ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σάββατο 15 Ιούνη 2024 - Κυριακή 16 Ιούνη 2024
Σελ. /40
Ιστορική αναδρομή στις ρίζες και την εξέλιξη του Παλαιστινιακού ζητήματος

(Μέρος 10ο)

Η έναρξη της ισραηλινής κατοχής

Παλαιστίνιοι πρόσφυγες καταφεύγουν στον Ιορδάνη ποταμό κατά τη διάρκεια του αραβοϊσραηλινού πολέμου
Παλαιστίνιοι πρόσφυγες καταφεύγουν στον Ιορδάνη ποταμό κατά τη διάρκεια του αραβοϊσραηλινού πολέμου
Μετά τον πόλεμο των Εξι Ημερών (Ιούνης 1967) τα κατεκτημένα παλαιστινιακά εδάφη (η Δυτική Οχθη και η Λωρίδα της Γάζας) περιήλθαν υπό καθεστώς στρατιωτικής διοίκησης, της οποίας την ανώτατη ευθύνη είχε ο εκάστοτε αρχηγός του Γενικού Επιτελείου των ισραηλινών Ενόπλων Δυνάμεων. Αυτό, σύμφωνα με τον ΟΗΕ, δημιούργησε «μια νέα κατηγορία πολιτών», η οποία έγινε αποδέκτης όλων «των επιπτώσεων και συνεπειών στην περιστολή των ελευθεριών και δικαιωμάτων» που ενείχε η υπαγωγή σε ένα τέτοιο καθεστώς.1

Ενα ιδιαίτερο ζήτημα, βεβαίως, αποτελούσε η τύχη των προσφύγων που είχαν καταφύγει στη Λωρίδα της Γάζας και τη Δυτική Οχθη από τον Α' αραβοϊσραηλινό πόλεμο (1948-1949). Οι πρόσφυγες αυτοί και οι απόγονοί τους (σχεδόν 800.000 άνθρωποι) διαβιούσαν ως επί το πλείστον σε κάποιον από τους 27 καταυλισμούς που λειτουργούσαν υπ' ευθύνη του ΟΗΕ, εξαρτώμενοι σε μεγάλο βαθμό από την αρωγή και τις υπηρεσίες του για την επιβίωσή τους.2

Οι σχέσεις του οργανισμού του ΟΗΕ για τους πρόσφυγες (UNRWA) με το κράτος του Ισραήλ διακατέχονταν εξαρχής από αμοιβαία καχυποψία. Οι δομές του UNRWA (κατοικίες, γραφεία, σχολεία, νοσοκομεία κ.λπ.) είχαν υποστεί σημαντικές ζημιές από τον ισραηλινό στρατό στη διάρκεια του πολέμου. Μετά δε τον πόλεμο, οι υπηρεσίες και το προσωπικό του βρέθηκαν αντιμέτωπα με μια σειρά προσκόμματα που προέκυψαν ως αποτέλεσμα της στρατιωτικής διοίκησης των κατεχόμενων περιοχών.3

Πόλεμος του «Γιομ Κιπούρ»
Πόλεμος του «Γιομ Κιπούρ»
Το κράτος του Ισραήλ, από τη μεριά του, είχε κάθε λόγο να θεωρεί ως μη φιλικό έναν οργανισμό που θεωρούσε - και συνέχιζε να καταδικάζει - την ισραηλινή κατοχή των παλαιστινιακών εδαφών ως «παράνομη».4

Επιπλέον, η διατήρηση τόσων χιλιάδων ανθρώπων με το καθεστώς του πρόσφυγα (άρα και με δικαίωμα επιστροφής στις εστίες τους κατά τις σχετικές αποφάσεις του ΟΗΕ) εντός των συνόρων πλέον του κράτους του Ισραήλ αποτελούσε μια προβληματική κατάσταση για το ίδιο. Η κατάργηση του προσφυγικού τους καθεστώτος από την άλλη μεριά θα σήμαινε και τη μονιμοποίηση της παρουσίας τους σε αυτά τα εδάφη, κάτι που το κράτος του Ισραήλ δεν επιθυμούσε (διαχρονική επιδίωξη του Ισραήλ ως προς αυτό υπήρξε η μετεγκατάσταση των Παλαιστινίων στα γειτονικά αραβικά κράτη).

