ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Πέμπτη 27 Απρίλη 2006
Σελ. /32
Η Τέχνη δεν είναι διασκέδαση. είναι καμίνι που βράζει!

Μετά τις χαρές, τα πανηγύρια και τη ...θλιμμένη επιστροφή, κάθε κατεργάρης στον πάγκο του. Και κάθε θεατής στις σκοτεινές αίθουσες, για ένα κομμάτι κινηματογραφικής ευτυχίας!

Αυτή η βδομάδα είναι γενναιόδωρη. Προσφέρει ένα αριστούργημα του παγκόσμιου κινηματογράφου. Το «Λος Ολβιδάδος», του σουρεαλιστή, και στρατευμένου στην ταξική αλήθεια, Λουί Μπουνιουέλ. Ταινία γυρισμένη το 1950 και μοιάζει σημερινή. Μια κοινωνική τοιχογραφία της Πόλης του Μεξικού. Εχουμε, επίσης, την ερωτική ταινία του Ταϊβανέζου φορμαλιστή Χου Χστάο Χστεν, «Τρεις Στιγμές». Την επίσης ερωτική χιλιανή ταινία της Αλίσια Σκέτσον, «Play». Την καλών προθέσεων απόπειρα του Νιλ Αρμφιλντ, «Candy». Ταινία που προσπαθεί να ερμηνεύσει τον κόσμο των ναρκωτικών.

Ξεπεράστε την ταινία του Ολ Πάρκετ, «Καλύτερα οι Δυο μας». Μια χαζή ταινία για χαζούς ομοφυλόφιλους. Κάντε μια μικρή στάση στην ...παγωμένη, και φιλόζωη, περιπέτεια «Ανταρτική: Στα Ορια του Αδύνατου», του Φρανκ Μάτσαλ. Τέλος, φτύστε στον κόρφο σας πριν πάρετε τη δόση της βδομάδας με το θρίλερ του Κριστόφ Γκανς, «Silent Hill».

Να πούμε πως εκτός από τον κινηματογράφο υπάρχουν και οι αγώνες; Δεν εξυπακούεται. Δεν πρέπει να σημειωθούν απουσίες. Μην ξεχνάτε, και η Πρωτομαγιά είναι καλλιτεχνικό έργο. Με θαυμάσιες ιδέες και χρώματα.

ΛΟΥΙ ΜΠΟΥΝΙΟΥΕΛ
«Λος Ολβιδάδος»

Οποιος αγαπάει την Τέχνη, τον καλό κινηματογράφο, δεν μπορεί να μη δει, έστω μια φορά στη ζωή του, τους Λος Ολβιδάδος, του Λουί Μπουνιουέλ! Αλλά και αυτός που τους είδε, σε παλιότερους χρόνους, σίγουρα έχει να κερδίσει αν τους ξαναδεί. Γιατί η καλή τέχνη, ο καλός κινηματογράφος, δεν παλιώνει. Αντίθετα, λειτουργεί σαν το παλιό καλό κρασί, που ο χρόνος τού προσθέτει γεύσεις.

Ιδιαίτερα σήμερα, που η φτώχεια έχει πάρει άγριες διαστάσεις, που οι μεγαλουπόλεις γέμισαν παρατημένα παιδιά, που οι ταξικές διαφορές έχουν διευρυνθεί σε απίστευτο μέγεθος, σήμερα που το χάσμα ανάμεσα στη φτώχεια και τον πλούτο είναι, πια, απολύτως καθαρό, σήμερα που τα ψηλά κτίρια και τα πολύχρωμα φώτα δεν μπορούν, πλέον, να κρύψουν τις άθλιες παραγκουπόλεις, τις αρρώστιες, την παιδική εγκληματικότητα, οι Λος Ολβιδάδος είναι, δυστυχώς, ακόμα πιο ντροπιαστικά επίκαιροι!

Και λέω ακόμα πιο ντροπιαστικά επίκαιροι, γιατί η ταινία γυρίστηκε πριν 56 ολόκληρα χρόνια! Χρόνια που όχι μόνον δε διόρθωσαν την κατάσταση, αλλά την επιδείνωσαν κιόλας! Καθώς η οικονομική μετανάστευση συσσώρευσε νέες ομάδες πεινασμένων και άστεγων. Νέο δυναμικό για στρατολογία. Καθώς ο καπιταλισμός έγινε πιο λαίμαργος και πιο επιθετικός. Η Πόλη του Μεξικού, όλες οι πόλεις του κόσμου έχουν γεμίσει, πια, από πολυεθνικούς Λος Ολβιδάδος! Μικρές και μεγάλες συμμορίες παρατημένων παιδιών, που πολύ «φυσικά», νομοτελειακά, καταλήγουν στο έγκλημα. Ή πέφτουνε αυτά θύματα εγκληματικών πράξεων. Ή, και το πιο πιθανό, και τα δύο μαζί!

