ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Τρίτη 4 Απρίλη 2000
Σελ. /32
Βραβεία ερασιτεχνικού θεάτρου

Με επιτυχία ολοκληρώθηκε το περασμένο Σάββατο, το 16ο Πανελλήνιο Φεστιβάλ Ερασιτεχνικού Θεάτρου στην Καρδίτσα, που διοργάνωσε η Ενωση Πολιτιστικών Συλλόγων του νομού σε συνεργασία με το Δήμο, τη Νομαρχία και την Τοπική Ενωση Δήμων και Κοινοτήτων. Η αυλαία του Φεστιβάλ, που θεωρείται το καλύτερο, ετήσιο ραντεβού, όλων των ερασιτεχνικών θιάσων της Ελλάδας και αποτελεί, πλέον, θεσμό στην Καρδίτσα, έπεσε με την καθιερωμένη απονομή βραβείων, που δόθηκαν ως εξής:

  • Ειδικό βραβείο συλλογικής προσπάθειας στο Δήμο Ιεράπετρας Κρήτης.
  • Ειδικό βραβείο άρτιας παραγωγής στη Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Κοζάνης.
  • Βραβείο πρωτότυπης μουσικής σύνθεσης στο Πνευματικό Κέντρο Νέας Ιωνίας Αττικής.
  • Βραβείο μουσικής επιμέλειας στον Μάνο Μανιά της θεατρικής σκηνής Ηρακλείου Κρήτης.
  • Βραβείο ενδυματολογίας στον Τρύφωνα Κυρμπή από το Πνευματικό Κέντρο Νέας Ιωνίας Αττικής.
  • Βραβείο σκηνογραφίας στον Μιχάλη Μπουμπάκη από τη θεατρική σκηνή Ηρακλείου Κρήτης.
  • Βραβεία πρώτου γυναικείου ρόλου στην Φαίη Αθουσάκη, από τη θεατρική σκηνή Ηρακλείου Κρήτης και δεύτερου γυναικείου ρόλου στην Σοφία Μποτσέα από τη θεατρική διαδρομή Καλαμάτας.
  • Βραβεία πρώτου ανδρικού ρόλου στον Μάνο Μανιά, από τη θεατρική σκηνή Ηρακλείου Κρήτης και δεύτερου ανδρικού ρόλου στον Σήφη Μανταδάκη από το Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Νέας Ιωνίας Αττικής.
  • Βραβείο χορογραφίας - κινησιολογίας στην Νίκη Παπαδάκη από το Δήμο Ιεράπετρας Κρήτης.
  • Βραβείο σκηνοθεσίας στην Αλίκη Αλεξανδράκη από τη θεατρική διαδρομή Καλαμάτας.
  • Βραβείο καλύτερης παράστασης στη θεατρική σκηνή Ηρακλείου Κρήτης.

KΡΙΤΙΚΗ ΘΕΑΤΡΟΥ
Μάμετ και Πίντερ στο «Απλό Θέατρο»

«Μια ζωή θέατρο»
«Μια ζωή θέατρο»
Οσο ακόμα είναι καιρός οι λάτρεις του ποιοτικού θεάτρου μπορούν να δουν στο «Απλό Θέατρο» δυο εξαιρετικά έργα, δυο από τις σημαντικότερες παραστάσεις του χειμώνα και με πολύ καλούς ερμηνευτές και τα δύο.

Στη «Νέα Σκηνή» με το έργο του Ντέιβιντ Μάμετ «Μια ζωή θέατρο», ένας νέος καλλιτέχνης, ο Πάνος Παπαδόπουλος, δοκιμάστηκε σε τρία δημιουργικά επίπεδα (σκηνοθετικό, σκηνογραφικό - ενδυματολογικό και μεταφραστικό) με το είδος του θεάτρου στο θέατρο και μάλιστα με ένα έργο που αφορά σε ένα περίπλοκο θεατρολογικό αλλά και ανθρωπολογικό πρόβλημα. Πρόβλημα, που σε πρώτο επιφανειακό επίπεδο έχει να κάνει με την ιδιαιτερότητα της τέχνης του θεάτρου και την ιδιόμορφη ψυχολογία και λειτουργία του ηθοποιού και τη σχέση του εντός και εκτός σκηνής με τον συναγωνιζόμενο - ανταγωνιζόμενο ομότεχνό του. Πρόβλημα, όμως, που στο βάθος του αφορά στη ζωή, στην ανάγκη κάθε ανθρώπου για επαφή, κατανόηση, εκτίμηση, σεβασμό, αγάπη, φιλία, δικαίωση από τον άλλο άνθρωπο. Ανάγκη, η οποία συνθλίβεται μέσα σε μια ομολογημένη ή ανομολόγητη, εκρηκτική ή ήπια, συγκρουσιακή πάντως, σχέση της πείρας και της άγνοιας, του παλιού και του νέου, της νιότης και των γηρατειών. Πρόκειται, απλούστατα, για την αέναη «σκυταλοδρομία» της αλληλοδιαδοχής των ανθρώπων στη ζωή αλλά και στην τέχνη. Αλληλοδιαδοχή, που σημαίνει ότι όποιος παραλαμβάνει τη «σκυτάλη» κοιτώντας μπροστά, έχει μια αίσθηση «νίκης», ενώ όποιος την παραδίδει νιώθει την «πρόγευση» του τέλους στον αγώνα της ζωής και της τέχνης, όπως συμβαίνει με το ένα από τα δύο πρόσωπα του έργου.

