ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 17 Μάρτη 1996
Σελ. /51
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
Κοινωνική μάστιγα η ανεργία

Κατά 172% αυξήθηκαν οι άνεργοι μεταξύ του 1981 και του 1994. Επιδείνωση αναμένεται τα επόμενα χρόνια. Οι νέες ηλικίες, οι γυναίκες και οι πτυχιούχοι τα πρώτα θύματα της ανεργίας. Σημαντικές αλλαγές στη σχέση απασχόλησης και επιπέδου εκπαίδευσης

Η περίοδος 1980 - 1994 διακρίνεται από την έκρηξη της ανεργίας, η οποία τα τελευταία χρόνια έχει ήδη καταστεί το σημαντικότερο κοινωνικό πρόβλημα. Οι επίσημα εγγεγραμμένοι άνεργοι από 148,5 χιλιάδες ή το 4,04% του εργατικού δυναμικού το 1981, το 1994 ανήλθαν σε 403,8 χιλιάδες ή το 9,63% του εργατικού δυναμικού. Εξέλιξη η οποία τα επόμενα χρόνια αναμένεται να επιδεινωθεί περαιτέρω, μίας και η κρίση των παραγωγικών τομέων βρίσκεται σε εξέλιξη.

Αλλα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της περιόδου αυτής, είναι οι μικροί ρυθμοί αύξησης του παραγόμενου προϊόντος, η συνεχιζόμενη και σήμερα τάση αποβιομηχάνισης, η μείωση του αγροτικού πληθυσμού και η διόγκωση του τομέα των υπηρεσιών, ο οποίος έχει καταστεί κυρίαρχος. Την περίοδο αυτή παρατηρείται επίσης μαζική είσοδος στην παραγωγική διαδικασία νέου, περισσότερο ειδικευμένου και μορφωμένου ανθρώπινου δυναμικού, το οποίο σταδιακά καταλαμβάνει τις θέσεις των εργαζομένων με χαμηλό μορφωτικό επίπεδο και μικρή εξειδίκευση. Κυρίαρχο στοιχείο της διαδικασίας αυτής είναι και η δυναμική παρουσία των εργαζομένων γυναικών στην παραγωγική διαδικασία, παρά τις εργασιακές και κοινωνικές σε βάρος τους διακρίσεις. Οι εργαζόμενες γυναίκες υπόκεινται σε μεγαλύτερη εκμετάλλευση, μιας και αμείβονται χειρότερα από τους άνδρες συναδέλφους τους, ενώ έχουν και τα υψηλότερα ποσοστά ανεργίας.

Οι αλλαγές της περιόδου 1981 - 1994 είχαν αμφίδρομες οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις.

Για τους εργαζόμενους της χώρας τα αποτελέσματα ήταν εμφανώς αρνητικά, μιας και ήταν αυτοί που πλήρωσαν τις συνέπειες της καπιταλιστικής κρίσης. Ωφελημένες αντίθετα υπήρξαν οι κυρίαρχες δυνάμεις του κεφαλαίου. Την περίοδο αυτή η καπιταλιστική εκμετάλλευση αυξήθηκε, ειδικά στις μεγάλες επιχειρήσεις, κάτι που πιστοποιείται και από τη σημαντική άνοδο των κερδών τους.

Τα συμπεράσματα αυτά προκύπτουν, άλλα άμεσα και άλλα έμμεσα, από την εργασία του Κέντρου Προγραμματισμού και Οικονομικών Μελετών (ΚΕΠΕ) με θέμα "προτάσσεις διαρθρωτικής πολιτικής για τη βιομηχανία και την απασχόληση" που παρουσιάστηκε πρόσφατα.

