ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 10 Δεκέμβρη 2000
Σελ. /40
ΔΙΕΘΝΗ
ΕΜΦΥΛΙΟΣ ΣΤΗ ΣΡΙ ΛΑΝΚΑ
Ξάφνου η Δύση τούς «θυμήθηκε... »

Ο στρατός της Σρι Λάνκα είναι υπερδεκαπλάσιος των «Τίγρεων», ωστόσο δεν έχει καταφέρει να τους καταβάλει στρατιωτικά

Associated Press

Ο στρατός της Σρι Λάνκα είναι υπερδεκαπλάσιος των «Τίγρεων», ωστόσο δεν έχει καταφέρει να τους καταβάλει στρατιωτικά
Αν μη τι άλλο, οι ενδείξεις για την αλλαγή του πολιτικού κλίματος στη Σρι Λάνκα επιβεβαιώνονται. Για πρώτη φορά εδώ και πολλά χρόνια, η εφημερίδα που εκφράζει συνεπέστερα από κάθε άλλη τις απόψεις της κυβέρνησης του Κολόμπο, η « Daily News», εμφανίστηκε να υπόσχεται την περασμένη εβδομάδα στο αυτονομιστικό κίνημα «Τίγρεις των Ταμίλ ΕΕΛΑΜ» ότι εάν η πρόθεση του επικεφαλής τους για την έναρξη ενός διαλόγου «χωρίς όρους», για τον τερματισμό του εμφυλίου που σπαράσσει τη χώρα από το 1983, είναι «ειλικρινής», η κυβέρνηση θα προβεί «σε παραχωρήσεις».

Η εφημερίδα, επικαλούμενη ανακοίνωση από το γραφείο του πρωθυπουργού Ρατνασίρι Ουϊκρεμαναγιάκε, μάλιστα υπονόησε ότι ακόμη και το εμπάργκο, που είχε επιβληθεί στις περιοχές όπου οι μειονοτικοί αντάρτες πλειοψηφούν εδώ και μιάμιση δεκαετία, ενδέχεται να αρθεί: «υπήρχαν κάποιες κυρώσεις που έπρεπε να επιβληθούν καθώς ο πόλεμος εξελισσόταν», ανέφερε η ανακοίνωση του πρωθυπουργικού γραφείου, που σε άλλο σημείο τόνιζε πως «αν το LTTE (οι «Τίγρεις») είναι ειλικρινές, η κυβέρνηση θα εφαρμόσει ένα πρόγραμμα αποκλιμάκωσης σε συνεννόηση με τα άλλα μέρη» της κυβέρνησης - και προφανώς σε διάλογο με τους αντάρτες.

Το γεγονός σηματοδοτεί αν μη τι άλλο μιαν αξιοσημείωτη αλλαγή ρητορικής. Δεν έχουν περάσει ούτε δεκαπέντε μέρες αφ' ότου η κυβέρνηση, παρά την επίκληση του ιδρυτή και ηγέτη των «Τίγρεων», Βελουπιλάι Πραμπακαράν, για «άνευ όρων διάλογο», έλεγε χωρίς περιστροφές ότι αναμφιβόλως πρώτιστος στόχος παραμένει «η ολοκληρωτική εξόντωση του εχθρού». Τι μεσολάβησε;

Βομβιστική επίθεση αυτοκτονίας, τον Οκτώβρη. Ο εμφύλιος διαρκεί 16 χρόνια...

Associated Press

Βομβιστική επίθεση αυτοκτονίας, τον Οκτώβρη. Ο εμφύλιος διαρκεί 16 χρόνια...
Μια πιθανή απάντηση είναι «η δυτική πίεση». Ο άνθρωπος που ξεκίνησε -στα τέλη του Οκτώβρη- το χορό των επισκέψεων Δυτικών διπλωματών στο Κολόμπο (την άλλοτε πρωτεύουσα της βρετανικής Κεϋλάνης, διαμάντι αποικιοκρατικής αίγλης στο στέμμα που φορούσε η βασιλομήτωρ από το 1802 - όταν η βρετανική αποικιοκρατία την κατέλαβε πετώντας έξω τους Ολλανδούς, που με τη σειρά τους την είχαν καταλάβει πετώντας έξω τους Πορτογάλους - ως το 1948) ήταν ο Νορβηγός «ειδικός μεσολαβητής»Ερικ Σολχάιμ, που κατάφερε να συναντηθεί με τον Πραμπακαράν, όντας ο πρώτος ξένος διπλωμάτης που το κατάφερε έπειτα από 13 ολόκληρα χρόνια, μετά την κατάρρευση, το 1987, της εκεχειρίας που είχε συναφθεί ένα χρόνο πριν αποσπώντας του τη «δέσμευση» στην έναρξη διαλόγου.