Θεατροθραμμένος - πρώτα σαν ηθοποιός - ο Ντ. Μάμετ, ένας από τους ελάχιστους σήμερα σημαντικούς και μάλιστα κοινωνικά προοδευτικούς δραματουργούς, στο «Μια ζωή θέατρο» μιλά με μια φαινομενικά ιλαρότητα για τη ζωή του θεάτρου, αλληγορώντας κατ' ουσίαν με ρεαλιστική σκληρότητα, καλυμμένη με πικρή ειρωνεία, για το «θέατρο» της ζωής, αφού τα πρόσωπά του, ο Ρόμπερτ - ένας μεσήλικας, μέτριος ηθοποιός, και ο Τζων - ένας νέος και γρήγορα ανερχόμενος ηθοποιός, είναι «καθρέφτες» του διττού, νομοτελειακά καθορισμένου αποτελέσματος, αγώνα «διαδοχής» στο θέατρο και τη ζωή.

«Νεκρή ζώνη»
«Νεκρή ζώνη»
Η συλλογική μετάφραση (κυριολεκτική αλλά και αισθαντική), το λιτά λειτουργικό σκηνικό, τα απλά και αρμόζοντα κοστούμια, η μετρημένη, η μουσικά - με ρυθμούς χαμηλόφωνων υφέσεων και εντάσεων, προσεκτική στα υπόγεια νοήματα του κειμένου, παράσταση του Πάνου Παπαδόπουλου, υπηρέτησε επιτυχώς το έργο του Μάμετ, έχοντας όμως μέγα στήριγμά του έναν εξαιρετικό ηθοποιό, πάντα λεπτομερειακά, κοπιαστικά, ψυχοπνευματικά μελετημένο σε κάθε ρόλο του, τον Δημήτρη Καταλειφό, που έπλασε τον Ρόμπερτ σαν ένα βαθύτατα και διπλά δραματικό πρόσωπο. Σαν ηθοποιό δοσμένο καθ' ολοκληρία στο θέατρο, καλλιτεχνικά προβληματιζόμενο, συναδελφικά, σχεδόν πατρικά αλληλέγγυο προς τον νέο ομότεχνό του, αλλά και σαν έναν άνθρωπο ερημικά μόνο και ανασφαλή μπροστά στην καλλιτεχνική και βιολογική φθορά του επερχόμενου τέλους. Πλάι του στάθηκε, με ελπιδοφόρα για το μέλλον υποκριτική εκφραστικότητα και ευαισθησία, ο νέος ηθοποιός Κώστας Βασαρδάνης.

«Νεκρή ζώνη» του Πίντερ

Στην Κεντρική Σκηνή του «Απλού Θεάτρου», λαβαίνει χώρα ένα πολλαπλά σημαντικό καλλιτεχνικό γεγονός. Ενα σπουδαίο έργο, «Η νεκρή ζώνη» του Χάρολντ Πίντερ, το οποίο μετουσιώθηκε στην ελληνική γλώσσα αριστουργηματικά - όπως μόνον ο Παύλος Μάτεσις θα μπορούσε να το «μεταγράψει», ώστε να είναι και πιστός Πίντερ και πραγματική μεταφραστική δημιουργία - σε μια παράσταση υψηλού κι όμως σεμνού καλλιτεχνικού ήθους και αισθητικού γούστου, η οποία προσφέρει καλές ερμηνείες, ευεργετούμενη όμως τα μέγιστα από την αριστοτεχνική ερμηνεία του - υποκριτικά «δαιμόνιου» όταν του δίνεται η δυνατότητα - Ηλία Λογοθέτη.

Ο Πίντερ έχοντας «μεταγγισθεί» με την ποίηση, τη φιλοσοφία και την υπαρξιακή αγωνία του υπονοηματικά αφαιρετικού λόγου του μπεκετικού θεάτρου, στη «Νεκρή ζώνη» στοχάζεται δραματουργικά πάνω στις έννοιες χρόνος, κοινωνία, ζωή, πνευματική δημιουργία. Χρόνος σημαίνει φθορά. Κοινωνία σημαίνει τάξεις, εξουσία και εξουσιαζόμενοι. Ζωή σημαίνει γέννηση και θάνατος. Πνευματική δημιουργία σημαίνει αναζήτηση της ουσίας και της αλήθειας των ανθρωπίνων πραγμάτων, καταξίωση ή απαξίωση του δημιουργού. Το σύνολο σχεδόν της δραματουργίας του Πίντερ εμπεριέχει την καφκική αγωνία του ατόμου από την αναπόφευκτη «εισβολή» στον οικείο χώρο του, μιας ξένης «παρουσίας», ενός άγνωστου, παρείσακτου ανθρώπου ή μιας αόρατης «απειλής», που απρόσμενα, μέσα από μια άμεσα ή έμμεσα ασκούμενη βία - ψυχολογική βία - προκαλεί την εκούσια ή ακούσια αποκάλυψη των ανομολόγητων παθών, μυστικών, εξαρτήσεων, εύθραυστων σχέσεων, ανεκπλήρωτων ονείρων, υπαρξιακών αγωνιών του ανθρώπου από τη φθορά του χρόνου και του φόβου του απέναντι στο αναπόφευκτο του θανάτου.

