Αξιοποιώντας στο έπακρο το δολοφονικό χτύπημα στη Μαδρίτη, οι ηγέτες των 25 κρατών - μελών ακολουθούν το δρόμο που χάραξαν οι ΗΠΑ μετά την 11η Σεπτέμβρη 2001. Δένουν χειροπόδαρα τους λαούς, βάζοντας στο «γύψο» δημοκρατικά και ατομικά δικαιώματα. Το «αντιτρομοκρατικό πακέτο» της ΕΕ πάει χέρι χέρι με το «αντικοινωνικό πακέτο» των αποφάσεων της Λισαβόνας.
Στην πραγματικότητα όσοι σηκώνουν κεφάλι ή πάνε «κόντρα στο ρεύμα» και αμφισβητούν τη «νέα τάξη», μπαίνουν υπό στενή παρακολούθηση και επιτήρηση, αφού, σύμφωνα με τον ισχύοντα ορισμό της τρομοκρατίας, κάθε ενέργεια που μπορεί να υπονομεύει τις υπάρχουσες «κοινωνικοπολιτικές δομές», μπορεί και να χαρακτηριστεί ως τρομοκρατική.
Τι περιλαμβάνεται στο «αντιτρομοκρατικό πακέτο»: Νέοι ευρω-τρομονόμοι. Ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης. Δημιουργία κοινών ομάδων έρευνας από τις αρχές ασφαλείας. Παρακολούθηση των πάσης φύσεως επικοινωνιών, από τα τηλέφωνα μέχρι το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο. Ευρωφακέλωμα με μηχανισμούς όπως το ευρωπαϊκό μητρώο και η «βάση δεδομένων» με εγκληματολογικό - όπως λένε - υλικό. Ανταλλαγή από υπηρεσία σε υπηρεσία προσωπικών πληροφοριών υπηκόων ΕΕ και άλλων, όπως το DNA ή τα δακτυλικά αποτυπώματα κλπ.
Κεντρικό ρόλο στην υλοποίηση των προαναφερομένων θα παίξει η διαβόητη Europol. Ηδη οι Βρυξέλλες ζήτησαν από τα κράτη - μέλη να ενισχύσουν τις «αντιτρομοκρατικές ικανότητές» της, διασφαλίζοντας ότι οι αρχές επιβολής του νόμου των κρατών - μελών θα της παρέχουν κάθε πληροφορία «αμέσως μόλις αυτή περιέλθει στην κατοχή τους». Επίσης η Europol εφοδιάζεται με ξεχωριστό «σύστημα πληροφοριών», το οποίο θα περιλαμβάνει και «πρωτόβουλες μυστικές πληροφορίες».
Προηγούμενα αναφερθήκαμε στη μαζική δολοφονία αθώων Μαδριλένων και το πώς αξιοποιήθηκε από την άρχουσα τάξη. Πράγματι, μόλις μια εβδομάδα μετά το χτύπημα, στις 19/3/2004 συγκλήθηκε εκτάκτως το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο υπουργών Εσωτερικών και Δικαιοσύνης της ΕΕ.
Μεταξύ άλλων αποφάσισε ενισχυμένη συνεργασία των μυστικών υπηρεσιών και των αρχών ασφαλείας, με άμεσα πρακτικά μέτρα. Π.χ. συχνές επαφές των αρχηγών αστυνομίας και αναβάθμιση του ρόλου της Europol και της Eurojust («Δικαστική Αστυνομία», άλλη μια αστυνομική υπηρεσία που εγκαθιδρύουν) στην ανάλυση πληροφοριών.
Λίγες μέρες αργότερα, στις 25/3/2004, στη Σύνοδο Κορυφής της ΕΕ, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο (ΕΣ), με απόφασή του, κάλεσε τα κράτη - μέλη να διασφαλίσουν ότι οι υπηρεσίες επιβολής του νόμου (υπηρεσίες ασφαλείας, αστυνομία, τελωνεία κλπ.) συνεργάζονται μεταξύ τους και προβαίνουν στην εκτενέστερη δυνατή ανταλλαγή πληροφοριών, με αντικείμενο την «καταπολέμηση της τρομοκρατίας».
Ζήτησε από τα κράτη - μέλη να διασφαλίσουν ότι:
Επίσης το ΕΣ ζήτησε από τα κράτη - μέλη να ενισχύσουν το ρόλο της Europol στην καταπολέμηση της τρομοκρατίας:
Associated Press |
Βέβαια, ίσως η καλύτερη εξήγηση του τι εστί Europol και πώς κινείται, αποτελεί το απόρρητο έγγραφο της ίδιας της υπηρεσίας, το οποίο αποκάλυψε ο «Ρ» στις 8/9/2002. Ενα εγκόλπιο του «καλού» χαφιέ και του προβοκάτορα, που επισήμως τιτλοφορούνταν «Ευρωπαϊκές Βέλτιστες Πρακτικές για το Χειρισμό των Πληροφοριοδοτών»».
