ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Πέμπτη 22 Μάρτη 2007
Σελ. /32
Εντίθ Πιάφ: Πληγωμένο σπουργίτι

... και απελπισμένοι Tσιγγάνοι!

Η Εντίθ Πιάφ είναι εδώ. Με τα τραγούδια της και την πονεμένη ζωή της. «Η ζωή σαν τριαντάφυλλο», του Ολιβιέ Νταάν. Συγκινητική! Αξια! Το ίδιο και «Το χωριό των Τσιγγάνων», του Ρόμπερτ Aντριαν Πέτζο. Μια ρεαλιστική ταινία με «δυστυχισμένους Τσιγγάνους», όχι με Τσιγγάνους τουριστικά αξιοθέατα. Από κοντά και η καλαίσθητη ταινία του Τζουζέπε Τορνατόρε, «Η άγνωστη». Μια «μελό» ιστορία (μια μετανάστρια πόρνη πουλάει τα παιδιά της), κινηματογραφημένη, όμως, με εξαιρετικό στιλ και γούστο.

Θα σταθούμε για λίγο στο μοναδικό ντοκιμαντέρ του Σπύρου Ν. Ταραβήρα, «Buzz». Η ταινία μας γνωρίζει έναν καταπληκτικό Ελληνα της Αμερικής από τη Σαμψούντα! Ενδιαφέρον παρουσιάζει και το δεύτερο ντοκιμαντέρ της βδομάδας, «Ο άρτος ημών ο επιούσιος», του Νίκολαους Γκεϊράλτερ. Ασχολείται - θετικά - με τον τρόπο που παράγονται τα προϊόντα που φτάνουν στο πιάτο μας.

Και το αναγκαίο ναρκωτικό της βδομάδας. Σε δυο «δόσεις». Η μια δόση, βίαιη, παλαβή και αλλοπρόσαλλη: «Ghost Rider», του Μαρκ Στίβεν Τζόνσον. Και η δεύτερη «κωμική», χαζή και κιτς: «Epic Movie», των Καλ Πεν, Aνταμ Κάμπελ, Τζένιφερ Κούλιτζ.

ΟΛΙΒΙΕ ΝΤΑΑΝ
Ζωή σαν τριαντάφυλλο

Εκατόν σαράντα λεπτά συγκίνηση, δεν είναι λίγο! Εκατόν σαράντα ολόκληρα λεπτά με έναν κόμπο στο λαιμό, είτε συμβαίνουν ευχάριστα, είτε δυσάρεστα γεγονότα στην οθόνη! Συγκίνηση! Και μάλιστα στις μέρες μας, που, τουλάχιστον στο σινεμά, τα συναισθήματα φαίνονται να έχουν πάρει διαζύγιο από τις αίθουσες. «Η Ζωή Σαν Τριαντάφυλλο», η Εντίθ Πιάφ με άλλα λόγια, θα σας αποζημιώσει. Από το πρώτο μέχρι το τελευταίο λεπτό θα σας καρφώσει στο κάθισμα και θα σας βομβαρδίζει με άξια και πλούσια συναισθήματα. Πέρα από τα υπέροχα τραγούδια της...

Αλλά, ας αρχίσουμε με το εργαλείο! Την ηθοποιό που υποδύεται τη μεγάλη Γαλλίδα τραγουδίστρια. Σπάνια ένας ηθοποιός συγκεντρώνει τόσα πολλά χαρίσματα μαζεμένα! Το κορμί της είναι ένα ακορντεόν που ανοιγοκλείνει βγάζοντας, σε κάθε ανοιγόκλειμα, ποτάμια πόνου, χαράς, αγάπης, ελπίδας. Και κάθε φορά όλα αυτά διαφορετικών αποχρώσεων. Ανάλογα με την πλοκή και την εξέλιξη του έργου. Η Μαριόν Κοτιγιάρ δεν αντέγραψε την Πιάφ, τον πόνο της μετέφερε! Δε χορταίνεις να τη βλέπεις! Σε συντρίβει στην κυριολεξία! Σε συντρίβει το κύρτωμα του κορμιού της, το νευρικό «ριγμένο» προς τα μπρος περπάτημά της. Σε συντρίβουν τα χέρια της, οι ώμοι της. Και σε εξοντώνουν τα μάτια της. Στο βλέμμα της δεν περνάει μόνον μια στιγμή από τη ζωή της ηρωίδας. Κάθε φορά που η Μαριόν κοιτάζει το φακό, μέσα από τα μάτια της περνάει ολόκληρη η ζωή της Εντίθ Πιάφ. Και τι ζωή!

