ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Παρασκευή 5 Απρίλη 1996
Σελ. /32
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Δε θέλει και δεν μπορεί

"Δεν μπορούμε να τα χαλάσουμε με την Κοινότητα", είπε προχτές ο υπουργός Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, Ευάγγελος Γιαννόπουλος, για να δικαιολογήσει τα μέτρα κατά του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης, που ετοιμάζει η κυβέρνηση. Η δήλωση αυτή δεν αφορά, βέβαια, μόνο το συγκεκριμένο θέμα. Είναι η έκφραση του σύγχρονου ραγιαδισμού, που χαρακτηρίζει την κυβέρνηση απέναντι στο "μεγάλο αφεντικό" των Βρυξελλών. Με το ίδιο πνεύμα, εξάλλου, γίνονται δεκτές όλες οι αποφάσεις του Διευθυντηρίου, είτε αφορούν στην οικονομική πολιτική, είτε στην εξωτερική πολιτική της χώρας, είτε ακόμη και στην εσωτερική πολιτική. Αυτό το πνεύμα θέλει να περάσει η κυβέρνηση και στους εργαζόμενους. Θέλει τον ελληνικό λαό, παθητικό αποδέκτη των όποιων απαιτήσεων προβάλλουν οι κυρίαρχες δυνάμεις της Ευρωπαϊκής Ενωσης.

Ετσι θέλει να αποφύγει και τις ευθύνες, που έχει η ίδια για την πολιτική της, κατά των δικαιωμάτων των εργαζομένων και να τις φορτώσει στην Κοινότητα, απέναντι στην οποία, δήθεν, δεν μπορεί να γίνει τίποτα.

Βέβαια, το "δεν μπορούμε", που είπε ο κ. Γιαννόπουλος, είναι πολύ λίγο για να εξηγήσει τις θέσεις της κυβέρνησης στην οποία ανήκει. Θα είχε μια αξία να συζητηθεί μόνο αν η κυβέρνηση ήθελε. Αλλά το βέβαιο είναι ότι δε θέλει, επομένως και το ότι δεν μπορεί δεν έχει καμιά αξία.

Η κυβέρνηση, λοιπόν, όπως και όλες οι πολιτικές δυνάμεις, που θέλουν να πείσουν τους εργαζόμενους ότι ο δρόμος του Μάαστριχτ είναι μονόδρομος, προσπαθούν να καλύψουν τη δική τους υποτέλεια πίσω από τη θέση ότι είναι αδύνατη ή μάταιη η αντίσταση στις επιταγές της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Λένε, μάλιστα, ότι οι συνέπειες για όποια απόπειρα αντίστασης θα είναι σκληρές από τους "εταίρους" μας.

Η αλήθεια, όμως, είναι ότι ο ραγιαδισμός "ανταμείβεται" απ' τους κυρίαρχους με ακόμη περισσότερες απαιτήσεις. Αυτό φανερώνει, όχι μόνο η παλιότερη, αλλά και η τελείως πρόσφατη ιστορία και πείρα. Αντίθετα, μόνο η αντίσταση μπορεί να φέρει κάποιο αποτέλεσμα υπέρ της χώρας και του λαού. Τουλάχιστον αυτό δείχνει η περίπτωση της Δανίας ή της Νορβηγίας, όπου οι λαοί είπαν "όχι στο Μάαστριχτ" και όχι μόνο δεν "καταστράφηκαν", αλλά η μεν Δανία πέτυχε σημαντικές εξαιρέσεις από τις δεσμεύσεις της "σύγκλισης", ενώ η Νορβηγία έμεινε εκτός Ευρωπαϊκής Ενωσης, χωρίς να χάσει τίποτα.

Βέβαια, η άποψη περί ματαιότητας της αντίστασης μεταφέρεται και στο εσωτερικό της χώρας, όπου το "δεν μπορούμε να τα χαλάσουμε με την Κοινότητα" γίνεται "δεν μπορούμε να τα χαλάσουμε με τους βιομήχανους και τους μεγαλοεπιχειρηματίες" και η μοιρολατρία απέναντι στις επιλογές των Βρυξελλών μετατρέπεται σε μοιρολατρία απέναντι στις απαιτήσεις του μεγάλου κεφαλαίου.

Αν, πάντως, η κυβέρνηση και όσοι συμφωνούν με αυτήν θέλουν να μάθουν αν μπορούμε ή όχι να τα βάλουμε με την Κοινότητα, δεν έχουν παρά να ρωτήσουν τον ίδιο τον ελληνικό λαό, στο όνομα του οποίου, εξάλλου, κυβερνούν. Και αν θέλουν να μάθουν τι λέει ο ελληνικός λαός, δεν έχουν παρά να υιοθετήσουν την πρόταση του ΚΚΕ για τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος για τη Συνθήκη του Μάαστριχτ και τη Διακυβερνητική. Οσο αρνούνται το Δημοψήφισμα, τόσο θα επιβεβαιώνουν ότι δε θέλουν (και όχι δεν μπορούν) να τα βάλουν με την Κοινότητα.



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