Ακολούθησε το «βαρύ πυροβολικό» της δυτικής διπλωματίας. Στα τέλη Νοέμβρη στο Κολόμπο βρισκόταν ο υφυπουργός Εξωτερικών της Βρετανίας - και, για να «δέσει το γλυκό», τον ακολούθησε η εξοχότης του ο υφυπουργός Εξωτερικών, αρμόδιος για τη Νοτιοανατολική Ασία, της κυβέρνησης του «πλανητάρχη», Μπιλ Κλίντον, Καρλ Ιντερφερθ. Ακολούθως, οι μισο-μυστικές, μισο-γνωστές διαπραγματεύσεις που έκανε η πρόεδρος της Σρι Λάνκα, Τσαντρίκα Μπανταρανάικε Καμαρατούνγκα, κατά μία περιοδεία της στην Ευρώπη (οι σταθμοί της και οι συναντήσεις της δε γνωστοποιήθηκαν για «λόγους ασφαλείας») φαίνεται να έβαλαν τις τελευταίες πινελιές στην αλλαγή του κλίματος. Αν μη τι άλλο φαίνεται πως η Καμαρατούνγκα έλαβε τη δέσμευση ότι η χρηματοδότηση των «Τίγρεων» θα «ψαλιδιστεί» από τους μετανάστες, κυρίως από τη Βρετανία (κατά εκτιμήσεις ο στρατός των «Τίγρεων» μαζεύει κάπου 80 εκατ. δολάρια το χρόνο για να εκπαιδεύει και να συντηρεί τη δύναμή του, που φθάνει τους 7.000 - 8.000 μαχητές).

Εκατέρωθεν δυσπιστία

Η εκατέρωθεν δυσπιστία - λόγω των αποτυχημένων προσπαθειών του παρελθόντος να υπάρξει «ειρήνη» στη χώρα, που μετράει τουλάχιστον 63.000 νεκρούς, 1,4 εκατομμύρια εκτοπισμένους και διαθέτει ένα ανεξάντλητο απόθεμα μίσους - παραμένει φυσικά ένας «ανασχετικός» παράγοντας για την έναρξη μιας τέτοιας «ειρηνευτικής διαδικασίας». Ενόσω οι πολιτικοί, τόσο οι κυβερνητικοί όσο και ο ηγέτης των Τίγρεων, έκαναν τις διερευνητικές τους κινήσεις, στα πεδία των μαχών λάμβαναν χώρα (υποτονικές μεν, σε σύγκριση με το πρόσφατο παρελθόν, αλλά πάντως) αιματηρές συγκρούσεις, ειδικά στην περιοχή Τρινκομαλί, όπου βρίσκεται η μεγαλύτερη ναυτική βάση των κυβερνητικών δυνάμεων. Από τη μία πλευρά, ο στρατός προσπάθησε να «ξεκαθαρίσει» περιοχές ελεγχόμενες από τους αντάρτες. Από την άλλη, οι αντάρτες εξαπέλυσαν δύο αντεπιθέσεις. Η μία αποτέλεσε «καταστροφή» όσον αφορά την εικόνα των «Τίγρεων», αφού οι οβίδες των όλμων που εξαπέλυσαν βρήκαν κατά λάθος ένα σχολείο σκοτώνοντας 2 παιδιά -από συνολικά 7 ανθρώπους- και τραυματίζοντας δεκάδες άλλα. Η δεύτερη ήταν πιο επιτυχημένη, αφού τους απέφερε κάποια εδάφη.

Παρά ταύτα, τόσο οι πιέσεις από το «διεθνή παράγοντα» όσο και η «κούραση» των αντιμαχομένων (η τελευταία «φάση» του εμφυλίου διαρκεί δεκαέξι χρόνια, από το 1984, χωρίς νικητή ενόψει...) εγγυώνται μάλλον ότι η προσπάθεια έναρξης «διαλόγου» αν μη τι άλλο θα περπατήσει.