Τι ζωή, «θεέ» μου! Ολοι οι κατατρεγμοί των «αθλίων» του Παρισιού των αρχών και των αμέσως μεταπολεμικών χρόνων του περασμένου αιώνα, στο ίδιο πρόσωπο! Στο ίδιο μικρό και αδύναμο σώμα! Η μάνα, τραγουδίστρια σε «καφέ», την εγκαταλείπει κυνηγώντας μια καριέρα, που δε θα έρθει ποτέ! Θα πεθάνει ζητιάνα! Ο πατέρας, φιλότιμος, αλλά ατάλαντος ακροβάτης σε τσίρκο και αργότερα στους δρόμους του Παρισιού. Κατάντησε, όπως ήταν επόμενο, αλκοολικός! Το «μωρό» καταλήγει στη μάνα του πατέρα της, στη γιαγιά, η οποία «διευθύνει» ένα μπορντέλο, με φτωχές, δυστυχισμένες και, συνάμα, καλοκάγαθες πόρνες. Σαν από αντίδραση, σαν κάποια «ανώτερη» δύναμη να φρόντισε το μωρό, η μικρή Εντίθ τυφλώνεται για 4 ολόκληρα χρόνια. Από τα 3 έως τα 7 της ακούει, αλλά, ευτυχώς, δε βλέπει όλα όσα συμβαίνουν στο μπορντέλο της γιαγιάς. Και συμβαίνουν τα πάντα, αφού οι πελάτες είναι «κάθε καρυδιάς καρύδι».

Από τα 7 μέχρι τα 15 ζει με τον αλκοολικό πατέρα της. Μαζί του αρχίζει να τραγουδάει στα πεζοδρόμια. Αυτός ακροβατικά και εκείνη τραγούδι! Στα 15 της ανοίγει τα φτερά της να πετάξει μόνη της. Μια φίλη της κρατάει ανάποδα ένα καπέλο και αυτή τραγουδάει. Ο,τι μαζέψουν (και τι να μαζέψουν;), ίσα που τους φτάνει για το φαγητό τους, το ποτό τους (άρχισε από μικρή να πίνει), και τα ναρκωτικά, που έχει ήδη ξεκινήσει!

Εκεί στο δρόμο, σε αυτή τη νεαρή ηλικία, γνωρίζει τον πρώτον άνθρωπο που ήξερε να εκτιμήσει τη φωνή της. Την παίρνει στο μαγαζί του. Η μια επιτυχία διαδέχεται την άλλη. Με διάφορα μικρά σκαμπανεβάσματα, κυρίως από τον κακό, πια, χαρακτήρα της, από τις ανασφάλειές της και από την έλλειψη παιδείας, η καριέρα της, μέρα με τη μέρα, μεγαλώνει. Σε λίγο, η φωνή της θα γίνει σήμα κατατεθέν για το Παρίσι. Τα μεγάλα χολ, (Ολυμπιά, κ.ά,) της ανοίγουν τις πόρτες και τη φιλοξενούν. Μεγάλα ονόματα της μουσικής, του θεάτρου, του σινεμά και της λογοτεχνίας, γίνονται φίλοι της (Ζαν Κοκτό, Μορίς Σεβαλιέ, Υβ Μοντάν, Σαρλ Αζναβούρ, Μάρλεν Ντίτριχ, Τσάρλι Τσάπλιν κ.ά). Στο μεταξύ πεθαίνει (δύο χρόνων) το παιδί της...

Γελιέστε, όμως, αν νομίζετε πως η Πιάφ πέρασε στον παράδεισο! Και αυτός ο κόσμος, εκτός από ελάχιστες εξαιρέσεις, θέλει να πάρει και όχι να δώσει! Και αυτή, που δίνει ασταμάτητα, παρακαλάει για ένα καθαρό φιλί, ένα αληθινό χάδι, μια πραγματική τρυφερότητα! Κάποιες στιγμές νομίζει ότι το βρίσκει, όπως στην περίπτωση του πυγμάχου Μαρσέλ Σερντάν. (Σκοτώθηκε σε αεροπορικό δυστύχημα).

