστον 90 ημερών, διασφαλίζει απολύτως τις χώρες της ΕΕ, ενώ μία ενδεχόμενη απόφαση για αύξηση των συγκεκριμένων αποθεμάτων θα δημιουργούσε επιπλέον κόστος και τελικά μεγαλύτερη επιβάρυνση για τους καταναλωτές.
Με τόκους υπερημερίας θα επιβαρύνονται οι επιχειρήσεις για την καθυστέρηση πληρωμής τιμολογίων και αποδείξεων παροχής υπηρεσιών στις μεταξύ τους εμπορικές συναλλαγές, σύμφωνα με προεδρικό διάταγμα που κατατέθηκε στο Συμβούλιο της Επικρατείας και κρίθηκε νόμιμο από το ανώτατο δικαστήριο.
Ειδικότερα, η προθεσμία πληρωμής για τον ιδιωτικό τομέα καθορίζεται στις 30 ημέρες από την παραλαβή του τιμολογίου, ενώ για τους φορείς του δημοσίου δε θα πρέπει να ξεπερνά τις 60 ημέρες. Από τη στιγμή που δεν εκπληρωθούν οι υποχρεώσεις στα παραπάνω χρονικά όρια, αυτόματα γεννιέται η αξίωση τόκου υπερημερίας, χωρίς προηγούμενη όχληση. Ετσι, σε κάθε περίπτωση ο οφειλέτης πρέπει να καταβάλλει τόκους υπερημερίας που ορίζονται στο επιτόκιο του οικείου εξαμήνου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας συν επτά ποσοστιαίες μονάδες περιθώριο, εκτός και αν έχει υπάρξει διαφορετική συμφωνία.
Το προεδρικό διάταγμα που είναι σε εφαρμογή της οδηγίας 2000/35/ΕΚ περιλαμβάνει όλες τις μορφές πληρωμών μεταξύ των επιχειρήσεων, συμπεριλαμβανομένων και των ελεύθερων επαγγελματιών.
Τέλος, το ΣτΕ στην υπ' αριθμό 101/2003 απόφασή του αναφέρει ότι η χώρα μας έπρεπε να συμμορφωθεί με την εν λόγω οδηγία μέχρι τις 8/8/2002. Επίσης, το ανώτατο δικαστήριο εκφράζει επιφυλάξεις για τη διάταξη της οδηγίας, η οποία προβλέπει την εξαίρεση των συμβάσεων που είχαν συναφθεί πριν από την ημερομηνία δημοσίευσης του ΠΔ, καθώς δημιουργούνται αξιώσεις (μέσω δικαστηρίων) αποζημιώσεων από τη μη αναδρομικότητα της οδηγίας.