Διαιώνιση της πολιτικής λιτότητας σε βάρος των μισθοσυντήρητων και συνταξιούχων, ακρωτηριασμός του κοινωνικοασφαλιστικού συστήματος, νέα φορολογικά βάρη και νέες ιδιωτικοποιήσεις («Ολυμπιακή», ΔΕΗ, Εμπορική), είναι μερικές από τις δεσμεύσεις που ανέλαβε να υλοποιήσει απέναντι στο κοινοτικό Διευθυντήριο μέχρι το 2002 η ελληνική κυβέρνηση
Η ουσία του νέου προγράμματος βρίσκεται στην επιτάχυνση και διεύρυνση της ήδη ακολουθούμενης πολιτικής ένταξης στην ΟΝΕ, με κύρια χαρακτηριστικά τις σαρωτικές ιδιωτικοποιήσεις (στο πρόγραμμα εντάσσονται τώρα η ΔΕΗ, η «Ολυμπιακή Αεροπορία» και η Εμπορική Τράπεζα), την προώθηση του τελικού σχεδίου ακρωτηριασμού του κοινωνικοασφαλιστικού συστήματος, την παραπέρα φορολογική επιβάρυνση των λαϊκών στρωμάτων, ενώ στο απόσπασμα τίθενται για μια ακόμη φορά τα εισοδήματα των εργαζομένων.
Αυτές είναι οι νέες βαρύτατες δεσμεύσεις της ελληνικής κυβέρνησης προς το Διευθυντήριο των Βρυξελλών, στα πλαίσια στήριξης της ανταγωνιστικότητας του «ελληνικού» κεφαλαίου στο σκληρό στίβο της ΟΝΕ.
Στην παρουσίαση του νέου προγράμματος ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, Γ. Παπαντωνίου, καταφεύγοντας στη γνωστή τακτική της... ευημερίας των αριθμών, επιχείρησε να παρουσιάσει μία ειδυλλιακή εικόνα για την ελληνική οικονομία. Οσο βέβαια αυτό γίνεται, γιατί εκεί που οι γκρίζες πλευρές της κυβερνητικής πολιτικής δεν μπορούν να συγκαλυφτούν, όπως, π.χ., η άνοδος της ανεργίας, επιχείρησε να παρουσιάσει αμέτοχη την κυβέρνηση και να ενοχοποιήσει τους οικονομικούς μετανάστες...
Αφού στην αρχή επισήμανε ότι οι στόχοι του προγράμματος λιτότητας της περιόδου 1994 - 1999 στέφθηκαν με επιτυχία, στη συνέχεια παρουσίασε βασικά μακροοικονομικά μεγέθη του νέου προγράμματος. Σύμφωνα με αυτά:
Αναφερόμενος στην εξέλιξη των εισοδημάτων, υποστήριξε ότι «θα υπάρξουν συνεχείς και σταθερές αυξήσεις στα πραγματικά εισοδήματα, που θα βελτιώνουν τη θέση του εργαζόμενου, του συνταξιούχου και γενικότερα όλων των Ελλήνων και των Ελληνίδων, οι οποίοι μετέχουν σε διάφορες κοινωνικές διαδικασίες, και πέρα από τους εργαζόμενους αυτό αφορά τους μικρομεσαίους και τους αγρότες». Για την ανεργία υποστήριξε ότι «η αύξηση της απασχόλησης θα είναι σημαντική τα επόμενα χρόνια, με την επιτάχυνση της οικονομικής ανάπτυξης και σαν αποτέλεσμα αυτής της αύξησης το ποσοστό ανεργίας θα μειωθεί από 10,5% σήμερα (το ΔΝΤ πάντως που παίρνει στοιχεία από την ελληνική κυβέρνηση δίνει 11,3%) σε 8,7% το 2002». Αντίστοιχα για την εξέλιξη των πραγματικών εισοδημάτων υποστηρίζουν ότι θα παρουσιάσουν θετική αύξηση 2,2% το 1999, 2,4% το 2000, 2,1% το 2001 και 2,2% το 2002.
Πρόκειται βέβαια για στοιχεία που προκύπτουν από τη στατιστική «μαγειρική» στην οποία επί χρόνια επιδίδεται το υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και αυτός είναι και ο βασικός λόγος για τον οποίο τα συγκεκριμένα αυτά στοιχεία δε λαμβάνονται υπόψη από τους διεθνείς οργανισμούς.
