Εξάλλου, το νήμα αυτής της συνέχειας είναι άρρηκτα δεμένο με τις κατευθύνσεις της ΕΕ στον χώρο, που αξιοποιεί στο έπακρο τον Πολιτισμό ως στοιχείο ιδεολογικής παρέμβασης και χειραγώγησης. Σε αυτό αποσκοπεί η κυρίαρχη θεματική σε επίπεδο ΕΕ και όχι μόνο περί «σεβασμού στον άλλο» και στη «διαφορετικότητα» - θεματική που ακολουθείται και στις περισσότερες δράσεις του υπουργείου - που στο πνεύμα του κοσμοπολιτισμού χρησιμοποιεί τον Πολιτισμό ως ένα ενοποιητικό στοιχείο, ακριβώς για να αποκρύπτεται η ταξική διαίρεση της κοινωνίας, που αποτελεί την πραγματική αιτία διαχωρισμού των ανθρώπων, αλλά και τη βάση για την ενότητα των καταπιεσμένων στρωμάτων.
Ας δούμε όμως και πιο συγκεκριμένα κάποιους από τους άξονες δράσεων που ανακοίνωσε του υπουργείο.
Κατά τα άλλα, καθόλου δεν φαίνεται να απασχολεί το φοβερό πρόβλημα υποστελέχωσης των αρχαιολογικών υπηρεσιών, το ότι τα νέα έργα, όπως τα μουσεία που ανοίγουν - π.χ. το Βυζαντινό στο Διδυμότειχο - δεν μπορούν να λειτουργήσουν λόγω έλλειψης προσωπικού. Το ενδιαφέρον της κυβέρνησης στην πραγματικότητα επικεντρώνεται στην εκμετάλλευση της πολιτιστικής κληρονομιάς από την τουριστική βιομηχανία και στην αύξηση των εισπράξεων. Είναι χαρακτηριστικό ότι το Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων, αντί να προσανατολιστεί σε δραστηριότητες που θα φέρουν το λαό σε επαφή με την πολιτιστική κληρονομιά, αντιμετωπίζεται - όπως ανέκαθεν - ως αποτελεσματικότερος, μέσω του ηλεκτρονικού εισιτηρίου, εισπρακτικός μηχανισμός και πωλητήριο αναμνηστικών και αντιγράφων.
Στην αναφορά του στο γνωστό θέμα της ΑΕΠΙ απαντάμε την επικείμενη ενσωμάτωση της σχετικής Ευρωπαϊκής Οδηγίας για τα πνευματικά δικαιώματα, δηλώνοντας ταυτόχρονα ότι θα προχωράει στην «αδειοδότηση των οργανισμών συλλογικής διαχείρισης και των ανεξάρτητων οντοτήτων με κριτήρια βιωσιμότητας». Είναι δεδομένο δηλαδή ότι θα πορευτεί στην κατεύθυνση της ΕΕ, που όχι μόνο δεν καταργεί τις κερδοσκοπικές τύπου ΑΕΠΙ εταιρείες στον τομέα των πνευματικών δικαιωμάτων, αλλά τις πολλαπλασιάζει και τις διευρύνει.
Κι ενώ το υπουργείο επαίρεται για την παραπάνω συγχώνευση, για το έργο επέκτασης της Εθνικής Πινακοθήκης κ.ά., τηρεί επίσης σιγή ιχθύος για τους ίδιους τους εικαστικούς καλλιτέχνες στη χώρα μας, που παραμένουν ανασφάλιστοι για το καλλιτεχνικό τους έργο, παρά τις επανειλημμένες νομοθετικές προτάσεις που έχει καταθέσει για το Ασφαλιστικό τους το Επιμελητήριο Εικαστικών Τεχνών Ελλάδας (ΕΕΤΕ). Και σαν να μην έφτανε αυτό, με μια νέα πρόκληση το υπουργείο Οικονομικών ζητά από ηλικιωμένους εικαστικούς με χρόνια προβλήματα υγείας, που λαμβάνουν «τιμητικές συντάξεις», να επιστρέψουν αναδρομικά πάνω από 4.500 ευρώ ο καθένας για τα έτη 2013-2015, και ενώ η παρούσα κυβέρνηση έχει ήδη περικόψει τις συντάξεις τους από 1/1/2017 κατά 20%, εφαρμόζοντας νόμο του 2012!
