ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Πέμπτη 20 Νοέμβρη 2003
Σελ. /40
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
ΠΡΟΫΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΥΠΠΟ
Για τα ... «μάτια» του 2004

Το κτίριο της «Ταινιοθήκης της Ελλάδος»: Αν ήταν «Μέγαρο», θα ευτυχούσε...
Το κτίριο της «Ταινιοθήκης της Ελλάδος»: Αν ήταν «Μέγαρο», θα ευτυχούσε...
Καθηλωμένος κάτω από το 1% του συνολικού κρατικού προϋπολογισμού παραμένει ο προϋπολογισμός του ΥΠΠΟ για το 2004, ακόμη και με τις - εντυπωσιακές ενίοτε - αυξήσεις στο Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων. Αυξήσεις που έχουν άμεση ή έμμεση - πάντως σαφή - σχέση με τη διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων.

Αυτό, άλλωστε, ομολογείται και στην εισηγητική έκθεση, στην οποία σημειώνεται ότι οι συνολικές πιστώσεις του ΥΠΠΟ (στο οποίο περιλαμβάνεται και η ΓΓ Αθλητισμού, ενώ διαχειρίζεται και τις δαπάνες για τους Ολυμπιακούς) θα καλύψουν δαπάνες για: Διαμόρφωση αρχαιολογικών χώρων και μουσείων, ενόψει των Ολυμπιακών Αγώνων. Ομοσπονδιών και αθλητικών σωματείων για τον ίδιο λόγο. Την «εκστρατεία» (θα ενταθεί τους επόμενους μήνες) για την επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα (και λόγω της «ολυμπιακής» συγκυρίας). Μισθοδοσία προσωπικού και για λειτουργικές ανάγκες που εμφανίζονται αυξημένες, λόγω του νέου Οργανισμού του υπουργείου.

Η κεντρική υπηρεσία του ΥΠΠΟ, δηλαδή ο «κορμός» του υπουργείου που αφορά στη διαχείριση (συντήρηση - ανάδειξη) της πολιτιστικής μας κληρονομιάς, καθώς και στην ενίσχυση της καλλιτεχνικής δημιουργίας και των πολιτιστικών φορέων, δε θα ξεπεράσει το 0,76% (548,99 εκ.ευρώ) του συνολικού προϋπολογισμού, συνυπολογίζοντας τα ποσά του τακτικού προϋπολογισμού και του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων (238,99 εκατ. ευρώ και 310 εκατ. ευρώ, αντίστοιχα). Το 2003 το αντίστοιχο ποσό που διαμορφώθηκε - μέχρι τις 30/9 - ήταν 429,18 εκατ. ευρώ. Είδαμε, όμως, παραπάνω πού θα οφείλεται αυτή η αύξηση.

Η επιλεκτική, τελικά, χρηματοδότηση του ΥΠΠΟ προκύπτει και από τους αναλυτικούς πίνακες, όπου παγωμένες ή ακόμη και ελάχιστα μειωμένες σε σχέση με πέρσι εμφανίζονται οι πιστώσεις για (ενδεικτικά): την Τοπική Αυτοδιοίκηση (προφανώς στο πλαίσιο της πολιτικής που επιβάλλει στο λαό χαράτσι από τους δήμους και για τον πολιτισμό). «Παγωμένες» για τα επιστημονικά και πνευματικά ιδρύματα, τα πανεπιστήμια και τα μουσεία, την Εθνική Λυρική Σκηνή, το Ιδρυμα Ελληνικού Πολιτισμού, το Εθνικό Θέατρο, το ΚΘΒΕ, τα ΔΗΠΕΘΕ. «Παγωμένες» εμφανίζονται και οι πιστώσεις για τα Μέγαρα Μουσικής Αθήνας και Θεσσαλονίκης. Αλλά να θυμίσουμε εδώ ότι αυτά τα ιδρύματα ενισχύονται - σκανδαλωδώς γενναία - από το «πολιτιστικό» κομμάτι του Γ΄ ΚΠΣ, το οποίο εμπίπτει στο Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων. Ακόμη όμως και αν δεν υπήρχε αυτή η χρηματοδότηση, αν μη τι άλλο πρόκειται περί εμπαιγμού και μόνο το γεγονός ότι τα 16 Δημοτικά Περιφερειακά Θέατρα της χώρας χρηματοδοτούνται με 2,9 εκατ. ευρώ, ενώ τα δύο «Μέγαρα» με 11,7 εκατ. ευρώ. Ο δε κωδικός δαπανών για «αγορά, ενοικίαση, παραγωγή, συντήρηση κινηματογραφικών ταινιών και ταινιών μικρής διάρκειας» και δαπανών για δανειστική ταινιοθήκη... είναι κενός. Δεν προϋπολογίζεται ούτε το γελοίο ποσό των 14.000 ευρώ του περσινού προϋπολογισμού.