Για την τριετία 2000 - 2002 η κυβέρνηση προτίθεται να εισπράξει επιπλέον 1,6 τρισ. δραχμές από φόρους και 1,2 τρισ. δραχμές από εισφορές στην κοινωνική ασφάλιση
Πρόσθετους φόρους (άμεσους και έμμεσους), που θα ξεπεράσουν το 1,6 τρισεκατομμύρια δραχμές στην ερχόμενη τριετία (2000, 2001 και 2002), σχεδιάζει η κυβέρνηση Σημίτη, εμμένοντας έτσι στη συνέχιση της ίδιας, αν όχι και σκληρότερης, αντιλαϊκής φορολογικής πολιτικής. Στην ίδια περίοδο, προβλέπεται σημαντική αύξηση κατά 1,2 τρισ. δραχμές των εισφορών προς τα ασφαλιστικά ταμεία, που προφανώς θα βαρύνουν κυρίως, αν όχι αποκλειστικά, τους ασφαλισμένους. Δηλαδή, με τα διάφορα γνωστά και άγνωστα φοροεισπρακτικά μέτρα, που έχουν επεξεργαστεί από κοινού η κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ και το διευθυντήριο των Βρυξελλών (μέτρα τα οποία θα επιχειρηθούν να εφαρμοστούν στην ερχόμενη τριετία), τα συνολικά έσοδα του κράτους από φόρους και ασφαλιστικές εισφορές(το μεγαλύτερο μέρος των οποίων πληρώνουν οι εργαζόμενοι και τα πλατιά λαϊκά στρώματα) αναμένεται να αυξηθούν στην περίοδο 2000 - 2002 κατά 2,8 τρισ. δραχμές ή 21,3%. Θα ανέλθουν δηλαδή το 2002 στο ποσό των 15.913,2 τρισεκατομμυρίων δραχμών, από 13.1 τρισεκατομμύρια δραχμές φέτος.
Τα παραπάνω προκύπτουν από το «επικαιροποιημένο» - αυτή τη φορά - πρόγραμμα «σύγκλισης» που δόθηκε χτες στη δημοσιότητα και ταυτόχρονα κατατέθηκε για έγκριση στο διευθυντήριο των Βρυξελλών.
Ειδικότερα, από τους αναλυτικούς πίνακες του «επικαιροποιημένου» προγράμματος «σύγκλισης» 1999- 2002 προκύπτει ότι:
Η εμμονή της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ στη συνέχιση της ληστρικής, για τα λαϊκά εισοδήματα φορολογικής πολιτικής, προκύπτει επίσης τόσο από το γεγονός ότι το ποσοστό αύξησης των φορολογικών εσόδων στην ερχόμενη τριετία θα είναι υπερδιπλάσιο του πληθωρισμού, όσο και από τη «διπλωματική» δήλωση του υπουργού Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών Γ. Παπαντωνίου. Απαντώντας σε σχετική ερώτηση ο υπουργός, αφού επιχείρησε να δημιουργήσει κλίμα αισιοδοξίας (βλέπετε έρχονται εκλογές) δηλώνοντας πως «οι ταχείς ρυθμοί ανάπτυξης επιτρέπουν μείωση της φορολογίας», στη συνέχεια, πρόσθεσε με νόημα ότι «το βέβαιο είναι πως δεν πρόκειται να αυξηθούν οι φόροι»!
Για μετά τις εκλογές αφήνει για... ευνόητους λόγους η κυβέρνηση την προώθηση των νέων «ρυθμίσεων» - όπως αδιάντροπα υποστηρίζει - στο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης. Ρυθμίσεις που στην πραγματικότητα θα σημάνουν την ανατροπή κάθε έννοιας κράτους πρόνοιας ακόμη και με τη σημερινή του μορφή. Οπως δήλωσε χτες ο Γ. Παπαντωνίου, «η επόμενη Βουλή θα νομοθετήσει μέτρα για τη μακροχρόνια βιωσιμότητα και... κοινωνική δικαιοσύνη του ασφαλιστικού συστήματος αφού προηγηθεί διάλογος με τους κοινωνικούς εταίρους με βάση μελέτη που ετοιμάζει το ΚΕΠΕ σε συνεργασία με εξειδικευμένο διεθνή οίκο».