Η Πιάφ γεννήθηκε το 1915, θα πεθάνει το 1963 με ένα θάνατο, που δεν ταιριάζει σε κανέναν να πεθάνει (μόνη της στις Κάννες, από καρκίνο, αφού πρώτα γνώρισε κατατρεγμούς, άσυλα και νοσοκομεία)! Η κηδεία της έγινε στο Παρίσι και την αποχαιρέτησαν εκατοντάδες χιλιάδες κόσμος. Τα γνωστά...

Την είπανε σπουργίτι! Και πράγματι, σπουργίτι ήτανε! Ομως, όχι ένα σπουργίτι ευτυχισμένο. Αλλά ένα σπουργίτι πληγωμένο. Ξεμαλλιασμένο, με σπασμένες φτερούγες, πληγωμένο σε όλο του το σώμα. Τραυματισμένο βαθιά στην «ψυχή» του. Ενα σπουργίτι εξοντωμένο που μόλις, όμως, άρχιζε να τραγουδάει, όλες του οι πληγές έγιαναν και μαζί με τις δικές του πληγές έγιαναν και οι δικές μας!

Ο κόσμος οφείλει ένα μεγάλο «ευχαριστώ» στην Εντίθ Πιάφ. Η οποία, για να μην το ξεχάσουμε και αυτό, στην κατοχή βρήκε το κουράγιο να σηκωθεί στο ύψος της. Ελαβε και αυτή, όπως, όφειλε, μέρος στην Αντίσταση...

Παίζουν: Μαριόν Κοτιγιάρ, Σιλβί Τεστίντ, Εμανουέλ Σενιέ, Πασκάλ Γκρέγκορι, Ζεράρ Ντεπαρντιέ.

ΡΟΜΠΕΡΤ ΑΝΤΡΙΑΝ ΠΕΤΖΟ
Το χωριό των Τσιγγάνων

Οι Τσιγγάνοι, σίγουρα, δεν είναι ευτυχισμένοι! Και πώς να είναι, όταν απ' όλα τα επιτεύγματα του πολιτισμού, αυτοί δεν απολαμβάνουν τίποτα! Εξακολουθούν να σέρνονται μέσα στη φτώχεια και στην αμάθεια. Μέσα στις λάσπες και στις αρρώστιες. Μέσα στις διακρίσεις και το ανελέητο κυνηγητό της αστυνομίας! Μέσα στον καθυστερημένο (και πώς θα γινόταν αλλιώς) εαυτό τους! Ο οποίος, και αυτός με τη σειρά του, τους κρατάει αλυσοδεμένους και έξω από τις κοινωνικές διεργασίες. Τους σπρώχνει και τους χώνει πιο βαθιά μέσα στην απελπισία και στην αποδοχή!..

Ο Τρανσυλβανός σκηνοθέτης Ρόμπερτ Αντριαν Πέτζο, μειονότητα και ο ίδιος στη Ρουμανία, γνώριζε από πρώτο χέρι την άλλη μειονότητα της πολυφυλετικής πατρίδας του, τους Τσιγγάνους. Το πρόβλημά τους τον είχε συγκινήσει βαθιά. Οι άνθρωποι, ο χώρος, το πρόβλημα ήταν εκεί. Ο ίδιος, μαζί με τον Τσιγγάνο συγγραφέα, Τσέμερ Γκέζα, έκαναν το «πρόβλημα» σενάριο. Μια υποτυπώδη ιστορία, μια «απλή» ιστορία, δηλαδή, για να δώσουν την ευκαιρία στο φακό να καταγράψει την πραγματικότητα, η οποία πραγματικότητα είναι τόσο «εκφραστική», που δε χρειάζεται πλοκές, σασπένς, πολλά λόγια...

Δίπλα σε μια χωματερή, μέσα σε μια χωματερή, δεκάδες (εκατοντάδες χιλιάδες σε ολόκληρο τον κόσμο) Τσιγγάνοι, ψάχνουν στα σκουπίδια για το φαγητό τους και για ό,τι άλλο «χρήσιμο» ξεπέφτει εκεί μέσα, για να το καθαρίσουν και, στη συνέχεια, να το πουλήσουν! Τα πρόχειρα «σπίτια» τους δίπλα στη χωματερή, μέσα στη χωματερή. Γέροι, νέοι, παιδιά, μωρά! Ολοι μέσα στις λάσπες και στη βρώμα! Μέσα στις αρρώστιες. Είναι φανερό, αυτόν τον κόσμο, τον έχουν «τάξει» στα σκουπίδια. Τον μεταχειρίζονται σαν σκουπίδι.