Ανάμεσα στους λόγους που η Δύση επιθυμεί μια «ρύθμιση» του εμφυλίου, είναι και η οικονομική «προοπτική ανάπτυξης» της Σρι Λάνκα. Το ΑΕΠ της χώρας για το 2000 αυξήθηκε -σύμφωνα με ανεπίσημα στοιχεία- 5-5,5%. Από το 1980 ως το 1999 το ΑΕΠ αυξανόταν κατά μέσο όρο 4,7% ετησίως. Σε μια Σρι Λάνκα χωρίς πόλεμο, λένε οικονομολόγοι, το ΑΕΠ θα μπορούσε να έχει ρυθμό αύξησης έως και 8%. Ακόμη και σήμερα, εν μέσω του πολέμου, η τουριστική βιομηχανία είναι μια «μηχανή» που «κόβει» εκατοντάδες εκατομμύρια δολάρια ετησίως. Η χώρα ήταν η πρώτη στην Ασία που άρχισε την πολιτική της «απελευθέρωσης των αγορών» από το 1977. Και εφέτος θα εντείνει την «απελευθέρωση».

Ωστόσο, ο πόλεμος χαλάει τη νεοφιλελεύθερη «σούπα» που ορέγονται οι Δυτικοί, μαζί με τους φυσικούς πόρους (ειδικά τα ορυκτά) της Σρι Λάνκα. Αλλωστε, η Καμαρατούνγκα μέσα σε μερικούς μήνες ξόδεψε 350 εκατομμύρια δολάρια για νέο στρατιωτικό εξοπλισμό και πολλά ακόμη για να «αναδιαμορφώσει» το στράτευμα...

Πλειοψηφία με κόμπλεξ μειονότητας

Ενα από τα... κλισέ στη Σρι Λάνκα είναι ότι η πλειοψηφούσα (74%)εθνική ομάδα των Σινχαλέζων έχει μειονοτικά κόμπλεξ απέναντι στη μειονότητα (13% του πληθυσμού - άλλο ένα 5% είναι Ταμίλ της Ινδίας) των Ταμίλ. Μετά την ανεξαρτησία, το 1948, ο τότε πρωθυπουργός Μπανταρανάικε, πατέρας της σημερινής προέδρου, άσκησε μια πολιτική ρεβανσισμού κατά των Ταμίλ, που μέρος τους ανήκε στην «ευνοούμενη» τάξη των Εγγλέζων. Ο ρατσισμός σε βάρος των Ταμίλ, από την εκπαίδευση ως τη δημόσια διοίκηση, η καταπίεση, οι ταπεινώσεις εν πολλοίς έριξαν το νερό που έβαλε σε κίνηση το μύλο του σημερινού πολέμου... Ενώ το Κολόμπο πάντα έβλεπε με μισό μάτι την Ινδία, όπου η εκεί μειονότητα των Ταμίλ (στο κρατίδιο Ταμίλ Ναντού) είναι μεγαλύτερη ποσοτικά από όλο τον πληθυσμό της Σρι Λάνκα...

Σήμερα όμως η αλλαγή του κλίματος -εξαιρουμένων φυσικά των εμπόλεμων περιοχών- είναι προφανής. Στην κυβέρνηση συμμετέχει ένα κόμμα των «μετριοπαθών» Ταμίλ. Η γλώσσα τους είναι και πάλι επίσημη γλώσσα του κράτους (μία από τις τρεις). Τα πανεπιστήμια δέχονται όλο και περισσότερους μειονοτικούς. Και ο εύλογος λαϊκός πόθος για ειρήνη μετά από τόσα χρόνια αιματοχυσίας και τρόμου ολοκληρώνει το σκηνικό. Με αυτά τα συστατικά παρόντα, είναι ν' απορεί κανείς που «οι πολιτικοί στη Σρι Λάνκα κλοτσάνε το βραβείο Νόμπελ Ειρήνης», σχολίαζε πρόσφατα ένα δυτικό περιοδικό.

Τα πράγματα δεν είναι τόσο ρόδινα, πάντως. Ο Πραμπακαράν έχει υπόψη του, ή οφείλει να έχει, μετά από τόσα χρόνια πολέμου, ότι η «στρατηγική» της κυβέρνησης στο Κολόμπο είναι να «συσσωματώσει» τους μετριοπαθείς, ταυτόχρονα να συντρίψει ή να ουδετεροποιήσει τους αντάρτες και να προσφέρει μια «αυτονομία μέσα σε ένα ομοσπονδιακό πλαίσιο» (κάτι που η εθνικιστική αντιπολίτευση, βέβαια, δε θέλει ούτε να ακούει. Πρόσφατα ένας βουλευτής του εθνικιστικού Ενωμένου Εθνικού Κόμματος έλεγε ότι αν η πρόεδρος δοκιμάσει να αλλάξει το Σύνταγμα «3,6 εκατομμύρια ανθρώπων θα βγουν στους δρόμους»). Θα γίνει και ο ίδιος ένας «κουΐσλινγκ», όπως κατηγορούσε τους αντιπάλους του στέλνοντας εναντίον τους τους άνδρες του; Μένει να φανεί.