Οπως διαφαίνεται από τις μέχρι στιγμής κυβερνητικές διεργασίες, το νέο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης θα στηρίζεται σε τρία βασικά σημεία και συγκεκριμένα στη βασική σύνταξη, στην επικουρική σύνταξη αλλά και στη συμπληρωματικότητα από την ιδιωτική ασφάλιση. Οι προωθούμενες αλλαγές αφορούν:
Αξίζει να υπενθυμίσουμε - κάτι που επισημαίνεται και στο πρόγραμμα «σύγκλισης» που υπέβαλλε χθες η ελληνική κυβέρνηση - ότι ένα πρώτο βήμα ανατροπής του σημερινού ασφαλιστικού συστήματος, έγινε με το σχετικό νόμο που ψηφίστηκε τον περασμένο Γενάρη και με τον οποίο, πέρα από την ενοποίηση ασφαλιστικών ταμείων με καθαρά οικονομικά και όχι αναπτυξιακά κριτήρια, επήλθαν δυσμενείς αλλαγές σε ζητήματα συντάξεων χηρείας, νέες ρυθμίσεις υπέρ των εργοδοτών που καθιστούν δυσκολότερη την είσπραξη χρεών που απαιτούν τα διάφορα ασφαλιστικά ταμεία, καθώς επίσης σημαντικές περικοπές σε ιατροφαρμακευτικές δαπάνες.
Σε τοκογλυφικά επίπεδα διατηρούν οι τράπεζες τα επιτόκιά τους. Στο 6,37% η απόδοση για τις καταθέσεις ταμιευτηρίου
«Δώρο άδωρον» αποδεικνύεται για τα νοικοκυριά η προσδοκώμενη εδώ και αρκετό διάστημα μείωση των επιτοκίων της Τράπεζας της Ελλάδας, αφού οι εμπορικές τράπεζες ανακοίνωσαν χτες με τη σειρά τους - όπως ήταν αναμενόμενο - ανεπαίσθητη μείωση των επιτοκίων χορηγήσεων. Ετσι η ελληνική οικογένεια θα εξακολουθεί να δανείζεται για να καλύψει τις όποιες ανάγκες της με τοκογλυφικούς όρους από τις εμπορικές τράπεζες. Δε συμβαίνει το ίδιο ωστόσο με τα επιτόκια καταθέσεων ταμιευτηρίου, που συγκεντρώνουν ως επί το πλείστον τις λαϊκές αποταμιεύσεις και τα οποία οι τράπεζες έσπευσαν να μειώσουν κατά μισή μονάδα.
Η Τράπεζα της Ελλάδος (ΤτΕ), ανακοίνωσε χτες μείωση των επιτοκίων της κατά 0,75 της μονάδας. Αμέσως δύο τράπεζες, η Εθνική και η Πίστεως, ανακοίνωσαν τη μείωση ορισμένων επιτοκίων τους από τη Δευτέρα, ενώ από σήμερα αναμένεται να ακολουθήσουν και άλλες τράπεζες. Είναι αξιοσημείωτο πάντως, ότι οι μειώσεις που ανακοινώθηκαν χτες κυμαίνονται γύρω στη μία μονάδα για τα επιτόκια χορηγήσεων, σε αντίθεση με την πρακτική που ακολουθούσαν μέχρι τώρα και βάσει της οποίας η μείωση που αποφάσιζαν ήταν περίπου τριπλάσια σε σχέση με τη μείωση των επιτοκίων της Τράπεζας Ελλάδας.
Σύμφωνα με την ανακοίνωση της Εθνικής Τράπεζας, τα νέα της επιτόκια, που θα ισχύσουν από την ερχόμενη Δευτέρα, 20 Δεκέμβρη 1999, διαμορφώνονται ως εξής:
Τα επιτόκια καταθέσεων ταμιευτηρίου της Εθνικής μειώνονται κατά μισή μονάδα και διαμορφώνονται σε 7,5% (καθαρή απόδοση 6,37).
Σε ό,τι αφορά την Τράπεζα Πίστεως, τα επιτόκια χορηγήσεων από την ερχόμενη Δευτέρα διαμορφώνονται ως εξής:
Σημειώνεται ότι σε όλα τα επιτόκια χορηγήσεων δεν περιλαμβάνονται διάφορες επιβαρύνσεις όπως ειδικός φόρος τραπεζικών εργασιών, εισφορές του νόμου 128/75 κλπ.
Βέβαια το κομμάτι της δημόσιας περιουσίας που οι κυβερνώντες έχουν παραχωρήσει σε ιδιωτικούς ομίλους τα τελευταία χρόνια δεν περιορίζεται στις εμφανιζόμενες στον πίνακα επιχειρήσεις και οργανισμούς. Θερμοκήπιο για τα επιχειρηματικά κέρδη έχουν γίνει και δεκάδες άλλες επιχειρήσεις, που απευθείας ανήκαν στο ελληνικό δημόσιο, αλλά και εκατοντάδες μονάδες που αποτελούσαν θυγατρικές τραπεζών και άλλων δημόσιων φορέων που αθόρυβα πέρασαν στα χέρια ιδιωτών.