Στα θετικά της εργασίας αυτής καταγράφεται η πληθώρα στοιχείων και πινάκων για την εξέλιξη της απασχόλησης, του εργατικού δυναμικού στους παραγωγικούς κλάδους της ελληνικής οικονομίας. Ενδιαφέροντα είναι επίσης τα στοιχεία για την εξέλιξη της ανεργίας στην Ελλάδα και τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης, η διάρθρωσή της κατά γένος και ηλικία, οι αλλαγές που επήλθαν στη σχέση εκπαίδευσης - απασχόλησης των εργαζομένων κλπ. Υπάρχει δηλαδή ένα πλήθος στατιστικών στοιχείων προς αξιοποίηση και διεξαγωγή συμπερασμάτων. Το μεγάλο της αρνητικό είναι η "υπόκλισή" της, σε ό,τι αφορά την υποβολή προτάσεων, στη λογική των δυνάμεων του νεοφιλελευθερισμού, γεγονός που ωθεί τους συντάχτες της στην εξαγωγή αυθαίρετων και μονόπλευρων συμπερασμάτων. Στην προκειμένη περίπτωση, το πρόβλημα δεν είναι ότι επιχειρείται η προσέγγιση του προβλήματος της απασχόλησης και της ανεργίας από τη νεοφιλελεύθερη σκοπιά. Το μεγάλο πρόβλημα είναι ότιεπιχειρείται η άντληση συμπερασμάτων για τα τόσο σημαντικά και κρίσιμα αυτά θέματα, χωρίς να έχουν έχουν εξεταστεί θεμελιώδη ζητήματα (οικονομικές σχέσεις Ελλάδας - Ευρωπαϊκής Ενωσης, οι επιπτώσεις της Συνθήκης της GATT, νυν Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου στην ελληνική οικονομία κλπ). Παρά ταύτα οι συντάκτες της έκθεσης επιχειρούν να θέσουν υπό την κρίση των αναγνωστών προτάσεις, οι οποίες, υποτίθεται, ότι κινούνται στην κατεύθυνση του περιορισμού της ανεργίας. Προτάσεις αρκετά επικίνδυνες και "ανθυγιεινές" για τους εργαζόμενους, αφού στην ουσία πρόκειται για μεταφορά των απόψεων του κεφαλαίου στα θέματα της απασχόλησης και της ανεργίας. Ετσι τίθεται υπό κρίση κατά πόσο οι συλλογικές συμβάσεις εργασίας επηρεάζουν την "ελαστικότητα" της αγοράς εργασίας, κατά πόσο η διατήρηση του κατώτατου μισθού επηρεάζει τους επιχειρηματίες να προχωρήσουν σε προσλήψεις ή όχι νέου προσωπικού, ή πώς επηρεάζει το μη μισθολογικό κόστος (ασφαλιστικές εισφορές, φορολογία) την πολιτική απασχόλησης. Συνδέουν δηλαδή τη θετική πορεία της απασχόλησης και τη μείωση της ανεργίας με την περαιτέρω συμπίεση του κόστους αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης. Το ερώτημα είναι σε πιο βαθμό. Με δεδομένο ότι οι Ελληνες εργαζόμενοι είναι οι χειρότερα αμειβόμενοι της Δ. Ευρώπης, ίσως ζητούν την εξομοίωσή τους με τους εργαζόμενους της Α. Ευρώπης, η ακόμα και την εξίσωση των αμοιβών με τις αντίστοιχες της Απω Ανατολής...

Η εξέλιξη της ανεργίας

Η ανεργία στη χώρα μας μεταξύ 1981 και 1994 αυξήθηκε κατά 172%,ενώ την ίδια στιγμή το εργατικό δυναμικό αυξήθηκε μόνο κατά 14%.Ειδικότερα οι επίσημα άνεργοι αυξήθηκαν από 148,5 χιλιάδες το 1981 ή το 4,04% του εργατικού δυναμικού, στο 7,81% το 1985 (304.000), το 1990 μειώθηκαν στο 7,03%(281,1 χιλιάδες), για να αυξηθούν κατακόρυφα στις 403,8 χιλιάδες ή το 9,63% το 1994. Αξιο προσοχής είναι ότι την περίοδο εφαρμογής του "σταθεροποιητικού" προγράμματος λιτότητας (1990 - 1994), οι άνεργοι αυξήθηκαν εντυπωσιακά κατά 122.000.

Την ίδια περίοδο το εργατικό δυναμικό αυξήθηκε από 3,677 εκατομ. το 1981, σε 3,892 εκατομ. το 1985, στα 4 εκατ. το 1990 και στα 4,193 εκατ. το 1994.

Σε ό,τι αφορά τη σχέση "ανεργία - νέοι εργαζόμενοι" (από 14 έως 19 χρόνων), τα στοιχεία καταγράφουν τις εξής δύο τάσεις. Οι εργαζόμενοι της ευαίσθητης αυτής ηλικίας, χρόνο με το χρόνο παρουσιάζουν συνεχή μείωση. Από 194,6 χιλιάδες το 1981, μειώθηκαν σε 152,6 το 1990 και στις 125,3 χιλιάδες το 1994. Αν η μείωση αυτή συνοδεύεται με αύξηση των νέων της ηλικίας αυτής στην εκπαιδευτική διαδικασία, τότε πρόκειται για θετικό γεγονός. Το αρνητικό είναι ότι το ποσοστό ανεργίας στις ηλικίες αυτές είναι σήμερα το υψηλότερο μεταξύ όλων των εργαζομένων. Οι νέοι άνεργοι από 11,87% το 1981, αυξήθηκαν στο 24,9% το 1990 και στο 33,95% το 1994. Σήμερα δηλαδή ο ένας στους τρεις εργαζόμενους ηλικίας 14-19 χρόνων είναι άνεργος. Το δεύτερο υψηλότερο επίπεδο ανέργων παρατηρείται στις ηλικίες 20-24 χρόνων. Το ποσοστό ανεργίας από 15,12% το 1981, έφτασε το 22,5% το 1990 και το 27,5% το 1994. Αυξητική τάση παρατηρείται και στις ηλικίες 25-29 χρόνων, καθώς από το μονοψήφιο ποσοστό ανεργίας 7,1% το 1981, το 1994 υπερδιπλασιάστηκε στο 15,2%. Στις ηλικίες άνω των 30 χρόνων παρατηρούνται σχετικά χαμηλά ποσοστά ανεργίας (κάτω του 7%).