Αξίζει εδώ να το θυμίσουμε, δεδομένου ότι η άρχουσα τάξη και οι προπαγανδιστές της θα σπεύσουν να πολυδιαφημίσουν την Europol, ως μια καλή και άγια υπηρεσία που δε φείδεται μέσων και ανδρών για την ασφάλειά μας. Πώς έχει η αλήθεια;
Με το έγγραφο δινόταν από τότε η κατεύθυνση για την «ενιαιοποίηση» και το συντονισμό των κρατών - μελών της ΕΕ, όσον αφορά στον τρόπο που χειρίζονται τους πληροφοριοδότες των κατασταλτικών μηχανισμών. Γινόταν δε ιδιαίτερη αναφορά στο σκέλος της κατασκευής χαφιέδων και προβοκατόρων.
Αποκαλυπτικά είναι τα όσα αναφέρονταν στο κεφάλαιο 2, όπου γίνεται ο ορισμός του πληροφοριοδότη και «νομιμοποιείται» τόσο η συμμετοχή σε ένα έγκλημα όσο και η κατασκευή και η δράση προβοκατόρων:
«Χωρίς να θίγονται η Εθνική Νομοθεσία ή οι κατευθυντήριες γραμμές της και προκειμένου να δημιουργηθεί ή να διευκολυνθεί η ανταλλαγή πληροφοριών σχετικά με τους πληροφοριοδότες μεταξύ των αρμόδιων αρχών της ΕΕ θα χρησιμοποιηθεί το ακόλουθο πρότυπο: "Πληροφοριοδότης είναι ένα άτομο το οποίο αποτελεί αντικείμενο εμπιστευτικού χειρισμού και το οποίο παρέχει πληροφορίες και/ή παρέχει συνδρομή στις αρμόδιες Αρχές"».
Ακολούθως, τονίζεται με κυνικό τρόπο ότι ένας πληροφοριοδότης μπορεί να συμμετάσχει σε ένα έγκλημα με την... άδεια των αρμόδιων κρατικών αρχών:
«Οι Πληροφοριοδότες είναι σχεδόν πάντοτε εγκληματίες. Εάν δεν ήταν δε θα είχαν πρόσβαση σε άλλους εγκληματίες, πράγμα το οποίο τους καθιστά χρήσιμους για τις αρχές εφαρμογής του νόμου. Επειδή, είναι εγκληματίες ή στενοί συνεργοί των εγκληματιών, είναι πιθανό να είναι αναξιόπιστοι, χρειάζονται αυστηρό έλεγχο και σαφείς οδηγίες για το πώς θα πρέπει να ενεργούν, για να προστατεύσουν τους εαυτούς τους και το τι επιτρέπεται ή δεν επιτρέπεται να κάνουν. Μερικοί πληροφοριοδότες είναι ειλικρινείς με τους χειριστές τους και μπορεί να θέσουν σε εξαιρετικό κίνδυνο τους εαυτούς τους, προκειμένου να παράσχουν τις πληροφορίες, οι οποίες ζητούνται και οι οποίες τελικά ωφελούν την κοινωνία.
Σε κάποιο βαθμό η σχέση με τους χειριστές είναι μια διεταιρική σχέση, η οποία πρέπει να τεθεί και να διατηρηθεί πάνω σε επαγγελματική βάση.
Αυτό σημαίνει ότι οι πληροφοριοδότες θα πρέπει να μην έχουν αμφιβολία ότι θα έχουν ευθύνες από τη στιγμή που έχουν συμφωνήσει να εργαστούν για τους χειριστές, ειδικότερα πρέπει να καταστεί σαφές σ' έναν πληροφοριοδότη ότι εάν διαπράττει έγκλημα, ενώ είναι πληροφοριοδότης, θα υπόκειται σε σύλληψη, εκτός εάν έχει δοθεί σ' αυτόν καθεστώς συμμετέχοντος πληροφοριοδότη και παραμένει εντός των προσδιορισμένων ορίων».
Αποκαλυπτική είναι και η αναφορά που γίνεται στους «πληροφοριοδότες υψηλού κινδύνου» και στους «συμμετέχοντες πληροφοριοδότες», όπου στην ουσία πρόκειται για τη διαδικασία κατασκευής προβοκατόρων:
«Η διαδικασία χειρισμού της εκτίμησης της επικινδυνότητας, θα πρέπει να αποκαλύπτει ορισμένους πληροφοριοδότες, οι οποίοι να φέρουν σημαντικά υψηλότερα επίπεδα κινδύνου που να συνδέονται με τη χρησιμοποίησή τους.
