Εβδομάδα των άκρων με αδιάφορα, έως ποταπά ενδιάμεσα. Εάν η εκπληκτική ταινία της Μία Χάνσεν - Λέβε ανήκει στον «παλιό κινηματογράφο», ενώ η «εμετική» ρουμάνικη παραγωγή, η πολυδιαφημιζόμενη ως σημαντικότατη, στον «νέο κινηματογράφο», ε, τότε ναι! Ζήτω ο παλιός κινηματογράφος! a` propos, έχετε παρατηρήσει ότι πλέον, πληθώρα τίτλων, αμερικάνικων κατά βάση, κινηματογραφικών ταινιών, δεν αποδίδεται πια στα ελληνικά αλλά ρίχνονται στην αγορά με τον original αγγλικό τους τίτλο; Ε! λίγο από εδώ, λίγο από εκεί, φθάνει η ώρα που, όπως υποστηρίζει και η νυν υπουργός Παιδείας, η αγγλική πρέπει να καταστεί επίσημη γλώσσα της ελληνικής μπανανίας, ή σφάλλω;
Παίζουν: Κιάρα Καζέλι, Λουί-Ντο ντε Λανκσένγκ, Αλίς ντε Λανκσένγκ, Αλίς Γκοτιέ, Μανέλ Ντρις, Ερίκ Ελμονινό, Ιγκόρ Χάνσεν - Λέβε, κ.ά.
Παραγωγή: Γαλλία, Γερμανία (2009).
Στην υπόθεση εμπλέκονται επίσης η ιδιωτική εταιρεία μισθοφόρων «Black Forest», η CIA αλλά και ο επίσημος στρατός των ΗΠΑ. Μόνοι τους τα λένε... Στους 4 του Α - Team στήνουν παγίδα και κατά την επιστροφή της νικηφόρας αποστολής τους συλλαμβάνονται με τις πλάκες από το στρατό και κατηγορούνται ως υπεύθυνοι της κλοπής. Καταδικάζονται, καθαιρούνται και κλείνονται σε τέσσερις διαφορετικές στρατιωτικές φυλακές. Αποφασίζουν να δραπετεύσουν για να συλλάβουν τους πραγματικούς εγκληματίες να ξεπλύνουν το όνομά τους από τη ντροπή και να αποκαταστήσουν την καθαρότητα του ποινικού τους μητρώου.
Παίζουν: Λίαμ Νίσον, Μπράντλεϊ Κούπερ, Πάτρικ Ουίλσον, Τζέσικα Μπιλ, Κίντον «Ραμπέιτζ» Τζάκσον, Σάρλτρο Κόπλεϊ, κ.ά.
Παραγωγή: ΗΠΑ (2010).
Παίζουν: Αμάντα Σίφριντ, Βανέσα Ρέντγρεϊβ, Φράνκο Νέρο, Γκάελ Γκαρσία Μπερνάλ, Κρίστοφερ Ιγκαν, κ.ά.
Παραγωγή: ΗΠΑ (2010).
Η ταινία αγγίζει πολλά ζητήματα αλλά δεν εμβαθύνει σε κανένα. Από τη φύση της εξ άλλου δεν μπορεί. Ο έρωτας, οι σχέσεις, η τεχνητή γονιμοποίηση, οι μόνες και «περήφανες» γι' αυτό μητέρες, ο εναλλακτικός τοκετός, ο φεμινισμός που συνιστά εξ ορισμού πολιτικό και φιλοσοφικό όρο... κλπ... κλπ...
Παίζουν: Αλεξ Ο' Λάφλιν, Τζένιφερ Λόπεζ, κ.ά.
Παραγωγή: ΗΠΑ (2010).
