ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σάββατο 20 Οχτώβρη 2001
Σελ. /40
Πόλεμος ή ειρήνη

Μια προσέγγιση του κόστους της ειρήνης και του πολέμου

Γρηγοριάδης Κώστας

Η δραματική αλλαγή που επήλθε στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης στις αρχές της δεκαετίας του '90, παρά τις μεγαλοστομίες της Δύσης για τη μακρά περίοδο ειρήνης και «ευημερίας» που θα ακολουθούσε στον πλανήτη, αλλά και τις γελοιότητες περί του τέλους της ιστορίας, που έσπευσαν να υιοθετήσουν και οι εγχώριοι γαλαζοπράσινοι θιασώτες του νεοφιλελευθερισμού κι από κοντά τα ροζ εξαπτέρυγα του εκσυγχρονισμού, όχι απλώς διαψεύστηκαν την ίδια στιγμή, αλλά η απουσία της Σοβιετικής Ενωσης έδωσε την ευκαιρία στους ιμπεριαλιστές να χτυπούν θρασύτατα και να επιβάλλουν τα συμφέροντά τους όπως και όπου αυτοί έκριναν. Ιράκ, Σουδάν, Σερβία και σήμερα το Αφγανιστάν είναι τέσσερις από τις περιοχές που γνώρισαν (και γνωρίζουν) την αμερικανοΝΑΤΟική βαρβαρότητα, πότε με το πρόσχημα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και πότε με την κατοχή χημικών όπλων ή την υπόθαλψη τρομοκρατίας. Φυσικά, τα πετρέλαια και η στρατηγική γεωγραφική θέση, σε συνδυασμό με τη δημιουργία προτεκτοράτων, είναι ο κυρίαρχος λόγος και τα υπόλοιπα είναι προς ανάλωση των τηλεβλακωμένων καταναλωτών τους.

Κονδύλια για τον πόλεμο

Τα στρατιωτικά προγράμματα δε σταμάτησαν να συνεχίζονται, ενώ ταυτόχρονα οι όποιες απόπειρες έγιναν για την ύπαρξη κονδυλίων που συνδέονταν με ειρηνικά προγράμματα ή τον αφοπλισμό περνούσαν από μικροσκόπιο και τις περισσότερες φορές οδηγούνταν στο καλάθι των αχρήστων. Φυσικά, η ειρήνη έχει το δικό της οικονομικό κόστος, αλλά σχεδόν πάντα ξεχνιέται ότι η μελέτη αυτή πρέπει να προσεγγίζεται συγκριτικά με το κόστος του πολέμου. Είναι γνωστό ότι μεγάλο ποσοστό της οφειλής των χωρών του Τρίτου Κόσμου αφορά δάνεια από εξοπλισμούς που προμήθευσαν αμερικανικά και ευρωπαϊκά εργοστάσια, με το αζημίωτο. Το κυρίαρχο δόγμα που ακούγεται συχνά και στη χώρα μας «η εθνική ασφάλεια συνδέεται με τη συνεχόμενη στρατιωτική αναβάθμιση» οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια σε ένα δυσβάστακτο και συχνά απαγορευτικό οικονομικό κόστος, που μετακυλίεται πάντα στις πλάτες των εργαζόμενων και των φτωχότερων στρωμάτων. Από το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο μέχρι σήμερα οι παγκόσμιες πολεμικές δαπάνες έχουν ξεπεράσει τα 35 τρισ. δολάρια (σ.σ. στοιχεία του 1994). Πόροι που αν διοχετεύονταν στην υγεία, τη στέγαση, την παιδεία, την καταπολέμηση της φτώχειας και την ανάπτυξη θα απέτρεπαν τις περισσότερες από τις πολεμικές συρράξεις που έγιναν.

Το τίμημα των εξοπλισμών

Ενα χαρακτηριστικό παράδειγμα που αναφέρεται στη διεθνή βιβλιογραφία είναι αυτό της Μαλαισίας, η οποία δαπάνησε για δυο πολεμικά πλοία το 1992 τόσα χρήματα που ισοδυναμούσαν με την εξασφάλιση πόσιμου νερού για 25 χρόνια σε 5 εκατομμύρια κατοίκων της που το στερούνται. Ο πόλεμος του Ιράν με το Ιράκ τη δεκαετία του '80 στοίχισε 416 δισ. δολάρια, ενώ ο πόλεμος του Κόλπου 676 δισ. δολάρια. Ποσά αστρονομικά την ίδια στιγμή που πεθαίνουν χιλιάδες παιδιά τη μέρα από έλλειψη ενός πιάτου φαγητού και των στοιχειωδών φαρμάκων. Η απαλλαγή από τα οπλοστάσια με οπλικά συστήματα παλιάς τεχνολογίας και τα κονδύλια για απολύμανση τεράστιων εκτάσεων που χρησιμοποιήθηκαν για την παραγωγή, τη συντήρηση ή τις δοκιμές οπλικών συστημάτων πάσης φύσεως είναι άλλη μια πλευρά του όλου ζητήματος που αρνούνται να θέσουν οι ισχυροί στην ατζέντα των συζητήσεων. Πολύ περισσότερο δε συμπεριλαμβάνονται θέματα όπως η απερήμωση εκτάσεων από βομβαρδισμούς, οι απώλειες γεωργικής γης, η μόλυνση εδαφών και υδάτινων πόρων, οι αναγκαστικές μετακινήσεις πληθυσμών και βεβαίως οι ανθρώπινες ζωές που χάνονται από τις ...παράπλευρες απώλειες. Μία φρικώδη έννοια που δυστυχώς ελέω παγκοσμιοποίησης πέρασε κι αυτή στο λεξιλόγιό μας. Από όλες τις κατηγορίες αυτές απαιτούνται μερικές δεκάδες ίσως και εκατοντάδες δισ. δολάρια σύμφωνα με τον Michael Renner στη μελέτη του «Assessing The Military's War on the Environment» που δημοσιεύτηκε το 1991.