Και από τους αριθμούς, λοιπόν, προκύπτει ο βαθύς ταξικός χαρακτήρας των «πολιτιστικών» επιλογών της κυβέρνησης, με την κάλυψη των πραγματικών πολιτιστικών αναγκών της χώρας να έχει αφεθεί στην «κεκτημένη ταχύτητα» διαφόρων συγκυριών, στην προκειμένη περίπτωση αυτήν της... νέας «μεγάλης ιδέας» των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας...

Η Αθήνα το 1900 και το 2000

Ενόψει του 2004 κυκλοφόρησαν, ήδη, και θα κυκλοφορήσουν και άλλα βιβλία, τα οποία ενώ αποσκοπούν στο να εξάρουν το παρελθόν και νυν «κάλλος» του τσιμεντοσκεπούς και νεφοσκεπούς «κλεινού άστεως», όταν θα καταλαγιάσει ο «κουρνιαχτός» των Ολυμπιακών Αγώνων θα απομείνουν να αποκαλύπτουν την απολίτιστη, βάρβαρη, αντιανθρώπινη ασχήμια που έπνιξε την ιστορία, τα μνημεία, τη φύση και τους κατοίκους της Αθήνας. Θα μένουν να «καταγγέλλουν» ότι η πολιτική όλων των κυβερνήσεων του 20ού αιώνα, αλλά και των αρχών του 21ου, ενώ καπηλεύονταν την πολιτιστική μας κληρονομιά, ιδιαίτερα την αρχαία, περιφρονούσαν τον κανόνα της: «μέτρο πάντων άνθρωπος».

Ενα τέτοιο βιβλίο είναι το φωτογραφικό λεύκωμα «ΑΘΗΝΑ - τότε και τώρα», που παρουσίασαν χτες οι εκδόσεις «Ολκός». Τα κείμενα του λευκώματος υπογράφουν η Μάρω Καρδαμίτση - Αδάμη και η Φανή Κωνσταντίνου. Το λεύκωμα περιλαμβάνει ασπρόμαυρες φωτογραφίες της Αθήνας (κτίρια, μνημεία, δημόσιους χώρους, κλπ.), οι οποίες τοποθετημένες αντικριστά, σε θεματικά «ζεύγη» αντιστοιχούν στο «τότε» και το «τώρα» ενός κτιρίου, ενός μνημείου, μιας πλατείας κ.ο.κ. Το «τότε» χρονολογείται στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού και εικονίζεται με φωτογραφίες από τα αρχεία του Ιστορικού Μουσείου, του ΕΛΙΑ και του Μουσείου Μπενάκη. Το «τώρα» χρονολογείται στο 2000 και υλοποιήθηκε από τον Ούγγρο φωτογράφο Λάζλο Λουγκόζι, ο οποίος είχε κάνει την ενδιαφέρουσα πρόταση να φωτογραφηθούν, από την ίδια γωνιά λήψης, όσα μνημεία, κτίρια και χώροι είχαν φωτογραφηθεί από ξένους και Ελληνες φωτογράφους στα 1900, ώστε να φανούν οι αλλαγές που μεσολάβησαν. Αυτό και έγινε. Με τη διαφορά ότι πλήθος όσα φωτογραφημένα στο «τότε» κτίρια, μνημεία κλπ., είναι είτε ανύπαρκτα, είτε παραμορφωμένα, είτε συνθλιμμένα από τα πανύψηλα «τέρατα» του «τώρα».

