Κύριος στόχος των επιθέσεων της Τετάρτης, που συγκλόνισαν συθέμελα τη Βαγδάτη, ήταν τα υπουργεία Εξωτερικών και Οικονομικών. Η ίδια η επιλογή των στόχων αυτών, μπορεί ν' αποτελέσει και την άκρη του απίστευτα περιπλεγμένου μίτου που κρύβεται πίσω από τις συγκεκριμένες αλλά και άλλες επιθέσεις που σημειώνονται στη χώρα και αναδεικνύουν τη δεινή κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει μετά από έξι χρόνια κατοχής.
-- Υπουργός Εξωτερικών είναι ο Κούρδος Χοσιάρ Ζεμπάρι και την ασφάλεια του υπουργείου έχουν αναλάβει Κούρδοι Πεσμέργκα, οι οποίοι δεν ανταλλάσσουν ούτε κουβέντα με τους ιρακινούς στρατιώτες που φυλάνε επίσης το υπουργείο.
Μπορεί η βία μεταξύ των διαφόρων εθνοτικών και θρησκευτικών κοινοτήτων του Ιράκ να παρουσιάζει χαμηλότερα επίπεδα από ό,τι μέχρι πριν από περίπου ενάμιση χρόνο, όμως ο διχασμός που γέννησε η κατοχή είναι μεγάλος.
Η σιιτική πληθυσμιακή πλειοψηφία, που αναδείχτηκε σε κυρίαρχο παίκτη στη φιλοκατοχική ηγεσία της χώρας, προσπάθησε να εδραιώσει την παρουσία της στην εξουσία, στελεχώνοντας σχεδόν όλα τα σώματα ασφαλείας.
Η κουρδική πλευρά, από την άλλη, στο βορρά, εκτός από την αυτόνομη κυβέρνησή της, εμμέσως πλην σαφώς αρνείται να απορροφηθούν οι δικοί της παραστρατιωτικοί ένοπλοι στον κυβερνητικό στρατό. Αρνείται επίσης ανοιχτά να παραδώσει τον έλεγχο των πλούσιων, σε ενεργειακές πηγές, εδαφών της στην κεντρική εξουσία της Βαγδάτης. Σε μια εξουσία, στην οποία διεκδικούν μεγαλύτερη συμμετοχή, και η σουνιτική πλευρά, που απέκτησε, σταδιακά, τους δικούς της παραστρατιωτικούς ενόπλους με τα «Συμβούλια Αφύπνισης».
Για τους περισσότερους Ιρακινούς πολίτες αλλά και αρκετούς αναλυτές, οι επιθέσεις της Τετάρτης δε σχετίζονται τόσο με την «αλ Κάιντα» ή ό,τι έχει απομείνει από το «Μπαάθ» του Σαντάμ Χουσεΐν, όπως επιμένει να υποστηρίζει ο πρωθυπουργός Νούρι αλ Μάλικι. Σχετίζονται με τον προαναφερόμενο ανταγωνισμό εξουσίας μεταξύ των ηγεσιών των μεγαλύτερων παρατάξεων των τριών μεγάλων εθνοτικών και θρησκευτικών κοινοτήτων, οι οποίες ταυτόχρονα έχουν δώσει τα διαπιστευτήριά τους στις κατοχικές δυνάμεις και αυτά προσπαθούν, ακόμη και σήμερα, να ενισχύσουν και να εξαργυρώσουν.
Η «νέα τακτική» Ομπάμα προβλέπει διατήρηση του ελέγχου της χώρας με το μικρότερο δυνατό κόστος σε ανθρώπινες ζωές και χρήμα για τα δικά της στρατεύματα. Προς το παρόν, επιμένει ότι δε θα υπαναχωρήσει από την απόφασή της για μείωση του στρατού της καθώς θέτει ως προτεραιότητα τους ιμπεριαλιστικούς της στόχους στο Αφγανιστάν. Αλλωστε, έχοντας αναλάβει την εκπαίδευση του ιρακινού στρατού, οι ΗΠΑ, ως κατοχική δύναμη, θα είναι πανταχού και πάντα παρούσες και στρατιωτικά στη χώρα, διαφυλάττοντας όμως τους δικούς της στρατιώτες μέσα στις βάσεις τους.
Οι ηγεσίες των μεγαλύτερων ιρακινών πολιτικών δυνάμεων ερίζουν για την εξασφάλιση της «προτίμησης» της Ουάσιγκτον. Συνεχίζουν, έτσι, το έργο που άρχισε η κατοχή: το διχασμό και το αιματοκύλισμα του ιρακινού λαού, στο βωμό των ιμπεριαλιστικών συμφερόντων.