Η ταινία, λοιπόν, του Λουί Μπουνιουέλ, του ανθρώπου που με την επιμονή του στην ανάπτυξη της κινηματογραφικής φόρμας έδωσε νέα ώθηση στην κινηματογραφική έκφραση (της κινηματογραφικής φόρμας, όμως, που παρότι συνεχώς και επίμονα αναζητά το καινούριο, φροντίζει να είναι πάντα σύμφωνη με το περιεχόμενο, την ουσία της ιστορίας που διηγείται), καταγράφει τους ανθρώπους, τα παιδιά περισσότερο, που ζούνε πίσω από τη «βιτρίνα». Με αδρές κινηματογραφικές εικόνες, εικόνες σκόπιμα διαλεγμένες ανάμεσα στο «ανώτερο» στάδιο του ρεαλισμού και στο «κατώτερο» του σουρεαλισμού, σε ένα εκφραστικό «σημείο» δηλαδή, που από τη μια θα περιγράφουν κατανοητά την πραγματικότητα και από την άλλη θα «τραβάνε» τον θεατή σε νέες περιοχές έκφρασης, μας αποκαλύπτει μια καταμέλανη κοινωνική τοιχογραφία. Μια κοινωνική τοιχογραφία, που μόνον ένας σουρεαλιστής και η παρδαλή, και με αυτή την έννοια σουρεαλιστική, καπιταλιστική οικονομική πολιτική μπορεί να δημιουργεί! Μια κοινωνική τοιχογραφία, που είναι ντροπή για τον ανθρώπινο πολιτισμό!

Δεν μπορώ να φέρω στο μυαλό μου άλλον σκηνοθέτη που θα μπορούσε να μεταφέρει καλύτερα στον κινηματογράφο αυτή την απίστευτη (σουρεαλιστική) πραγματικότητα. Ανθρωποι, χώροι, καταστάσεις τόσο αληθινοί και την ίδια στιγμή τόσο απίστευτοι! Εξαθλίωση, φτώχεια, σακάτηδες, γέροι, παιδιά, άρρωστοι, άνεργοι, μεγαλοεγκληματίες που διαφεύγουν, και μικροδιαβόλοι που συλλαμβάνονται. Διαλυμένες οικογένειες, πόρνοι και πόρνες. Και την ίδια στιγμή, μέσα σε αυτό το βρωμερό μποστάνι, να φυτρώνουν κάτι υπέροχα λουλούδια. Υπέροχα λουλούδια που άλλα, τα πιο λίγα, ελάχιστα, δυστυχώς, θα επιβιώσουν και τα υπόλοιπα, τα πολλά, θα συντριβούν κάτω από το βάρος της πανάθλιας καπιταλιστικής ζωής!

«Λος Ολβιδάδος», λοιπόν, όχι για να επαναπαυτούμε, αλλά για να εξεγερθούμε! «Λος Ολβιδάδος», για να διαπιστώσουμε πως η Τέχνη δεν είναι διασκέδαση, με τη χαζή ή και την καλή έννοια της λέξης! «Λος Ολβιδάδος», για να καταλάβουμε τι σημαίνει στρατευμένη τέχνη. Ταξική τέχνη! (Ο Μπουνιουέλ, δυστυχώς γι' αυτόν και για το παγκόσμιο προοδευτικό κίνημα, πολύ γρήγορα γλίστρησε στον καθολικισμό, όμως παρ' όλα αυτά ποτέ δε σταμάτησε την κριτική του απέναντι στον καπιταλισμό και τις πολιτικές ή θρησκευτικές προλήψεις)! «Λος Ολβιδάδος», για να μην πάνε χαμένες οι δυο ώρες σας και το πολύτιμο εισιτήριό σας. «Λος Ολβιδάδος», για να θαυμάσετε κινηματογραφική λιτότητα. Να θαυμάσετε στην πράξη κατάργηση του περιττού! Να δείτε και να απολαύσετε ένα κινηματογραφικό ποίημα. «Λος Ολβιδάδος», για να συνυπογράψετε μια κινηματογραφική πολιτική μπροσούρα!

