ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Παρασκευή 4 Ιούλη 1997
Σελ. /32
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
Τι κούραση να ξεκουράζεσαι...

"Οι... κολλημένοι"

Ο Φρεντ κι ο Αντουάν είναι τελείως διαφορετικοί τύποι, ανόμοιοι χαρακτήρες, όμως υπάρχει κάτι που τους ενώνει. Είναι μια συνειδητή στάση αποχής από κάθε δραστηριότητα ομαλής κοινωνικής συμπεριφοράς, όπως δουλιά, οικογένεια, πρόβλεψη για το μέλλον κλπ. κλπ., όλα αυτά δηλαδή που σχετίζονται με την έννοια της αποταμίευσης, το επαναλαμβανόμενο θέμα των μαθητικών μας εκθέσεων. Δυο τέτοιοι τύποι είναι αναγκαστικά περιθωριακοί κοινωνικά, όμως η ομοιότητά τους αυτή οφείλεται σε διαφορετικές, κατ' αρχήν, αιτίες: Ο μεν Φρεντ (Γκιγιόμ Ντεπαρντιέ) ζει έτσι, μάλλον γιατί δε σκέφτηκε ποτέ ότι θα μπορούσε να ζει διαφορετικά. Αυτός είναι ο τρόπος ζωής που του ταιριάζει, σ' αυτά τα νερά ξέρει να κολυμπά και δεν προβάλλει κανένα πρόσχημα, για να κάνει πράξη το "δικαίωμά του στην τεμπελιά". Είναι, λοιπόν, άτομο ισορροπημένο. Αλλωστε, είναι μόνο 20 χρόνων και η ζωή είναι μπροστά του, αν και τέτοιες σκέψεις δε φαίνεται να τον απασχολούν. Δε συμβαίνει, όμως, το ίδιο με τον Αντουάν (Φρανσουά Κλουζιέ). Αυτός ανήκει στη "γενιά των σαραντάρηδων", όμως, δεν έχει ευτυχήσει να βρίσκεται στα ψηλά τα σκαλοπάτια της κοινωνικής ιεραρχίας, όπως πολλοί πετυχημένοι συνομήλικοί του. Ο ίδιος έχει δώσει στον εαυτό του τον τίτλο του συγγραφέα και ασχολείται χρόνια με το γράψιμο ενός μυθιστορήματος που ποτέ δεν τελειώνει, ενώ οι εκδότες αρνούνται να αναγνωρίσουν την αξία του έργου του. Το ίδιο κι αυτός, αρνείται να παραιτηθεί από τη φιλοδοξία του, για χάρη της οποίας επιμένει να ζει σε οριακές συνθήκες επιβίωσης. Παρ' όλα αυτά, ο τρόπος της ζωής του είναι μάλλον αυτός που του ταιριάζει, αλλά αυτός δε θέλει να το παραδεχτεί. Επιμένει να τοποθετεί τον εαυτό του σε κάποιο υψηλό βάθρο και απαιτεί ανάλογη αντιμετώπιση και από τον περίγυρό του. Ο Αντουάν, λοιπόν, είναι άτομο παρανοϊκό και όσο πιο ψηλός είναι ο χάρτινος πύργος που χτίζει για τον εαυτό του, τόσο πιο οδυνηρή θα είναι και η πτώση, όταν αυτό το οικοδόμημα κάποτε καταρρέει. Ομως,αυτή η προσωπική πτώση δε βαραίνει το κλίμα της ταινίας, που κινείται σε μια γραμμή ανάμεσα στις κωμικές καταστάσεις, στις οποίες εμπλέκονται οι δυο πρωταγωνιστές, και στην τρυφερή ματιά, με την οποία τους αντιμετωπίζει ο σκηνοθέτης του φιλμ Πιερ Σαλβαντορί.Αλλωστε, μια τέτοια προσωπική κρίση κατεβάζει τον Αντουάν από τα φανταστικά ύψη της φιλοδοξίας του στο επίπεδο της πραγματικότητας. Κι εκεί που ο ίδιος νιώθει χαμένος, με το βάρος των προσωπικών του διαψεύσεων, ξυπνά ξαφνικά και βρίσκεται στον αληθινό κόσμο, με το φίλο του τον Φρεντ να τον περιμένει. Ετσι κι αλλιώς, αυτός ήταν πάντα εκεί. Κι όλα αυτά, μαζί με την ελεύθερη σκηνοθετικά άποψη του Σαλβαντορί, κάνουν την ταινία να ξεπερνά τα όρια ενός ανεκδότου, που θα μπορούσε να είναι, και δίνουν ένα αποτέλεσμα που μπορεί να μην εντυπωσιάζει, αλλά μένει σαν μια ευχάριστη εμπειρία, που συνεχίζει στη μνήμη να καρποφορεί θετικά.