Ανάμεσα στις μεγάλες μονάδες που ήδη λειτουργούν κάτω από διαφορετικό ιδιοκτησιακό καθεστώς μπορεί ν' αναφέρει κανείς επιχειρήσεις όπως: Τα Ναυπηγεία Ελευσίνας, τα αντίστοιχα του Σκαραμαγκά, του Νεωρίου Σύρου, η ΑΓΕΤ ΗΡΑΚΛΗΣ, Τα Τσιμέντα Χαλκίδας, η «Σόφτεξ», διάφορες μονάδες της «Πειραϊκής -Πατραϊκής», τα Μεταλλεία Κασσάνδρας, η ΕΛΒΙΚ ΑΕ, ο ΔΟΥΡΙΔΑΣ (Θήβας), κομμάτι από τα μεταλλεία Σκαλιστήρη, η «Ελληνικά Μάρμαρα ΑΕ», η κλωστοϋφαντουργία ΛΕΚΚΑΣ ΑΕ, το εργοστάσιο ΑΣΤΥ, τα Καλώδια Βόλου, η ΚΕΡΑΦΙΝΑ, η ΜΕΛ και τόσες και τόσες άλλες επιχειρήσεις.
Ακόμα και τα επίσημα στοιχεία της EUROSTAT δεν μπορούν να κρύψουν την πραγματικότητα
Σημαντική μείωση του αγροτικού εισοδήματος και το 1999 προβλέπουν ακόμα και τα στοιχεία της στατιστικής υπηρεσίας της ΕΕ (EUROSTAT).
Σύμφωνα με πληροφορίες, τα προσωρινά στοιχεία της Στατιστικής Υπηρεσίας της ΕΕ, που πρόκειται να ανακοινωθούν μέσα στις επόμενες μέρες, θα εμφανίσουν μείωση του αγροτικού εισοδήματος σε πραγματικές τιμές το 1999 κατά 2% περίπου σε σύγκριση με το 1998. Το στοιχείο αυτό έρχεται να δείξει ότι για μια ακόμα χρονιά συνεχίζεται η μείωση του αγροτικού εισοδήματος ως αποτέλεσμα της αντιαγροτικής πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ενωσης και της κυβέρνησης. Ετσι παρά τις προεκλογικές «κορόνες» της κυβέρνησης, φαίνεται ότι το αγροτικό εισόδημα των αγροτών μειώθηκε ακόμα περισσότερο μέσα στο 1999 και η πορεία αυτή αναμένεται να συνεχιστεί και τα επόμενα χρόνια.
Πάντως, σύμφωνα με τα στοιχεία της στατιστικής υπηρεσίας της ΕΕ, το εισόδημα των Ελλήνων αγροτών μειώθηκε σε πραγματικές τιμές το 1998 κατά 3,8% σε σχέση με το 1997. Ακόμα τα στοιχεία αυτά δείχνουν ότι από το 1994 και μετά, το αγροτικό εισόδημα συρρικνώνεται διαρκώς. Το 1997 η μείωση του αγροτικού εισοδήματος σε σχέση με το 1996 ήταν 2,6%, το 1996 σε σύγκριση με το 1995 ήταν 2,1% και το 1995 σε σύγκριση με το 1994 ήταν 1,7%. Αυτό δείνχει ότι μέσα στην τελευταία πενταετία το αγροτικό εισόδημα υπέστη μείωση σε πραγματικές τιμές μεγαλύτερη του 12%.
Η ξετσιπωσιά τους δεν έχει όρια. Ο λόγος για την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, που ενώ σε κάθε ευκαιρία και με υψηλούς τόνους διακηρύσσει - στα λόγια - «πρώτα η Ελλάδα», στην πράξη «βάζει πλάτες» για τον αφανισμό και της ελληνικής γλώσσας.
Αδιάψευστος μάρτυρας, αυτό που συνέβη χτες. Ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, Γ. Παπαντωνίου, έδωσε στους δημοσιογράφους το «Επικαιροποιημένο Πρόγραμμα Σύγκλισης 1999 - 2002», που κατατέθηκε στις Βρυξέλλες. Μόνο που το κείμενο του «Επικαιροποιημένου Προγράμματος Σύγκλισης» (διάβαζε πρόγραμμα «επικαιροποίησης» της λιτότητας για τα επόμενα τρία χρόνια) δεν ήταν στην ελληνική αλλά στην... αγγλική γλώσσα.
Η λέξη ντροπή είναι λίγη για να χαρακτηρίσει κανείς τη συγκεκριμένη ενέργεια της κυβέρνησης.