Εν τέλει, αυτό που προκρίθηκε στη δεδομένη φάση από το Ισραήλ ήταν η διατήρηση των προσφυγικών καταυλισμών. Κατ' αυτόν τον τρόπο, οι Παλαιστίνιοι πρόσφυγες παρέμεναν συγκεντρωμένοι και οριοθετημένοι (καθώς επίσης περιορισμένοι και ελεγχόμενοι) σε συγκεκριμένα μέρη. Η δε προοπτική μετεγκατάστασής τους με κάποια μελλοντική συμφωνία έμενε ανοιχτή. Ταυτόχρονα, η λειτουργία των καταυλισμών υπ' ευθύνη του ΟΗΕ απάλλασσε το κράτος του Ισραήλ από το κόστος της μέριμνας για αυτούς τους πληθυσμούς, όπως και από κάθε άλλη υποχρέωση για την παροχή κρατικών δομών και υπηρεσιών από τη μεριά του. Οι μόνες ευθύνες που ανέλαβε το Ισραήλ σε σχέση με τους καταυλισμούς αφορούσαν την ασφάλεια και τη διατήρηση της τάξης.5

Η κατάσταση που διαμορφώθηκε στις κατεχόμενες περιοχές


Η ισραηλινή κατοχή «συνένωσε» για πρώτη φορά μετά το 1948-1949 τη Λωρίδα της Γάζας και τη Δυτική Οχθη υπό μία διοικητική αρχή, γεγονός που αντικειμενικά συνέδραμε στον συντονισμό της πάλης της παλαιστινιακής αντίστασης στα δύο αυτά μέτωπα.

Αρχικά, οι προσπάθειες της Οργάνωσης για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης επικεντρώθηκαν στους προσφυγικούς καταυλισμούς, «προτρέποντας τους πληθυσμούς τους να αναλάβουν μια πιο αποφασιστική στάση απέναντι στην ισραηλινή κατοχή».6

Σύμφωνα με τις αμερικανικές υπηρεσίες πληροφοριών (CIA), «οι Αραβικοί πληθυσμοί των κατεχόμενων περιοχών» υποδέχτηκαν «την ισραηλινή κατοχή με διαφορετικό βαθμό δυσαρέσκειας». «Η αραβική αντίσταση (...) σε όλες τις κατεχόμενες περιοχές (...) υπήρξε σε γενικές γραμμές μη βίαιη, λαμβάνοντας κατά κύριο λόγο τη μορφή της ειρηνικής ανυπακοής». Κάποιοι μάλιστα, όπως ο τελευταίος δήμαρχος της Ιερουσαλήμ Ρ. Χατίμπ, εκτιμούσαν πως η ισραηλινή κατοχή δεν αποτελούσε κάποιο παροδικό γεγονός και πως «οι Αραβες έπρεπε να μάθουν "να ζουν με τους Εβραίους"», πως «ίσως μια "νέα Παλαιστίνη" θα μπορούσε να οικοδομηθεί σε συνεργασία με τους Ισραηλινούς».7Η ιδέα - προοπτική της συνύπαρξης Παλαιστινίων και Εβραίων δεν ήταν άλλωστε ξένη ανάμεσα στους δύο λαούς. Οπως αναφέρει ένας Παλαιστίνιος στη μαρτυρία του, «οι λαοί των δύο εθνών μπορούν να ζήσουν μαζί. Γιατί υπήρχε και τέτοια εμπειρία (...) Τι και αν είσαι Ισραηλινός, Εβραίος, Μουσουλμάνος ή Χριστιανός κ.λπ. (...) Μπορούμε να ζούμε μαζί. (...) Αλλά δεν μπορούμε να ζούμε μαζί, όταν εκείνοι (σ.σ. οι Ισραηλινοί) έχουν το δικό τους κράτος και εμείς ζούμε υπό κατοχή. Δεν είναι δίκαιο».8

Ισραηλινές δυνάμεις καταλαμβάνουν την Παλιά Πόλη στην Ανατολική Ιερουσαλήμ
Ισραηλινές δυνάμεις καταλαμβάνουν την Παλιά Πόλη στην Ανατολική Ιερουσαλήμ
Η αποκοπή των παλαιστινιακών εδαφών (και ιδιαίτερα της Δυτικής Οχθης) από την οικονομική ενότητα των αραβικών κρατών στα οποία ήταν ενσωματωμένα μέχρι πρότινος και η ένταξή τους ως κατεχόμενων περιοχών στο Ισραήλ είχαν άμεσο αντίκτυπο στο βιωτικό επίπεδο των κατοίκων τους. «Λεηλάτησαν τη χώρα», αναφέρει χαρακτηριστικά στη μαρτυρία του ένας Παλαιστίνιος κάτοικος της Ανατολικής Ιερουσαλήμ. «Αρπαξαν ό,τι υπήρχε, άδειασαν τα πάντα (...). Την εποχή της ιορδανικής κυριαρχίας υπήρχε μια ευμάρεια. (...) Αρκεί να έμενες μακριά από την πολιτική και την Ασφάλεια (...) Η χώρα ήταν ανοιχτή (σ.σ. χωρίς περιορισμούς μετακίνησης) και το εμπόριο ελεύθερο. Αλλά ήρθαν οι Εβραίοι και λεηλάτησαν τα πάντα, λες και λιμοκτονούσαν».9

Η υποβάθμιση της ζωής των Παλαιστινίων στη Γάζα και τη Δυτική Οχθη υπήρξε τόσο αποτέλεσμα της ισραηλινής κατοχής όσο και σκοπός της. Ηταν μέρος μιας γενικότερης πολιτικής εξαναγκασμού (άλλοτε πιο άμεσου και άλλοτε πιο έμμεσου) των Παλαιστινίων να εγκαταλείψουν τη γη τους, ώστε αυτή εν τέλει να ενσωματωθεί πλήρως στο κράτος του Ισραήλ.