(ΕΚΡΑΝ, ΨΥΡΡΗ)

"Η καντίνα"

Ο Στίβεν Φρίαρς έγινε γνωστός στη χώρα μας πριν από μια δεκαετία περίπου, χάρη σε ταινίες, όπως το "Ωραίο μου πλυντήριο", "Τεντώστε τ' αυτιά σας", "Ο Σάμι και η Ρόζι...", φιλμ που συνέπεσαν με μια κάποια άνθηση του βρετανικού κινηματογράφου, με μια ρεαλιστική αισθητική, ιδιαιτερότητα στο ύφος, πολιτικές και κοινωνικές αιχμές εν μέσω θατσερικής διακυβέρνησης. Υστερα ο δημιουργός, και από τους κύριους συντελεστές αυτού του ρεύματος, μετακόμισε στις ΗΠΑ, όπου δοκίμασε τις δυνατότητές του στις συνθήκες παραγωγής του Χόλιγουντ με μια φιλόδοξη ταινία εποχής πάνω στο μυθιστόρημα του Λακλό, τις "Επικίνδυνες σχέσεις", και άλλα φιλμ, που πάντως δεν είχαν το δυναμισμό της λονδρέζικης περιόδου του. Τώρα, στην "Καντίνα", επιλέγει το Δουβλίνο, για να φτιάξει μια ταινία αφιερωμένη στο πρόσωπο, το χαρακτήρα και την ιδιοσυγκρασία των Ιρλανδών, όπου συναντά ξανά τα στοιχεία του κοινωνικού ρεαλισμού, με μια ηθογραφική στάση όμως αυτή τη φορά, που κλίνει προς κάποια γραφικότητα. Πρόκειται, τελικά, για ένα φιλμ, χτισμένο πάνω στη σχέση δυο χαρακτήρων της εργατικής τάξης, που μπροστά στο οικονομικό τους αδιέξοδο αποφασίζουν να συνεργαστούν, φτιάχνοντας μια κινητή καντίνα, στήνοντας μια μικρή δική τους επιχείρηση. Ο ένας από αυτούς, ο Πιπίνης (Ντόναλ Ο' Κίλι), τύπος σεμνός και μαζεμένος, απολύεται μετά από χρόνια δουλιάς σε μια βιομηχανία και με τα λεφτά της αποζημίωσης αγοράζει ένα παλιό ξεχαρβαλωμένο φορτηγάκι καντίνας. Ο άλλος, ο φίλος και συνεταίρος του Λάρι (Κολμ Μίνι), είναι χαρακτήρας πληθωρικός και μόνιμος άνεργος, που αρχικά προσπαθεί να διδάξει στον Πιπίνη τις δυνατότητες του απλόχερα ελεύθερου χρόνου, που διαθέτει ένας άνεργος. Η καντίνα, λοιπόν, θα δουλέψει κι όλα θα πάνε καλά, μέχρι που η συνεργασία των δυο τύπων θα σκοντάψει μπροστά στη διαφορά των χαρακτήρων τους, αλλά και μπροστά στην έννοια της ιδιοκτησίας, που φαίνεται ισχυρότερη από το αίσθημα της φιλίας μεταξύ τους. Αν και τελικά το δεύτερο υπερισχύει, με τρόπο, όμως, μάλλον καταστροφικό. Στοιχεία σατιρικά, κωμικά διανθίζουν την όλη ιστορία μέχρι την κάπως πικρή κατάληξη, με φόντο τη ζωντάνια των Ιρλανδών στην κοινωνική τους συμπεριφορά: στο πάθος τους για το ποδόσφαιρο, στην αγάπη τους για το ποτό, στην τρέλα τους στις παρέες. Ολα όσα θέλουν να δείξουν ότι οι Ιρλανδοί "είναι ωραίοι" και γεμίζουν το χρόνο του φιλμ με εικόνες, που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν φολκλορικές. Κι ανάμεσα σε αυτό το φολκλόρ, από τη μια, και τη ρεαλιστική ματιά, από την άλλη, ακροβατεί το φιλμ και μοιράζεται το ενδιαφέρον του θεατή, έτσι ώστε μειώνεται, σαν να διαιρείται σε δυο κομμάτια, η δύναμη του έργου στο σύνολό του.