Πώς, λοιπόν, να συναντήσεις και ευτυχισμένους Τσιγγάνους; Δεν υπάρχουν ευτυχισμένοι Τσιγγάνοι! Μην πάτε, λοιπόν, για να δείτε την ταινία, ελπίζοντας, ότι θα ακούσετε τραγούδια, μουσικές, ότι θα δείτε παθιασμένους και ανέμελους έρωτες. Αυτά γίνονται στις ψεύτικες ταινίες! Στην ταινία του Ρόμπερτ Αντριαν Πέτζο, παρότι και αυτή έχει κεντρικό θέμα της τον έρωτα, την «ανεμελιά» και το «εφήμερο» των Τσιγγάνων, μιλάει ο ρεαλισμός! Αυτά τα «πρόσθετα», τα «ντεσού», είναι οι «ανάσες» για να μη σκάσουν οι άνθρωποι. Χωρίς αυτά η ζωή τους θα ήταν, πια, ένα τίποτα! Αυτά τους κρατάνε ζωντανούς, και παράλληλα, δυστυχώς, λειτουργούν και σαν ανασταλτικοί παράγοντες, για βίαια αλλαγή της κατάστασης, που είναι αναγκαία! Γιατί προσφέρουν «δικαιολογίες», ότι «όλο και κάτι θα συμβεί», ότι «όλο και κάτι θα αλλάξει»! Από μόνο του! Από θαύμα! Ο ρεαλισμός, όμως, δεν προσφέρει τέτοιες ψευδαισθήσεις. Δεν επιδέχεται φτιασιδώματα!

Η ταινία, λοιπόν, είναι, σε μεγέθυνση, αυτό που βλέπουμε στις δικές μας χωματερές, στους δικούς μας καταυλισμούς των Τσιγγάνων (φαίνεται το πρόβλημα στη Ρουμανία και την Ουγγαρία είναι μεγαλύτερο). Αυτό που και εμείς βλέπουμε και κάνουμε πως δεν το βλέπουμε! Ε, λοιπόν, ο Πέτζο το είδε. Δεν πέρασε με το αυτοκίνητο και, αφού έκανε ένα «πικρό σχόλιο», συνέχισε την πορεία του. Αυτός σταμάτησε! Και έκανε το μεγάλο αυτό κοινωνικό και ανθρώπινο πρόβλημα, ταινία! Ταινία σοβαρή, χωρίς φτιασιδώματα και βερμπαλιστικές καταγγελίες! Ο φακός του έκανε σωστά τη δουλιά του. Ρεαλιστικά, απλά και κατανοητά. Και παράλληλα με αξιοπρόσεκτη καλλιτεχνική άποψη. Κάποιες στιγμές η ταινία απογειώνεται στο σουρεαλισμό και στην ποίηση.

Πηγαίνετε να δείτε την ταινία, όχι για να γεμίσετε ενοχές (και αυτό δε βλάπτει)! Πηγαίνετε για να εντοπίσετε ένα ακόμα πρόβλημα που πρέπει, αν θέλουμε να λέμε πως είμαστε πολιτισμένοι, να λυθεί. Πηγαίνετε να δείτε, και να συνειδητοποιήσετε, έναν ακόμα λόγο που μας αναγκάζει να θέλουμε, όσοι θέλουμε, ν' αλλάξουμε τον κόσμο.

Παίζουν: Ντόρκα Γκρίλους, Οσκάρ Νιάρ, Ζζόλτ Μπογκντάν κ.ά.

ΣΠΥΡΟΣ Ν. ΤΑΡΑΒΗΡΑΣ
Buzz

Αλμπερτ Ισαάκ Μπεζερίδης (Μπαζ)
Αλμπερτ Ισαάκ Μπεζερίδης (Μπαζ)
Από την Εντίθ Πιάφ στον Αλμπερτ Ισαάκ Μπεζερίδη (Μπαζ). Σπουργίτι πληγωμένο στο Παρίσι αυτή. Σπουργίτι, Ζορμπάς καλύτερα ή μάλλον Διογένης, ακόμα καλύτερα, στο Χόλιγουντ αυτός! Βίοι παράλληλοι, στα ίδια περίπου χρόνια, στον ίδιο περίπου χώρο. Τραγουδίστρια αυτή, σεναριογράφος, από τους πιο πετυχημένους αυτός. Δόξα... και μετά, «Σκοτώνουν τα άλογα άμα γεράσουν» ή όταν φέρνουν αντιρρήσεις!