Η πολιτική αυτή εκφράστηκε με πιο άμεσο και βίαιο τρόπο στη Λωρίδα της Γάζας, όπου «η ακραία φτώχεια, η μεγάλη αναλογία των προσφύγων και η πυκνότητα πληθυσμού της την καθιστούσαν ιδιαίτερα ριζοσπαστική» απέναντι στην ισραηλινή κατοχή.10 Ακολούθως, οι ενέργειες του κράτους του Ισραήλ επικεντρώθηκαν από νωρίς στην αποσάθρωση των δομών των προσφυγικών καταυλισμών, στη συρρίκνωση και την ενσωμάτωσή τους στις γηγενείς κοινότητες της Γάζας (προκειμένου να αλλοιωθεί η σύνθεση των πληθυσμών, να «σπάσουν» τα υπάρχοντα δίκτυα αλληλεγγύης μεταξύ τους και να υπονομευτεί η συνοχή τους). Πολλοί πρόσφυγες μετεγκαταστάθηκαν (καταναγκαστικά) στη Χερσόνησο του Σινά και τη Δυτική Οχθη, ενώ πολλοί άλλοι κατέφυγαν (ουσιαστικά εξωθήθηκαν) στην Ιορδανία. Η CIA εκτιμούσε πως στις προθέσεις του Ισραήλ ήταν «η εκτόπιση του μεγαλύτερου μέρους του πληθυσμού της Λωρίδας της Γάζας».11 Μέσα σε έναν μόλις χρόνο ο πληθυσμός της περιοχής μειώθηκε κατά 51.000 άτομα (13%). Χιλιάδες «ξεριζώθηκαν για δεύτερη και τρίτη φορά». Χιλιάδες άλλοι έμειναν άστεγοι, καθώς οι κατοχικές αρχές κατέστρεψαν τα σπίτια τους για να φτιάξουν ζώνες ελέγχου (μόνο τον Ιούλη του 1971 καταστράφηκαν 2.500 σπίτια στην Τζαμπάλια, στη Ράφα και τη Σάτι αφήνοντας 15.000 πρόσφυγες δίχως στέγη).12

Οι έξι Παλαιστίνιοι νεκροί στις 30 Μάρτη 1976
Οι έξι Παλαιστίνιοι νεκροί στις 30 Μάρτη 1976
Η «επίσημη εκδοχή» του κράτους του Ισραήλ για αυτές του τις ενέργειες ήταν πως επρόκειτο «για μέτρα αναγκαία προς αποκατάσταση του νόμου και της τάξης», με τα οποία κατάφερε «να μειώσει την τρομοκρατική δραστηριότητα στη Γάζα». Πιο «ιδιωτικά» (όπως π.χ. στην αμερικανική πρεσβεία στο Τελ-Αβίβ) παραδεχόταν πως όλα ήταν μέρος σχεδίου για «την αραίωση του πληθυσμού».13

Στην περίπτωση της Δυτικής Οχθης η πολιτική του Ισραήλ ξετυλίχθηκε πιο «σταδιακά», με «την επιβολή αυστηρών περιορισμών, αποκλεισμούς, απαγορεύσεις κυκλοφορίας» κ.λπ.14 Και εκεί ωστόσο καταγράφηκαν κάπου 73.400 άτομα που μέσα στο 1967-1968 αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις εστίες τους (ή που τις είχαν εγκαταλείψει στη διάρκεια του πολέμου και δεν τους επετράπη να γυρίσουν σε αυτές δήθεν «για λόγους ασφαλείας»).15 Πολλοί προσπάθησαν να επιστρέψουν στα σπίτια τους περνώντας παράνομα τα σύνορα και διασχίζοντας τεράστιες αποστάσεις με τα πόδια. Τις περισσότερες φορές όμως συλλαμβάνονταν και απελαύνονταν. «Πήγαινε πίσω στον Χουσεΐν (σ.σ. τον βασιλιά της Ιορδανίας) ή θα σε σκοτώσω», ήταν τα λόγια ενός Ισραηλινού στρατιώτη προς την μητέρα της μικρής Σαρία όταν τους συνέλαβαν σε μία ακόμη απόπειρα να επιστρέψουν στο σπίτι τους. Ηταν η τρίτη φορά που το επιχειρούσαν. «Θα πάω πίσω και θα πεθάνω αν χρειαστεί, αλλά θα επιστρέψω στο σπίτι μου» ήταν τα λόγια ενός ηλικιωμένου, που είχε ήδη εκδιωχθεί μια φορά το 1948: «Δεν μπορώ να γίνω και πάλι πρόσφυγας». Οι αφηγήσεις των Παλαιστινίων είναι πράγματι γεμάτες από αντίστοιχες ιστορίες απόγνωσης και πόνου...16