(ΑΘΗΝΑΙΑ, ΓΛΥΦΑΔΑ, ΗΛΕΚΤΡΑ)

"Χάρισέ μου τ' άστρα"

Στα χνάρια που άφησαν οι δημιουργίες του Τζον Κασαβέτη, κινείται το φιλμ που σκηνοθέτησε ο γιος του Νικ Κασαβέτης,με ένα σενάριο που μιλά για τις σχέσεις των ανθρώπων, τη μοναξιά και τα πάθη που τους ενώνουν, τα καταφύγια, που πολλές φορές αναζητούν στον άλλο, για να καλύψουν κάποιο εσωτερικό κενό που συχνά κυριαρχεί στη ζωή τους. Αυτό, όμως, που διαχωρίζει την ταινία αυτή από την περίπτωση του Τζον Κασαβέτη, είναι η απουσία της καλλιτεχνικής παρόρμησης, που χαρακτήριζε τις ταινίες του, κάνοντάς τες να μοιάζουν με έργα χειροποίητα, γεμάτα από το ζωντανό πάθος του δημιουργού τους, όπου η ερμηνεία του ηθοποιού και η ανθρώπινη παρουσία, ήταν τελικά τα μόνα στοιχεία που τον ενδιέφεραν, για τη δύναμη των οποίων μπορεί να θυσίαζε την τεχνική τελειότητα, με μια τόλμη σπάνια για οποιονδήποτε κινηματογραφιστή. Εδώ, λοιπόν, αυτή η τόλμη απουσιάζει. Η ταινία είναι "τακτοποιημένη" στην τεχνική και τους ρυθμούς της, και φυσικά θα ήταν άτοπο να περιμένει κανείς κάτι άλλο, κάτι σαν την επανάληψη μιας προσωπικής αισθητικής, που δε θα μπορούσε παρά να είναι η αντιγραφή μιας μοναδικότητας. Και τελικά και η ίδια η σύγκριση δύο δημιουργών, εξαιτίας της συγγενικής σχέσης τους, θα ήταν μια πράξη αντιδεοντολογική, αν δεν ήταν φανερή η επίδραση του πατέρα προς τον γιο, τουλάχιστον στο στήσιμο των χαρακτήρων, στις σχέσεις τους, στον ψυχισμό των προσώπων. Κι ακόμη, στην επιλογή της αγαπημένης πρωταγωνίστριας του Τζον Κασαβέτη, της Τζίνα Ρόουλαντς,της ηθοποιού που παίζει με τις ρυτίδες, σημάδια μιας προσωπικής πορείας προς την ωριμότητα, που συμβαδίζει με τον εκφραστικό πλούτο στην ερμηνεία του ρόλου της. Εδώ υποδύεται μια ώριμη γυναίκα, που προσπαθεί να γεμίσει το κενό της ζωής της, όταν τα παιδιά της παίρνουν πια το δικό τους δρόμο, και δε διστάζει να ξεκινήσει ένα καινούριο κεφάλαιο, παίρνοντας έναν δρόμο με άγνωστο προορισμό, όταν διαπιστώνει ότι το προηγούμενο ψυχικό της απόθεμα έχει εξαντληθεί, ότι δεν μπορεί πια να βασίζει τη δική της ανάγκη για επικοινωνία στις επιλογές των άλλων, που ακολουθούν τις δικές τους ανεξάρτητες διαδρομές. Μαζί της με καλές ερμηνείες συμμετέχουν ο Ζεράρ Ντεπαρτιέ και η Μαρίζα Τομέι.

(ΔΕΞΑΜΕΝΗ, ΑΒΑΝΑ)

"Ανακόντα"

Ανακόντα λέγεται ένα τεράστιο ανθρωποφάγο φίδι, που μαζί με κάποιον αδίστακτο λαθροθήρα, ταλαιπωρεί το κινηματογραφικό συνεργείο, που επιχειρεί να γυρίσει ένα ντοκιμαντέρ στη ζούγκλα του Αμαζονίου. Σκηνοθεσία Λουίς Λόζα.

(ΑΝΝΑ ΝΤΟΡ, ΒΙΛΑΤΖ, ΕΛΛΗΝΙΣ, ΜΠΡΟΝΤΓΟΥΑΙΗ, ΝΕΑ ΠΑΝΑΘΗΝΑΙΑ, ΣΙΝΕ ΠΑΡΙ, ΣΠΟΡΤΙΓΚ, ΜΠΟΜΠΟΝΙΕΡΑ)

"Διακοπές στο Λας Βέγκας"

Σάτιρα των ηθών της μέσης αμερικάνικης οικογένειας, με μέσο αμερικάνικο χιούμορ, στο περιβάλλον της χλιδής και του τζόγου του Λας Βέγκας (όπως λέει και ο τίτλος). Σκηνοθεσία Στίβεν Κέσλερ.

(ΒΙΛΑΤΖ 3, ΚΑΛΟΣ ΓΥΑΛΟΣ)

Αγης ΜΑΡΑΓΚΟΥΔΑΚΗΣ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