Μπάμπης ΓΕΩΡΓΙΚΟΣ


ΒΑΣΑΝΙΣΤΗΡΙΑ ΣΤΟ ΓΑΛΛΟ-ΑΛΓΕΡΙΝΟ ΠΟΛΕΜΟ
Η επιλογή της σιωπής και της επιμονής στην «άγνοια»

Δύο πτώματα Αλγερινών, που βρέθηκαν σε δωμάτιο βασανιστηρίων, το 1960
Δύο πτώματα Αλγερινών, που βρέθηκαν σε δωμάτιο βασανιστηρίων, το 1960
Αντιμέτωπη, για άλλη μια φορά, με τα όσα διαδραματίστηκαν κατά τη διάρκεια του εθνικοαπελευθερωτικού πολέμου στην Αλγερία βρίσκεται, τις τελευταίες ημέρες, η γαλλική κοινή γνώμη, αλλά και η πολιτική ηγεσία της χώρας.

Η μαρτυρία, λακωνική αλλά περιεκτική, του δημοσιογράφου Ζακ Ντουσκέν, που φιλοξένησε το γαλλικό περιοδικό «L' Express», καθώς και τα ανάλογα άρθρα που δημοσίευσε η εφημερίδα «L' Humanite», έφεραν πάλι στο προσκήνιο το κοινό μυστικό που υφέρπει σε όλη τη Γαλλία, τις δεκαετίες που έχουν μεσολαβήσει από το 1960 ως σήμερα: Τα σκληρά βασανιστήρια που ο γαλλικός στρατός χρησιμοποίησε ως κύρια μέθοδο αντιμετώπισης του αλγερινού εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα, η εμβέλεια της εφαρμογής τους. Τις ευθύνες που προκύπτουν, στρατιωτικές και πολιτικές, κανείς, ακόμη και σήμερα, δε φέρεται διατεθειμένος να αναλάβει, διαιωνίζοντας μια από τις σκοτεινότερες σελίδες της γαλλικής ιστορίας, αλλά και τη λογική της συλλογικής ευθύνης, που πολλοί Γάλλοι ιστορικοί, αναλυτές και πολιτικοί διανοούμενοι επιμένουν ότι βαραίνει πάνω από το κεφάλι του γαλλικού λαού.

«Ανεξέλεγκτα βασανιστήρια, συχνά, σε αθώους»

«Βασανίζαμε από συνήθεια, συλληφθέντες, οι οποίοι ούτε καν ήμασταν σίγουροι ότι μπορεί να είναι ύποπτοι για κάτι, ούτε καν ήμασταν βέβαιοι ότι μπορούσαν να μας παράσχουν κάποια σημαντική πληροφορία για τη δράση της αλγερινής αντίστασης. Οι βασανισμοί ήταν άνευ όρων, ορίων, προϋποθέσεων, σε ανθρώπους καθημερινούς, γυναίκες, νεαρούς και ηλικιωμένους, χωρίς καμία εξαίρεση.

Δύο Γάλλοι στρατιώτες διαπομπεύουν μια νεαρή Αλγερινή, που έχουν ξεγυμνώσει πριν την θανατώσουν με σκληρά βασανιστήρια
Δύο Γάλλοι στρατιώτες διαπομπεύουν μια νεαρή Αλγερινή, που έχουν ξεγυμνώσει πριν την θανατώσουν με σκληρά βασανιστήρια
Εξαίρεση αποτελούσαν οι περιπτώσεις, που, μετά από τις παρεμβάσεις δικηγόρων, κυρίως Γάλλων, ή ορισμένων "πεφωτισμένων" εκπροσώπων της χριστιανικής κοινότητας, οι συλληφθέντες επέστρεφαν ζωντανοί στα σπίτια τους, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν είχαν βασανιστεί. Ας σημειώσω, πάντως, ότι οι περισσότεροι καθολικοί κληρικοί, που βρίσκονταν εκείνη την ταραγμένη περίοδο στην Αλγερία, είχαν, εξαρχής, ταχθεί με το μέρος του γαλλικού στρατού και, μάλιστα, έκαναν τα στραβά μάτια στις συλλήψεις, στις εξαφανίσεις και στους βασανισμούς, χαρακτηρίζοντάς τους, μάλιστα, δυσάρεστη επιλογή, αλλά αναγκαία και αποτελεσματική.