Δέκα χρόνια μετά τον Πόλεμο των 6 Ημερών, ο ΟΗΕ κατήγγειλε «τις συνεχιζόμενες παραβιάσεις από το Ισραήλ των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών στις κατεχόμενες αραβικές περιοχές, ιδιαίτερα τα μέτρα που στοχεύουν στην προσάρτηση (σ.σ. των εν λόγω περιοχών), καθώς και τον συνεχιζόμενο εποικισμό, τη μαζική καταστροφή σπιτιών, τα βασανιστήρια και την κακομεταχείριση κρατουμένων, την κατάσχεση περιουσιών και την επιβολή νομικών οικονομικών διακρίσεων. (...) Οι σοβαρές παραβιάσεις της Συνθήκης της Γενεύης σε σχέση με την προστασία των αμάχων (...) από τη μεριά του Ισραήλ (...) θεωρούνται εγκλήματα πολέμου και προσβολή προς την ανθρωπότητα». Ο ΟΗΕ διαπίστωνε «τη σοβαρή επιδείνωση της κατάστασης στις κατεχόμενες αραβικές περιοχές ως αποτέλεσμα της συνεχιζόμενης ισραηλινής κατοχής και επιθετικότητας». Προειδοποιούσε δε το Ισραήλ πως «όλα τα μέτρα που λάμβανε (...) για να αλλάξει τον φυσικό χαρακτήρα, την πληθυσμιακή σύνθεση και το καθεστώς των κατεχόμενων αραβικών περιοχών (...) ήταν όλα άκυρα».17

Οι πρώτες αντιδράσεις των Παλαιστινίων στην ισραηλινή κατοχή

Η εναντίωση των Παλαιστινίων στην ισραηλινή κατοχή εκδηλώθηκε αρχικά και κατά κύριο λόγο με απεργιακές κινητοποιήσεις, διαδηλώσεις κ.ά. μορφές αντίστασης (όπως η απειθαρχία - ανυπακοή στις εντολές των στρατιωτικών αρχών κ.λπ.). Η πρώτη μεγάλη απεργία σημειώθηκε στην Ιερουσαλήμ ήδη στις 7 Αυγούστου 1967 και αποτέλεσε - σύμφωνα με τη CIA - την «πρώτη πραγματική ένδειξη μιας μεγάλης κλίμακας αντίστασης στην ισραηλινή κυριαρχία».18

Η απάντηση του Ισραήλ απέναντι σε κάθε μορφή αμφισβήτησης της κυριαρχίας του ήταν σκληρή και άμεση. Καθετί που εκτιμούταν ως γραπτή ή προφορική «προσπάθεια επηρεασμού της κοινής γνώμης» και «ενδεχομένως να ζημίωνε ή να διατάρασσε την ασφάλεια και την τάξη» τιμωρούταν με «μεγάλα πρόστιμα και 10 χρόνια φυλάκισης». Ακόμα «και η υποψία της συνεργασίας με τους δολιοφθορείς (σ.σ. την Παλαιστινιακή αντίσταση)» ήταν αρκετή για τις κατοχικές αρχές προκειμένου να προχωρήσουν τιμωρητικά στην «κατεδάφιση του σπιτιού» του υπόπτου.19

Οι συλληφθέντες προσάγονταν σε στρατιωτικές φυλακές, όπου μπορούσαν να κρατηθούν επί 3 μήνες χωρίς καν να τους απαγγελθεί κατηγορία. Η δε ανακριτική διαδικασία συνοδευόταν κατά κανόνα από ψυχολογική και σωματική βία. Κατόπιν οι συλληφθέντες παραπέμπονταν σε στρατιωτικά δικαστήρια, γεγονός που άφηνε ελάχιστα περιθώρια στην υπεράσπιση του εκάστοτε κατηγορουμένου και ταυτόχρονα τεράστια περιθώρια στην αυθαίρετη κρίση του κατηγόρου. Οι ποινές που αποδίδονταν ήταν αυστηρότερες σε σχέση με τα πολιτικά δικαστήρια, ενώ ακόμη και ένα 12χρονο παιδί μπορούσε να καταλήξει στη φυλακή. Οπως αναφέρεται σε άρθρο της Διεθνούς Επιθεώρησης του Ερυθρού Σταυρού, μέσα σε 40 χρόνια κατοχής (1967-2007) πραγματοποιήθηκαν κάπου 700.000 συλλήψεις, ενώ τα στρατοδικεία εκδίκασαν πάνω από 200.000 υποθέσεις.20

Σε συνέντευξή του το 1969 το στέλεχος της Οργάνωσης για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης Αμπ. Ιγιάντ θα καταγγείλει πως «οι ισραηλινές φυλακές είναι γεμάτες με χιλιάδες γιους και κόρες του λαού μας, που απορρίπτουν την κατοχή και αντιστέκονται σε αυτή με κάθε τρόπο, υπομένοντας κάθε μορφής ψυχολογικό ή φυσικό βασανισμό».21Η αναφορά αυτή, ειδικά στην παλαιστινιακή νεολαία, δεν ήταν τυχαία, καθώς η μεγάλη πλειοψηφία εκείνων που μπήκαν από την αρχή στην πρώτη γραμμή του αγώνα κατά της κατοχής ήταν πράγματι οι νέοι, άντρες αλλά και γυναίκες (των οποίων η συμμετοχή υπήρξε ιδιαίτερα αξιοσημείωτη).