Δαπάνες για την ειρήνη

Σε αντίθεση με τα παραπάνω, το κόστος της ειρήνης απαιτεί σαφώς λιγότερους πόρους που πρέπει να είναι προσανατολισμένοι σ' ένα σύστημα εγγυήσεων για την ειρήνη από διεθνείς οργανισμούς (όχι τις υπάρχουσες μαριονέτες), τον περιορισμό της παραγωγής και εμπορίου των όπλων και μηχανισμούς που θα αποτρέπουν τις συγκρούσεις με ειρηνικούς διακανονισμούς μεταξύ των αντίπαλων πλευρών. Ο Michael Renner το 1995 υπολογίζει ότι με ένα ποσό της τάξης των 20-30 τρισ. θα μπορούσε να επιφέρει θεαματικές αλλαγές στο σημερινό πολεμικό παγκόσμιο σκηνικό. Αλλά βιώσιμη ειρήνη δεν μπορεί να οικοδομηθεί αν κατ' αρχήν δεν υπάρξει εκτεταμένος αφοπλισμός και μετατροπή των στρατιωτικών εγκαταστάσεων σε ειρηνικές χρήσεις και τη δημιουργία θέσεων εργασίας στους μέχρι σήμερα εργαζόμενους στο στρατό. Ομως το βασικότερο όλων είναι η καταπολέμηση της ρίζας του πολέμου που σχετίζεται με τη φτώχεια, την εκμετάλλευση, την άνιση ανάπτυξη και με δυο λέξεις το καπιταλιστικό σύστημα που παράγει τα παραπάνω. Κι αυτό φυσικά δε θα επιτευχθεί από τον ΟΗΕ και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, αλλά από τους αγώνες των λαών.

Πηγή

«Η κατάσταση του πλανήτη», εκδ. ΔΙΠΕ 1995.


Οταν η παγκόσμια κοινότητα ... κοιμάται

Η κοντόφθαλμη στάση της παγκόσμιας κοινότητας, που αποδεικνύει όλα όσα αναφέραμε για το κόστος της ειρήνης και το κόστος του πολέμου, αποδεικνύεται με τη στάση της στην περίπτωση της Ρουάντα. Τον Απρίλη του 1994 εμφανίστηκαν τα πρώτα κρούσματα της γενοκτονίας μεταξύ των αλληλοσπαρασσόμενων φυλών. Τότε η αντίδραση του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ ήταν να μειώσει(!) την ειρηνευτική δύναμη που στάθμευε στην περιοχή. Ενα μήνα μετά ο Γενικός Γραμματέας του ΟΗΕ, κάτω από τη γενική κατακραυγή των όσων συνέβαιναν, πρότεινε την αύξηση των ανδρών της στρατιωτικής δύναμης του Οργανισμού σε 5.500, που το ετήσιο κόστος τους θα ξεπερνούσε τα 250 εκατ. δολάρια. Ομως η αντίδραση του «προοδευτικού σοσιαλδημοκράτη» Κλίντον καθυστέρησε την έγκριση του ποσού και η παράλληλη απροθυμία της Ευρώπης και άλλων αναπτυγμένων κρατών να χρηματοδοτήσουν την ειρηνευτική αποστολή είχαν σαν αποτέλεσμα το μισό εκατομμύριο της σφαγής αμάχων. Χιλιάδες ήταν αυτοί που κατέφυγαν στο γειτονικό Ζαΐρ, αλλά επιδημίες χολέρας και δυσεντερίας ξεκλήρισαν πολλούς από αυτούς εξαιτίας της έλλειψης φαρμάκων. Τότε ο «πολιτισμένος» κόσμος ξεκίνησε να στέλνει αποστολές με ανθρωπιστική βοήθεια, που συχνά δεν έφτανε ποτέ, μια και κατέληγε στους διάφορους στρατούς. Τέλη Ιουλίου του 1994 ο ΟΗΕ εκτιμούσε ότι απαιτούνταν πάνω από 500 εκατομμύρια δολάρια για το επόμενο εξάμηνο. Τα όσα εκτυλίχτηκαν στη Ρουάντα είναι άκρως διδακτικά. Το οικονομικό κόστος ήταν αυτό που υποτίθεται μπλόκαρε την ανάπτυξη μιας ικανής ειρηνευτικής δύναμης που θα απέτρεπε αυτά που ακολούθησαν. Ομως μιλώντας με οικονομικούς όρους και «ξεχνώντας» το μισό εκατομμύριο αυτών που έχασαν τη ζωή τους, το κόστος μετά τα γεγονότα ήταν πολλαπλάσιο. Παράλληλα η κατάσταση στη χώρα αυτή παραμένει αμφίβολη και κανείς δεν μπορεί να εγγυηθεί το μέλλον της...



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