Οι περισσότεροι από τους ανθρώπους που αναλάμβαναν τέτοιες πρωτοβουλίες θεωρούνταν, συνήθως, εχθροί. Η κατάσταση, βέβαια, ήταν τόσο εκτός ελέγχου και τόσο συγκεχυμένη, που δεν ήταν ξεκάθαρο για ποιον ήταν εχθροί. Για το γαλλικό στρατό ήταν εχθροί, επειδή βοηθούσαν τους Αλγερινούς, για μεγάλη μερίδα του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου ήταν εχθροί, γιατί είχαν διασυνδέσεις με τις γαλλικές αρχές κατοχής. Πολλοί από αυτούς βρέθηκαν στο στόχαστρο και πλήρωσαν με τη ζωή τους ή με το δικό τους βασανισμό τις πρωτοβουλίες τους αυτές, όπως ο κ. Ποπί, ένας από τους Γάλλους δικηγόρους, που μου έδωσαν αρκετά στοιχεία όταν βρισκόμουν στην Αλγερία και έπεσε νεκρός από τις σφαίρες της Οργάνωσης του Μυστικού Στρατού, μιας παραστρατιωτικής γαλλικής οργάνωσης, που στη συνέχεια απείλησε και εμένα, με αφορμή τα, έτσι κι αλλιώς, λογοκριμένα άρθρα που δημοσιεύτηκαν στην εφημερίδα μου, τη "Le Croix"».

«Βασανιστήρια, βασανιστήρια. Φυσικά και κάνουμε βασανιστήρια. Μερίδα της γαλλικής κοινής γνώμης και του Τύπου μάς πολεμά γι' αυτό. Με ποιον ακριβώς τρόπο θέλουν να τα βγάλουμε πέρα εδώ; Αλλωστε, τα πολυσυζητημένα βασανιστήρια δεν είναι και τίποτε τρομερό!». Αυτά δήλωνε, σε προσωπική τους συζήτηση, σύμφωνα με τη μαρτυρία του Ντουσκέν, ο στρατηγός Μασού, το φθινόπωρο του 1957, επικεφαλής της μονάδας των αλεξιπτωτιστών, που και είχε λάβει μέρος στην περίφημη «Μάχη του Αλγερίου» και είχε αναλάβει να φέρει σε πέρας «την τάξη» στις περιοχές της Καλκιλίας.

Αλλεπάλληλα ηλεκτροσόκ, ξύλο, ξερίζωμα νυχιών, φάλαγγα, πολύωρο κρέμασμα από το ταβάνι, διαπομπεύσεις, βιασμοί, ήταν μερικά από τα είδη των βασανιστηρίων, «αυτά που έχω το κουράγιο να πω», τονίζει ο Ντουσκέν, που χρησιμοποίησε ο γαλλικός στρατός. Από την άλλη πλευρά, το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο τιμωρούσε, όσους θεωρούσε προδότες ή υπόπτους, με κόψιμο του λαιμού, τοποθετώντας στην πληγή τα γεννητικά όργανα του θύματος.

«Ποιος, επιτέλους, θα αναλάβει την πολιτική ευθύνη;»

«Το μεγάλο βάρος που, μέχρι σήμερα, έχω», καταλήγει στη μαρτυρία του ο Ντουσκέν, «δεν είναι ποιος άρχισε πρώτος τα βασανιστήρια, αλλά ποιος θα έδινε ένα τέλος στον παραλογισμό. Πολλές γαλλικές στρατιωτικές μονάδες δρούσαν αυτόνομα, χωρίς ούτε καν οι διοικητές τους να γνωρίζουν τι πράττουν. Ας μην ξεχνάμε ότι μεγάλο κομμάτι του γαλλικού στρατού, μόλις είχε επιστρέψει από την εθνική ταπείνωση της Ινδοκίνας και της αναγκαστικής εγκατάλειψης, εξαιτίας της παρέμβασης των ΗΠΑ και ΕΣΣΔ, της κατακτημένης διώρυγας του Σουέζ και είχα έντονα την αίσθηση ότι έβγαζε το άχτι του. Το πρόβλημα για μένα δεν είναι, μόνο, ποιοι αξιωματικοί της εκεί στρατιωτικής ηγεσίας είχαν υπόψη τους τις φρικαλεότητες ή τις διέταζαν. Είναι γνωστό ότι ελάχιστοι ήταν αυτοί που τις κατήγγειλαν και διαχώρισαν τη θέση τους, όπως ο στρατηγός Μπολαρντιέ.