Από τις κινητοποιήσεις που ξεχώρισαν ενάντια στην κατοχή υπήρξαν σίγουρα αυτές των μαθητών. Εκθέσεις του οργανισμού του ΟΗΕ για τους πρόσφυγες το 1969 ανέφεραν πως οι τοίχοι των σχολείων στις κατεχόμενες περιοχές ήταν γεμάτοι με συνθήματα όπως: «Αυτή είναι η γη μας, οι πατεράδες μας πέθαναν εδώ», «Είμαστε όλοι φενταγίν (σ.σ. μαχητές)», «Οι φυλακές είναι για τους ήρωες» και «Είναι καθήκον μας να θυσιαστούμε για τη γη μας».22

Το Ισραήλ, αναγνωρίζοντας τα σχολεία ως εστίες ζύμωσης, οργάνωσης και πάλης κατά της κατοχής, προσπάθησε από πολύ νωρίς να παρέμβει στο περιεχόμενο σπουδών τους, κατηγορώντας τα υπάρχοντα βιβλία (που εκδίδονταν με ευθύνη του οργανισμού του ΟΗΕ για τους πρόσφυγες και είχαν την έγκριση της UNESCO) πως «προήγαν τον αντισημιτισμό». Ακολούθως, άρχισαν να περνούν από αυστηρό έλεγχο και λογοκρισία. Το γεγονός αυτό προκάλεσε την αντίδραση των δασκάλων, που το 1970 ενώθηκαν με τους μαθητές τους σε απεργιακές κινητοποιήσεις κατά των παρεμβάσεων και αυθαιρεσιών των κατοχικών αρχών. Οι τελευταίες απάντησαν με απολύσεις, κλείσιμο σχολείων και γενικότερη ένταση της καταστολής.23

Η κατάσταση που διαμορφώθηκε στο ίδιο το Ισραήλ

Οσον αφορά το κράτος του Ισραήλ, η περίοδος αμέσως μετά τον Πόλεμο των 6 Ημερών έχει περιγραφεί ως μια περίοδος «ακραίας ευφορίας». Σε αυτή συνέβαλαν τόσο το νικηφόρο αποτέλεσμα του πολέμου, όσο και η καπιταλιστική ανάπτυξη που ακολούθησε. Η επέκταση των εδαφών που κατείχε το Ισραήλ προβλήθηκε από την ισραηλινή αστική τάξη ως «επιστροφή» στη «Γη της Επαγγελίας» των βιβλικών χρόνων, γεγονός που, μαζί με την ισχύ που πλέον φερόταν να διαθέτει το καπιταλιστικό κράτος του Ισραήλ, λειτούργησε καταλυτικά στην προσέλκυση νέων εποίκων. Η ανθρωπογεωγραφία του νέου αυτού εποικιστικού ρεύματος εμφάνιζε αυξημένες ροές - σε σχέση με το παρελθόν - από τα ανεπτυγμένα καπιταλιστικά κράτη της Δυτικής Ευρώπης και τις ΗΠΑ, αλλά και «έναν δυσανάλογα (μεγάλο) αριθμό ιδεολογικών μεταναστών - κυρίως συντηρητικών θρησκευόμενων ζηλωτών», οι οποίοι εγκαταστάθηκαν ως έποικοι κυρίως στη Δυτική Οχθη.24

Βεβαίως, δεν υποδέχτηκαν όλοι οι Εβραίοι με τον ίδιο τρόπο τα αποτελέσματα του πολέμου (και ειδικότερα την κατοχή των Παλαιστινιακών εδαφών). Απεναντίας, υπήρξε ένας αριθμός - έστω και μειοψηφικός - που κράτησε διαφορετική στάση. «Οι γονείς μου και η γενιά τους», αναφέρει στη μαρτυρία της η νεαρή τότε Μ. Αρμπέλ, «ένιωθαν κυρίαρχοι αυτής της γης (...) (Εγώ) είχα μια αίσθηση ενοχής και μετάνοιας (...). Τίποτε από όσα συμβαίνουν υπό κατοχή δεν μπορεί να είναι νόμιμο, γιατί η κατοχή η ίδια είναι μια παράνομη πράξη. (...) (Ετσι) αποκόπηκα από τον κόσμο του πατέρα μου, έναν κόσμο στον οποίο δεν ανήκα ποτέ». Αντίστοιχα, η Λεόρα, που επισκέφτηκε τα κατεχόμενα με την οικογένειά της (στο πλαίσιο μιας σειράς τέτοιων «επισκέψεων» που οργανώθηκαν με την αρωγή του ισραηλινού κράτους την επαύριο του πολέμου) επεσήμανε στη μαρτυρία της: «Εγώ και ο πατέρας μου δεν θέλαμε να πάμε. Δεν θέλαμε να πάμε κάπου ως κατακτητές. (...) Δεν αισθανόμασταν καμιά ψυχική ανάταση. (...) Δεν υπάρχει τίποτε ιερό σε μια κατεχόμενη πόλη».25