Η ανεργία πλήττει περισσότερο τις γυναίκες. Σε σύνολο ανέργων 9,63%,το ποσοστό των ανέργων ανδρών ανέρχεται στο 6,5% ενώ των γυναικών είναι δυόμισι φορές μεγαλύτερο μιας και ανέρχεται στο 14,86%.Σε σύνολο 1,570 εκατ. γυναικών ικανών για εργασία το 1994, οι 233,4 χιλιάδες ήταν άνεργες. Τα υψηλότερα ποσοστά παρατηρούνται και εδώ στις νέες ηλικίες. Το 48,38% των γυναικών ηλικίας 14-19 χρόνων είναι άνεργες, όπως και το 35,75% των γυναικών ηλικίας 20-24 χρόνων. Για τις ηλικίες 25-29 χρόνων το ποσοστό ανεργίας ανέρχεται σε 20,4%,όπως άνεργο είναι το 10,67% των γυναικών ηλικίας 30-44 χρόνων.

Απασχόληση και εκπαίδευση

Ενδιαφέροντα στοιχεία υπάρχουν στη μελέτη για τη σχέση "απασχόλησης - εκπαίδευσης", μιας και καταγράφονται οι μεγάλες αλλαγές που έλαβαν χώρα την περίοδο 1981 - 1994. Περίοδος κατά την οποία παρατηρείται μια δυναμική εισβολή των πτυχιούχων ανώτατων και ανώτερων σχολών στην παραγωγική διαδικασία, ενώ αντίθετα η συμμετοχή των αποφοίτων στοιχειώδους εκπαίδευσης και των αγράμματων μειώθηκε κατά 22 ποσοστιαίες μονάδες. Οι εξελίξεις αυτές, οι οποίες καταγράφουν τη βελτίωση των όρων αναπαραγωγής του κεφαλαίου στη χώρα μας, αποκτούν ιδιαίτερη σημασία σε μια εποχή κατά την οποία η εργασία και οι εργαζόμενοι βρίσκονται υπό διωγμό.

Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΚΕΠΕ, την περίοδο 1981 - 1994:

  • Η συμμετοχή των πτυχιούχων ανώτατης και ανώτερης εκπαίδευσης στην απασχόληση από 8,3% το 1981 ή 292,5 χιλιάδες, ανήλθε στο 17,8% το 1990 ή 661,1 χιλιάδες, για να φτάσει το 1994 το 20% ή 757 χιλιάδες. Μεταξύ του 1981 και 1994 η συμμετοχή των πτυχιούχων στην απασχόληση αυξήθηκε δυόμισι φορές.
  • Οι απόφοιτοι της μέσης εκπαίδευσης από 17% το 1981 ή 603,6 χιλιάδες, ανήλθαν στο 21,2% το 1990 (787,6 χιλιάδες) και στο 25,9% το 1994 ή σε 982,7 χιλιάδες. Παρατηρείται δηλαδή και εδώ μια αύξηση 9 ποσοστιαίων μονάδων.
  • Οι απόφοιτοι γυμνασίου από 6,6% το 1981 ή 234,4 χιλιάδες, ανήλθαν στο 8,6% το 1990 ή 320,3 χιλιάδες και στο 9% το 1994 ή 341,3 χιλιάδες.
  • Τέλος, οι απόφοιτοι στοιχειώδους εκπαίδευσης και οι αγράμματοι, από 68% το 1981 ή 2.398,7 χιλιάδες, μειώθηκαν στο 52,4% το 1990 και στους 1.950 χιλιάδες, για να παρουσιάσουν και νέα μείωση στο 45,1% το 1994(1.708,7 χιλιάδες). Στην περίοδο 1981 - 1994, η σχέση αποφοίτων δημοτικού και των αγραμμάτων προς τις υπόλοιπες κατηγορίες αποφοίτων μειώθηκε από 68/32 σε 45/55. Μια σχέση η οποία επιβεβαιώνει μεν τη μεγάλη πρόοδο που συντελέστηκε, από την άλλη όμως πλευρά, η Ελλάδα συνεχίζει να βρίσκεται σημαντικά πίσω από τις ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες.

Οι πτυχιούχοι ανώτερων σχολών και οι απόφοιτοι μέσης εκπαίδευσης παρουσιάζουν και τα μεγαλύτερα ποσοστά ανεργίας. Το 1994 σε σύνολο ανέργων 403,8 χιλιάδων, το 20,3% ήταν πτυχιούχοι, το 41% απόφοιτοι μέσης εκπαίδευσης, το 12,3% απόφοιτοι γυμνασίου και το 26,4% απόφοιτοι δημοτικού και αγράμματοι.

Θανάσης ΚΑΝΙΑΡΗΣ

κειμενολεζάντα

Ανεργοι στις υπηρεσίες του ΟΑΕΔ σε σπειροειδή κίνηση.

Η ανεργία στη χώρα μας, το σημαντικότερο οικονομικό και κοινωνικόπρόβλημα, αναμένεται να οξυνθεί περαιτέρω τα επόμενα χρόνια



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