Το πρόβλημα είναι ότι η πολιτική ηγεσία της Μητρόπολης, από τον γραμματέα του τότε Σοσιαλιστικού Κόμματος Γκι Μολέ, που ήταν αρχικά στην εξουσία, τον τότε υπουργό Αλγερίας Ρομπέρ Λακόστ, τον επικεφαλής των γαλλικών ενόπλων δυνάμεων Μαξ Λεζέν, μέχρι τον στρατηγό Ντε Γκολ, το σύνολο, σχεδόν, των μελών του γαλλικού Κοινοβουλίου, όλοι γνώριζαν πολύ καλά τι γινόταν στην Αλγερία. Είχαν, εν λευκώ, εξουσιοδοτήσει την, εκεί, στρατιωτική ηγεσία να φέρει σε πέρας έναν βρώμικο πόλεμο, αναλαμβάνοντας συγκεντρωτικά καθήκοντα, παραμερίζοντας ακόμη και τις αποικιακές τοπικές αρχές, και χρησιμοποιώντας κάθε μέσο. Τις εξελίξεις, τουλάχιστον σε γενικές γραμμές, γνώριζε πολύ καλά και η γαλλική κοινή γνώμη. Στο εσωτερικό της χώρας, δεν ήταν λίγες οι αντιδράσεις και οι διαδηλώσεις, με τα γνωστά έκτροπα των δολοφονιών των, αλγερινής καταγωγής, συμπολιτών μας, στη μεγάλη διαδήλωση του Παρισιού το 1962».

Το ερώτημα που ο δημοσιογράφος, στον οποίο δεν επιτράπηκε ποτέ να επιστρέψει στην Αλγερία, της εφημερίδας «Le Croix», θέτει στη λιτή καταγγελία του έχει, επανειλημμένως, τεθεί στη γαλλική κοινωνία, τα τελευταία χρόνια. Κάθε φορά, μόλις κάποιο νέο στοιχείο δει το φως της δημοσιότητας, επικρατεί μια αναταραχή. Η εκάστοτε πολιτική ηγεσία, στην εσχάτη των περιπτώσεων, αναγκάζεται σε ορισμένες γενικόλογες και θολές δηλώσεις και, τάχιστα, το θέμα τίθεται στο περιθώριο. Και όλα αρχίζουν να κυλούν σαν να είναι φυσιολογικά. Για τον νικηφόρο, τελικά, αλγερινό εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα, τη δράση του γαλλικού στρατού, αλλά και της γαλλικής αστυνομίας εντός των ορίων της μητρόπολης, για τις πολιτικές και στρατιωτικές επιλογές που έγιναν, κανείς δεν έχει αναλάβει μέχρι σήμερα, σαράντα χρόνια μετά, καμία ευθύνη. Ούτε κανείς έμαθε τι απέγιναν οι 3.000 (5.000, σύμφωνα με τις τότε αλγερινές αρχές) εξαφανισμένοι.

Κανένας δεν έχει ρίξει άπλετο φως στα τότε γεγονότα, τόσο στην αποικία, όσο και στη μητρόπολη. Αντίθετα, διαιωνίζονται η ενοχή, το έγκλημα, η απορία, και οι αμφισβητήσεις. Και διαιωνίζονται, όχι μόνο όσον αφορά στο τι έγινε τότε, αλλά ακόμη και στο σήμερα. Τόσα χρόνια μετά, οι απόγονοι των Αλγερινών μεταναστών, πολλοί από τους οποίους τότε επέλεξαν τη μητρόπολη από την πατρίδα τους, παραμένουν στο περιθώριο της εργασίας, της γνώσης, της εξέλιξης, του εκπαιδευτικού συστήματος, των πόλεων, της κοινωνίας. Για πολλούς Γάλλους, η σημερινή κατάσταση δεν είναι παρά μια διαστρεβλωμένη και υφέρπουσα διαιώνιση μιας ηττημένης, στο πεδίο της μάχης, αποικιοκρατικής λογικής διακρίσεων, που, ακριβώς επειδή ποτέ δεν αποκαλύφθηκε η πλήρης αλήθεια, συνεχίζει να υπάρχει, έστω και σιωπηλά, σε μεγάλη μερίδα του πληθυσμού, με το άλλοθι της άγνοιας!


Ελένη ΜΑΥΡΟΥΛΗ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