Τα επόμενα χρόνια - και ιδιαίτερα μετά τον Πόλεμο του «Γιομ Κιπούρ» το 1973 - η αντίθεση προς την πολιτική του κράτους του Ισραήλ (τόσο στο εσωτερικό όσο και σε σχέση με τους Παλαιστινίους) εκφράστηκε με διάφορους τρόπους.

Ενας εξ αυτών υπήρξε η αντίστροφη μετανάστευση, η οποία, έπειτα από ένα σύντομο «διάλειμμα», εμφάνισε και πάλι αυξητικές τάσεις. Εκθεση της ισραηλινής κυβέρνησης το 1980 αποκάλυπτε πως, έως τότε, μόνο στις ΗΠΑ είχαν επιστρέψει μόνιμα κάπου 300.000 - 500.000 Ισραηλινοί πολίτες. Και αυτό, παρά το γεγονός ότι η αντίστροφη μετανάστευση ενείχε μια σειρά δυσκολίες και προσκόμματα (από το κράτος), ενώ έφερε και μεγάλο «στίγμα» (ο Ισραηλινός πρωθυπουργός Γ. Ράμπιν θα αποκαλέσει χαρακτηριστικά τους μεταναστεύσαντες από το Ισραήλ ως «τους έκπτωτους μεταξύ των αδύναμων»).26

Την ίδια περίοδο, στο ίδιο το Ισραήλ άρχισαν να εμφανίζονται επίσης μια σειρά φιλειρηνικές κινήσεις και οργανώσεις με αιτήματα που συμπεριελάμβαναν τον τερματισμό της κατοχής και τη δημιουργία ανεξάρτητου Παλαιστινιακού κράτους.

Τον Μάρτη του 1978, π.χ., με αφορμή τις διεξαγόμενες ειρηνευτικές συνομιλίες μεταξύ Αιγύπτου και Ισραήλ, 348 έφεδροι αξιωματικοί και οπλίτες του ισραηλινού στρατού συνυπέγραψαν κείμενο με το οποίο στιγμάτιζαν την επεκτατική πολιτική του κράτους του Ισραήλ και την κυριαρχία του επί ενός πληθυσμού άνω του 1.000.000 Αράβων ως παράγοντες που υπονόμευαν την ειρήνη. Η κίνηση αυτή αποτέλεσε τη μαγιά της οργάνωσης «Ειρήνη Τώρα», που τα επόμενα χρόνια κινητοποίησε εκατοντάδες χιλιάδες Ισραηλινούς σε ζητήματα ειρήνης, τερματισμού της κατοχής κ.ο.κ.27

Τα δικαιώματα των Παλαιστινίων βρέθηκαν στο επίκεντρο κ.ά. ισραηλινών κοινωνικών οργανώσεων, όπως π.χ. οι «Μαύροι Πάνθηρες» (1971). Η εν λόγω οργάνωση ιδρύθηκε και πλαισιώθηκε βασικά από δεύτερης γενιάς Εβραίους εποίκους από την Αφρική και τη Μέση Ανατολή, οι οποίοι επίσης υφίσταντο φυλετικού τύπου διακρίσεις στο κράτος του Ισραήλ. Οι «Μαύροι Πάνθηρες» οργάνωσαν μια σειρά μαζικές διαμαρτυρίες, που κατεστάλησαν βίαια από τις ισραηλινές αρχές. Στις εθνικές εκλογές του 1977 συνεργάστηκαν με το Κομμουνιστικό Κόμμα («Ράκα») στον εκλογικό συνασπισμό του «Δημοκρατικού Μετώπου για την Ειρήνη και την Ισότητα» («Χαντάς»), που έλαβε 80.118 ψήφους (ποσοστό 4,6%).

Το Κομμουνιστικό Κόμμα («Ράκα») υπήρξε βεβαίως ο κυριότερος πολιτικός φορέας υπεράσπισης των δικαιωμάτων και ελευθεριών των Παλαιστινίων (είτε επρόκειτο για πολίτες του Ισραήλ είτε για κατοίκους των κατεχόμενων περιοχών). Το Κομμουνιστικό Κόμμα πήρε εξαρχής ξεκάθαρη και κατηγορηματική θέση περί απόσυρσης των ισραηλινών κατοχικών δυνάμεων από τη Δυτική Οχθη και τη Λωρίδα της Γάζας, άμεσα και χωρίς όρους (όπως π.χ. να προηγηθεί η υπογραφή ειρήνης μεταξύ του Ισραήλ και των γειτονικών αραβικών κρατών). Σε αντίθεση, το οπορτουνιστικό κόμμα «Μακί», ευθυγραμμιζόμενο με τις επιδιώξεις της αστικής τάξης, διακήρυττε πως τα «σύνορα της ειρήνης» όφειλαν να αντιστοιχούν στα «σύνορα της ασφάλειας», αφήνοντας έτσι ανοιχτό το ζήτημα των κατεχόμενων εδαφών στον βαθμό που αυτά εξυπηρετούσαν τη θωράκιση του κράτους του Ισραήλ.28