Παίζουν: Αλφόνσο Μεΐρα, Ρομπέρτο Κόμπο.

ΧΟΥ ΧΣΤΑΟ ΧΣΤΕΝ
«Τρεις στιγμές»

Η Σου Κι
Η Σου Κι
Ενώ ο Μπουνιουέλ ποτέ δεν επέτρεψε στη φόρμα να καταπιεί το περιεχόμενο του έργου του, παρότι καταγράφηκε στην ιστορία του κινηματογράφου και σαν φορμαλιστής, ο Ταϊβανός Χου Χστάο Χστεν, με τον άκριτο εστετισμό του, δείχνει να το επιδιώκει! Οι «Τρεις Στιγμές» δε δικαιολογούν την ύπαρξή τους. Καθώς ο έρωτας «διά μέσου των χρόνων», που φαίνεται ότι είναι το θέμα τους, από κάποιο σημείο και μετά παύει να είναι κυρίαρχος και τη θέση του παίρνουν καλαίσθητες μεν αλλά άδειες από ουσία εικόνες!

Ο Χου Χστάο Χστεν δείχνει να παγιδεύεται από τον ναρκισσισμό του! Του αρέσει τόσο πολύ η εικόνα που «κατασκευάζει», που ξεχνάει τι ήθελε να πει! Ή αδιαφορεί γι' αυτό που ξεκίνησε να λέει! Και είναι κρίμα που υποκύπτει σε τόσο «φθηνά» ελατήρια, γιατί, είναι φανερό, πως έχει όλα τα προσόντα να αφήσει τα σημάδια του στον παγκόσμιο κινηματογράφο. Με το προηγούμενο έργο του, αλλά και με τις «Τρεις Στιγμές», δείχνει έναν διανοούμενο που θέλει να κρατάει επαφή με τον άνθρωπο και την ιστορία. Που θέλει να δείχνει ότι παρακολουθεί τη σπειροειδή εξέλιξη της ανθρώπινης κοινωνίας και των τρόπων που ο άνθρωπος, σε διαφορετικούς χρόνους, εκφράζει το συναίσθημά του!

Χωρίς τα επεξηγηματικά σημειώματα του σκηνοθέτη, χωρίς τις συνεντεύξεις του, είναι αδύνατο να παρακολουθήσεις το έργο του. Αυτά που έχει στο μυαλό του, δυστυχώς, με τον τρόπο που διάλεξε να τα μεταδώσει, μένουν έξω από την οθόνη. Ο θεατής δεν επικοινωνεί άμεσα και αποτελεσματικά μαζί του. Ομως, για να είμαστε δίκαιοι, δε σε αφήνει τελείως ασυγκίνητο! Η ομορφιά της εικόνας του, έστω και περιοδικά, σε αποζημιώνει! Καθώς σου δημιουργεί μια κάποια ευφορία!

Εδώ, λοιπόν, έχουμε το ίδιο ανθρώπινο ζευγάρι, σε τρεις διαφορετικές χρονικές στιγμές (1966, 1911, 2005), στον ίδιο, όμως, χώρο (Κίνα - Ταϊβάν), να ζουν το αιώνιο συναίσθημα, τον έρωτα! Οι δυο σύγχρονες περίοδοι (1966, 2005) αποδίδονται περισσότερο ηχητικά, καθώς ο σκηνοθέτης φέρνει σε πρώτο πλάνο τους ήχους της πόλης, ενώ η άλλη περίοδος (1911) είναι τυλιγμένη μέσα στη σιωπή. Μια σιωπή που ο σκηνοθέτης, για να την τονίσει, καταφεύγει στο βωβό κινηματογράφο! Οι ήρωές του μιλούν χωρίς να ακούγονται και οι διάλογοι γράφονται με λεζάντες ανάμεσα στα πλάνα! Αν δεν είναι αυτό φιλαρέσκεια. Ή, τέλος πάντων, επίδειξη. Ή, και το πιο πιθανό, μια αδικαιολόγητη νοσταλγία!

Παίζουν: Σου Κι, Τσαγκ Τσεν, Μέι Φαγκ, Λιάο Σου Γιέν.