Τι περιπέτεια και αυτός ο λιανός άντρας! Γνώρισε ολόκληρο - και απ' όλες τις πλευρές - το «αμερικάνικο όνειρο». Η μεγάλη και πλούσια αυτή χώρα τού έδωσε έδαφος να καλλιεργήσει. Του αναγνώρισε το ταλέντο. Τον έφερε στην πρώτη γραμμή. Και αμέσως άρχισε να ζητάει «ανταλλάγματα»! Εμείς σου δώσαμε, δος μας τώρα και εσύ! Του ζήτησαν να κόβει, σύμφωνα με τις εμπορικές ανάγκες, τα έργα του. Σχεδόν με κρύα καρδιά δέχτηκε. Του ζήτησαν να διορθώνει σενάρια άλλων. Αλλοτε να δουλεύει χωρίς να αμείβεται. Και αυτά τα δέχτηκε (με κρύα καρδιά). Του ζήτησαν να γίνει καταδότης (μαύρη λίστα). Είπε όχι...

Μετά το «όχι» ήρθε η σιωπηλή καταδίκη και μετά η κατηφόρα. Αυτός που γέμισε τα ταμεία, με Χόμφρεϊ Μπόργκαρντ, Ρόμπερτ Μίτσαμ, με μεγάλους σκηνοθέτες, με εξαιρετικές κινηματογραφικές επιτυχίες, τα τελευταία χρόνια της ζωής του δούλευε φορτηγατζής για να επιβιώσει. Στο τέλος πέθανε στην ψάθα.

«Μην χάσετε τον Buzz, μια καταπληκτική, μια μοναδική φιγούρα. Ενας Ζορμπάς με τα όλα του», έγραφα από το περσινό Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης! Σπάνια θα ακούσετε τόσο καθαρό λόγο, επιμένω και πάλι. Σπάνια θα δείτε έναν (πράγματι) τόσο ελεύθερο άνθρωπο. Θα χαρείτε πραγματικά με τη γνωριμία του. Τέτοιοι άνθρωποι είναι μοναδικοί. Και τιμούν τον Ανθρωπο!

ΤΖΟΥΖΕΠΕ ΤΟΡΝΑΤΟΡΕ
Η άγνωστη

Ο Τζουζέπε Τορνατόρε πήρε στα χέρια του μια θλιβερή ιστορία (την ιστορία μιας Μολδαβής μετανάστριας στην Ιταλία, η οποία, όπως ήταν σχεδόν φυσικό, έπεσε στα χέρια εκμεταλλευτών που τη μετέτρεψαν στην αρχή σε πόρνη και, στη συνέχεια, σε πόρνη και παράλληλα σε μηχανή που γεννούσε παιδιά, το οποία αυτοί τα πουλούσαν), και τη μετουσίωσε σε ένα μικρό σκοτεινό κινηματογραφικό ποίημα! Ενα ποίημα που μοιράζεται ανάμεσα στη διάθεση για εκδίκηση και στη διάθεση για αγάπη και ελπίδα. Η γυναίκα αυτή, και μέσα στις λάσπες, γνώρισε τον αληθινό έρωτα. Και μέσα στον αποκλεισμό, μόνη της, έφτιαξε ένα παράθυρο επικοινωνίας. Παρ' ότι την τράβαγαν απ' όλες τις μεριές, εκείνη, δεν έκοψε ή τουλάχιστον προσπάθησε να μην κόψει, τον ομφάλιο λώρο με τον έρωτα και τη μητρότητα, με την ανθρωπιά, τελικά!

Εχει αξία να δει κανείς πώς μια μελό ιστορία, η ιστορία μιας πόρνης (ο κινηματογράφος από τη γέννησή του έχει ασχοληθεί με το θέμα, γιατί προσφέρει συγκίνηση), στα χέρια ενός άξιου δημιουργού αποχτάει οντότητα, κύρος και καλλιτεχνικό ενδιαφέρον. Παρ' ότι, και αυτό πρέπει να το τονίσουμε, η ταινία δε συνδέει το προσωπικό, την «περίπτωση», με το γενικό. Παρ' ότι το (πλούσιο) συναίσθημά της λειτουργεί σε βάρος της λογικής της. Παρ' ότι δείχνει το αποτέλεσμα χωρίς να αναφέρεται και στις αιτίες που το διαμόρφωσαν. Παρ' όλα αυτά, η ταινία εξακολουθεί να είναι γοητευτική!