Ενα τηλεοπτικό team ψάχνει για μεταφυσικές ιστορίες τις οποίες εμπορεύεται με ενδιαφερόμενα κανάλια. Συντροφιά, με έναν ντόπιο οδηγό διασχίζουν έναν κρανίου τόπο, ερείπια ψηλών πυκνών κτισμάτων, χαλάσματα που παραπέμπουν σαφώς σε βιομηχανικές μονάδες παραγωγής. Εν μέσω ανεξήγητα χαζών χαχάνων, ο οδηγός δίνει το καθοριστικό στίγμα «Το 1945 όλοι ψήφισαν φιλελεύθερους και βγήκαν οι κομμουνιστές». Αυτοί «κατέστρεψαν ένα χωριό για να χτίσουν εργοστάσια... που... (αργότερα) κατέστρεψαν οι καπιταλιστές για να χτίσουν χωριά». Με αυτές τις περισπούδαστες σοφίες ξεκινά η αφήγηση, σε φλας μπακ, του οδηγού αναφορικά με την «άνοδο και πτώση» του χωριού με τα δέκα σπίτια και τις πενήντα ψυχές. Ετος 1953. Οι κάτοικοι του χωριού, στο πρώτο μισό του φιλμ, παρουσιάζονται μονοδιάστατα ως τουλάχιστον «απλοϊκοί αγροίκοι» χωρίς περαιτέρω ενδιαφέροντα, εκτός του «ποιος ερωτοτροπεί και πηδά ποια», και του αλκοόλ που ρέει σαν το πετρέλαιο στο καφενείο του χωριού, όπου φιλοξενούνται οι σταθερές αλλά επιφανειακές συζητήσεις/επιθέσεις στους κομμουνιστές και μόνο. Ωσπου φθάνει η ώρα που έτοιμος ο γάμος φρενάρεται από τον αιφνίδιο θάνατο του Στάλιν και την ανακήρυξη εθνικού πένθους. Τότε, η συμπεριφορά - κατά το φιλμ - του σοβιετικού στρατιωτικού κάνει τους άνδρες των SS να φαντάζουν εθελοντές στο στρατό της σωτηρίας. Βέβαια, γνωρίζουμε καλά ότι ο πρωτοεμφανιζόμενος ως κινηματογραφικός σκηνοθέτης Μαλαέλε, εάν επιθυμεί να παραμείνει στο στερέωμα με το αζημίωτο φυσικά, θα πρέπει από τώρα να σχεδιάζει τον επόμενο, κλιμακούμενο, αντικομμουνιστικό του σχεδιασμό. Διαφορετικά καλά θα κάνει ο σκηνοθέτης να παραμείνει στο θέατρο γιατί εκεί φαίνεται να αποδίδει τα μέγιστα.
Αυτό εξάγεται από τη βουβή σκηνή στο γαμήλιο τραπέζι και την επιμονή του σκηνοθέτη να αποδώσει με πραγματικό, κι όχι συμβατικό χρόνο, την σκηνή των «αερίων» ενός καλεσμένου που ξεφεύγουν θορυβωδώς. Εκεί κάνει χρήση πρώτων πλάνων, κι ενώ με την χρήση πραγματικού χρόνου, τραβά το γκαγκ πολύ μακριά και εμπίπτει στην κινηματογραφική κατάχρηση, ο ίδιος χρόνος, με χρήση θεατρικής σύμβασης θα αποδεικνύονταν κάτι παραπάνω από απαραίτητος. Ενα και μοναδικό αξιόλογο στοιχείο έχει να επιδείξει η ταινία. Την σύντομη σεκάνς, με τα θεατρικότατα ταμπλό βιβάν, τα μονταρισμένα σε στακάτο ρυθμό ταμπούρλου. Δυστυχώς όμως, αντιμετωπίζοντάς τα σαν μέρος της ολότητας ενός κακού φιλμ, με τα επιμέρους στοιχεία, τα οποία εκλαμβάνονται ως αναπόσπαστα στοιχεία της δομής του φιλμ, παίρνουν την ποιότητα της ολότητας στην οποία ανήκουν, ως αναπόσπαστο μέρος της. Η προσπάθεια να πεισθούμε σαν κοινό από του λόγου το αληθές, αυτοαναιρείται από τη μοναδική υπαρκτή πραγματική εικόνα, εκείνη των ερειπίων των τεράστιων έργων παραγωγικών υποδομών που από μόνη της αφηγείται τη χασούρα των λαών από την κοινωνικοποίηση. Την υπαρκτή και την πραγματική. Το φιλμ χρηματοδοτήθηκε και φτιάχτηκε για τις απαίδευτες μάζες της Εσπερίας που δυστυχώς αριθμούν πολλές. Και φτιάχτηκε ακριβώς τη στιγμή που έχει μπει σε πρακτική εφαρμογή όλο το κατάπτυστο σχέδιο των πρωτοφασιστών της ευρωένωσης. Είναι τόσο βαρετοί πια οι πρώην ανατολικοί, οι τότε δήθεν καταπιεσμένοι , χωρίς - οι καημένοι - δικαίωμα να αρθρώσουν λόγο για δημοκρατία και ελευθερία. Αλήθεια; Δηλαδή τώρα που συμβαίνουν στη Δύση σημεία και τέρατα, πώς έτσι και αυτοί, οι par excellence δημοκράτες, δεν ανοίγουν στόμα; Είναι λοιπόν ικανοποιημένοι σήμερα; `Η η δημοκρατικότητά τους εξαντλείτο στα καθεστώτα του υπαρκτού σοσιαλισμού; Ο,τι και να αρθρώσουν τα πληρωμένα ανθρωπάρια, διαψεύδονται από τον κινηματογραφικό φακό που είναι αμείλικτος. Και που επιτρέπει στην αλήθεια να μπαίνει στην εικόνα από τις χαραμάδες και τα χάσματα που αφήνουν οι κατασκευασμένες «ιστορικές» αλήθειες. Οι παραγωγικές υποδομές είναι εκεί. Κατεστραμμένες ... από τα δημοκρατικά, χα, χα όπλα...
Παίζουν: Μέντα Αντρέα Βικτόρ, Αλεξάντρου Ποτοκεάν, Βαλεντίν Τεοντοσίου, κ.ά.
Παραγωγή: Ρουμανία, Λουξεμβούργο (2008).