ΑΛΙΣΙΑ ΣΚΕΡΣΟΝ
«Play»

Βιβιάνα Ερέρα
Βιβιάνα Ερέρα
Είναι ευχάριστο να φτάνουν στις ελληνικές αίθουσες ταινίες από άλλες, πλην της Αμερικής, χώρες! Με την εξάρτηση που έχει η χώρα μας από τις ΗΠΑ, έχουμε μετατραπεί σε αποκλειστικούς καταναλωτές αμερικανικών κινηματογραφικών προϊόντων. Με ό,τι αυτό σηματοδοτεί!

Το «Play» μάς έρχεται από τη Χιλή! Μια χώρα με μικρή, αλλά με αρκετά ζωντανή κινηματογραφική παρουσία. Νωπές είναι ακόμα οι μνήμες μας από τον «Ματσούκα» και τον «Σαλβαδόρ Αλιέντε». Το «Play», βέβαια, δεν κινείται προς την ίδια κατεύθυνση. Δεν είναι μια «καθαρά» πολιτική ταινία. Είναι μια ερωτική ταινία. Και φυσικά, με τον τρόπο της, και αυτή πολιτική!

Μια μέρα, ένα κορίτσι γεμάτο ζωή, έτοιμο να ρουφήξει όλον τον αέρα, φτάνει από τον φτωχό αλλά όμορφο Νότο, στο Σαντιάγκο. Εκεί, βέβαια, δεν την περιμένουν με ταμπούρλα. Αναλαμβάνει να προσέχει έναν κατάκοιτο γέρο. Δε βαρυγκωμά. Αντίθετα και εκεί απολαμβάνει κάθε στιγμή. Είναι τόσο ευτυχισμένη, που ανοίχτηκε στον κόσμο. Τον περιποιείται. Του καθαρίζει το χώρο. Του διαβάζει. Τον χαϊδεύει! Τις ώρες της σχόλης βγαίνει και περπατάει. Και παρατηρεί!

Και παρατηρώντας έρχεται το πρώτο φιλί. Από τον πρώτο που βρίσκεται, σχεδόν, έξω από την πόρτα της. Σε λίγο θα έρθει και ο έρωτας. Αυτός, ως γνωστόν, αρκετά πιο πολύπλοκος. Η μικρή από το Νότο θα ερωτευτεί, με τον απόλυτο δικό της τρόπο, έναν νεαρό που, ενώ είχε όλες τις προϋποθέσεις, δεν τον αντιμετώπισε σωστά η ζωή. Παρεμβαίνει αυτή, λοιπόν, για να αποκαταστήσει τα πράγματα!..

Η αξία της ταινίας δεν είναι τόσο στην ιστορία που αφηγείται. Η ιστορία θα μπορούσε να ήταν και καλύτερη. Πιο σφαιρική. Οι ήρωες να μην ήταν τόσο σχηματικοί. Να υπήρχαν και κάποιες, κλεφτές έστω ματιές, για το «περιβάλλον», το χρόνο και το χώρο, μέσα στον οποίον διαδραματίζεται. Η αξία της, λοιπόν, βρίσκεται στην αφήγηση! Η σκηνοθέτης (σπούδασε κινηματογράφο στην Κούβα), έχει μια αξιοπρόσεχτη «αθωότητα» στην εικόνα της. Μια αθωότητα που αγγίζει τα όρια της ποίησης.

Η μόλις 30χρονη Αλίσια Σκέρσον έκανε την ταινία της να μοιάζει με έναν χαρούμενο περίπατο μιας χαρούμενης 20χρονης νέας κοπέλας, η οποία μόλις έφτασε στην πόλη και τα βλέπει όλα χαρούμενα και αισιόδοξα. Την έκανε να μοιάζει με μια χορευτική πιρουέτα. Με ένα σκέρτσο του Παγκανίνι. Τίποτα δεν είναι μεγάλο. Μεγαλόστομο, για την ακρίβεια. Ούτε η χαρά, ούτε ο φόβος. Ολα περνάνε μέσα από το αισιόδοξο φίλτρο της μικρής. Η οποία δεν επιτρέπει να τρυπώσει μέσα της η απογοήτευση. Εστω και αν βλέπει γύρω της τέτοια σημάδια.