Ξεκινώντας από τις εξαιρετικές ερμηνείες, τόσο της «Αγνωστης» (Ξένια Ράπαπορτ) όσο και της «κόρης» της (Κλάρα Ντοσένα), τη θαυμάσια φωτογραφία του Φάμπιο Τσαμάριον, τη διακριτική αλλά δραματική μουσική του Εννιο Μορικόνε, τους σωστά επιλεγμένους χώρους και περνώντας στις τοποθετήσεις (θέσεις) της μηχανής, στα χρώματα και στη μελετημένη κινηματογραφική αφήγηση (σκηνές, πλάνα), καταλήγουμε σε ένα παράξενο και ενδιαφέρον κινηματογραφικό παιχνίδι. Οπου πράγματα απλά, καθημερινά, πράγματα που, πια, δεν «απασχολούν» κανέναν (ποιος νοιάζεται, σήμερα, για πόρνες μετανάστριες και πωλήσεις μωρών - αυτά, πλέον, είναι σύνηθες φαινόμενο στις «ελεύθερες» κοινωνίες μας), καταφέρνουν να μας αποσπάσουν το ενδιαφέρον και να μας συγκινήσουν...

Βέβαια, για να προσγειωθούμε, μόλις απομακρυνθείς από την αίθουσα νιώθεις σιγά - σιγά να αδειάζεις από τη συγκίνηση της προβολής! Η ταινία δε σε φορτώνει με δουλιά για το σπίτι. Μέχρι να μπεις και να βγεις στο λεωφορείο ή έστω μέχρι να πιεις ένα ποτό, η φόρτιση των εικόνων ξεθυμαίνει. Η «περίπτωση» είναι τόσο «προσωπική» και ο κινηματογράφος του Τορνατόρε, τουλάχιστον στην «Αγνωστη», τόσο εξεζητημένος, που καταλήγεις ότι είδες μια ταινία επίδειξη! Ξέρετε, αυτά που συμβαίνουν στις χορογραφίες των μπαλέτων. Οπου δίνουν την ευκαιρία στους σολίστ να μας παρουσιάσουν τις δυνατότητές τους. Ωραίες παρουσιάσεις, αλλά δε συνεισφέρουν στην πλοκή και στην εξέλιξη του έργου!

Παίζουν: Ξένια Ράπαπορτ, Μικέλε Πλάσιντο, Κλαούντια Γκερίνι, Κλάρα Ντοσένα, Αλεσάντρο Χάμπερ.

Παίζονται ακόμα
  • Το πρωτοποριακό στη μορφή, αλλά και στη σύλληψη του περιεχομένου του, ντοκιμαντέρ, του Νίκολαους Γκεϊράλτερ, «Τον Αρτον Ημών τον Επιούσιο». Ο θεατής παρακολουθεί εικόνες από τον τρόπο παραγωγής της καθημερινής τροφής μας. Εικόνες, εικαστικά άρτιες, βουβές από επεξηγηματική αφήγηση (δεν ακούγεται ούτε μια λέξη στο φιλμ). Οι δυνατές εικόνες του, όμως, μιλάνε από μόνες τους.
  • Η αλλοπρόσαλλη ταινία του Μαρκ Στίβεν Τζόνσον, «Ghost Rider», με τους Νίκολας Κέιτζ, Εύα Μέντες και τον γερασμένο, πια, Πίτερ Φόντα! Ενας μοτοσικλετιστής - κασκαντέρ συνθηκολογεί με το διάολο! Από εκεί και πέρα τους πήρε και μας πήρε και εμάς (όσοι πάμε να δούμε την ταινία) ο διάολος!
  • Και η, επίσης, αλλοπρόσαλλη, για τους δικούς της λόγους, ταινία, των Ααρον Σέλτζερ και Τζέισον Φρίντμπεργκ (στ' αλήθεια δε χρειάζονταν δύο, μισός σκηνοθέτης έφτανε για να κάνει αυτήν την ταινία) Epic Movie, με τους Καλ Πεν, Ανταμ Κάμπελ, Τζένιφερ Κούλιτζ.


Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