Ενας τέτοιος πληροφοριοδότης μπορεί, για παράδειγμα, να έχει χαρακτηριστεί άπαξ σαν "επικίνδυνος", αλλά υπό το φως των μεταβαλλόμενων περιστάσεων και των επιχειρησιακών απαιτήσεων να πρέπει να χρησιμοποιηθεί. Σ' αυτές τις περιπτώσεις, ο υπεύθυνος του Αρχείου ή η εξουσιοδοτούσα Αρχή, όπου αυτό είναι απαραίτητο, θα πρέπει να διασφαλίσει ότι είναι διαθέσιμο ένα σχέδιο διαχείρισης του κινδύνου, ότι απαιτούνται κατάλληλες αναθεωρήσεις και ότι ο πληροφοριοδότης χειρίζεται από προχωρημένου επιπέδου εκπαιδευμένους χειριστές».
Και ακολουθεί ο ορισμός αυτού που αποκαλείται «Συμμετέχων πληροφοριοδότης», δηλαδή προβοκάτορας, χωρίς να δίνονται παραπέρα διευκρινίσεις: «Ενας συμμετέχων πληροφοριοδότης είναι ένας πληροφοριοδότης, ο οποίος με την έγκριση μιας καθορισμένης εξουσιοδοτούσας Αρχής, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία ή τις κατευθυντήριες γραμμές επιτρέπεται να συμμετάσχει σε ένα έγκλημα, το οποίο άλλοι ήδη προτίθενται να διαπράξουν».
Οι κυνικές αυτές ομολογίες πήραν τη δέουσα απάντηση από τον κομμουνιστή ευρωβουλευτή: «Θαυμάζω τη σαφήνεια της απάντησής σας, κάτι στο οποίο δε μας είχατε συνηθίσει. Ταυτόχρονα, ανατριχιάζω στη σκέψη ότι περιβαλλόμαστε από ένα δίκτυο χαφιέδων, και αναρωτιέμαι μήπως η σαφήνεια της απάντησής σας αποσκοπούσε στο να μας υπενθυμίσει και να μας προειδοποιήσει ότι η παραμικρή μας παρεκτροπή βρίσκεται κάτω από συνεχή παρακολούθηση».
Και εφόσον μιλάμε για το ΚΚΕ να θυμίσουμε και κάτι άλλο: Στις 31/3/1998 υπερψηφίστηκε στην ελληνική Βουλή, από ΠΑΣΟΚ - ΝΔ, η σύμβαση για τη δημιουργία της Europol. Το Κόμμα καταψήφισε το σχετικό νομοσχέδιο, τονίζοντας ότι ένας τέτοιος μηχανισμός τάσσεται στην υπηρεσία της αντιμετώπισης των λαϊκών αντιδράσεων.
Τότε, παίρνοντας το λόγο ο ειδικός αγορητής του ΚΚΕ, Αχιλλέας Κανταρτζής, τόνισε πως «η δημιουργία της Europol έρχεται συμπληρωματικά προς άλλα μέτρα, της νομιμοποίησης του ηλεκτρονικού φακελώματος και της Σένγκεν, και με την ψήφισή της ολοκληρώνονται υποτίθεται οι βάσεις για την οικοδόμηση των μηχανισμών καταστολής σε επίπεδο εγκλήματος. Μηχανισμοί, όμως, οι οποίοι κατά κύριο λόγο στοχεύουν στην αντιμετώπιση των λαϊκών κινημάτων και των κοινωνικών εκρήξεων, που αναπόφευκτα θα έρθουν, για να αντιπαλέψουν την πολιτική που ακολουθείται και στη χώρα μας και στις άλλες χώρες της ΕΕ. Μια πολιτική που υπαγορεύεται από τα συμφέροντα των μονοπωλίων».
Αναφερόμενος στη δράση που θα έχει ο νέος μηχανισμός καταστολής είπε ότι «το προσωπικό της Γιουροπόλ εξοπλίζεται με μια ιδιότυπη ασυλία και έχει το δικαίωμα να αρνηθεί τη μαρτυρική κατάθεση. Ετσι θα μπορεί κάποιος να καταδικαστεί με βάση πληροφορίες - κατηγορίες και μόνο της Europol, χωρίς να έχει τη δυνατότητα να τις αντικρούσει στο δικαστήριο. Γεγονός που μας γυρνάει στις περίφημες καταθέσεις του Ρακιντζή και των άλλων "αστέρων" της εποχής που χρησιμοποιήθηκαν για την καταδίκη και εκτέλεση του Μπελογιάννη».
Στο θέμα παρενέβη και ο τότε κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του ΚΚΕ Στρατής Κόρακας, τονίζοντας ότι «το νομοθετικό αυτό πλαίσιο μετατρέπει ουσιαστικά τους πολίτες των χωρών - μελών της ΕΕ, αλλά και τους πολίτες τρίτων χωρών που είτε βρίσκονται ήδη μέσα είτε πρόκειται να εισέλθουν στο χώρο της ΕΕ, από υποκείμενα - φορείς θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε αντικείμενα, υφιστάμενα ηλεκτρονική συγκέντρωση και επεξεργασία ατομικών τους στοιχείων, αλλά και άλλες ενέργειες (π.χ. διακριτική παρακολούθηση ενδεχόμενη δίωξη κλπ.».