Η ταινία έχει βραβευτεί σε διάφορα φεστιβάλ που συμμετείχε! Βραβευμένη είναι και η πρωταγωνίστριά της. Το «Play» έλαβε μέρος και στο πρόσφατο Διεθνές φεστιβάλ της Θεσσαλονίκης. Επίσης, ήταν η επίσημη πρόταση της Χιλής για ξενόγλωσσο Οσκαρ.

Παίζουν: Βιβιάνα Ερέρα Μαρτίνες, Αντρές Ουλόα, Αλίν Κούπενχαϊμ, Κόκα Γκουατζίνι, Χόρχε Αλις, Φραντσίσκο Κοπέλο.

ΝΙΛ ΑΡΜΦΙΛΝΤ
«Candy»

Ενα ερωτευμένο και χαρούμενο ζευγάρι ανάμεσα στα άλλα δοκιμάζει και τα ναρκωτικά. Σε λίγο οι «ουσίες» το απορροφούν! Το χώνουν μέσα στη δική τους λογική. Στη συνέχεια, δοκιμάζουν αρκετές από τις εμπειρίες των εξαρτημένων. Πορνεία, κλοπές, κλπ. Στόχος, να εξασφαλιστεί η δόση. Κάποια στιγμή, ποιος δεν το σκέφτηκε άλλωστε, αποφασίζουν να δοκιμάσουν την αποτοξίνωση.

Οι καλές προθέσεις, όταν δε μετουσιώνονται σε τέχνη παραμένουν, απλώς, καλές προθέσεις! Τις οποίες, φυσικά, και λαβαίνεις υπόψη σου. Ομως, αυτό δε φτάνει για τις ανάγκες σου. Για την επιθυμία σου να γνωρίσεις την πραγματικότητα και μέσα από την τέχνη. Να γνωρίσεις την πραγματικότητα με αυτόν τον ευγενή, και ανώτερο πράγματι, τρόπο.

Το «Candy», λοιπόν, έχει τις καλύτερες των προθέσεων. Διάλεξε το θέμα των ναρκωτικών, που έχει βάλει φωτιά στις σύγχρονες κοινωνίες. Καθώς μαγκώνουν, κυρίως, τη νεολαία, και την αχρηστεύουν. Διάλεξε αυτό το θέμα και προχώρησε ακόμα παραπέρα. Παίρνει σαφή θέση εναντίον τους! Αποκαλύπτει το αδιέξοδο της επιλογής. Και κάνει ένα ακόμα θετικό βήμα. Τάσσεται με αυτούς που προσπαθούν να απαλλαγούν. Με αυτούς που πραγματικά προσπαθούν. Χωρίς υποκατάστατα. Και διαπιστώνει, πως υπάρχει ελπίδα. Φτάνει να είναι κανείς αποφασισμένος.

Να, λοιπόν, διάπλατες οι καλές προθέσεις. Αναφανδόν όλοι θα πρέπει να πούμε «μπράβο». Και το λέμε, στο επίπεδο της επιλογής. Δεν μπορούμε, όμως, να κάνουμε το ίδιο και στο επίπεδο της μεταφοράς. Μας εμποδίζει η σχηματοποίηση. Η υπεραπλούστευση στη διατύπωση τόσο των αιτιών, που προκαλούν την επαφή με τα ναρκωτικά, όσο και στον τρόπο που αντιμετωπίζονται.

Διαπιστώνουμε, λοιπόν, πως η τέχνη έχει τις δικές της απαιτήσεις. Πρέπει με τις «καλαίσθητες εικόνες της», να πείθει. Το «Candy», δυστυχώς, δεν πείθει! Γιατί, ανάμεσα στα άλλα, δεν εμφανίζει τις κοινωνικές αιτίες, που «έφεραν» τα ναρκωτικά να θεωρούνται από μεγάλη μερίδα της νεολαίας, και από το ζευγάρι της ταινίας, απαραίτητα! Η χρέωση της ευθύνης, μόνον και αποκλειστικά στην οικογένεια, που κάνουν οι δημιουργοί του, δεν είναι η σωστή ερμηνεία. Αφήνοντας έξω, τον κυρίως υπεύθυνο, τον καπιταλισμό και τις αξίες του, διαιωνίζεις το πρόβλημα, αποπροσανατολίζεις, έστω και αν δεν είναι στις προθέσεις σου.

Παίζουν: Χιθ Λέτζερ, Αμπι Κόρνις, Τζέφρι Ρας.