Οι θέσεις και η δράση του Κομμουνιστικού Κόμματος έγιναν αντικείμενο σφοδρής πολεμικής από την αστική τάξη του Ισραήλ, τους μηχανισμούς καταστολής και προπαγάνδας της, τους πολιτικούς εκπροσώπους της κ.ο.κ. Σε πολλά στελέχη του κόμματος επιβλήθηκαν περιοριστικά μέτρα (όπως η απαγόρευση κυκλοφορίας από τη δύση έως την ανατολή του ηλίου), ενώ δεν ήταν λίγοι εκείνοι που «τέθηκαν σε κατ' οίκον περιορισμό για χρόνια μετά τον πόλεμο του 1967». Παρ' όλα αυτά, το κόμμα κατάφερε να αυξήσει σταθερά την υποστήριξή του.29

Ανάμεσα στις εκλογικές αναμετρήσεις του 1969 και του 1973 η πολιτική επιρροή του Κομμουνιστικού Κόμματος («Ράκα») αυξήθηκε, τόσο στους Παλαιστινίους (από 30,3% σε 37,4% - ποσοστό ρεκόρ από το 1949), όσο και στους Εβραίους (από 1,6% σε 2,2%). Το γενικό ποσοστό του κόμματος βεβαίως παρέμενε μικρό (2,8% το 1969 και 3,4% το 1973), ωστόσο η γενικότερη πολιτική του σημασία υπήρξε μεγάλη, δεδομένου ότι αποτελούσε το βασικότερο - αν όχι το μόνο - σημείο αναφοράς της κοινής οργάνωσης και πάλης των Εβραίων, Μουσουλμάνων και Χριστιανών εργαζομένων του Ισραήλ. Η δε δυσανάλογα μεγάλη πολιτική απήχηση του κόμματος μεταξύ των Μουσουλμάνων και Χριστιανών Παλαιστινίων (που στα τέλη της δεκαετίας του 1970 εκτιμούταν στο 50%) του προσέδιδε ιδιαίτερη βαρύτητα και ρόλο στην προάσπιση και διεκδίκηση των δικαίων τους.30

Από τους πολλούς αγώνες που δόθηκαν εκείνη την περίοδο, ξεχώρισαν οι μαζικές διαμαρτυρίες και διαδηλώσεις που οργανώθηκαν με τη στήριξη του Κομμουνιστικού Κόμματος τον Μάρτη του 1976 με αφορμή τις συνεχιζόμενες καταπιέσεις κατά των Παλαιστινίων στις κατεχόμενες περιοχές και ιδιαίτερα τις κατασχέσεις γης. Η γενική απεργία που πραγματοποιήθηκε στις 30 Μάρτη ενάντια στις αναγκαστικές απαλλοτριώσεις που είχε ανακοινώσει το ισραηλινό κράτος είχε πράγματι μεγάλη επιτυχία. Βεβαίως, οι δυνάμεις καταστολής δεν έμειναν με σταυρωμένα τα χέρια απέναντι σε αυτό το διογκούμενο κύμα διαμαρτυρίας. Την ημέρα δε της γενικής απεργίας επιτέθηκαν με ιδιαίτερη αγριότητα στους διαδηλωτές, δολοφονώντας 6 εξ αυτών και τραυματίζοντας πάνω από 100 (έκτοτε η συγκεκριμένη μέρα έμεινε στη συλλογική μνήμη των Παλαιστινίων ως «Ημέρα της Γης»). Ταυτόχρονα, ορισμένες αστικές πολιτικές δυνάμεις άρχισαν να ζητούν ακόμη και «την απαγόρευση του Κομμουνιστικού Κόμματος και της δράσης του».31

Τα ερείσματα και η απήχηση του Κομμουνιστικού Κόμματος στον παλαιστινιακό λαό, όμως, έφεραν αντιδράσεις και από αστικές δυνάμεις μεταξύ των Παλαιστινίων. Ενδεικτική υπήρξε η συγκρότηση της οργάνωσης «Αμπνά αλ-Μπάλαντ» με διακηρυγμένο σκοπό «την ενίσχυση της Παλαιστινιακής ταυτότητας ανάμεσα στους Αραβες του Ισραήλ» αλλά και την «αντίθεση στο Κομμουνιστικό Κόμμα». Η εν λόγω οργάνωση καλλιεργούσε και προπαγάνδιζε την αταξική εθνική ενότητα μεταξύ των Παλαιστινίων (αναγνωρίζοντας ως μοναδικό τους εκπρόσωπο την Οργάνωση για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης), αντιπαλεύοντας και υπονομεύοντας ταυτόχρονα κάθε κοινή πάλη μεταξύ των Παλαιστινίων και των Ισραηλινών εργαζομένων.32