Στη «Νεκρή ζώνη» - τίτλος που συμβολίζει το «νεκρό σημείο», το μεταίχμιο μεταξύ της άλλοτε ακμάζουσας βιολογικά και ψυχοπνευματικά ζωής και του παρακμάζοντος, λίγο πριν νά 'ρθει το τέλος, παρόντος, ενός καταξιωμένου μεγαλοαστού διανοούμενου, του Χηρστ - ο «εισβολέας», η «απειλή», το «σημάδι» του τέλους, είναι ο Σπούνερ. Ενα πρόσωπο ανώνυμο, ένας μικροαστός, που «προσκαλείται» από τον μεθυσμένο Χηρστ στο σπίτι του, με το δαιμόνιο πνεύμα του και την ικανότητα του λόγου του, διεκδικεί μια σημαντική βαθμίδα στο κοινωνικό κατεστημένο, γίνεται «μηχανισμός» απογύμνωσης των παρηκμασμένων πραγμάτων. Της ζωής του Χηρστ. Του βιολογικού τέλους του που καθώς πλησιάζει τον βυθίζει γρηγορότερα σ' αυτό, του πνευματικού και συγγραφικού αδιεξόδου του, αλλά και της εξάρτησής του από τα πρόσωπα του περιβάλλοντός του, το «γιο» του και τον «διαχειριστή» του που αντί να τον συντροφεύουν στη μοναξιά του και στην υπαρξιακή αγωνία, τον διαφεντεύουν. Η αλληλοαπογύμνωση, όμως, των προσώπων και πραγμάτων, των εννοιών και κοινωνικών συμβόλων θα συντελεστεί, με «φορέα» τον Σπούνερ (ρεαλιστικό πρόσωπο, αλλά και υπερρεαλιστικό προάγγελο του θανάτου) και «όργανο» τον εύγλωττα υπονοηματικό, απόλυτα ελλειπτικό, σκόπιμα επαναληπτικό λόγο του Πίντερ.

Μέσα στο καλαίσθητα ρεαλιστικό μεγαλοαστικό χώρο που σχεδίασε ο Γιώργος Πάτσας, τονισμένο με την ανησυχαστική μουσική της Ελένης Καραΐνδρου και τους ατμοσφαιρικούς φωτισμούς του Ανδρέα Σινάνου, ο Αντώνης Αντύπας, καθοδηγούμενος από την υπέροχη, λέξη τη λέξη υπέροχη, μετάφραση του Μάτεσι, ανακάλυψε και φώτισε σκηνοθετικά, σε βάθος, χωρίς ούτε ένα ίχνος επιδεικτικού εφέ, τα «σκοτεινά μονοπάτια» αυτού του φιλοσοφικού κατά βάθος έργου. Η παράστασή του, παράσταση μουσικής δωματίου γεμάτη από νοήματα και συναισθήματα, από τα φορτία των πιντερικών λέξεων και σιωπών, ευδοκίμησε και με τις ερμηνείες. Ο Στέλιος Καλογερόπουλος, στέρεος και απόλυτα λιτός, καταθέτει μια ερμηνεία ψυχολογικού βάθους. Ο Γιώργος Μωρόγιαννης μεγεθύνει ένα μικρό ρόλο. Γόνιμη, αλλά κάπως αβέβαιη, ήταν η ερμηνευτική προσπάθεια του νέου ηθοποιού Δημοσθένη Παπαδόπουλου.

Η ερμηνεία του Ηλία Λογοθέτη είναι από εκείνες, τις σπάνιες, τις ιδιοφυείς, που δεν ξεχνιούνται ποτέ. Ο Σπούνερ, που έπλασε, ήταν αδιαλείπτως ένα κράμα αθώου και ενόχου, θύτη και θύματος, φουκαρά και μεγαλόσχημου, ντροπαλού και αναιδούς, αφελούς και πανέξυπνου, κωμικού και δραματικού, ανθρώπου και δαίμονα. Κάθε του λέξη, κάθε του φράση, κάθε χειρονομία, κάθε βήμα, κάθε βλέμμα του «ανέκφραστου» προσώπου του, συνέθετε αυτό το απόλυτα μελετημένο, γοητευτικότατο, υποκριτικό επίτευγμά του.


ΘΥΜΕΛΗ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