Γι' αυτό θα διαφωνήσουμε με τις ...παραγορητικές απόψεις δύο παρουσιαστών του λευκώματος. Αντίθετα από τον συγγραφέα Μένη Κουμανταρέα, ο οποίος επισήμανε αλλαγές και παραμορφώσεις - με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα την τερατοποίηση της πλατείας Ομονοίας, και τη Φ. Κωνσταντίνου, η οποία έθεσε ερωτηματικά για «τη σημερινή ποιότητα της ζωής» και για το «κατά πόσο σεβαστήκαμε την ιστορία της Αθήνας», η Μ. Καρδαμίτση - Αδάμη και ο καθηγητής Αρχιτεκτονικής Δημήτρης Φιλιππίδης προσπάθησαν να πείσουν και... εαυτούς ότι «η Αθήνα του τότε δε χάθηκε, η Αθήνα του τώρα είναι όμορφη». Το λεύκωμα, όμως, το αντίθετο λέει...

Ο κόσμος των «πολιτικάντηδων»

Πρεμιέρα, σήμερα, στο θέατρο «Τζένη Καρέζη» του έργου «Δάφνες και πικροδάφνες», του Δημήτρη Κεχαΐδη και της Ελένης Χαβιαρά, το οποίο ανεβαίνει σε σκηνοθεσία Γιάννη Μόρτζου και σκηνικά - κοστούμια Φαίδωνα Πατρικαλάκη. Τους ρόλους ερμηνεύουν: Κώστας Καζάκος, Γιάννης Καρατζογιάννης, Θάνος Καληώρας και Γιάννης Μόρτζος. Το έργο διαδραματίζεται στο «αρχηγείο» τεσσάρων μικροκομματαρχών στην Τρίπολη, σε προεκλογική περίοδο. Το μικροπολιτικό παρασκήνιο, ο παραγοντισμός, η κοτσαμπασίδικη νοοτροπία, ο παλαιοκομματισμός, η μηχανορραφία, οι πελατειακές σχέσεις, οι «λίστες», όλες οι άρρωστες πλευρές του κοινοβουλευτισμού, καταγράφονται διαχρονικά και ανάγλυφα στο έργο. Μια «ιστορική» παρτίδα πρέφας, παιγμένη από τέσσερις κλασικούς «καφενόβιους» πρεφαδόρους, που με μοναδικό πάθος, πονηριά και καπατσοσύνη πετάνε στο τραπέζι τα «ατού» και τις μπλόφες τους, ανατρέποντας όλα τα δεδομένα του παιχνιδιού. Οι εθνικοί αγώνες, η αξιοπρέπεια, η τιμή, η φιλία, η εμπιστοσύνη, ο έρωτας μετατρέπονται σε καπίκια και διακυβεύονται.

Οι ήρωες - όπως σημειώνει ο σκηνοθέτης - «δεν πολιτικολογούν επιφανειακά, ούτε συνθηματολογούν, ούτε επιχειρούν να μας παρασύρουν σε κάποια κατεύθυνση. Με τις συγκρούσεις τους, αντίθετα, απομυθοποιούνται οι νοοτροπίες, που αντιμετωπίζουν την πολιτική εξουσία ως μέσο ικανοποίησης των προσωπικών επιδιώξεων και αυτό γίνεται με καταλυτικό χιούμορ. Από τη μια, δολοπλόκοι και κουτοπόνηροι και, από την άλλη, αφελείς και αιχμάλωτοι του συστήματος. Θύτες και θύματα, αιθεροβάμονες και τυχοδιώκτες αποδεικνύονται αδίστακτοι, όταν θίγεται το προσωπικό τους συμφέρον».

Κλειστός θα είναι ο αρχαιολογικός χώρος του Ακρωτηρίου της Θήρας μέχρι και το τέλος του ερχόμενου Φλεβάρη, «προκειμένου να εντατικοποιηθούν οι εργασίες κατασκευής του στεγάστρου του χώρου», σύμφωνα με ανακοίνωση του υπουργείου Πολιτισμού. Σύμφωνα, πάντως, με την ίδια ανακοίνωση, ο αρχαιολογικός χώρος θα ανοίξει για το κοινό μόνο μετά από αυτοψία του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου, «το οποίο θα εκτιμήσει την εξέλιξη των εργασιών κατασκευής του στεγάστρου».



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