Παραπομπές:

1. United Nations, Origins and evolution of the Palestine Problem: 1947-1977 (Part ΙΙ), στο https://www.un.org/unispal/history2/origins-and-evolution-of-the-palestine-problem/part-ii-1947-1977/

2. Anne Elizabeth Irfan, Internationalizing Palestine, PhD Thesis, LSE, London, 2018, σελ. 177, CIA, Arab territories under Israeli occupation, 20.6.1967 (CIA-RDP79T00826A0021000100010056-1)

3. UN, Report of the Commissioner-General of the United Nations Relief and Works Agency for Palestine Refugees in the Near East, 1.7.1966 - 30.6.1967, εκδ. UN, New York, 1967

4. Anne Elizabeth Irfan, ό.π., σελ. 178

5. Anne Elizabeth Irfan, ό.π., σελ. 175, 179.

6. Anne Elizabeth Irfan, ό.π., σελ. 135

7. CIA, Arab territories under Israeli Occupation, 6.10.1967 (CIA-RDP79-00927A006000070003-8) σελ.3 και Arab-Israeli situation report, 18.6.1967 (CIA-RDP79-00826A002100010045-3), σελ. 3

8. Regina F. Bendix, Aziz Haidar & Hagar Salamon (επ.), June 1967 in personal stories of Palestinians and Israelis, εκδ. Gottingen University Press, 2022, σελ. 3

9. Regina F. Bendix, Aziz Haidar & Hagar Salamon (επ.), ό.π., σελ. 323.

10. Anne Elizabeth Irfan, ό.π., σελ. 137

11. CIA, Special assessments on the Middle East situation, 8.6.1967 (CIA-RDP79T00826A002100010011-0), σελ. 1-2

12. Anne Elizabeth Irfan, ό.π., σελ. 137-138

13. US Embassy Israel to Sisco, Confidential Memo, 16.8.1971 στο Anne Elizabeth Irfan, ό.π., σελ. 138

14. Anne Elizabeth Irfan, ό.π., σελ. 137

15. UN, Population and demographic developments in the West Bank and Gaza Strip until 1990, σελ.52 και CIA, Special assessments on the Middle East situation, 8.6.1967 (CIA-RDP79T00826A002100010011-0), σελ. 1-2.

16. Regina F. Bendix, Aziz Haidar & Hagar Salamon (επ.), ό.π., σελ.223, 352, κ.ά.

17. Commission on Human Rights resolution 1 (XXXIII), 15.2.1977 (https://www.un.org/unispal/document/auto-insert-183136/)

18. CIA, Arab territories under Israeli Occupation, 6.10.1967 (CIA-RDP79-00927A006000070003-8) σελ.3 και PLO, Basic political documents of the armed Palestinian resistance movement, εκδ. PLO Research Center, Beirut, 1969, σελ. 72.

19. CIA, Arab territories under Israeli Occupation, 6.10.1967 (CIA-RDP79-00927A006000070003-8) σελ. 5

20. Sharon Weill, «The judicial arm of the occupation», στο International Review of the Red Cross, vol. 89, no. 866, June 2007, σελ. 395-396.

21. PLO, ό.π., σελ. 72.

22. Anne Elizabeth Irfan, ό.π., σελ. 183

23. Anne Elizabeth Irfan, ό.π., σελ.182-184 και 221

24. Regina F. Bendix, Aziz Haidar & Hagar Salamon (επ.), ό.π., σελ. 2, 6-7 και Yinon Cohen, «Changing composition of Israel's population», στο Daniel Levi & Yfaat Weiss, Challenging ethnic citizenship, εκδ. Berghahn Books, NY, 2002, σελ. 40-141.

25. Regina F. Bendix, Aziz Haidar & Hagar Salamon (επ.), ό.π., σελ. 412, 426

26. Gallya Lahav & Asher Arian, «Israelis in a Jewish Diaspora», στο Rey Koslowski, International migration and the globalization of domestic politics, εκδ. Routledge, NY & London, 2005, σελ. 89.

27. https://peacenow.org.il/en/about-us/who-are-we

28. Martin Slann, «Ideology and ethnicity in Israel's two Communist Parties», στο Studies in Comparative Communism, vol.VII, no.4, Winter 1974, σελ. 371

29. Leila Farsakh (επ.), Self-determination and decolonization beyond partition, εκδ. University of California Press, 2021, σελ. 256-257.

30. Martin Slann, ό.π., σελ. 363, 365, 374 και Leila Farsakh (επ.), ό.π., σελ. 259

31. Leila Farsakh (επ.), ό.π., σελ. 258

32. Leila Farsakh (επ.), ό.π., σελ. 257


Αναστάσης ΓΚΙΚΑΣ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