Κουβέντα δεν ειπώθηκε ούτε για το νόμο του 1%, για τη δημιουργία και τοποθέτηση έργων εικαστικών σε δημόσια κτίρια (με διάθεση του 1% της δαπάνης τους), που έχει ψηφιστεί από το 1997 αλλά δεν υλοποιείται, ο οποίος θα έδινε νέα πνοή στη μορφή των δημόσιων κτιρίων και χώρων και θα άνοιγε νέες δυνατότητες δημιουργίας καλλιτεχνικών έργων, με διαγωνιστικές διαδικασίες. Κι ακόμα δεν μίλησε το υπουργείο για την απουσία δημόσιων εκθέσεων και χώρων, με αποτέλεσμα οι εικαστικοί καλλιτέχνες, και ιδιαίτερα οι νέοι, να είναι έρμαια στα χέρια των κάθε λογής μεσαζόντων και επιχειρηματιών, που ελέγχουν όλους τους εκθεσιακούς χώρους.
Υπόσχεται ακόμα επανενεργοποίηση των επιχορηγήσεων θιάσων (και ομάδων χορού) «που είτε έχουν σταθερή μακρόχρονη παρουσία και μόνιμη στέγη, είτε είναι νεανικά σχήματα με τριετή τουλάχιστον παρουσία». Η θετική ή αρνητική τοποθέτηση σε αυτό το ζήτημα προϋποθέτει τη συγκεκριμενοποίηση των κριτηρίων με τα οποία θα διανεμηθούν οι επιχορηγήσεις. Πάντως, η γενικόλογη αναφορά σε κριτήρια όπως οι «θέσεις εργασίας που παρέχονται», ή η «εξωστρέφεια στο εξωτερικό», προϊδεάζουν για μια πιθανή ενίσχυση των μεγάλων θεατρικών επιχειρήσεων. Η ανάπτυξη της θεατρικής τέχνης προϋποθέτει εξασφάλιση κρατικής χρηματοδότησης για όλα τα θεατρικά σχήματα, με μοναδική προϋπόθεση τη συμβολή τους στη θεατρική καλλιέργεια του λαού.
Το υπουργείο ανακοίνωσε επίσης τρεις - τέσσερις κύκλους σεμιναρίων και εργαστηρίων για το Αρχαίο Δράμα, όμως και στην περίπτωση του Θεάτρου σημασία έχουν αυτά που δεν ειπώθηκαν, όπως για παράδειγμα το ποια θα είναι η τύχη του Θεατρικού Μουσείου, που εξακολουθεί να είναι κλειστό και να ρημάζει.
Και στον κινηματογράφο είναι ολοφάνερη η έμφαση που δίνεται στην εξασφάλιση κινήτρων για προσέλκυση ιδιωτικών κεφαλαίων και ξένων παραγωγών, με το πρόσχημα ότι με αυτό τον τρόπο θα αναζωογονηθεί ο ελληνικός κινηματογράφος. Ομως, στην καλύτερη περίπτωση, το μόνο που μπορεί να αναζωογονηθεί είναι η εμπορευματοποίηση της κινηματογραφικής τέχνης σε βάρος του καλλιτεχνικού αποτελέσματος, προπαντός όμως σε βάρος της ελευθερίας του δημιουργού να αφυπνίζει συνειδήσεις και να δείχνει το δρόμο για έναν καλύτερο κόσμο. Είναι χαρακτηριστικό ότι η υπουργός εξήγγειλε νέο νόμο για τον κινηματογράφο που θα περιλαμβάνει: «1) τα οικονομικά κίνητρα για τον ξένο παραγωγό που θέλει να έρθει στην Ελλάδα, 2) τη συγκέντρωση όλων των πιθανών χώρων, μερών και Ελλήνων συνεργατών που θα μπορούσαν να βοηθήσουν μία ξένη παραγωγή για τα γυρίσματά της, 3) την τυποποίηση όλων των αδειοδοτήσεων και την απλοποίηση αυτών, όπου χρειάζεται (εδώ και το ΥΠΠΟΑ θα χρειαστεί να επανεξετάσει τα τέλη κινηματογράφησης στους αρχαιολογικούς χώρους), 4) την καταγραφή όλης της πληροφορίας σε μία ηλεκτρονική πλατφόρμα στο ΕΚΚ, στην οποία ο ξένος παραγωγός θα μπορεί και να υποβάλει τις αιτήσεις του για όποιες άδειες χρειάζεται (...), 5) τη στρατηγική για τη διαφήμιση της Ελλάδας στην αγορά της διεθνούς παραγωγής». Με μια λέξη: Ολα για τους μεγαλο-παραγωγούς!
Επιπρόσθετα, δεν βάζει ελληνικό διαγωνιστικό κομμάτι στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, κάτι που αποτελεί πάγιο αίτημα του χώρου, καθώς θα βοηθούσε την εγχώρια ποιοτική κινηματογραφική παραγωγή, αλλά διατηρεί ατόφιο τον κοσμοπολίτικο διεθνή χαρακτήρα του Φεστιβάλ.