ΟΛ ΠΑΡΚΕΡ
Καλύτερα οι Δυο μας

Καλά, κύριοι, ηρεμήστε! Αν ήταν έτσι απλό, και τόσο χαζό, να καταφύγουμε όλοι στην ομοφυλοφιλία, σας βεβαιώνω θα ξεκαρδιζόμασταν όλοι στα γέλια. Και μέσα στα γέλια και στα χωρατά μας, θα γινόμασταν όλοι ένα! Ενα μάτσο βιόλες! Δε θα αναγνώριζε η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάννα!

Μια μεσοαστή κυρία μέσα στη χαρά και την ευτυχία παντρεύεται τον καλό της. Ξαφνικά, λες και μόλις γεννήθηκε, παίρνει το μάτι της τη ...λεγάμενη! Το είναι της αναστατώνεται. Αφού το κουβεντιάζει λίγο με τον εαυτό της, νικώντας σε χρόνο ρεκόρ τις αναστολές της, βουτάει την άλλη από το λαιμό και τη φιλάει στα χείλη. Αυτό ήταν! Το κορίτσι βρήκε το δρόμο της!

Μη φανταστείτε ότι θα ακολουθήσουνε δράματα. Οχι! Η ταινία είναι διαφημιστικό του πρόσφατου νόμου για την ομοφυλοφιλία, που ψηφίστηκε στην Αγγλία! Πώς τρέχουν όλοι πίσω από τη φέτα Δωδώνης ή τα Αλλαντικά Νίκας, έτσι και ετούτοι! Πατεράδες, μανάδες, αλλά και ο νιόπαντρος και απατημένος σύζυγος, τρέχουν και δε φτάνουν, για να ενώσουν τις δυο γυναίκες! Και μόλις αυτό συμβεί πέφτει στην οθόνη το τέλος. Αφήνοντας όλους τους ματάκηδες να τους τρώει η περιέργεια.

Παίζουν: Πάιπερ Περάμπο, Λένα Χέντεϊ, Μάθιου Γκούντι, Αντονι Χεντ.

Και ακόμα

ΦΡΑΝΚ ΜΑΡΣΑΛ
Ανταρκτική: στα όρια του αδύνατου

Μια συμπαθητική περιπέτεια για μικρούς και μεγάλους, που διαδραματίζεται στο μεγαλύτερο μέρος της στην παγωμένη Ανταρκτική! Εκείνο που αξίζει να παρατηρήσουμε, αφού η ταινία βασίζεται σε αληθινή ιστορία, είναι πως σκυλιά που εγκαταλείφθηκαν μέσα στο απέραντο χιόνι κατάφεραν και επιβίωσαν, για κοντά διακόσιες μέρες! Και το σημαντικότερο, σε αντίθεση με τους ανθρώπους, η πείνα δεν τα έκανε να φάει το ένα το άλλο. Θυμάστε την περίπτωση της πτώσης ενός αεροπλάνου στις Ανδεις...

Παίζουν: Πολ Γουόλκερ, Τζέισον Μπιγκς, Μπρους Γκρίνγουντ.

ΚΡΙΣΤΟΦΕΡ ΓΚΑΝΣ
Silent hill

Και η δόση της βδομάδας! Το απαραίτητο για την ψυχική μας ισορροπία θρίλερ. Φτιαγμένο, μάλιστα, από δοκιμασμένους, στο είδος, ανθρώπους! Ημαρτον!

Η Ρόουζ βλέπει την κόρη της να αργοπεθαίνει. Τη βουτάει και τρέχει σε αναζήτηση θεραπευτή. Τα άτυχα βήματά της, όμως, και οι ανάγκες του θρίλερ κυρίως, την οδηγούν στη μυστηριώδη και έρημη πόλη που ονομάζεται «Silent Hill». Τα υπόλοιπα τα μαντεύετε!

Η κόρη της χάνεται. Το «Silent Hill», βέβαια, δεν είναι παιδική χαρά, άσε που εκεί κινδυνεύεις! Διάφορα πλάσματα ξεφυτρώνουν από το πουθενά και γίνεται το «έλα να δεις». Ενα «έλα να δεις» κατάμαυρο και τρομακτικό! Ταινία για εξαρτημένους.

Παίζουν: Ράντα Μίτσελ, Τζοντέλ Φέρλαντ, Λόρι Χόλντεν, Σον Μπιν, Ντέμπορα Κάρα Ούνγκερ.



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