Ολα τα δεδομένα της παράστασης - η εξαίρετη, με ποιητικό αίσθημα αλλά και νοηματικά άμεση μετάφραση (Γιώργος Δεπάστας), τα αφαιρετικό σκηνικό (Εύα Μανιδάκη), τα καλαίσθητα, διακριτικά σύγχρονα ανδρικά κοστούμια και τα συμβολιστικά και αρμόζοντα στους χαρακτήρες κοστούμια της Ελισάβετ και της Στιούαρτ (Γιάννης Μετζικώφ), και κυρίως η λιτή, ρεαλιστική, λεπτοδουλεμένη, δίχως υπερβολές και εξυπναδισμούς εκσυγχρονιστική σκηνοθετική «ανάγνωση» (Νίκος Μαστοράκης) - φανερώνουν ότι η επιλογή του έργου έγινε με γνώση, μελέτη, σεβασμό και ανάδειξη της πολλαπλής αξίας του: Ποιητικό κάλλος λόγου, εύπλαστη χωρο-χρονικά πλοκή, δραματική δύναμη, ολοκληρωμένοι και ψυχογραφημένοι χαρακτήρες, αλλά και διαχρονικά επίκαιρο ιστορικο-πολιτικό υπόβαθρο, καθώς ο Σίλερ μυθ-ιστορεί τη σύγκρουση της Ελισάβετ της Αγγλίας και της Μαρίας Στιούαρτ της Σκοτίας για τον αγγλικό θρόνο. Σύγκρουση, που καταλήγει στον αποκεφαλισμό της νόμιμης κληρονόμου του αγγλικού θρόνου αλλά ανθρώπινης, «γήινης», ερωτικής και γι' αυτό ευάλωτης Στιούαρτ και σε «νίκη» της νόθας, αλλά σκληρής Ελισάβετ. Συνειδησιακά και υπαρξιακά «πύρρειος νίκη», αφού η Ελισάβετ για χάρη της εξουσίας και της κάθαρσής της από τη θανάτωση της Στιούαρτ, καταδικάζει και τον παράνομο εραστή της, «θυσιάζοντας» ακόμη και τη λιγοστή, τη μόνη χαρά που την ενανθρώπιζε.
Και το «Θέατρο του Νότου» ανέσυρε ένα άλλο κλασικό, αλλά λησμονημένο έργο. Το «Η ζωή είναι ένα όνειρο» του μεγάλου δραματουργού του «χρυσού αιώνα» της ισπανικής λογοτεχνίας, του Καλντερόν ντε Μπάρκα, συγκαιρινού, αλλά φανατικού ανταγωνιστή του Θερβάντες. Το έργο του Μπάρκα - μια έμμετρη (κατά τη δραματουργική συνήθεια της εποχής), γεμάτη περιπετειώδη επεισόδια, μια μελαγχολική, αν όχι και «σκοτεινή» αλληγορία, με δραματικά στοιχεία αλλά και αίσιο τέλος, ένα φιλοσοφικό «παιχνίδι» μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας, του «ψεύδους» της ζωής και της «αλήθειας» του ονείρου - «ευτύχησε» να ξαναδεί το φως της σκηνής με μια νέα, εξαιρετική, και μάλιστα έμμετρη, μετάφραση του Νίκου Χατζόπουλου. Μετάφραση, που με το πολύ μελετημένο μετρικό σύστημά της κατέστησε το στίχο του Ισπανού ποιητή άμεσο, οικείο, εύληπτο, αληθινό, γεμάτο «χυμούς» και «ρυθμούς», ζωντανό, κάθε άλλο παρά «νεκρό» ή παλιομοδίτικο, λόγο. Μετάφραση, που απέδειξε την ομορφιά και δύναμη του έμμετρου λόγου, την αντοχή και λειτουργικότητά του στη σκηνική πράξη όλων των εποχών - και της δικής μας εποχής που πεζολογεί και ασημαντολογεί αβάσταχτα - καθώς ευτύχησε και να «μιληθεί» απλά, άμεσα, σαν οικείος, σημερινός, καθημερινός λόγος από ταλαντούχους αλλά και ασκημένους στο λόγο ηθοποιούς.
Η μοντερνιστικής αισθητικής, συγκρατημένα εκσυγχρονιστική και ευρηματική σκηνοθεσία του Θωμά Μοσχόπουλου, με τη συνεργία του εντυπωσιακού (χρωματικά και μορφολογικά) σκηνικού και των κοστουμιών (Ελλη Παπαγεωργακοπούλου), που παρέπεμπαν στο ισπανικό μπαρόκ, και των συμβολικών, ανησυχαστικών φωτισμών (Λευτέρης Παυλόπουλος), αντιμετώπισε το έργο - και πέτυχε σε σημαντικό βαθμό το στόχο του - σαν ένα υπερρεαλιστικό «παραμύθι», γεμάτο ματαιωμένα όνειρα και ζοφερούς εφιάλτες του ανθρώπου, και στον ύπνο και στον ξύπνιο του. Γεμάτο από τα αγωνιώδη ερωτήματα, που μόνο η ποίηση μπορεί να θέτει: Τι είναι πιο αληθινό; Η ζωή ή το όνειρο; Αυτό που ζούμε ξύπνιοι ή αυτό που «ζούμε» στον ύπνο μας; Μήπως η ζωή δεν είναι παρά μια ψευδαίσθηση; Μήπως ζωή και όνειρο δεν είναι παρά οι δυο όψεις του ίδιου νομίσματος, του εφιάλτη, του πόθου, του πάθους, της απρόβλεπτης «μοίρας». «Τρέλα» του ανθρώπινου νου είναι τα όνειρα ή «τρέλα» η ζωή, όπως την κάνει ο ίδιος ή άλλοι; Μπορούν το όνειρο και το καλό να επικρατήσουν του εφιάλτη και του κακού; Ναι, απαντά ο Καλντερόν, με το αίσιο τέλος, με τη «δικαιοσύνη» και τάξη που επιβάλλει ο πρίγκιπας Σιγισμούνδος, «ξυπνώντας» από τον «εφιάλτη» του, χάρη στην αγάπη, στη συγχώρεση, στην επικράτηση της λογικής του πατέρα του.
Η ενδιαφέρουσα σκηνοθεσία υπηρετήθηκε από όλους τους ηθοποιούς. Ο Κώστας Μπερικόπουλος έκανε την πιο σημαντική και θεατρικά εκφραστικότερη ερμηνεία. Ο Γιάννης Νταλιάνης, ηθοποιός-«όργανο», με ασκημένα μέσα, πνευματικότητα και μέτρο, πρόβαλε το ποιητικό ήθος του έργου. Η ταλαντούχος Αννα Μάσχα απέδειξε και πάλι τη δυνατή, ευρεία αλλά και ανήσυχη υποκριτική της στόφα. Ο Σωκράτης Πατσίκας κατέθεσε την έμφυτη κωμικότητά του. Πολύ καλές στιγμές αλλά και αδυναμίες είχε η ερμηνεία του Αργύρη Ξάφη. Αμεσότητα, απλότητα και σκηνικό «νεύρο» η ερμηνεία της Ιωάννας Παππά. Αξιοσημείωτες ήταν και οι ερμηνείες των Γιώργου Γλάστρα και Ακη Λυρή.